28/6/19

"Κόκαλα από ήλιο", Mike McCormac



Το «Κόκαλα από ήλιο» του Μάικ ΜακΚόρμακ δεν έχει ούτε μια τελεία. Είναι ένα μυθιστόρημα 325 σελίδων απ’ όπου απουσιάζουν εντελώς τα σημεία στίξης. Για αυτό υπάρχει ένας καλός λόγος, αλλά δεν μπορώ να σας τον αποκαλύψω, πρέπει να το διαβάσετε και να φτάσετε στο τέλος. 

Πρόκειται για μια βουτιά στις αναμνήσεις ενός συνηθισμένου άντρα, του πολιτικού μηχανικού Μάρκους Κόνγουεϊ, που μας αφηγείται σκόρπια στιγμιότυπα από τον βίο του με τη γυναίκα του τη Μερέιντ και τα δύο του παιδιά, την καλλιτέχνιδα Άγκνες και τον κάπως θυμωμένο και τρελαμένο, Ντάρρα. Η ιστορία του, που θα μπορούσε να θυμίζει οποιαδήποτε άλλη, είναι γεμάτη μικρές ήττες αλλά και νίκες, αγάπη και πάθος, ρουτίνα και θυμό, απώλεια και φθορά. Ο Μάρκους φαίνεται να αναρωτιέται για το τι είναι αυτό που μένει τελικά από μια πολύχρονη μονογαμική σχέση, από τη γονεϊκή φροντίδα, από τη σχέση με την πολιτική και τα επαγγελματικά. 

Το μυθιστόρημα είναι αυστηρά μονοφωνικό, όπως και η ζωή. Αυτό που ακούμε είναι τα γεγονότα όπως διαδραματίζονται στο κεφάλι του ήρωα. Η απουσία τυπικής στίξης κάνει το αποτέλεσμα ακόμα πιο αληθοφανές και κάπως προκλητικό, σαν κάποιος να καταγράφει το χάος της ανθρώπινης σκέψης- κάποτε αναλαμβάνει το συνειδητό, άλλοτε το ασυνείδητο. Είναι από τις σπάνιες φορές που η σύζευξη φόρμας και περιεχομένου είναι τόσο επιτυχής. Με λίγα λόγια, το αφηγηματικό εύρημα του ΜακΚόρμακ, ένα μυθιστόρημα-μία πρόταση, έχει λόγο ύπαρξης. 

Δεν ξέρω αν το «Κόκαλα από ήλιο» μοιάζει με τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου ή του Τζόυς, όπως κατά κόρον γράφτηκε στις κριτικές- κατά τη γνώμη μου δεν μοιάζει ούτε μιμείται κανέναν από τους δύο- και πιθανότατα δεν θα μιλούσα ούτε για «αναγέννηση του υψηλού μοντερνισμού» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Πρόκειται για ένα βιβλίο καλογραμμένο, που μένει στη μνήμη καιρό αφού το έχεις διαβάσει, ενώ φράσεις και καταστάσεις ξεπηδούν μπροστά σου εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι μια καλή απόπειρα καταγραφής της ίδιας της ζωής∙ και του θανάτου.


                                               Κατερίνα Μαλακατέ



"Κόκαλα από ήλιο", Μάικ ΜακΚόρμακ, μετ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες, 2018, σελ.336












26/6/19

"Το δεξί χέρι", Μανώλης Ανδριωτάκης



Το δεξί χέρι του Μανώλη Ανδριωτάκη είναι ένα παράξενα επίκαιρο πολιτικό μυθιστόρημα, που δεν διστάζει να φωτογραφίσει πρόσωπα και καταστάσεις και να καταπιαστεί με την χαμέρπεια της πολιτικής σε επίπεδο κομμάτων και εξουσίας. 

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Πέτρος Χρήστου, ένας μέτριας ευφυίας άνθρωπος, με πτυχίο κοινωνικών επιστημών, που ζει στο Παρίσι τα τελευταία χρόνια ενώ βιοπορίζεται με το να γράφει τις διπλωματικές φοιτητών. Ο Πέτρος ζει εν πολλοίς απομονωμένος στη Γαλλία, χωρίς φίλους, κι έχει μεγάλη δυσκολία να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Για κάποιον καιρό αρθρογραφεί ως blogger Καρλ Μαρξ, η ενασχόλησή του με το διαδίκτυο θα λήξει άδοξα όμως, όταν κάποιος χακάρει τον υπολογιστή του και βρίσκει αποδείξεις πως πλήρωνε για ιντερνετικό σεξ. 

