7/6/14

"Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ", Mordecai Richler







Μια επική family saga είναι το αριστουργηματικό «Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ» του Μορντεκάι Ρίχλερ. Ένα μυθιστόρημα ποταμός, δύσκολο να το χαρακτηρίσεις, σχεδόν αδύνατο να δώσεις έστω και αδρά την περίληψή του, ένα σύμπαν ολόκληρο χαρακτήρων και συνθηκών, έργο ζωής. Όχι, δεν το παρομοιάζουν τζάμπα με το «Εκατό χρόνια μοναξιάς»∙ μοιάζει και δεν μοιάζει. Δεν έχει τίποτα από την λιγωτική τρέλα του Λατινοαμερικάνικου Νότου, έχει όμως αυτόν τον τραχύ κωλοπαιδισμό του Καναδοαμερικάνικου Βορρά, ισορροπεί ανάμεσα στην ηθική και την φαυλότητα, το χιούμορ και την πίκρα, την περιπέτεια και την ηρεμία.
   
Η πλοκή ξεκινά κάπου στα μέσα του 19ου και τελειώνει στα τέλη του 20ου ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τις ζωές πέντε γενεών Γκάρσκυ. Αρχίζοντας από τον προπροπάππου Εφραίμ, έναν μικρολωποδύτη Εβραίο που έφτασε στον Καναδά όταν απέδρασε από την φυλακή και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με αποστολή την Αρκτική όπου κατέληξε σε μια φυλή Εσκιμώων, μόνος επιζών και Μεσσίας, περνώντας στους γιους του γιου του, τον Σόλομον, γοητευτικό τυχοδιώκτη που τα παίζει στα δεκαοκτώ του όλα για όλα σε μια παρτίδα πόκερ και κάνει τα πρώτα του λεφτά κι έπειτα πολύ βολικά εξαφανίζεται, τον κο Μπέρναρντ που εκμεταλλεύεται τα κέρδη του αδελφού του για να χτίσει μια αμύθητη περιουσία στηριζόμενος στο λαθρεμπόριο αλκοόλ και τον Μόρρυ, ένα άβουλο ανθρωπάκι που ακολουθεί τα αδέλφια του κατά πόδας, και τελειώνοντας με τα παιδιά όλων αυτών και τα εγγόνια.

Αφηγητής ο Μόζες Μπέργκερ, μια φιγούρα από αυτές τις καταραμένες, Εβραίος διανοούμενος, γιος ενός ελάσσονος ποιητή που πήρε κάποτε ο κος Μπέρναρντ στη δούλεψή του, σπαταλά τη ζωή του ανάμεσα στο αλκοόλ και την εμμονή του με τον  Σόλομον Γκάρσκυ, σημειώνει ευλαβικά όλα τα στοιχεία για τη ζωή και τον χαμό του.

Το μυθιστόρημα τα έχει όλα, εξωτικά ταξίδια και περιπέτειες, ποτοαπαγόρευση και αμύθητα πλούτη, κακομαθημένους κληρονόμους που δεν ξέρουν τι να κάνουν με την ζωή τους, Εβραίους, Εσκιμώους, δικηγόρους, κανίβαλους. Ο Ρίχλερ αγαπά να πετάγεται από την μια ιστορία στην άλλη, να μπερδεύει τους ήρωες του σε ένα ατελείωτο κουβάρι, τόσο που συχνά σου παίρνει κάποιες σελίδες για να συνειδητοποιήσεις ποιος είναι ποιος, αλλά σε βάζει και σε έναν κόσμο ολόκληρο που γίνεται δικός σου όσο το διαβάζεις, νιώθεις πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι οικείοι.

Τα θέματα του βιβλίου ατελείωτα. Η πολιτική, η θρησκεία, η ηθική, η ανάγκη του ανθρώπου να ενταχθεί σε μια κοινωνία όσο κι αν φαίνεται πως την απεχθάνεται, η αποδοχή ως προϋπόθεση της ύπαρξης. Το χιούμορ είναι υπόγειο, συχνά υποχθόνιο, καταφέρεται εναντίον των ηρώων του που όμως φαίνεται να τους αγαπά∙ ακόμα και τον μοχθηρό και αδίστακτο καπιταλιστή κο Μπέρναρντ, χαρακτηριστικό παράδειγμα σκουληκιού που έγινε λεφτάς με άνομα μέσα και προσπαθεί να κατακτήσει ένα κοινωνικό στάτους ή τον άβουλο Μόρρυ που εκμεταλλεύεται την κατάσταση αλλά είναι δέσμιος του μεγάλου αδελφού του.

