29/11/12

"Αξολότλ και άλλα διηγήματα", Julio Cortázar





Ό,τι και να γράψω για τον Κορτάσαρ, μάλλον θα θεωρηθώ προκατειλημμένη. Θα πω λοιπόν πως το σμίξιμο πραγματικού και φανταστικού στα διηγήματά του μου ταιριάζει πιθανότατα περισσότερο από ότι του Μπόρχες. Κι αυτό για μένα που μεγάλωσα με τα διηγήματα του παππού Χόρχε κι ούτε μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές τα έχω διαβάσει, είναι σημαντική δήλωση.

            Στο «Αξολότλ και άλλα διηγήματα» περιλαμβάνονται 19 κείμενα που έγραψε ο Κορτάσαρ σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά το γράψιμό του δείχνει μια θαυμαστή συνέχεια, ακολουθεί έναν βασικό κανόνα, μας κοιμίζει στην αρχή με μια πραγματική ιστορία, εντελώς ρεαλιστική μέχρι να μπει σαν κλέφτης το φανταστικό και να μας πάρει από το χέρι σε άλλα σύμπαντα. Δε βαρέθηκα σε καμιά, αν όμως έπρεπε κάποιες να ξεχωρίσω, αυτές θα ήταν :

 «Η άλλη. Ημερολόγιο της Αλίνα Ρέγες», ένα διήγημα  για μια όμορφη γυναίκα που νιώθει να την καλεί ο άλλος της εαυτός, κουρελής και πένης κάπου σε μια γέφυρα της Βουδαπέστης.

«Η υγεία των αρρώστων», μια ιστορία για μια γυναίκα τόσο άρρωστη που όλοι ακροπατούν δίπλα της, δεν της λένε πως πέθανε ο γιος της, ούτε πως είναι άρρωστη η αδελφή της, μπαίνουν στην υποκρισία τόσο καλά που γίνεται η ζωή τους.

«Το τέλος του παιχνιδιού», όπου τρία κοριτσάκια κάνουν τα «αγάλματα» για να τους βλέπουν οι επιβάτες του τρένου που περνά.

«Η δεσποινίς Κόρα», όπου ένα αγόρι μπαίνει στο νοσοκομείο για μια απλή εγχείρηση ρουτίνας για σκωληκοειδίτιδα κι αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με την παρ’ ολίγο συνομήλικη του νοσοκόμα.

Αν και ο Μπόρχες είπε πως κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί την περίληψη μιας ιστορίας που έγραψε ο Κορτάσαρ, εγώ τα κείμενα αυτά τα έχω βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Δεν είναι μόνο διηγήματα γραμμένα με μοντέρνο τρόπο και δεξιοτεχνικό, είναι κείμενα υψηλής συγκινησιακής θερμοκρασίας. Με άλλα λόγια το ταλέντο ενός ανθρώπου που είναι γεννημένος γραφιάς βρίσκει χώρο στη μικρή φόρμα να φανερωθεί στην άγρια μορφή του, χωρίς να καταπιέζεται, με μια ομορφιά δυνατή και ταυτόχρονα οικεία. Ο  Χούλιο Κορτάσαρ δεν κάνει επίδειξη, είναι μεγάλος συγγραφές κι αυτό φαίνεται στην κάθε του λέξη.  

"Αξολότλ και άλλα διηγήματα", Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Πάπυρος, 2009, σελ.309

27/11/12

Reading is fun




Μεγάλωσα κι όμως ακόμα να καταλάβω τί με κάνει να ξετρελαθώ με ένα βιβλίο και τί να βαρεθώ. Δε μιλάω φυσικά για τα βασικά, ξέρω πια πως χαζοί διάλογοι για να φουσκώνουν οι σελίδες μιας ροζουλί ιστορίας αγάπης δεν μου κάνουν, πολλές φορές βαριέμαι και με τα αντρικά ευπώλητα, αστυνομικά και κατασκοπικά. Από κει και μπρος το χάος∙ διαβάζω «δύσκολα» βιβλία που μου βγαίνουν απνευστί,  «παγκόσμια αριστουργήματα» που μου φαίνονται αφόρητα κλισέ, δεν καταφέρνω να τελειώσω βιβλιαράκια της μοδός, κι άλλοτε πάλι τριγυρνάω με ένα τούβλο 1200 σελίδων στο χέρι και το ευχαριστιέμαι. Παλιά πίστευα πως έχει να κάνει με τη διάθεσή μου και μόνο. Έπειτα άρχισα να βαυκαλίζομαι, όσο πιο πολύ διαβάζω τόσο οι σαχλαμάρες με κάνουν να βαριέμαι και με ενδιαφέρουν τα σημαντικά. Ναι, εντάξει, παίζουν ρόλο κι αυτά, πιο πολύ όμως μετράει η σχέση που αναπτύσσω με το βιβλίο.