Ένα τηλεφώνημα θα αλλάξει τη ζωή του Πέτρου, η παλιά του συμφοιτήτρια και μοναδική του φίλη, Σωτηρία, ηγείται του κόμματος των «Δημοκρατών», είναι έτοιμη να αναλάβει την πρωθυπουργία και θέλει να εντάξει τον Πέτρο στο επικοινωνιακό της επιτελείο. Ο Πέτρος στην αρχή νιώθει σαν χαμένος, δε έχει άλλα εφόδια για τη δουλειά παρά μόνον τη φιλία του με τη Σωτήρια. Γρήγορα όμως βρίσκει πατήματα, θαυμάζει αυτή τη γυναίκα που είναι ακέραια πολιτικός και νοιάζεται πραγματικά για το καλό της χώρας και συντάσσεται ολόψυχα στο πλευρό της. 

Όλα τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής της χώρας περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, διεφθαρμένοι επαγγελματίες πολιτικοί διαπλεκόμενοι με οικονομικά συμφέροντα, γλοιώδη ανθρωπάκια που φοβούνται για την καρέκλα τους, αήθεις δημοσιογράφοι, γελοίοι τρομοκράτες που όμως κάνουν τη ζημιά τους, εκβιαστές του διαδικτύου, μπλόγκερς, ινφλουένσερς στα σόσιαλ μίντια. 

Ο κεντρικός ήρωας διανύει μέσα σε όλα αυτά την προσωπική του διαδρομή, ενώ στην αρχή η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του μοιάζει αφελής και κοινότοπη, σιγά σιγά γίνεται ενδιαφέρουσα και μεστή, για να φτάσει ο ίδιος σε μια ωρίμανση που συνάδει επιτέλους με τα σαράντα πέντε χρόνια του, να συνειδητοποιήσει τι είναι σημαντικό και τι όχι, και να αρχίσει να ζει φυσιολογικά. 

Το δεξί χέρι μιλά για άβολες αλήθειες, για αυτά που ξέρουμε όλοι πως γίνονται στην πολιτική σκηνή της χώρας αλλά κανένας δεν μπορεί να αποδείξει. Στην αρχή ο ήρωας μοιάζει άνευρος, όσο το βιβλίο σε βάζει σιγά σιγά στα νερά του. Σίγουρα πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα εν μέσω προεκλογικής περιόδου αν και η αξία του συνεχίζει και μετά. Μόνο αν το ενδιαφέρον μας για την πολιτική δεν εξαντλείται τον καιρό της κάλπης, μπορούμε να πάρουμε ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις για τη ζωή μας. 


                                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Το δεξί χέρι", Μανώλης Ανδριωτάκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ.413 




19/6/19

"Οδηγίες για οικιακές βοηθούς", Lucia Berlin





Διαβάζοντας τη συλλογή διηγημάτων «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» της Λουσία Μπερλίν έχεις την αίσθηση πως διαβάζεις μυθιστόρημα, τέτοια είναι η ενότητα της θεματολογίας και του ύφους∙ ένα χαμηλότονο, σπαρακτικό μυθιστόρημα, που η Μπερλιν το έγραφε όλη της τη ζωή. Το βιβλίο περιλαμβάνει 44 από τα συνολικά 77 διηγήματα που έγραψε η συγγραφέας κατά τη διάρκεια ενός ταραχώδους βίου- δύο γάμοι, τέσσερα παιδιά, αλκοολισμός, ατελείωτες μετακινήσεις, δουλειές του ποδαριού, ανέχεια και μιζέρια καθώς και μια πιθανή κακοποίηση από τον παππού της. 

