Αγοράστε το εδώ: https://www.booktalks.gr/logotexnia/logotexnia-allon-glosson/irlandiki-logotexnia/irlandiki-pezografia/mollou.html |
Έχει καμία σημασία να γράψει κανείς για τον Μολλόυ σήμερα, 70 χρόνια από την έκδοσή του και τι είναι αυτό που θα μπορούσε να γραφτεί για να μην αδικήσει τον συντάκτη του κειμένου, δεν μιλάμε φυσικά για τον Μπέκετ, που είναι μέγεθος τέτοιο που δεν επιδέχεται ουσιαστικής κριτικής. Τη μόνη λογική εξήγηση για αυτό το κείμενο, την κατανοώ μόνο για μένα, θέλω να γράψω για αυτό το βιβλίο γιατί με αναστατώνει και βγάζει τις σκέψεις μου από την όποια λογική σειρά, κάθε φορά που το διαβάζω. Και το διαβάζω σχετικά συχνά, κάτι που δεν κάνω ας πούμε για τα θεατρικά του Μπέκετ ή για άλλα κείμενα στις παρυφές ανάμεσα στον μοντερνισμό και στον μετα-μοντερνισμό.
Ο Μπέκετ υπήρξε σε νεαρή ηλικία γραμματέας του Τζόυς, όταν ο πρώτος έφυγε από την Ιρλανδία και βρέθηκε στο Παρίσι. Αυτός κράτησε τις σημειώσεις για την Αγρύπνια των Φίνεγκαν, και έπειτα σχετίστηκε με την κόρη του Τζόυς. Έλαβε μέρος στη γαλλική αντίσταση, συντρίφτηκε από το μέγεθος των ερειπίων. Οι πιο πολλοί τον ξέρουμε γιατί έχουμε δει στο θέατρο το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ή τις «Ευτυχισμένες μέρες». Το «θέατρο του παραλόγου» στηρίχτηκε και πάνω του. Έγραψε στα γαλλικά τα μεγάλα του έργα, αν και έπειτα τα μετέφραζε ο ίδιος στη μητρική του, τα αγγλικά, ουσιαστικά μεταγράφοντάς τα, όχι απλά μεταφράζοντάς τα, σε έναν άλλο τρόπο σκέψης κι όχι απλά σε μιαν άλλη γλώσσα. Έγραψε καταλύοντας τα βασικά στοιχεία της πεζογραφίας, τη δομή, την πλοκή, τους χαρακτήρες και την ανάπτυξή τους, κρατώντας για στήριγμα τη γλώσσα, και τις βαθύτερες μύχιες, άναρχες (;) σκέψεις του ατόμου για τη ζωή του, το θάνατό του, και το ανάμεσό τους. Αυτή η αναμονή, του θανάτου, που προέκυψε από τα χρόνια που κρυβόταν στην Κατοχή, η φθορά και η εγκατάλειψη δίχως την ουσιαστική παρηγορά της λήθης, υπάρχει παντού, σε όλο του το έργο.
Ο Μολλόυ μονολογεί, ο Μολλόυ ψάχνει διαρκώς τη μάνα του, σκαρφαλωμένος πάνω σε ένα ποδήλατο, με το ένα πόδι μαγκωμένο, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτά που θυμάται, και αυτά που δεν θυμάται, στο σώμα που συνεχώς τον εγκαταλείπει, και την συνεχή αίσθηση της εγκατάλειψης. Ο Μολλόυ τα γράφει όλα αυτά όταν πια δεν θυμάται ποιος είναι, και δεν θυμάται τη μάνα του, αλλά έχει πάρει τη θέση της μάνας του. Έρποντας. Πιπιλάει βότσαλα με τη σειρά, ψάχνει ψυχαναγκαστικά τη σωστή σειρά στις τσέπες του, αδιαφορεί για τα βασικά, τα πιο βασικά της ανθρώπινης ύπαρξης, αγνοεί το ερείπιο που είναι το κορμί του, αγνοεί, επιδεικτικά τους κανόνες, επί 127 σελίδες, δεν βάζει ούτε μια παράγραφο. Χμ.
