31/3/09

Τα βιβλία δεν είναι ζωή

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι δε χωρίζονται σε διαβάζοντες και μη. Ακόμα κι ανάμεσα σε αυτούς που διαβάζουν, οι διαφορές ανάλογα με το είδος δεν μπορούν να τους κατηγοριοποιήσουν . Δεν θέλω να μπω σε στενούς κύκλους ατόμων που βαυκαλίζονται πως κάνουν κάτι σημαντικό, απλά γιατί έχουν στην πλάτη τους κάποια βιβλία.
Η ανακούφιση της ανάγνωσης ή της γραφής αφορά μια ανάγκη σχεδόν σωματική και αυτό δε σε κάνει ανώτερο, καλύτερο ή χειρότερο. Δεν καταλαβαίνω την έπαρση, το λόγο της οίησης. Δε μπορώ να με ξεχωρίσω γιατί διαβάζω. Το κάνω γιατί αυτό είμαι, έτσι αγαπώ να περνώ το χρόνο μου. 'Η στο κάτω κάτω γιατί έτσι έκανε ο πατέρας μου και έμαθα δια του μιμητισμού.
Τα βιβλία δεν είναι συντροφιά. Τα βιβλία δεν είναι ζωή. Όμως μοιάζουν και με ζωή και με παρέα, μπορείς να μπερδευτείς, να νομίσεις πως μπορούν να σε σώσουν. Από τί και από ποιόν εξαρτάται από τα βάσανα του καθενός. Δεν είναι ο δρόμος, ούτε καν η ταμπέλα στο δρόμο, είναι ο τυχαίος περαστικός που τον ρωτάς και σου δείχνει μια κατεύθυνση, αλλά ούτε αυτός ούτε κι εσύ είστε σίγουροι για την ακρίβεια των οδηγιών.
Αγαπώ το χαρτομάνι, στοιβαγμένο γύρω μου, τακτοποιημένο σε φακέλους, τυπωμένο, χειρόγραφο. Δεν μπορώ να διαβάσω πολλά στην οθόνη του υπολογιστή. Ελπίζω να μην αναγκαστώ κάποτε να μάθω. Αλλά αυτό είναι δεν είναι ο μόνος σκοπός μου στη ζωή, ούτε ο τελικός προορισμός. Είναι μονάχα μέρος του ταξιδιού

30/3/09

Γράφοντας

Μερικές από τις πιο ταραγμένες και δύσκολες στιγμές της ζωής μου τις πέρασα μόνη, χωρίς γράψιμο. Η διάθεση αρνείται να με επισκεφτεί όταν είμαι χάλια. Μετά μόνο, όταν περάσει η καταιγίδα μπορώ να συγκεντρωθώ στο χαρτί, να γράψω με άνεση, για κάτι φαινομενικά άσχετο από τον πόνο μου. Κι αυτό είναι η λύτρωση, το καμουφλάζ, η αίσθηση πως μιλάς και δε μιλάς για αυτό που σου συμβαίνει.

Λένε πως για να γράψεις πρέπει να πονέσεις. Ανοησίες, όλοι πονούν, κι ο πόνος του ενός δεν είναι συγκρίσιμος με του άλλου. Για να γράψεις πρέπει να είσαι ψώνιο, να νιώθεις πως δε ζεις αν δεν το κάνεις. Τόσο απλά.

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τί με έκανε να αρχίσω να γράφω. Ίσως η αγάπη μου για το διάβασμα ή η μοναξιά μου. Υπήρξα μοναχικό παιδί και κοινωνικός ενήλικας όμως το γράψιμο δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Είμαι πια σε μια ηλικία που με ενδιαφέρει και η έκδοση. Όχι, με μανία, μα το προσπαθώ.

Όταν αρχίσω να δημοσιεύω σε αυτό το ιστολόγιο κάποια από τα γραπτά μου, θα είναι καθαρά για κριτική. Έχω ανάγκη από την εξωτερική ματιά, την αίσθηση που αποκομίζει κάποιος που δε με αγαπάει από τα γραπτά μου. Ίσως και μια ιδέα ενθάρρυνση, ίσα ίσα για να μη με ρουφήξει η καθημερινότητα εντελώς και σταματήσω το ψάξιμο. Υπάρχει πάντα και αυτός ο κίνδυνος.