Τους τελευταίους μήνες ήμουν στη χειρότερη διάθεση που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Δεν ευχαριστιόμουν τίποτα, έπεφτα από υπερδιέργερση σε αδράνεια και μετά ξανά από την αρχή, πότε έγραφα σα μανιακή, πότε τίποτα για μέρες. Όμως οι αναγνωστικές μου προτιμήσεις δε διαταράχθηκαν, διαβάζω ακόμα πολύ κι έχω την αίσθηση πως μόνον τότε ξαναγίνομαι αυτό που ήμουν πριν.

Δε θα σας μιλήσω για πλοκή, γλώσσα, ήρωες ένα βιβλίο είναι όλα αυτά και τίποτα μαζί. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω, να τα δω χώρια από το σύνολο, κάποτε δεν μου αρκεί μια επαρκής ιστορία κι άλλοτε δεν χρειάζομαι καν ιστορία. Κατέληξα πως αυτό που μετρά είναι το συναίσθημα και η λογική μου να συγκινούνται, να μπορώ αντικειμενικά σε πρώτο επίπεδο να δω τις αρετές και σε δεύτερο να ταυτιστώ, να νιώσω ένα. Κι αυτό δεν προϋποθέτει μια μαυρομαλλούσα μάνα με παιδί για ηρωίδα, το αντίθετο, μπορεί να ταυτιστώ με έναν εξωγήινο από τον πλανήτη Τραλφαμαντορ, έναν πυροσβέστη που καίει βιβλία, μια γριά που αργοπεθαίνει σε ένα τρελοκομείο ή ένα γεροντοπαλίκαρο που στα εξήντα θέλει να ζήσει τον ανεκπλήρωτο έρωτα.

Η τέχνη, όπως κι αν την αναλύσεις, όσο κι αν την ψειρίσεις, τη χωρίσεις στα συστατικά της και την αναδιοργανώσεις δεν παύει να απευθύνεται στον καθένα χωριστά. Δεν μπορεί να γεννά τα ίδια αισθήματα σε όλους, δεν χωρά πανανθρώπινα μηνύματα, ούτε μεγάλους κομπασμούς. Και η ανάγνωση δεν μπορεί παρά, πέρα από τις αναλύσεις και τις θεωρίες, να είναι πρωταρχικά ψυχαγωγίκη. Και απολαυστική.


25/11/12

Τί πρέπει να διαβάζουν οι συγγραφείς; Ό,τι τους αρέσει...



Μερικές φορές αναρωτιέμαι πως φαντάζονται οι άνθρωποι ότι γεννιέται η τέχνη. Για κάποιους είναι ίσως ένας στίχος που τον σκέφτεσαι τη νύχτα ή μέσα στο λεωφορείο και τον σημειώνεις στο πίσω μέρος των τσιγάρων σου. Για άλλους μια συνεχής σπουδή, στους κλασικούς, τους μοντέρνους, τους ξένους, τους ημεδαπούς. Ε, λοιπόν δεν είναι τίποτα από τα δύο, τουλάχιστον αποκλειστικά. Η γραφή δε μπορεί να είναι ούτε στιγμιαία έμπνευση δίχως δουλειά και γράψιμο, και σβήσιμο, και ξανά γράψιμο, ούτε κατάλογος με πρέπει. Ζω και αναπνέω για τη λογοτεχνία, αλλά οι δυο ιδιότητές μου, του αναγνώστη και του γραφιά, δεν είναι τόσο στενά συνδεδεμένες όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Πιθανολογώ πως ξεκίνησα να γράφω από φυσική κλίση, αλλά και την αγάπη μου στην ανάγνωση. Συνέχισα να γράφω γιατί αυτό θέλω και μπορώ να κάνω. Η αναγνωστική πορεία του  κάθε συγγραφέα τον βοηθά να αγαπήσει την τέχνη του, να μεστώσει ως άνθρωπος- αναγκαστικά τα βιβλία που διαβάζει καθορίζουν κι αυτά την κοσμοθεωρία του- αλλά δεν προσδιορίζουν το γράψιμό του. Θεωρώ πως το «θαυμάζω έναν μεγάλο και τον αντιγράφω» έχει λίγα να δώσει στην πρωτοπορία, αντίθετα κανείς πατάει στο παλιό για να χτίσει το νέο χωρίς συμβιβασμούς ως προς τί είναι αυτό το παλιό. Το παλιό είναι αυτό που του αρέσει, χωρίς περιορισμούς, εθνικούς, υφολογικούς, είδους. Ό,τι έχει διαβάσει κανείς, ό,τι έχει γράψει βαραίνουν στη συνείδησή του, χάνονται στο ασυνείδητο, μπαίνουν και βγαίνουν από τα γραπτά του, όπως ακριβώς και τα βιώματά του, οι σκέψεις, ακόμα κι αυτό που άκουσε χθες στην τηλεόραση. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν συγγραφέα που δε διαβάζει, γιατί τότε μάλλον δεν αγαπά τη λογοτεχνία. Ούτε όμως μπορώ να φανταστώ γραφιά με «αναγνωστικό πρόγραμμα» και ειδική «κούρα συγγραφέων» που θα καθορίσει το πώς θα γράφει∙ θα ήταν απίθανο μάλλον και δε θα το ευχόμουν εκτός των άλλων.


