Όταν παίρνει κανείς την απόφαση να διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του Τόμας Μαν, ξέρει πως πρόκειται να πέσει στα βαριά και στα βαθιά της λογοτεχνίας και πως υπάρχει μια κάποια πιθανότητα –για τα πιο μεγάλα του ιδίως—να μην καταφέρει να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Δεν είχα λοιπόν ψευδαισθήσεις παίρνοντας στα χέρια μου την Λόττε στη Βαϊμάρη, δεν την επέλεξα για το ομολογουμένως εκπληκτικό εξώφυλλο της νέας έκδοσης (παραμένει στην παλιά μετάφραση του Θ.Παρασκευόπουλου, με το παλιό επίμετρο του Κ. Ψυχοπαίδη), ούτε για το πολύ αβανταδόρικο θέμα: η Λόττε του Βέρθερου ξαναγυρνά σε μεγάλη ηλικία στη Βαϊμάρη για να συναντήσει τον Γκαίτε. Το επέλεξα γιατί ήταν το βιβλίο του Τόμας Μαν που μου έλειπε, αυτό που δεν είχα ποτέ διαβάσει, κι ήταν καιρό εξαντλημένο.
Όμως και με τι ιστορία αναλαμβάνει να αναμετρηθεί εδώ ο Μαν ε; Η Λόττε, η ηρωίδα ενός αρχετυπικού μυθιστορήματος, η νεαρή γυναίκα που προκάλεσε στον ίδιο τον Γκαίτε τέτοιο πάθος, για να γράψει Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, ένα βιβλίο ξεσηκωτικό και για τα ήθη της εποχής επαναστατικό, που όρισε σχεδόν το λογοτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού, ξαναγυρνά στον Γκαίτε. Είναι πια μεγάλη, κι έχει ζήσει τη ζωή της ως κυρία Μυστικοσυμβούλου Κέστνερ, και δεν βλέπει με τον τρόπο που βλέπουμε εμείς τον Γκαίτε. Τον έχει αποκαθηλώσει. Το ίδιο και τα πρόσωπα που συζητάνε μαζί της για αυτόν –μόλις μαθαίνουν πω βρίσκεται στη Βαϊμάρη ένα σωρό θαυμαστές της θέλουν να μιλήσουν μαζί της. Έτσι ο αναγνώστης αποκτά μια εικόνα του Γκαίτε μέσα από αλλεπάλληλες διηγήσεις, και μόνο στο τέλος, αφήνει ο Μαν τον ίδιο τον ποιητή να μιλήσει για τον εαυτό του.
Ο Μαν επιχειρεί μια σαφή κριτική στο ιερό τέρας του Sturm and Drang των γερμανικών γραμμάτων, γράφει μια άτυπη βιογραφία, για τους έρωτές του, το παιδί του, το πώς συμπεριφερόταν στους άλλους. Μιλά για τον ποιητή -που θεωρεί πως είναι διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους επειδή είναι ποιητής (όπως κάθε ρομαντικός που σέβεται τον εαυτό του)- και με έναν τρόπο, ενώ τον λατρεύει, τον κατεβάζει στα μέτρα μας, τον φέρνει στα ανθρώπινα. Ο Γκαίτε είχε τόσες φορές απαρνηθεί τον Βέρθερο, αυτό το νεανικό έργο που τον όρισε και τον έκανε διάσημο. Τα πρόσωπα γύρω από τον ποιητή μιλούν για τις θυσίες που πρέπει να γίνουν στον βωμό της ιδιοφυίας, και από τον ίδιο, και από τους οικείους του. Η Λόττε πότε απολαμβάνει, και πότε σιχαίνεται τη δημοσιότητα στην οποία την καταδίκασε το μυθιστορηματικό της άλτερ ίγκο.
Δεν είναι εύκολο βιβλίο η Λόττε, ίσως μάλιστα να είναι από τα πιο στριφνά του Τόμας Μαν, χωρίς να φτάνει βέβαια την ιδιοτροπία του Δρ. Φάουστους ούτε τα δυσθεώρητα ύψη του Μαγικού βουνού. Είναι ένα βιβλίο- άσκηση συγκέντρωσης, οι διάλογοι μακραίνουν, αν δεν είσαι εκεί εκατό τα εκατό μπορεί να χάσεις τη συνοχή της σκέψης. Ο Μαν έγραψε τη Λόττε από το 1933 ως το 1939, αυτοεξόριστος ήδη από τη Γερμανία κι έχοντας ήδη χάσει την υπηκοότητα από το καθεστώς. «Η Γερμανία είμαι εγώ!» βάζει τον Γκαίτε να λέει, αλλά μάλλον θέλει να το πει εκείνος. Γιατί αυτά που λέει ο Γκαίτε στον μονόλογο του τρίτου μέρους, μπορούν να έχουν πολλαπλούς αποδέκτες.
Αν απόλαυσα τη Λόττε; Εν αντιθέσει με τον Βέρθερο που μπορώ να τον ξαναδιαβάζω για πάντα, δεν θα ξαναδιάβαζα το βιβλίο του Μαν. Αν είμαι χαρούμενη που το διάβασα; Πολύ. Πρόκειται για μυθιστόρημα που δεν το ξεχνάς, όσα κι αν τράβηξες για να το τελειώσεις. O Τόμας Μαν εξάλλου, πάντα απαιτεί από τον αναγνώστη, δεν προσφέρει καμία ευκολία και δεν κάνει εκπτώσεις.
Κατερίνα Μαλακατέ