Η Εβραϊκότητα και η ιστορία του Καναδά στοιχειώνουν τον συγγραφέα. Κι αν είναι στα όρια του πολιτικά ορθού ένας Εβραίος να κάνει τόσο έντονη πλάκα στη φυλή του, ο Ρίχλερ δεν μένει εκεί, καυτηριάζει συχνά δηκτικά όλες τις φυλές που απαρτίζουν τον Καναδά, σαρκάζει όσο αυτοσαρκάζεται, δεν αφήνει στεγανό που να μην το παραβιάσει, χωρίς ποτέ να φαίνεται το κείμενο ένα άγριο συνονθύλευμα οργίων. Γιατί υπόγεια, η φλέβα του συγγραφέα, η δική του ματιά στα πράγματα, σε αυτό το μυθιστόρημα το τόσο σκόρπιο από άποψη χρόνου, χώρου, χαρακτήρων και ιδεών, διαπερνά την ιστορία και την χαρακτηρίζει.


«Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ», Μορντεκάι Ρίχλερ, μετ. Κατερίνα Γεωργιάδη, Στρατής Μπουρνάζος, εκδ. Πόλις, 2000, σελ. 686

3/6/14

Δεν πρέπει τίποτα




Χθες δήλωσα σε κάποιον πως κάνω πολλά, πάρα πολλά μαζεμένα για αυτό είμαι και τόσο πιεσμένη. Τότε μήπως οι γύρω σου κάνουν πολύ λίγα, μου απάντησε. Αλλά δεν ήταν η σωστή απάντηση, κάνουν κι αυτοί πολλά, για μένα, και για υποχρεώσεις που είναι «δικές μου» και για την οικογένειά μου, τα επαγγελματικά μου. Μόνο που η τελική ευθύνη περνά από μένα. Και η οργάνωση. Κι η ευγνωμοσύνη που πρέπει να νιώθω μετά. Κι οι τύψεις που δεν τα έκανα όλα εγώ.

Μια τυπική γυναίκα θα μου πείτε.

Το περασμένο Σάββατο μιλώντας για βιβλία διαφωνήσαμε. «Πρέπει να έχεις μια σφαιρική άποψη», «να διαβάζεις παγκόσμια αριστουργήματα, να παρακολουθείς την τρέχουσα παραγωγή, να εξελίσσεσαι ως αναγνώστης». Κι εκεί βρήκα ένα μυστικό που με κρατάει στην ανάγνωση λογοτεχνίας τόσα χρόνια, αλλά μακριά από κάθε τι θεωρητικό της. Στην δική μου ανάγνωση «δεν πρέπει τίποτα». Το διάβασμα σε οδηγεί μόνο του δίχως να το πιέσεις. Σε ωθεί το βιβλίο που βγάζει από την τσάντα του ο διπλανός σου, ο ελαφρύς ανταγωνισμός για το πόσες σελίδες διαβάζεις το μήνα, ο εγωισμός σου, η λαχτάρα σου για δυο σελίδες ακόμα πριν τον ύπνο. Αλλά τελικά «δεν πρέπει τίποτα». Η ανάγνωση δεν είναι διδακτορικό.

Αυτό που με ξεκουράζει, που με οδηγεί εκτός- πέρα από την έμφυτη τάση μου για φευγιό, για ψεύτικους κόσμους που γίνονται καθημερινά αληθινοί, για ιστορίες άλλες από την δική μου, κάποτε εντελώς υπερβατικές και μερικές φορές του διπλανού μου- είναι η έλλειψη υποχρέωσης. Στην κανονική μου ζωή είμαι ένα σωρό πράγματα, στο διάβασμα ο ωτακουστής του τίποτα.



30/5/14

"H ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον", Δημήτρης Σωτάκης



Ομολογουμένως λιγότερο εντυπωσιακό από τα προηγούμενά του - αν και ο τίτλος θα μας έπειθε για το αντίθετο- «Η Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» του Δημήτρη Σωτάκη ξεκινά από μια έξυπνη ιδέα που δεν κουράζει τον αναγνώστη καθώς εξελίσσεται, όμως μας οδηγεί προς ένα αμήχανο και κάπως χαοτικό τέλος. Το κείμενο είναι ευκολοδιάβαστο, με γλώσσα προσεγμένα απλή δίχως να γίνεται απλοική. Ο συγγραφέας είναι εγνωσμένης αφηγηματικής ικανότητας και η ανάγνωση σου δίνει ώρες ώρες την αίσθηση πως ο χρόνος κυλά χωρίς εσένα∙ για να το πω απλά, τις διακόσιες πενήντα σελίδες του τις διάβασα μέσα σε ένα πρωινό.

Αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ένας -ανώνυμος- άντρας βαθιά καταθλιπτικός. Η δουλειά του τον απωθεί, μένει μόνος, έχει «φίλους» δυο από τους γειτόνους του που του χτυπούν που και που την πόρτα και η βασική του ενασχόληση είναι η αυτοκτονία. Δεν την τολμά ακόμα, αλλά είναι ο στόχος του. Μέχρι τότε χαπακώνεται.

Ένα απόγευμα την πόρτα του χτυπά ο Μάικλ Τζάκσον. Ένας Μάικλ φιλικός, που θέλει να γίνει ποιητής και συγκάτοικος του ήρωα μας, ένα συγκαταβατικό πλάσμα που δεν ζητά τίποτα άλλο παρά μια γωνιά κι είναι ευτυχισμένο. Σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση από όσους τον γνωρίζουν πως ο νεκρός Μάικλ βρίσκεται ξαφνικά στο διαμέρισμα του, μόνο ο ψυχίατρος του αυξάνει τις δόσεις και τον ξεκινά στα αντιψυχωσικά.

Το βασικό θέμα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα, η μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος, αφορά κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο ήρωας του Δημήτρη Σωτάκη, κι ας είναι καταθλιπτικός, κι ας καταφέρνει τελικά να αυτοκτονήσει, ξαναγυρίζει στην ζωή του την επόμενη κιόλας μέρα. Κρύβει μέσα του δηλαδή αυτόν τον χαρούμενο και καλόβολο Μάικλ και τον ανασύρει όταν τα ζόρια γίνονται πάρα πολλά.

Το βιβλίο έχει αρετές- την υπερβατική ιστορία, το παιχνίδι με τον χώρο και τον χρόνο, το έντονο χιούμορ (εντονότερο ίσως εδώ από ότι στα υπόλοιπά του) ταυτόχρονα με την υφέρπουσα μαυρίλα, την ικανότητα του συγγραφέα να σε κάνει ταυτιστείς με τον κεντρικό χαρακτήρα, να τον θεωρήσεις άνθρωπο κοντινό σου και υπαρκτό, όσες «τερατολογίες» κι αν περιέχει η ιστορία του.  Μου έδωσε όμως την αίσθηση πως αποτελεί απλά ένα ακόμα βήμα, το εφαλτήριο για να γράψει πια ο Σωτάκης εκείνο το βιβλίο που θα μας αφήσει άφωνους.


"Η Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον", Δημήτρης Σωτάκης, εκδ. Κέδρος, 2014, σελ.252


27/5/14

"Η ανάγνωση είναι χάσιμο χρόνου", του Μαραμπού

Όταν με ρωτούν πώς μου αρέσει να περνώ τις ελεύθερες ώρες μου, πάντοτε διακρίνω μια ανεπαίσθητη αλλά παρούσα επιτίμηση για τις επιλογές μου στα λόγια και τις εκφράσεις των συνομιλητών μου. Οι ελεύθερες ώρες είναι ένας ευφημισμός αφού συνεχώς είναι φυλακισμένες από την σφαιρική μεταλλική μπάλα μιας διόλου σφαιρικής κριτικής. Είτε μου αρέσει να διαβάζω είτε να μετρώ τους σκουρόχρωμους ρόζους του ξύλινου ταβανιού μου, αυτό είναι λίγο πολύ κατακριτέο. Ακόμα όμως και όταν βρω έναν που του αρέσει να περνά τις ελεύθερες ώρες του όπως εγώ, οι λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις των δραστηριοτήτων μας, μπορούν να προκαλέσουν μια κανιβαλική κριτική άνευ προηγουμένου, με δυο λόγια, να φάμε τις σάρκες μας.

