29/1/10

Οι Παραχαράκτες


«Οι Παραχαράκτες» του Αντουάν Μπελό είναι ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται σε μια εξαιρετική αρχική ιδέα και καταφέρνει να τη στηρίξει ως το τέλος χωρίς να πλατειάζει.

Ο κεντρικός ήρωας, Σλιβ Νταρτουνγκούβερ είναι ένας νεαρός πτυχιούχος γεωγραφίας που προσλαμβάνεται στην ιδανική δουλειά. Εκεί, ο άμεσα προϊστάμενός του τον προσεγγίζει για να τον βάλει σε μια ακόμα καλύτερη, τον κάνει πράκτορα μιας μοναδικής οργάνωση, τον ΟΠΠ(Όμιλο Παραχάραξης της Πραγματικότητας). Ο νεαρός πρωταγωνιστής στην αρχή ενθουσιάζεται με την ιδέα της δημιουργίας παράλληλων σεναρίων και ψευδών πηγών που τα στηρίζουν. Του αρέσει η παιγνιώδης διάθεση και η αίσθηση πως μπορεί να προκαλέσει τα πάντα διεθνώς με μια του σκέψη κι έτσι ρίχνεται στη δουλειά. Γρήγορα όμως θα προσγειωθεί και θα αρχίσει να αναρωτιέται για τους σκοπούς μιας οργάνωσης που ξοδεύει κόπο και χρήμα για να αλλάξει αυτό που πραγματικά έγινε. Ακόμα περισσότερο όταν ανακαλύπτει πως το δίκτυο της οργάνωσης είναι τόσο καλά μπλεγμένο σε όλο τον κόσμο που κατορθώνει να πλαστογραφεί τα αρχεία της Στάζι, να στέλνει ψευδώς τη Λάικα στο διάστημα ή να φέρνει στο προσκήνιο ένα είδος ψαριού προς εξαφάνιση που δεν υπήρξε ποτέ. Στην προσπάθειά του να βρει τα κίνητρα, θα αποκτήσει φίλους, θα καταρρακωθεί και θα εξυψωθεί, θα ζήσει μια ασυνήθιστη ζωή.

Το βιβλίο, μέσα από την εξαιρετική πλοκή που σου κρατά το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό σε πρώτο επίπεδο, θέτει θέματα ηθικής, οικονομίας, πολιτικής –μιας πλειάδας πραγμάτων που θα απασχολούσαν έτσι κι αλλιώς κάποιον που παρακολουθεί τη διεθνή επικαιρότητα κι ας μην ήταν Παραχαράκτης. Ο συγγραφέας επιδεικνύει αξιοθαύμαστη δυνατότητα να χώνεται στα πιο σοβαρά διεθνή θέματα, να γυρίζει τον ήρωα του στα πέρατα του κόσμου και ταυτόχρονα να μένει προσγειωμένος στον πρωταρχικό στόχο της γραφής, ο αναγνώστης που έχει ήδη διαβάσει ως το τέλος 513 σελίδες, να θέλει κι άλλο.

24/1/10

Disgrace

Tην ιστορία ενός καθηγητή της ρομαντικής ποίησης στο Πανεπιστήμιο, μας διηγείται το μυθιστόρημα του J.M Coetzee , “Disgrace”, που για χάρη σε μια ερωτική παρεκτροπή του με μια φοιτήτρια, χάνει τη δουλειά του και μετακομίζει για λίγο στο αγρόκτημα της κόρης του για να συνέλθει. Εκεί βρίσκει ένα είδος ρυθμού με τα ζώα και τις αγροτικές εργασίες, ώσπου μια επίθεση τον προσγειώνει στην πραγματικότητα. Τι μπορεί να περιμένει μια λευκή γυναίκα, μόνη και λεσβία στη Νότιο Αφρική στη μετά Άπαρχαιντ εποχή.

Το βιβλίο διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον κι ας μην είναι καταιγιστική η πλοκή, το «πολιτικό» στοιχείο είναι μέρος του κι έπ’ ουδενί δεν καταλαμβάνει χώρο που δεν του αξίζει και οι ανθρώπινες ανησυχίες αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη.

Ομολογώ πως διαβάζοντας πριν κάποιον καιρό τον «Αργό άνθρωπο» στα ελληνικά δεν είχα ενθουσιαστεί. Δεν μπορώ να κρίνω αν έφταιγε η μετάφραση ή το ίδιο το μυθιστόρημα. Αυτό το βιβλίο όμως είναι αντάξιο ενός συγγραφέα παγκοσμίου εμβέλειας. Μη με ρωτάτε αν άξιζε το Νόμπελ ο Κούτσι και άλλα συναφή. Η απάντηση είναι πάγια, δεν ξέρω, δεν απαντώ και δεν με αφορά στο κάτω κάτω…..