Τα διηγήματα έχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, η Μπερλίν κατορθώνει να φτιάξει λογοτεχνία από τις ίδιες της τις σάρκες, δεν την νοιάζει η ακρίβεια των γεγονότων, η πραγματικότητα ως έχει, την ενδιαφέρει όμως η αλήθειά της. Τα κείμενα που την ορίζουν περισσότερο είναι αυτά που ασχολούνται με τη σχέση της με τη μητέρα και την οικογένεια εν γένει, αλλά και αυτά που μιλούν για το πώς είναι η ίδια ως μητέρα. Μια μητέρα που επανέλαβε το μοτίβο της αλκοολικής μητέρας της. Κάποια μιλούν και για τα νεανικά της χρόνια, όπου ο πατέρας της την έπαιρνε κοντά του στη Χιλή, αντί για τη μητέρα της, που ήταν συνέχεια «στο δωμάτιο της». Ο λόγος της είναι καθαρός, ο ρυθμός είναι υποβλητικός και το σύνολο εξαιρετικά γοητευτικό. Μοιάζει σαν όλη της η ζωή να είναι λογοτεχνία βιωμένη, σαν να τραγουδάει συνεχώς στον ίδιο και τον ίδιο σκοπό. Κι αυτό δεν είναι βαρετό, γιατί κάθε φορά ο σκοπός βελτιώνεται, βαθαίνει και μεστώνει. 

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω συλλογή διηγημάτων που να με συναρπάσει, να με κρατήσει πλήρως αφοσιωμένη. Τείνω να κάνω απιστίες στα διηγήματα, να αφήνω τα βιβλία μισοτελειωμένα, μα αυτό σε ρουφούσε συνεχώς στον κόσμο του. Τα τραύματα των ηρωίδων της είναι βαθιά, ανομολόγητα και ομολογημένα, ο κόσμος που ζει σκληρός και ανελέητος, όμως οι ήρωες της δεν είναι ανήθικοι, ξέρουν πως βουλιάζουν, ξέρουν πως βυθίζονται. Δεν ξέρουν πώς να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Η γραφή της είναι γυναικεία, με ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό, με μια βρώμικη ευαισθησία που μόνο η πολυπλοκότητα ενός τέτοιου πλάσματος θα μπορούσε να πετύχει. Το χιούμορ εναλλάσσεται με τη μελαγχολία κι αφήνει τελικά μια γλυκόπικρη γεύση. 

Η Λουσία Μπερλίν είχε ελάχιστη αναγνώριση όσο ζούσε, ακόμα κι όταν γλίτωσε από τις μετακινήσεις και τη χειρωνακτική εργασία και βρήκε μια θέση στο Πανεπιστήμιο, λίγοι την ήξεραν. Πέθανε σχετικά νέα, από μια σκληρή ασθένεια, μέσα στην αφάνεια.Την ανακάλυψαν στην Αμερική έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό της κι είμαι σίγουρη πως δεν θα την ξεχάσουν ποτέ ξανά.


                                                                Κατερίνα Μαλακατέ




"Οδηγίες για οικιακές βοηθούς", Λουσία Μπερλίν, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα, 2018, σελ. 572

6/6/19

"Πλατεία Διαμαντιού", Mercè Rodoreda



Η Μερσέ Ροδορέδα είναι μάλλον η σπουδαιότερη Καταλανή συγγραφέας και η Πλατεία Διαμαντιού το πιο συζητημένο έργο της. Δεν είναι τυχαίο πως ο Χάρολντ Μπλουμ την περιλαμβάνει στον «Δυτικό κανόνα» στο «Η χαοτική εποχή: μια προφητεία για τον κανόνα». Πρόκειται για μια συγγραφέα που αναγκάστηκε να αφήσει την Ισπανία μετά τον εμφύλιο, να ζήσει σχεδόν όλη της τη ζωή ως πολιτική πρόσφυγας, και να γυρίσει στην πατρίδα της μόλις τρία χρόνια πριν πεθάνει. Ο θάνατός της δεν έγινε γνωστός εκτός Ισπανίας, αλλά όταν ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έμαθε για το χαμό της, έγραψε ένα εκπληκτικό κείμενο στη μνήμη της. 

Όταν η Ροδορέδα έγραφε την Πλατεία Διαμαντιού, μόλις και μετά βίας θυμόταν πια πώς ήταν το μέρος, είχε χρόνια να το επισκεφτεί. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να στήσει ένα μυθιστόρημα που ο τόπος και η ιστορία πρωταγωνιστούν εξίσου, όσο κι οι ήρωες. Κεντρική φιγούρα και αφηγήτρια η Νατάλια, ένα κορίτσι που παντρεύτηκε νωρίς έναν άντρα μπλεγμένο με τα πολιτικά και μονίμως απόντα στον πόλεμο. Προσπάθησε να τα καταφέρει όσο καλύτερα μπορούσε, σε ένα σπίτι γεμάτο περιστέρια- η εμμονή του άντρα της- και δύο παιδιά που αγαπούσε με τον τρόπο της, να βρει τον εαυτό της ενώ γύρω της το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έβραζε και την παρέσερνε. 