Μου αρέσει να διαβάζω αλλά όχι αστυνομικά. Όταν κάποιος μου λέει ότι λατρεύει να περνάει την ώρα του διαβάζοντας αστυνομικά, εγώ σουφρώνω τα χείλη και σκέφτομαι (ίσως και να το λέω δυνατά), τι χάσιμο χρόνου! Τις λίγες φορές που επέλεξα να διαβάσω ένα αστυνομικό, πρόλαβα και βαρέθηκα μέχρι θανάτου, στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που διήρκεσε η πυρετώδης ανάγνωσή του. Έμοιαζε σαν να βρισκόμουν σ' ένα αυτοκίνητο που έτρεχε ιλιγγιωδώς σε μια λεωφόρο, χωρίς να προλαβαίνω να απολαύσω την διαδρομή, βλέποντας μόνο μια ομοιόμορφη και θολή αλληλουχία δέντρων και κτιρίων. Ώσπου, φτάναμε σε μια ανοιχτωσιά και μου ανακοίνωναν ψυχρά, εδώ κατεβαίνεις φίλε!

Επίσης, με ενοχλεί η τελειότητά τους. Όλα μέσα τους μου φαντάζουν τέλεια, αψεγάδιαστα. Αν δεν περιέχουν ένα κραυγαλέο λογικό κενό στην ιστορία τους, τότε έχουν κερδίσει το στοίχημα. Η πλαστική επέμβαση πέτυχε, μοιάζουν ολότελα φυσικά! Αντιλαμβάνομαι, εντούτοις, ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις σ' αυτήν την τελειότητα που ένα έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει με ευκολία. Για όσο όμως θα επιμένω να μην προτιμώ την ανάγνωσή τους, όλα θα συνεχίσουν να μου μοιάζουν τέλεια. Η ανέφικτη οικειότητα δεν πρόκειται να διαταράξει αυτήν την συμφέρουσα συνθήκη. Όλα αυτά γράφονται εν είδει επιμυθίου, μετά την προ ημερών ανάγνωση του βιβλίου του Τζορτζ Πελεκάνου «Αδιέξοδο». Όσοι διακινδυνεύσετε να εμπιστευτείτε την κρίση μου, στο τέλος ευελπιστώ να συμφωνήσετε μαζί μου όταν σας λέω ότι, το συγκεκριμένο βιβλίο ...ήταν τέλειο!


Νομίζω ότι χάνω τον ελεύθερο χρόνο μου πιο συνετά και ευθύς αμέσως θα σας περιγράψω την πρόσφατη χασούρα μου για να κρίνετε και μόνοι σας! Οι συγγραφείς γιγαντώνονται ή συρρικνώνονται βιβλίο με το βιβλίο είτε με την σειρά που τα γράφουν είτε μ' εκείνη που τα διαβάζεις. Πάντοτε μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τον συγγραφέα από το βιβλίο του. Η παρουσία του ήταν συνεχής, αν όχι στην ιστορία που κάθε φορά μου αφηγούνταν (ενίοτε αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ίδια την ιστορία και κατ' επέκταση για την διαχρονική σπουδαιότητα του βιβλίου), τουλάχιστον ήταν παρών στην φαντασία μου που τον έπλαθε (με την βοήθεια και κάποιων εξωτερικών ερεθισμάτων) κατά το δοκούν και αδιαλείπτως. Αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα ήταν συνήθως κάποιες φωτογραφίες των συγγραφέων, βιογραφικά στοιχεία, μερικά ανέκδοτα από την πολυτάραχη ή βαρετή ή τραγική ή ό,τι άλλο ζωή τους, κάποιες εμμονικές παραξενιές τους, πολύ συχνά δε, και μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα ή δοκίμια θεωρητικού περιεχομένου που ανέπλαθαν με μια “δεύτερη” γραφή τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της πρώτης.  Τα ανέκδοτα για να μην περιπέσουν στην φθηνή ρητορική των κουτσομπολιών πρέπει να τα χειριστεί ένα χέρι έμπειρο, που ναι μεν δε θα τους χαριστεί, αλλά τουλάχιστον θα τους “ντύσει” με την ομορφιά του γραπτού λόγου, τον οποίο και εκείνοι πιστά και επίμονα υπηρέτησαν, θα τους κάνει για λίγο χάρτινους ήρωες, εξάλλου τείνω να πιστεύω ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς, που ξεχνάει να τους περιμαζέψει η λήθη, είναι επινοημένοι, ζουν μόνο στην φαντασία μας, σχεδόν λησμονούμε ότι κάποτε κατάφεραν και έζησαν και έξω απ' αυτήν.

