Από τα πιο σύνθετα βιβλία του Ζοζέ Σαραμάγκου, «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις» αλλά και τα πιο γοητευτικά του. Πιθανώς και το καλύτερό του. Μια σύνθεση που απαιτεί συγγραφική μαεστρία αλλά και αναγνωστική συγκέντρωση. Ο συγγραφέας ζητά την προσοχή του αναγνώστη του επιτακτικά, τόσο με τη γλώσσα όσο και με την πυκνότητά, υποσχόμενος πως θα τον ανταμείψει. Ο Σαραμάγκου δεν αθετεί την υπόσχεσή του, η ανταμοιβή είναι ένα μυθιστόρημα που αργότερα θα διεκδικεί θέση επάξια στις λίστες με τα δέκα, τα είκοσι, τα εκατό που θυμάσαι πως διάβασες.
Πρωταγωνιστές τρεις. Πρώτος ο Ρικάρντο Ρέις, ένας από τους ετερώνυμους του Φερνάντο Πεσσόα. Δεύτερη η χρονιά, το 1936. Τρίτη η πόλη, η ίδια η Λισαβόνα. Μα ας το πιάσουμε από την αρχή. Ο Ρικάρντο Ρέις, γεννημένος μια χρονιά μετά τον Πεσσόα, είναι ένας γιατρός-ποιητής που ζει στη Βραζιλία. Μόλις μαθαίνει πως ο Πεσσόα πέθανε, στις 30 Νοεμβρίου του 1935, παρατάει τη ζωή του κι έρχεται στη Λισαβόνα με ένα τεράστιο πλοίο. Στην αρχή καταλύει σε ένα ξενοδοχείο, όχι φοβερό πολυτελές, αλλά κι όχι και φτηνό, και περιφέρεται στην πόλη. Σχέσεις έχει μόνον με τους ενοίκους του ξενοδοχείου, τον ιδιοκτήτη, τον άνθρωπο για τα θελήματα, την καμαριέρα. Από τους ενοίκους τού τραβούν την προσοχή μια πολύ λεπτή κοπέλα στα είκοσι της, η Μαρσέντα, και ο πατέρας της. Η Μαρσέντα, έχει ένα χεράκι λαβωμένο, το αριστερό είναι ακίνητο. Ξεκινά μεταξύ τους ένα καθαρά πλατωνικό ερωτικό φλέρτ, ενώ παραλληλα ο Ρικάρντο Ρέις συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις με την καμαριέρα, τη Λίντια. Ο μοναδικός του φίλος είναι ο Πεσσόα, που τον επισκέπτεται νεκρός, κι έχουν μακρές συζητήσεις.
Η χρονιά είναι το 1936. Στην Ευρώπη ανεβαίνει ο ναζισμός κι αρχίζει να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Στην Ισπανία έρχεται ο Φράνκο. Στην Πορτογαλία; Σαλαζάρ. Ο Ρικάρντο Ρέις, συντηρητικός όπως και ο αληθινός Φερνάντο Πεσσόα, παρατηρεί, διαβάζει εφημερίδες, καλείται στην ασφάλεια μόνο και μόνο γιατί γύρισε από την Βραζιλία. Βλέπει με καλό μάτι τους πανηγυρισμούς των Ισπανών εξόριστών όταν ανατρέπεται η επανάσταση. Κι ας του εξηγεί η – αγράμματη Λίντια- πως δεν πρέπει να πιστεύει όσα διαβάζει στις εφημερίδες.
Η πόλη είναι η βροχερή Λισαβόνα, ο Ρέις επισκέπτεται κάθε της γωνιά, το βιβλίο θα μπορούσε να είναι και ταξιδιωτικός οδηγός, θέλεις να βρίσκεσαι εκεί μαζί του, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν έχει καμιά δικιαολογία που άφησε τη ζωή του στη Βραζιλία.
Ο Σαραμάγκου ξεκινά πάντα από μια εκπληκτική ιδέα. Εδώ, η ιδέα πως ο Πεσσόα πέθανε αλλά ένας από τους συγγραφικούς του ετερώνυμους συνεχίζει να ζει, είναι συναρπαστική. Ο ήρωάς του είναι ένα λογοτεχνικό προσωπείο, και είναι ήδη πολύ περισσότερα από αυτό. Μοιάζει στον Πεσσόα, ως φιγούρα και στη μοναχικότητα, αλλά γείωνεται με διαφορετικό τρόπο. Οι δυο γυναίκες που αγαπά, με τις μόνες που έχει στην ουσία επαφή, εκτός από τον νεκρό Πεσσόα, είναι σαν καθρεφτισμα η μια της άλλης. Η μια έχει την κατάλληλη κοινωνική τάξη, τη σωστή χλωμάδα, τη μόρφωση. Η άλλη έχει το γήινο χυμώδες κορμί της, που το διαθέτει όπως αυτή επιθυμεί, γιατί το επιθυμεί. Η Λίντια, η καμαριέρα που στιγμές στιγμές δίνει στον Ρέις μια φέτα πραγματικότητας, είναι ένα βαθιά πολιτικό πρόσωπο. Κάποιες φορές ένιωθα σαν να ήταν το άλτερ ίγκο του ίδιου του Σαραμάγκου μες στο μυθιστόρημα.
Από ένα τέτοιο μυθιστόρημα βέβαια, δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μπόρχες. Ο Ρικάρντο Ρέις εξάλλου προσπαθεί σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου να διαβάσει το The God of the labyrinth (το φανταστικό μυθιστόρημα του Χέρμπερτ Κουέιν από το "Εξετάζοντας το έργο του Χέρμπερτ Κουέιν") επεκτείνοντας την ιδέα της ετερωνυμίας και της κιβδηλοποίησης ακόμα περισσότερο. Καμία λεπτομέρεια του Ρέις δεν είναι τυχαία. Ο Σαραμάγκου, επιμελής πάντα, έχει αποτυπώσει πλήρως την εποχή, τη χρονιά, τον ετερώνυμο, την ποίησή του. Το βιβλίο έχει πίσω του βαθιά έρευνα, ενώ δεν την επιδεικνύει. Οι διάλογοι μεταξύ Ρέις και Πεσσόα χρήζουν δεύτερης και τρίτης και νιοστής ανάγνωσης. Το παιχνίδι ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα, τη ζωή και τον θάνατο είναι από τα πιο γοητευτικά. Και το τέλος, εννιά μήνες μετά, συγκλονιστικό. Ως συνήθως ο Σαρμάγκου σπάει τη συγγραφική σύμβαση, σου ζητάει να υπερβείς τη δυσπιστία σου πολύ πιο έντονα από ό,τι οι περισσότεροι συγγραφείς, έτσι όμως και βυθιστείς, δυσκολεύεσαι να βγεις από την ιστορία ακόμα και καιρό αφότου τελειώσει η ανάγνωση.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις", Ζοζέ Σαραμάγκου, μετ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σ. 494
Υ.Γ.42
|
"Άπαντα πεζά", Χ.Λ.Μπόρχες, μετ. Αχ.Κυριακίδης, εκδ.ελλ.γράμματα, 2005, σ.144 |