Η αφήγηση είναι εξαιρετικά χαμηλότονη, μιλά για πράγματα σκαιά με τον πιο φυσικό τρόπο και για αυτό ο πόνος που αποπνέει το κείμενο είναι ασφυκτικός. Η Νατάλια ακόμα κι όταν σκέφτεται λόγω της πείνας στον Πόλεμο να αυτοκτονήσει αφού σκοτώσει τα παιδιά της, το κάνει απαλά, σαν να είναι κι αυτό μέρος της ζωής και της ανάσας. Το μυθιστόρημα έχει πολλά κομμάτια stream of consciousness, η δράση φαίνεται μέσα από τα λεγόμενα, σαν να πέφτει μια αραχνούφαντη κουρτίνα πάνω στα γεγονότα. Αυτό κάνει τα πράγματα σπαρακτικά. 

Πρόκειται για ένα πολυδιασπασμένο, πρωτοπρόσωπο κείμενο στα πρότυπα του μοντερνισμού. Τα ζητήματα που θίγονται είναι θέματα φύλου, εθνικής ταυτότητας, κοινωνικής τάξης, θρησκευτικής πίστης. Το βασικό μοτίβο όμως είναι η ζωή κι ο θάνατος και το μάταιο ενδιάμεσό τους. Ό,τι συμβαίνει, γίνεται μέρος της ρουτίνας, αυτού που είναι να γίνει, το σημαντικό μπλέκεται με το ασήμαντο∙ ακόμα κι όταν η πραγματικότητα σε γρονθοκοπά, κι αυτό να είναι μέρος της καθημερινότητας. 

Η γραφή της Μερσέ Ροδορέδα μου θύμισε έντονα Βιρτζίνια Γουλφ, μια Ισπανίδα Γουλφ με διαφορετική ποιότητα θλίψης. Οι ηρωίδες τους, ο τρόπος που αρχίζουν αργά και σταδιακά να αντιλαμβάνονται το φύλο και τον εαυτό τους, αλλά και η γραφή που μοιάζει χωρίς κορυφώσεις συναισθηματικές ενώ στην πράξη φλέγεται, τις κατατάσσει πολύ κοντά στο μυαλό μου. Οι δυο τους μίλησαν για έμφυλα και πολιτικά ζητήματα, με έναν τρόπο γυναικείο και καθαρό. 

Η Πλατεία Διαμαντιού είναι ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα, από αυτά που θα μείνουν κλασικά. Μιλάμε για ένα βιβλίο γοητευτικό, που δεν σε παρασύρει στον ρυθμό του, που τελειώνει αργά μα το θυμάσαι για καιρό. Μέρες μετά την ανάγνωση συνεχίζω να το σκέφτομαι, ζηλεύω τη θαυμαστή του οικονομία, νιώθω δέος για το πώς- μόνο η λογοτεχνία μπορεί- να εκφράσει αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα μας. Κάτι ανθρώπινο και απάνθρωπο συνάμα, που μας κάνει να συνεχίζουμε πορευόμαστε όσο κι αν ο κόσμος γύρω μας σκάει σε χίλια κομμάτια. 



                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ

"Πλατεία Διαμαντιού", Μερσέ Ροδορέρα, μετ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 235

2/6/19

"Σεροτονίνη", Michel Houellebecq



Κάποια από τα βιβλία του Μισέλ Ουελμπέκ μού άρεσαν πολύ, όπως ο Χάρτης και η Επικράτεια ή η Υποταγή, κάποια άλλα πραγματικά με ενόχλησαν με τον μισογυνισμό τους, σε σημείο να μην γράψω καν για αυτά, πράγμα σπάνιο. Η Σεροτονίνη είναι μάλλον το πιο μέτριο μυθιστόρημά του που έχω διαβάσει, δεν μου δημιούργησε έντονα συναισθήματα, κατά ώσεις με έκανε να βαρεθώ με την μάλλον άνευρη και άνοστη γραφή. 