Αυτήν τη δουλειά ανέλαβε να την περατώσει, υποψιάζομαι με περισσή ευχαρίστηση, ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του “Γράφοντας τις ζωές των άλλων” που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα. Πρόκειται για είκοσι έξι αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων που στην πλειονότητά τους διατηρούν ακέραιο τον συγγραφικό μύθο τους, με δυο-τρεις εξαιρέσεις στις οποίες η ζωή τους υπονομεύει (όχι όμως μέχρι τέλους) την φαντασία τους. Ο Χαβιέρ Μαρίας δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκει απωθητικούς τρεις ανθρώπους, τον Τζέημς Τζόυς, τον Τόμας Μαν και τον Γιούκο Μίσιμα. Διαβάζοντας τα πορτρέτα και αφού αφαιρέσω τον Τζόυς για προσωπικούς λόγους καίτοι ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Μαρίας. Ο Μαν με έκανε να γελάσω από αγανάκτηση και λύπηση. Είχε τόση έπαρση ώστε άφησε τα ημερολόγιά του σε σφραγισμένους φακέλους με την εντολή να ανοιχτούν μετά από 25 χρόνια, όταν δε ανοίχτηκαν, η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη καθώς σπάνια περιείχαν κάποιο οξυδερκές σχόλιο αντάξιο ενός συγγραφέα, απλώς έβριθαν από καθημερινές ανούσιες καταγραφές που θα άφηναν αδιάφορο και τον πιο κουτσομπόλη. «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό», «Πέρασα ένα μεγάλο μέρος χωρίς την τεχνητή οδοντοστοιχία μου. Βάσανα», «Δυσκολευόμουν να καταπιώ το φαγητό οπότε χρειάστηκε να μου το αλέσουν στο μύλο». Απομυθοποίηση τώρα! Είχα σκοπό να καταπιαστώ εντατικότερα με το έργο του Μαν, από το οποίο έχω διαβάσει ελάχιστα, όμως αυτό το πορτρέτο του λειτούργησε ανασταλτικά και θα περάσει καιρός πριν το ξανασκεφτώ.

Ο Μίσιμα από την άλλη, ήταν και αυτός κάργα επηρμένος και εκτός όλων των άλλων που έκανε, με αποκορύφωμα τον τελετουργικό αλλά ανόητο θάνατό του, την χρονιά που έκανε παγκόσμια περιοδεία για να προωθήσει το έργο του, συζητιόταν έντονα ότι το Νόμπελ λογοτεχνίας θα πάει πρώτη φορά σε Ιάπωνα, έτσι ο Μίσιμα φρόντισε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο την ώρα της ανακοίνωσης ώστε το κοινό να τον θαυμάσει με κάθε μεγαλοπρέπεια.

(...) Όταν το αεροπλάνο όμως προσγειώθηκε και βγήκε πρώτος πρώτος μ' ένα πελώριο χαμόγελο στα χείλη, βρήκε το αεροδρόμιο βυθισμένο στην θλίψη, μια και ο βραβευθείς ήταν ένας ενοχλητικός συγγραφέας από τη Γουατεμάλα. Έναν χρόνο αργότερα η απογοήτευσή του έγινε ακόμα βαθύτερη: Το Νόμπελ είχε δοθεί επιτέλους στην Ιαπωνία, αλλά στον φίλο και δάσκαλό του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η αντίδραση του Μίσιμα ήταν άμεση: Πήγε τρέχοντας στο σπίτι του Καβαμπάτα, για να είναι ο πρώτος που θα τον συγχαρεί και να βγει και εκείνος τουλάχιστον στις φωτογραφίες. Δε χρειάζεται να πούμε πως ο Μίσιμα θεωρούσε πως όχι μόνο του άξιζε το Νόμπελ, αλλά και πως ήταν – το δίχως άλλο – ιδιοφυΐα. «Θέλω να ταυτίσω το λογοτεχνικό έργο μου με τον Θεό» είπε κάποτε σ' έναν φανατικό ακροδεξιό, που πιθανότατα να ήταν συνηθισμένος σε παρόμοια παραληρήματα μεγαλείου.