   

23/11/12

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Imre Kertész





Όταν πρωτοδιάβασα το «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί»- λίγο μετά την εποχή που πήρε ο Ίμρε Κέρτες το Νόμπελ- ήμουν σε μια διαφορετική φάση ζωής κι η stream of consciousness γραφή του, που μου θύμισε έντονα Μπέρνχαρντ, με άγγιξε αλλά δε με συγκλόνισε. Κοντά δέκα χρόνια μετά ξαναγύρισα στο Καντίς, γιατί μάλλον είχαμε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς κι η κραυγή του συγγραφέα είχε πάνω μου πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο.

Η νουβέλα ξεκινά με ένα εμφατικό «Όχι», όχι στη συνέχιση της ζωής, στη διαιώνιση του είδους, στην προσπάθεια για ένα παιδί. Όχι στην ίδια την επιβίωση. Όπως και στο «Ο άνθρωπος δίχως πεπρωμένο», ο συγγραφέας μας λέει εμφατικά πως μετά την εμπειρία του στο Άουσβιτς δε θέλει να συνεχίσει να ζει ∙ έχοντας ζήσει αυτήν την αγριότητα, αυτή την εξαθλίωση, δε θέλει να εξακολουθήσει να είναι άνθρωπος και πολύ περισσότερο να φτιάξει ένα άλλο ανθρώπινο ον.

Ο λόγος του Κέρτες, μακροπερίοδος, γεμάτος επαναλήψεις, δυσκολεύει την ανάγνωση (πιθανώς και τη μετάφραση), δε μιλάμε για ένα βιβλίο που θα το ρουφήξεις, αλλά για μια επίμονη προσπάθεια κατάδυσης σε μια ψυχή ανεξίτηλα στιγματισμένη. Ο αποτυχημένος γάμος, οι δυσκολίες στην καριέρα,  η εβραϊκότητά του, γίνονται σημαία για την τέχνη του, αφορμή, αιτία, δικαιολογία για την άρνηση, την επιθυμία του να παραμείνει στη μιζέρια.

Ως τώρα δεν έχω διαβάσει βιβλίο του Κέρτες που να μην είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό κάποτε πίστευα πως είναι μειονέκτημα, δείχνει έλλειψη φαντασίας και ίσως αντίκειται στον ορισμό της τέχνης. Γραφιάδες σαν κι αυτόν όμως με κάνουν να αλλάξω γνώμη, δε χρειάζεται πάντα ένας φανταστικός κόσμος για να συγκαλύψεις την αλήθειά σου, μπορείς να την πεις ανοιχτά, βασανιστικά, φορτικά. Ειδικά όταν αυτή κρύβει τόσο πόνο.

