Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω βιβλίο τόσο αργά, επειδή το ευχαριστιέμαι. Μεγαλώνω. Κάτι στο βλέμμα μου άλλαξε, λένε αυτοί που έχουν να με δουν καιρό. Τίποτα δεν άλλαξε, τουλάχιστον όχι στο βλέμμα μου. Χθες μια γυναίκα μου είπε πως έκλαιγε όταν γέννησε. Ήθελε να έχει ξανά το παιδάκι της μαζί της, στην κοιλιά, να το χαϊδεύει. Πάγωσα όταν γέννησα. Το μωρό δεν έκλαψε. Έκλαψε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Αυτό αρκούσε για να περάσει η στιγμή της γέννας στην αθανασία. Το μωρό δεν έκλαψε. Λίγες βλέννες, είπε ο νεογνολόγος. Τίποτα. Τη στιγμή της γέννας τίποτα. Πάγωσα όταν γέννησα. Το μωρό δεν έκλαψε, έκλαψε λίγα δευτερόλεπτα μετά.
Το βλέμμα της αθανασίας, που πάντα με απασχολούσε, με κοιτά από δυο ξένα μάτια. Αλλά δεν είναι ξένα γιατί έχουν το βλέμμα μου. Το σχήμα τους είναι ξένο, με τη χαρακτηριστική γωνίτσα προς τα κάτω του άντρα μου, που πάντα αγαπάω να φιλάω. Από αυτές τις κόχες, με κοιτούν τα μάτια μου. Το ίδιο βλέμμα. Έκανα εκφραστικό μωρό, λένε.
Το βλέμμα μου δεν άλλαξε. Έμεινε καρμπόν στην αιωνιότητα. Μια μέρα θα το δω στο εγγόνι μου. Είναι η πρώτη φορά που απολαμβάνω τα θέλω μου. Μάλλον τόσο αργά έχω διαβάσει άλλοτε μονάχα το Βιβλίο της Ανησυχίας. Εκείνο τον άξιζε τον κόπο του. Κι αυτό τον αξίζει. Αλλά τότε διάβαζα κι άλλα ενδιάμεσα για να γεμίζω τα κενά μου. Μεγάλωσα.
O χρόνος άφθαρτος με περιγελάει. Μου λέει πως κάποτε θα γίνω σαράντα. Κι αυτό είναι πάντα το καλό σενάριο.