Σχεδόν όλες οι ζωές των συγγραφέων που παρουσιάζονται στο βιβλίο ήταν τραγικές και αυτοκαταστροφικές, μοναδική φωτεινή αχτίδα ήταν ο Λώρενς Στερν (παρά τα βάσανά του), του οποίου τον Τρίστραμ Σάντι όποιος έχει διαβάσει καταλαβαίνει αμέσως την πηγαία αισιοδοξία του δημιουργού του. Στο τελευταίο κεφάλαιο που τιτλοφορείται “Τέλειοι καλλιτέχνες”, ο Μαρίας έχει συγκεντρώσει μερικές κάρτ-ποστάλ αγαπημένων του συγγραφέων και προσπαθεί μέσα από την εικόνα που έχει μπροστά του να μαντέψει συμπεριφορές και κρυφά αισθήματα των εικονιζομένων. Βέβαια, στην εποχή των εικόνων (κινούμενων και μη) και της υπερπληροφόρησης πλέον, ποιος θα χάσει τον χρόνο του σε τέτοιες παλιομοδίτικες διαδικασίες και επισφαλείς εικασίες; Αλλά είπαμε, εδώ μιλάμε για τον χαμένο χρόνο και έχουμε κάθε δικαίωμα να αναφέρουμε και αυτό!
Το βιβλίο του Μαρίας διαβάζεται εξίσου ιλιγγιωδώς όπως και ένα αστυνομικό, όμως μού δίνει τον χρόνο να δω κρυφές θεάσεις των κτιρίων, που έχω παρατηρήσει με την ησυχία μου εκατοντάδες άλλες φορές. Γι' αυτό και μένει περισσότερο στην μνήμη μου. Επίσης, δεν μου φαντάζει τέλειο. Κάθε άλλο. Φθάνει ως εδώ! Μην χάνετε τον χρόνο σας με ανόητες αερολογίες. Χάστε τον χρόνο σας υπεύθυνα. Διαβάζοντας. 


"Γράφοντας τις ζωές των άλλων", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ.352



                                                                                             Μαραμπού 

23/5/14

"Η Βικτώρια δεν υπάρχει", Γιάννης Τσίρμπας




Ένα μικρό βιβλιαράκι είναι «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα, μια κεντρική (πολύ καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία) και 5 εμβόλιμες μικρότερης έντασης. Μια νουβέλα λοιπόν ή μια συλλογή διηγημάτων; Οι ταμπέλες με άφηναν πάντοτε αδιάφορη, ένα κείμενο με χαλαρούς δεσμούς, ένα βιβλίο που ρέει, που δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου και ταυτόχρονα σε πονάει, λέει σκληρές αλήθειες, πληγώνει.

Ένας άνθρωπος αναγκάζεται να ακούσει τον παραληρηματικό μονόλογο του -άγνωστού του- διπλανού που μένει στην πλατεία Βικτωρίας. Ο τύπος που μιλά είναι σχεδόν άνεργος, βλέπει την γειτονιά του να βρωμά από την φτώχεια των μεταναστών που στοιβάζονται εκεί, ενοχλείται από τα τραγούδια τους, μυρίζει τα φαγητά τους, το "χόρτο" που καπνίζουν, νιώθει απειλημένος. Είναι ένας βίαιος ρατσιστής του κερατά. Αυτός που ακούει μένει στην Αγία Παρασκευή και ντρέπεται μήπως τους κρυφακούει κανείς μες το βαγόνι και νομίσει πως είναι κι αυτός μια από τα ίδια. Σβήνει συνεχώς διαφημιστικά μηνύματα στο κινητό του.

Το βιβλίο θίγει με καίριο τρόπο αυτό που συμβαίνει στις γειτονιές του κέντρου, το πώς διαμορφώνεται ο ρατσισμός, η κουλτούρα της βίας, πως ενώ θα περίμενε κανείς η πολυπολιτισμικότητα να ανοίγει το μυαλό του ανθρώπου καταλήγουμε με μετανάστες με ανοιγμένο κεφάλι. Αλλά και πως ο βολεμένος ταρακουνιέται για λίγο και τελικά δεν ασχολείται. Λύση δεν δίνει. Γιατί εν πολλοίς δεν υπάρχει.

Οι μικρότερες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο, ανθρώπων που ζούσαν στη Βικτώρια, μένουν ελαφρά μετέωρες, αποφεύγουν το μελό μόλις την τελευταία στιγμή, μόνο και μόνο από την απλότητα της γλώσσας και τη δωρικότητα του συγγραφέα. Αυτό- το πόσο λιγόλογο είναι το βιβλίο- είναι το βασικό ατού του. Ο Γιάννης Τσίρμπας οφείλει τη δύναμή του στο ότι ξέρει τα όρια της ιστορίας του και χειρίζεται άριστα τον λόγο. Κι αυτό το σφρίγος εύχομαι να το διατηρήσει και στα επόμενα κείμενα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, αδιάφορο.