"Disgrace", J.M. Coetzee, ed. Vintage, 1999, pg. 220

20/1/10

Το...μεταμοντέρνο

Σαν πολλά πράγματα στην Ελλάδα να έχουν παρεξηγηθεί. Ειδικά στη λογοτεχνία με το μικρό έτσι κι αλλιώς αναγνωστικό κοινό, το μεγαλύτερο ποσοστό του οποίου αποτελείται από γυναίκες που διαβάζουν μελό, έχουμε λιγάκι χάσει τη μπάλα. Κοντεύουμε ό,τι μοιάζει έστω και λίγο με αξιοπρεπές αφήγημα να το αναγάγουμε σε αριστούργημα. Κλείνοντας τα μάτια σε αυτό που συμβαίνει κοντά έναν αιώνα τώρα στην παγκόσμια λογοτεχνία, μένοντας στα γνωστά δικά μας, λίγο σεξ, λίγος Εμφύλιος και μια παρέα φίλων.

Από την άλλη στην Ελλάδα υπάρχει κι ένας αριθμός ατόμων της αντίπερα όχθης. Αυτοί που το κατέχουν το θέμα, που μπορούν να με δυο κουβέντες να πουν για το μοντερνισμό και το μεταμοντερνισμό, να επιχειρηματολογήσουν για το αν συγκρούονται ή το ένα είναι η όψιμη έκφραση του άλλου, να φτάσουν τέλως πάντων σε άλλο επίπεδο. Τα δυο άκρα πάντοτε.

Σε γενικές γραμμές είναι σχεδόν βρισιά να πεις ένα βιβλίο….μεταμοντέρνο. Άνθρωποι που διαβάζουν, γράφουν, εκδίδονται, κι αυτοί ακόμα φοβούνται μη μπλέξουν σε κάτι ακατανόητο μόλις τους πεις πως λίγο σπάει η αφήγηση, πως κάποιος μπαίνει στον κόπο να υπονομεύσει την τέχνη που κατέχει, να βάλει τον συγγραφέα-εαυτό του στο περιθώριο, να τον περιγελάσει ίσως, για να αφήσει την ίδια τη γλώσσα και το έργο να μας πει την αλήθεια του. Για να μη μιλήσω για ανοιχτές ερμηνείες, αποδόμηση φόρμας, άρνηση θεωριών, ιδεολογιών, γνώσης και άλλα συναφή.

Κι είναι αξιοπερίεργο να μας φοβίζει κάτι τέτοιο. Εγώ θα περίμενα πως στην εποχή της ρευστότητας που ζούμε, στην αίσθηση πως κάθε τι που ξέραμε δεν έχει πια καμία σημασία, μια τέτοια λογοτεχνία θα ήταν το ζητούμενο για να γεμίσει τα κενά μας. Σαν ζεστό ρόφημα μια κρύα νύχτα, ε;

Κι όμως, το….μεταμοντέρνο είναι αποτρεπτικό. Κι ό,τι κάτι παραπάνω έχει να μας πει, μπαίνει στο περιθώριο. Κι άνθρωποι πoυ θα μπορούσαν λίγο να μας ταρακουνήσουν, φοβούνται και με το δίκιο τους, μια δόση μεταμοντέρνας... κριτικής και το βιβλίο θα πάει άπατο.

17/1/10

Nesting

Υπολογίζω πως πάσχω από το σύνδρομο φωλιάσματος. Δε μου μένει παρά κοντά ένας μήνας για να γεννήσω και όλο βρίσκω δικαιολογίες για να μην κάνω τίποτα άλλο παρά να καθαρίζω μωρουδιακά επιπλάκια, να πλένω ρουχαλάκια και να αλλάζω θέση στο ένα ή το άλλο. Δε δουλεύω και δε γράφω, σχεδόν δε διαβάζω.

Κάποτε, πριν πέντε χρόνια ας πούμε, ονειρευόμουν την περίοδο της εγκυμοσύνης γιατί θα σταματούσα τα εξοντωτικά ωράρια της κανονικής μου εργασίας και θα αφοσιωνόμουν στο γράψιμο για τουλάχιστον δυο μήνες (το μωρό ήταν μια λεπτομέρεια). Αλλά φυσικά όταν κάνει κανείς πλάνα, το σύμπαν υπομειδιά κάτω από τα μουστάκια του.

Τώρα δεν κάνω τίποτε άλλο από το να μπαίνω σε μωρουδιακά σάιτ, να διαβάζω βιβλία για το τί να περιμένω τον πρώτο χρόνο του μωρού μου, να μένω ξάγρυπνη τα βράδια για το τί άλλο θα βάλω στο παιδικό δωμάτιο. Δωμάτιο σημειωτέον που το μωρό δε θα πολυχρησιμοποιήσει για κανένα εξάμηνο ακόμα, αφού στην αρχή θα κοιμάται μαζί μας.