Κι έπειτα αναλαμβάνει ο Μοράν, σαν είδωλο ανεστραμμένο, στην αρχή ως διώκτης κι έπειτα ως ενσάρκωση του διωκόμενου. Πατέρας σε λήθη, τον εγκαταλείπει σιγά σιγά το σώμα του, όσο ψάχνει, ως ντετέκτιβ, τον Μολλόυ, γιατί κάποιος του το ανέθεσε. Ο Αγγελιοφόρος. Και σταματά μόλις ο Αγγελιοφόρος τού λέει πως δεν υπάρχει πια αποστολή. Σταματά πριν βρει τον εαυτό του, ενώ ήδη σέρνεται, ενώ ήδη κι αυτός περιμένει τον θάνατο.
Δεν είναι εύκολο βιβλίο φυσικά, να λέμε τους στραβού το δίκιο. Απαιτεί να είσαι υποψιασμένος για να αντέξεις την ανάγνωση, τη ροή των σκέψεων, άλλοτε εντελώς πεζών για το πόσες κλανιές ακριβώς κάνει ο Μολλού την ημέρα, κι άλλοτε τόσο σημαντικών όσο η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη. Μα για μια στιγμή. Δεν είναι και τα δύο εξίσου σημαντικά για την ανθρώπινη ύπαρξη; Σωματικότητα και συνείδηση.
Η φιγουρα της μητέρας, άπιαστη και φασματική, στοιχειώνει το κείμενο, όπως και μιας παράξενης εμμονής με τη γονεϊκότητα, ο Μολλόυ αναρωτιέται τι θα γινόταν αν είχε γιο, ενώ ο Μοράν έχει. Το κείμενο αποπνέει θανατίλα, αυτό είναι που το κάνει τόσο βαρύ, τόσο ασήκωτο αλλά ταυτόχρονα το αλαφραίνει, γιατί το σκοτεινό μαύρο χιούμορ του, καταφέρνει να ξεστοιχειώσει τον ίδιο τον θάνατο. Δεν ξεστοιχειώνει τη φθορά, τη γελοία ιδέα, πως ερειπιωνόμαστε σωματικά και ψυχικά κάθε μέρα, κάθε μέρα βάζει ένα λιθαράκι στην απόγνωση.
Ο Μπέκετ αφήνεται στη γοητεία τη γλώσσας, την αφήνει να τον καθοδηγεί – υποσυνείδητα- κι έπειτα τη χειραγωγεί και την υποτάσσει, για να πει αυτό που του τρώει τα δικά του σωθικά. Κάθε φορά αυτό που τρώει τα σωθικά του ίσως και να είναι άλλο, ανάλογα με αυτό που τρώει εσένα. Αυτή είναι η γοητεία αυτού του σπειροειδούς κειμένου, που κυνηγάει την ουρά του, του ήρωα που ψάχνει τον ερειπιωμένο εαυτό του, του ήρωα που ψάχνει τη μάνα και βρίσκει το θάνατο, καταλαμβάνοντας τη θέση της στην ανθρώπινη μοίρα.
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να υπογραμμίσει όλο το βιβλίο ή και να το παρατήσει. Ανάλογα το ποιος είναι στη δεδομένη χρονική της ανάγνωσης. Ο Μπέκετ ποτέ δεν σου στερεί αφορμές, τις αιτίες, τόσο τις ερωτήσεις, όσο και τις απαντήσεις, θα τις βρεις μόνος. Αυτή είναι η γοητεία του. Για αυτό ο Μολλόυ παραμένει σε τόσα κομοδίνα για μέρες, μήνες χρόνια, κάποιες φορές χωρίς να ολοκληρώνεται η ανάγνωση ποτέ. Διαβάζεις όσο αντέχεις. Κάθε φορά.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Μολλόυ", Σάμιουελ Μπέκετ, μετ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον, Δ' Ανατύπωση 2021, αναθεωρημένη, σ. 255