«Η Βικτώρια δεν υπάρχει», Γιάννης Τσίρμπας, εκδ. Νεφέλη, 2013, σελ. 58

Υ.Γ.1 Τελικά η Βικτώρια υπάρχει; (η απάντηση εδώ)
Y.Γ.2 Ο Γιάννης Τσίρμπας είναι υποψήφιος για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Αναγνώστης».
Υ.Γ.42 Την Δευτέρα 26/5 στις 7:30μ.μ στο Booktalks.

    

21/5/14

"Μπετόν", Thomas Bernhard





Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα είναι το «Μπετόν» του Τόμας Μπέρνχαρντ που εκδόθηκε την ίδια χρονιά με τον «Ανιψιό του Βίτγκενσταιν» και μοιάζει πολύ και με τους «Φτηνοφαγάδες». Πρόκειται για έναν μικρό, σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο ενός άντρα που δεν κατάφερε ποτέ τίποτα να ολοκληρώσει στην ζωή του.

Ο Ρούντολφ είναι  προσπαθεί δέκα χρόνια να γράψει μια πραγματεία για τον Μέντελσον Μπαρτόλντυ, αλλά αυτή η αρχική φράση του διαφεύγει. Κατηγορεί την αδελφή του για αυτό, και τις συνεχείς αντιπνευματικές της παρεμβάσεις, την ασθένεια του, το μέρος, το σπίτι του, τον κακό του τον καιρό. Αποφασίζει να φύγει και να πάει στην Μαγιόρκα που είναι το κλίμα ευκολότερο για την σαρκοείδωση του. Ούτε κι εκεί όμως έρχεται η πολυπόθητη συγκέντρωση.

Ο Ρούντολφ είναι ένας χαρακτηριστικός άντρας του Μπερχαρντικού σύμπαντος∙ μόνος στα σαρανταοκτώ του, δεν μπορεί να ανεχτεί ούτε καν την αδελφή του που όπως αποδεικνύεται νοιάζεται για αυτόν και τον αγαπά, ζει απομονωμένος στο πατρικό του στο Πάισχαμ, ενώ κάποτε ζούσε την πολύβουη ζωή της Βιέννης. Ένας άντρας αποτραβηγμένος από τους φίλους του, που δεν τελείωσε όποιες σπουδές κι αν ξεκίνησε, δεν δούλεψε ποτέ, ένας άνθρωπος που συνειδητοποιεί σε όλο της το μεγαλείο τη ζωή ως ανίατη ασθένεια.

Μέσα από το δίχως παραγράφους κείμενο ο συγγραφέας στηλιτεύει μια ολόκληρη γκάμα κοινωνικών συνθηκών, τον εύκολο πλουτισμό, τις τάχαμου φιλανθρωπίες, την πολιτική, τα «καλλιτεχνικά σαλόνια», τις εκκεντρικότητες. Και φυσικά αναδεικνύει και την ματαιότητα της απομόνωσης, της κατηγορίας των άλλων για τις δικές μας αδυναμίες. Ο ήρωας του- που τόσο του μοιάζει, και που τόσο μοιάζει με πολλούς από τους ήρωες του- είναι αδύναμος, τυλιγμένος στις φοβίες, ανίκανος να ανταποκριθεί στα βασικά κοινωνικά καθήκοντα με οποιονδήποτε τρόπο. Ένας εν δυνάμει συγγραφέας που δεν έγραψε τίποτα ποτέ.

Το «Μπετόν», αν και μου πήρε κάποιες μέρες να το διαβάσω, ήταν η παρηγοριά μου σε μια περίοδο που το διάβασμα έμοιαζε περισσότερο αγγαρεία παρά ευχαρίστηση. Στην αρχή φοβήθηκα πως ούτε κι αυτό θα με έβγαζε από την αναγνωστική ανία. Όμως τελικά ο Μπέρχαρντ έκανε καλά τη δουλειά του. Κλείνοντας την τελευταία σελίδα του επαναληπτικού σύμπαντός του συνειδητοποίησα- όχι δίχως κάποια θλίψη- πως η λαχτάρα μου για διάβασμα επέστρεψε.


«Μπετόν», Τόμας Μπέρνχαρντ, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Εστία, 2008, σελ. 183