Σπανίως γράφω για βιβλία εν θερμώ πια, αφήνω συνήθως κάποιες μέρες να καταλαγιάσει η φουρτούνα της ανάγνωσης. Όμως υπάρχουν αναγνώσεις που σε ισοπεδώνουν συναισθηματικά, και μάλιστα βιβλίων πολύ εγκεφαλικών, από εκεί που δεν το περιμένεις. Έτσι συνέβη με το «στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά». Το έπιασα αργά χθες βράδυ και δεν ησύχασα μέχρι να το τελειώσω.
Ο Αργύρης Σταυρινός είναι καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, για την ακρίβεια φιλόλογος που διδάσκει Ιλιάδα στη δευτέρα Γυμνασίου κάπου στον Κολωνό. Την προσοχή του τραβά ένας νεαρός, ο Νάσος Γκέτσος, Αλβανικής καταγωγής και εξαιρετικής ευφυίας, που κατορθώνει να μιλά μαζί του για το ομηρικό Έπος αλλά και αδελφά κείμενα, του Ρίτσου, του Καβάφη, του Χειμωνά, σαν ενήλικας. Το χαρισματικό αυτό παιδί φωτίζει την άχαρη και μοναχική καθημερινότητα του Σταυρινού, -ανταλλάσσουν συχνά e-mails για την Ιλιάδα- κι έτσι όταν ο Νάσος εξαφανίζεται και δεν φοιτά στην 1η Λυκείου, ο Αργύρης αναλαμβάνει να τον βρει.
Η αφήγηση ακολουθεί τρεις οδούς. Από τη μία τα mails μαθητή-καθηγητή, που αφορούν το Έπος. Από την άλλη η σκληρή πραγματικότητα στους δρόμους του Κολωνού, η πάλη, το αίμα, η βία ανάμεσα στις αντιφά ομάδες και τη Χρυσή Αυγή, ο θάνατος του Φύσσα και οι δύο θάνατοι Χρυσαυγιτών ως αντίποινα. Και τέλος η συμμετοχή του Σταυρινού σε μια ψυχοθεραπευτική ομάδα, έπειτα από προτροπή του ίδιου του σχολείου, που τον παραπέμπει σε Πειθαρχικό για το ενδιαφέρον και τις πράξεις του.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυτή μιας Αθήνας που βράζει, που πάλλεται με νέα συνθήματα, που θυμίζουν πολύ τα παλιά, δίνει τον τόνο στο βιβλίο, κι ας είναι παράτολμη αφηγηματικά. Τα γεγονότα είναι πολύ κοντά μας, οι συνέπειες δεν είναι πλήρως γνωστές, κάποια εξελίσσονται ακόμα. Το να κάνεις λογοτεχνία αυτή την κοινωνική αναταραχή, απαιτεί τρόπο, γερή πένα. Και μια αίσθηση της πραγματικότητας διαφορετική από τον μέσο όρο. Δεν αρκεί η Αθήνα, να ξέρεις το μέρος, πρέπει να ξέρεις ή να φαντάζεσαι τι κάνει έναν νεαρό έφηβο να στρατολογηθεί.
Από την άλλη, τα αποσπάσματα της Ιλιάδας είναι πολλά. Συγκριτική των μεταφράσεων, ένα Έπος που φαίνεται να μπορεί να ξαναμπεί στη ζωή μας. Στα έπη πρωταγωνιστούν Ήρωες και όχι χαρακτήρες. Στο μυθιστόρημα του Κατσουλάρη αυτό κάπως πρέπει να τακτοποιηθεί. Είναι άραγε Ήρωες οι ήρωες του; Με τον τρόπο τους είναι, γιατί προσπαθούν να διαχειριστούν ο καθένας αυτό που του έλαχε, όσο καλύτερα μπορούν.