29/3/09

Ο Πανταλέων και οι Επισκέπτριες







Η δημιουργία ενός ιστολογίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ελπίζω να μείνω πιστή στην απόφαση μου για συχνή ανανέωση και να μην χρησιμοποιήσω το blog σαν ψυχαναλυτή, μιας κι αυτό δε θα ήταν δίκαιο στην κεντρική του ιδέα. Αυτό που ήθελα από την αρχή να μοιραστώ είναι η αγάπη μου για τα βιβλία, ανάκατα, έτσι όπως τα διαβάζω, χωρίς την σειρά ή την ανάγκη μιας λογοτεχνικής μελέτης.

Διαβάζω πολύ και ήδη εμπιστεύομαι κάποια από τα ελληνικά blog για το βιβλίο, όταν η ντάνα με τα αδιάβαστα μικραίνει επικίνδυνα. Αν αγαπάτε τα βιβλία μείνετε, θα περάσουμε όμορφα. Κατά καιρούς είμαι σίγουρη πως θα υποκύπτω και σε άλλους πειρασμούς, θα σας παιδεύω με κάποιο δικό μου κείμενο, αλλά αυτός δεν είναι ο πρωταρχικός σκοπός.
Ξεκινάμε λοιπόν. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα είναι «Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες» του M.B. Λιόσα. Ο Λιόσα έγινε από τους αγαπημένους μου μόλις τα τελευταία χρόνια. Μικρότερη είχα προσπαθήσει να διαβάσω το «Πράσινο Σπίτι» και είχα αποθαρρυνθεί. Δεν είχα ακόμα τη λογοτεχνική υπομονή να καταλάβω την ασυνέχεια της ιστορίας, να αναλωθώ στο κάθε τι που αργότερα θα μεταμορφωνόταν από λεπτομέρεια σε ουσιαστική απόχρωση του μύθου, έτσι σχεδόν τον είχα παρατήσει. Τον τελευταίο καιρό όμως επανέρχομαι ολοένα στα βιβλία του, τολμώ να πω πως έχω διαβάσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι τους.


Η "Παντιλάνδη" είναι ίσως το πρώτο βιβλίο που θα έπρεπε να διαβάσει ο αμύητος στον λατινοαμερικάνο συγγραφέα. Η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά, οι ήρωες μας συστήνονται από την αρχή για αυτό που είναι και μένει σε έναν πολύ δυνατό συγγραφέα να ξετυλίξει το μύθο μιας, αντισυμβατικής είναι η αλήθεια, ιστορίας, εξαιρετικά γοητευτικής όμως.


Ο Λοχαγός Παντόχα, ένας άνθρωπος του καθήκοντος που αγαπά την τάξη, τους αριθμούς, τις αναφορές, λατρεύει τη μάνα, τη γυναίκα και τη στολή του, καλείται να οργανώσει μια Υπηρεσία του Στρατού που όμοια της δεν υπάρχει στον κόσμο. Η Υπηρεσία Επισκεπτριών επιτελεί το σπουδαίο έργο της ανακούφισης των γενετήσιων ορμών του στρατεύματος.


Ο Παντόχα μετακομίζει σε καινούργια πόλη, τον αναγκάζουν να απαρνηθεί την αγαπημένη του στολή, να βουτήξει σε μια υπόθεση δεν γνωρίζει τίποτα. Είναι όμως στρατιωτικός εξαιρετικός στη δουλειά του κι αφού είναι διαταγή του στρατού θα προσπαθήσει να οργανώσει την υπηρεσία με επιτελική ακρίβεια. Η Υπηρεσία θα γίνει το πιο καλά κουρδισμένο και οργανωμένο κομμάτι του στρατού, αυτός ο περιβόητος αρχηγός της περιώνυμης Παντιλάνδης κι η ζωή του με την αγαπημένη του μητέρα και σύζυγο θα αλλάξει (;) για πάντα.


Αν δεν έχετε διαβάσει Λιόσα ήρθε ο καιρός να αναθεωρήσετε, αν πάλι τον αγαπάτε, όπως εγώ, αυτό είναι από τα βιβλία που θα έπρεπε να κοσμεί την βιβλιοθήκη σας. Αγαπώ πολύ την Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, αλλά όχι μόνον αυτή. Κατά καιρούς από αυτή σελίδα θα περνούν από αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μέχρι αστυνομικά, βιβλία του φανταστικού, ίσως και βίπερ. Καλώς ήλθατε στον κόσμο μου.