Κάποιες στιγμές αναλαμπής από το μαμαδίσιο αναβρασμό φοβάμαι πως θα αλλάξω για πάντα. Πως δε θα θελήσω ή δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να γράψω, πως οι απολαύσεις μου θα γίνουν άλλες, συμβατικότερες ίσως. Και πως τούτα δω τα διαβάσματα και τα γραψίματα που άλλοτε με κρατούσαν προσγειωμένη και ισορροπημένη θα εκλείψουν και θα γίνω μια υστερική γυναίκα, ανικανοποίητη στα πενήντα μου πως χαράμισα τη ζωή μου.

Μετά συνέρχομαι, είμαι αυτό που είμαι, η σχέση μου είναι αυτή που είναι, μου αρέσουν τώρα, γιατί να μη μου αρέσουν και στα πενήντα μου. Κι αν η χαρά κι η αναταραχή του ερχομού καταλαγιάσουν σε πέντε- έξι μήνες θα είμαι ξανά η ίδια. Με περισσότερες υποχρεώσεις, με ίσως ακόμα δυσκολότερο το να εξασφαλίσω κάποιες ώρες για τον εαυτό μου, αλλά πιο χαρούμενη κι αγαπησιάρα. Γιατί κατ’ ανάγκη υστέρω;

Γι’ αυτό θα πρέπει να μου συγχωρήσετε αν τους επόμενους μήνες είμαι πιο φειδωλή στις αναρτήσεις. Υποθέτω πως δε θα πάψω να αγαπώ τα βιβλιαράκια μου, απλά θα τα βάλω για λίγο στην άκρη για να γίνω μανούλα κι έπειτα θα επανέλθω στους ρυθμούς μου, ταλαιπωρημένη, τρομαγμένη και πολύ χαρούμενη. Μπορεί και πιο ώριμη. Λέμε τώρα…..

12/1/10

Σκότωσε ό,τι αγαπάς


Στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» ο Αλέξης Σταμάτης, συγγραφέας πολύ αγαπημένων μου βιβλίων όπως το «Μπαρ Φλομπέρ» και το «Μητέρα Στάχτη», πειραματίζεται και αλλάζει φόρμα. Τα προηγούμενά του είναι σφιχτοδεμένα από άποψη πλοκής, εξαιρετικά σκηνοθετημένα για να σε οδηγούν σε μια λύση αναπάντεχη μεν, ομαλά εξελισσόμενη δε. Δεν ξέρω αν υπήρχε πρόθεση, μα εδώ μάς δίνεται ένα μυθιστόρημα σχεδόν μεταμοντέρνο. Και δεν μπορώ παρά να χαιρετίσω μια τέτοια προσπάθεια στο βάλτο της ελληνικής λογοτεχνικής πραγματικότητας που αρνείται σθεναρά εδώ και χρόνια να καταλάβει τί γίνεται κάτω από τη μύτη της σε όλο τον κόσμο.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας πετυχημένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος που έχει πέσει στην ευκολία της μανιέρας, από τις δύσκολες ταινίες της αρχής του τώρα έχει κάνει εμπορικότερη στροφή χωρίς κατ’ ανάγκη να εκχυδαϊστεί. Έχει μόλις τελειώσει ένα ημιαυτοβιογραφικό σενάριο που αρέσει σε όλους, στον παραγωγό, στους συνεργάτες του, μια σίγουρη επιτυχία, όταν μέσα από ένα τυχαίο γεγονός μπλέκεται με δυο άτομα, μια γοητευτική νεαρή γυναίκα κι έναν «γιατρό» που θα τον οδηγήσουν σε άλλους δρόμους. Θα τον βάλουν στη διαδικασία της αλήθειας.

Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικά ευρήματα γραφής, τα οποία θα ήταν καλύτερα ακόμα δοσμένα αν δεν άλλαζαν τα τυπογραφικά στοιχεία για να μας τα επισημάνουν κι ένα αναπάντεχο τέλος για όλους εμάς που αγαπήσαμε τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, υποθέτω. Από τα μοναδικά στοιχεία που κάπως με ενόχλησαν ήταν η συνεχής αναφορά σε φράσεις από βιβλία και ταινίες, κάποιες φορές ίσως μόνον για να είναι εκεί. Εξαίρεση η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στην πορεία της πλοκής.
Εν ολίγοις, το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» χωρίς να μπορέσει να αντικαταστήσει μέσα μου τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη, με τις αδυναμίες και τις αστοχίες του κάποιες στιγμές, μού έδωσε ελπίδα. Πώς άνθρωποι με φανερό συγγραφικό ταλέντο δεν κάθονται στα αυγά τους και τις ευκολίες τους, τολμούν να βγουν από αυτά και να ανοίξουν πανιά για άλλα.