Ένας πενηντάχρονος υπάλληλος, ο Φλοράν Κλωντ του Υπουργείου Γεωργίας αποφασίζει να αφήσει την ερωμένη του, μια νεαρή Γιαπωνέζα που νοιάζεται μόνο για τα λούσα και τα λεφτά, και να εξαφανιστεί. Ξενοικιάζει το διαμέρισμα όπου έμεναν, αφήνοντάς την οικονομικά ξεκρέμαστη, κι αυτός ξεκινά να ζει σε ξενοδοχεία, στο Παρίσι και στη Γαλλική επαρχία, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην κατάθλιψη, αρχίζει να παίρνει αντικαταθλιπτικά, οπότε έχει και πτώση της σεξουαλικής επιθυμίας. Μέσα στη θλίψη του επισκέπτεται έναν φίλο, παλιό αριστοκράτη που το αρχοντικό του προσπάθησε να το κάνει φάρμα και μπανγκαλόου και μπλέκει και σε μια διαμαρτυρία των Γάλλων γαλακτοπαραγωγών. 

Πρόκειται για έναν κλασικά ουελμπεκικό ήρωα, έναν μίζερο και αξιολύπητο μεσήλικα λευκό άντρα που αναπολεί τις γυναίκες της ζωής του και τις κατατάσσει ανάλογα με το πόσο καλή πίπα του έπαιρναν. Η σταδιακή κατάρρευσή του Φλοράν Κλωντ είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι του βιβλίου, και το μόνο που έχει πραγματικό νόημα, μας δίνει κάποιες στιγμές βάθους. Ακόμα όμως κι αυτό το θέμα ο συγγραφέας το χειρίζεται επιφανειακά και τσαπατσούλικα, ειδικά όσο κάνει πλάκα με τα αντικαταθλιπτικά, τον ψυχίατρο και την πτώση της λίμπιντο. 

Τα συνήθη θέματα του Ουελμπέκ είναι εδώ, ματαιότητα, ανικανότητα να βρεις ποιος είσαι, ματαίωση σε έναν καταναλωτικό κόσμο όπου δεν υπάρχει νόημα. Μα και τα συνήθη ελαττώματα είναι εδώ, μισογυνισμός, εκτενής ενασχόληση με το σεξουαλικό ζήτημα ενός άντρα που γερνάει, ένα πέρασμα ενός παιδόφιλου που παραμένει ατιμώρητος, μια προθήκη με όπλα στην εξοχή όπου έχει πρόσβαση ο καθένας, μια χλευαστική απεικόνιση μιας γυναίκας στα τριανταπέντε που μεγαλώνει μόνη το παιδί της. 

Η ιστορία με το γάλα δεν μου θυμίζει πολύ Κίτρινα Γιλέκα. Και δεν έχει και μεγάλη σημασία, ο Ουελμπέκ δεν είναι πολιτικός προφήτης, συγγραφέας είναι. Στη Σεροτονίνη αφέθηκε στις εμμονές του, στη δική του μιζέρια και δυστυχία, ίσως και στις ευκολίες του. Στο δεύτερο μέρος το μυθιστόρημα διασώζεται κάπως, όσο ο ήρωας παλεύει να μην αυτοκτονήσει, και βρίσκει κάποιο πάτημα στην αγάπη. Η συνολική γεύση πάντως είναι κάπως στυφή, σαν να μπαγιάτεψε η πρόκληση, σαν να μην έχει νόημα να ανέχεσαι πια κάποιον πολύ οικείο που δεν πρόκειται να διορθωθεί ποτέ. Αναρωτήθηκα αν θα ξαναδιαβάσω Ουελμπέκ μετά τη Σεροτονίνη, μπήκα στον πειρασμό να τον ξεγράψω. Όσο κι αν με απογοήτευσε όμως, η απάντηση είναι πως θα τον ξαναδιαβάσω, λίγοι συγγραφείς του καιρού μας τολμούν όπως αυτός, το επόμενο ίσως είναι πάλι αριστουργηματικό. 



                                                          Κατερίνα Μαλακατέ





"Σεροτονίνη", Μισέλ Ουελμπέκ, μετ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Εστία, 2019, σελ.320