Και τέλος η Ψυχοθεραπευτική ομάδα. Ο Σταυρινός τούς δίνει αρχαιοπρεπή ονόματα για να τους κρατήσει σε απόσταση. Γυρνά μονάχα στα πραγματικά τους όταν τους εξηγεί πρωτοπρόσωπα τι του συνέβη. Το ψυχανεμιζόμαστε τι του συνέβη, αλλά ο τρόπος που δίνεται, κάνει την κορύφωση αριστοτεχνική. Μπορεί να σε διαλύσει.
Κραυγή πληγωμένου ζώου ξέσπασε από το στήθος του, καθώς παρέσυρε στο πάτωμα οτιδήποτε υπήρχε πάνω στο στενό τραπέζι της κουζίνας. Ένιωσε την ανάγκη να βγει στον δρόμο. Μετά από πολλά χρόνια χρειαζόταν ένα δυνατό ποτό. Κι ένα δεύτερο, κι ένα τρίτο. Θα έπινε μέχρι να τον μάζευαν από το πεζοδρόμιο οι σκουπιδιάρηδες, μέχρι να μαζεύονταν γύρω του τα αδέσποτα και να του έγλειφαν τις πληγές. Η δόξα μου θα είναι αθάνατη. Τίποτε δεν θα μπορούσε ποτέ να επιδιορθωθεί. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Τα πράγματα απλώς συμβαίνουν. Όλα είχαν πάρει από καιρό τον δρόμο τους, τον δρόμο του χαμού και της απώλειας.
Τα θέματα του Κατσουλάρη είναι όλα καυτά, η ελληνική παιδεία και πώς αυτή παρέχεται, η άνοδος της Χρυσή Αυγής μέσα στην κρίση, έφηβοι που ψάχνουν να βρουν τρόπο να αντρωθούν και γονείς που χάνουν τα παιδιά τους και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτό. Η απώλεια απλά συνέβη. Τα πράγματα απλά συμβαίνουν. Μια ισορροπία τρόμου, ανάμεσα στη βία και τη ζωή που συμβαίνει ακόμα και σε αυτούς με τις καλύτερες των προθέσεων.
Όταν τελείωσα την ανάγνωση πήγα και φίλησα τα παιδιά μου, το καθένα στο κρεβάτι του, βαθιά κοιμισμένα, ήταν πολύ αργά. Εγώ δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Γιατί μέσα από τον ακραίο πόνο ενός ανθρώπου, και την εκρηκτική κατάσταση μιας γειτονιάς, ο Κατσουλάρης μίλησε για όλους μας, ακαδημαϊκά, φιλολογικά, βίαια πιο συχνά και τελικά εντελώς ανθρώπινα αναρωτήθηκε τι είναι αυτό που ορίζει τη ζωή μας: η πολιτική, η συγκυρία ή η αγάπη. Το "στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά" είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό. Κι υποψιάζομαι πως με κάποιον τρόπο θα συνεχίσει να με στοιχειώνει.
Κατερίνα Μαλακατέ
«στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», Κώστας Κατσουλάρης, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 268
Υ.Γ. 42
ὑμεῖς γὰρ θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστέ τε πάντα,
ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν·
οἵ τινες ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν·
πληθὺν δ᾽ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ὀνομήνω,
οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν,
φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη,
Πέστε μου τώρα, Μούσες, που έχετε τον Όλυμπο παλάτι
—τι είστε θεές κι ολούθε τρέχετε, κατέχετε τα πάντα'
εμείς καν τίποτα δεν ξέρουμε, τη φήμη μόνο ακούμε—
σαν ποιους οι Αργίτες είχαν άρχοντες και πρωτοστρατολάτες·
τι όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω,
κι ακόμα δέκα αν είχα στόματα και δέκα αν είχα γλώσσες
κι ασύντριφτη λαλιά και χάλκινη καρδιά στα σωθικά μου᾿
484-490, Β ραψ, Ιλιάδα, μετ. Ὄλγα Κομνηνοῦ-Κακριδῆ