6/1/10

Indignation


Oπαδός του Φίλιπ Ροθ, δεν είμαι. Εκτός από το “Human Stain”, όποιο άλλο βιβλίο του έχω διαβάσει έχω είτε βαρεθεί, είτε ενοχληθεί. Οι εβραικές εμμονές του και το μερικές φορές εξαντλητικό του γράψιμο, με κάνουν επιφυλακτική. Κι όμως, στο καινούριο του μυθιστόρημα “Indignation”, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ένα εξαιρετικό βιβλίο.

Πρωταγωνιστής ένας νεαρός Εβραίος, ο Μάρκους Μέσνερ που φεύγει από την οικογενειακή εστία και τον kosher χασάπη πατέρα του για να σπουδάσει σε ένα κολέγιο στο Οχάιο. Ως τότε υπήρξε υποδειγματικός μαθητής και γιος και μάλιστα θα συνέχιζε να μένει σπίτι και να πηγαίνει στο τοπικό κολέγιο, αν ο πατέρας του δεν γινόταν ξαφνικά ένα ελεγκτικό τέρας (ελληνιστί control freak). Είναι αρχές της δεκαετίας του πενήντα, ο πόλεμος μαίνεται στην Κορέα κι ο μόνος τρόπος για να μην καταλήξεις εκεί αν είσαι στην ηλικία του Μάρκους είναι να σπουδάζεις. Το αγόρι είναι πρώτο στην τάξη του, υπόδειγμα ηθικής, αλλά στο καινούργιο Πανεπιστήμιο τα βρίσκει σκούρα. Οι καθηγητές είναι αδιάφοροι, οι άνθρωποι περίεργοι και καταπιεσμένοι, πρέπει υποχρεωτικά να πηγαίνει στο Παρεκκλήσι για κήρυγμα για σαράντα ώρες πριν αποφοιτήσει. Η κατηφόρα ξεκινά όταν μες στη μοναξιά του γνωρίζει μια πανέμορφη κοπέλα, που είναι διατεθειμένη να του πάρει πίπα από την πρώτη βραδιά της γνωριμίας τους και να του εξομολογηθεί για τους χαραγμένους καρπούς της.

Το βιβλίο είναι ρουφηχτό, ο ήρωας σταθερός και αξιόλογος και το πορτραίτο της Αμερικής του πενήντα, εν μέσω πολέμου στην Κορέα και ψυχρού πολέμου, εξαιρετικό. Ο συντηρητισμός μιας χριστιανικής Αμερικής με τα χρηστά ήθη, το φοβικό κλίμα και την ανθρωποφαγική διάθεση για όποιον δεν ταιριάζει με το «πρότυπο», δίνονται εξαιρετικά μέσα από την ιστορία ενός άθεου Εβραιόπουλου που θα μπορούσε να είναι το μέλλον. Αλλά τελικά δεν είναι.

3/1/10

"Ο Τελευταίος Κύκνος", Στέφανος Δάνδολος




Κάπως υπερβολικό ως προς την πλοκή, το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου, μας γνωρίζει μια παρέα εφήβων στην δεκαετία του ‘80, που ωθεί τα πράγματα στα άκρα. Κεντρικός χαρακτήρας η Σου, μια κοπέλα που εμφανίζεται στο σχολείο και με τον αέρα και το στυλ της τους κατακτά όλους, τα αγόρια την ερωτεύονται, τα κορίτσια θέλουν να της μοιάσουν. Την πλαισιώνουν κλασικές φιγούρες, η κολλητή Μάγκυ που μεταλλάσσεται σιγά σιγά σε αντίγραφό της, οι κομπάρσοι- δορυφόροι, ο αισθαντικός έφηβος με τις πολλές ευαισθησίες και το Φτερό που κάνει την αφήγηση.

Εύκολο βιβλίο ως προς το διάβασμα – που το ξεχνάς εξίσου εύκολα είναι η αλήθεια – "Ο Τελευταίος Κύκνος" έχει πιασάρικο τίτλο, που μου φάνηκε σχετικά άσχετος με το θέμα. Καθόλου δυσάρεστος τρόπος να περάσει κανείς κάποιες ώρες, με ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό τρικ και μια κάπως μελό και τραβηγμένη ιστορία.

"Ο Τελευταίος Κύκνος", Στέφανος Δάνδολος, εκδ. Καστανιώτη, 2011, σελ. 243