«Καντίς για ένα αγέννητο παιδί», Ίμρε Κέρτες, μετ. Μάγκυ Κοεν, εκδ Καστανιώτη, 2003

* το κείμενο δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό bookstand

20/11/12

"Η χρονιά της μαγικής σκέψης", Joan Didion





Επώδυνο, επώδυνο, επώδυνο∙ αυτές οι τρεις λέξεις μπορούν μόνο να χαρακτηρίσουν την ανάγνωση του βιβλίου της Τζόαν Ντιντιον «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» τόσο κοντά σε ένα δικό μου πένθος. Η συγγραφέας με μια καθαρή, σχεδόν δημοσιογραφική γραφή περιγράφει πώς ανταπεξήλθε τη χρονιά που πέθανε από ανακοπή ο άντρας της, με τον οποίο ήταν πολύ στενά συνδεδεμένοι και παντρεμένοι για κοντά σαράντα χρόνια. Στις 30 Δεκεμβρίου του 2003 κι ενώ η κόρη της Κιντάνα είναι στην εντατική σε σηπτικό σοκ λόγω μιας γρίπης που εξελίχθηκε άσχημα, ο Τζον  πέφτει νεκρός όσο τρώνε το βραδινό τους. Η ίδια η σκηνή του θανάτου του, το τι ακολούθησε, η φροντίδα της κόρης της που η υγεία της ολοένα επιδεινωνόταν, είναι το θέμα του βιβλίου που δεν είναι τίποτα άλλο από ημερολόγιο καταστρώματος μιας γυναίκας που αυτό ξέρει να κάνει καλά, να γράφει, και αυτόν μόνον τον τρόπο έχει στα δύσκολα για να επιβιώνει.

Τι κάνει το βιβλίο της Ντίντιον εκπληκτικό; Μα ο ίδιος ο πόνος. Έχοντας πρόσφατα βιώσει μια ανάλογη ξαφνική απώλεια, μπήκα για λίγο στα παπούτσια της μαμάς μου που κι εκείνη έχασε το ταίρι της των τελευταίων σαράντα χρόνων, τον κολλητό, τον αδελφό, τον σύντροφό της μέσα σε μια στιγμή. "Η ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει. Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει", λέει η ίδια. Συχνά χρειάστηκε να το κλείσω- η σκηνή που μια μέρα μετά κορφολογείς το πορτοφόλι του ανθρώπου σου (μέσα όπως κι ο μπαμπάς μου είχε διάφορες κάρτες, επαγγελματικές ταυτότητες και την καρτούλα του βηματοδότη- απινιδωτή – της ίδιας μάρκας αν είναι δυνατόν) είναι τόσο φρικτά καταγεγραμμένη στις δικές μου μνήμες, που μου ήταν αδύνατον να την ακολουθήσω- κι άλλες φορές έβαλα τα κλάματα. Κλάματα που όπως και στη Ντίντιον δεν μου έρχονται εύκολα, αντίθετα η αίσθηση του συνεχούς ιλίγγου που περιγράφει μου είναι απείρως πιο οικεία.

Ο θάνατος καταγράφεται στις (εξω)πραγματικές του διαστάσεις, το πένθος σαν αυτό που είναι, μια κρίση παραφροσύνης. Ταυτίστηκα με πολλά, κυρίως όμως  με την πεποίθηση πως αν με κάποιον τρόπο μπορούσες να γυρίσεις πίσω την ταινία, κάτι θα άλλαζες κι ο θάνατος δεν θα ερχόταν ∙ και την  ενοχή, μήπως αν τον είχα σύρει στο γιατρό, φαινόταν κουρασμένος, εκείνος το έλεγε, ο χρόνος μου είναι δανεικός. Και τελικά  με  την αδυναμία να αποδεχτείς την απώλεια, με την σιγουριά πως ο άλλος θα φανεί από τη γωνία, με  την αίσθηση πως είσαι εύθραυστος και μόνος, με αυτό βλέμμα που  συναντάς στα μάτια εκείνων μόνο που το έχουν βιώσει και που πριν δεν το αναγνώριζες καν.

Δεν ξέρω πως θα αξιολογούσα πριν 3 μήνες αυτό το βιβλίο, μπορεί να το έβρισκα υπερβολικό, ίσως κάπως κλινικό, άλλοτε τραβηγμένο από τα μαλλιά. Τρεις μήνες μετά ξέρω πως είναι αληθινό. 

"Η χρονιά της μαγικής σκέψης", Τζόαν Ντίντιον, μετ Ξένια Μαυρομάτη, εκδ. Κέδρος, 2011, σελ. 272

Υ.Γ. Όταν πρωτοείδα το βιβλίο στην ανάρτηση της αναγνώστριας είχα αποφασίσει να μην το διαβάσω. Δεν ξέρω αν μου έκανε καλό ή κακό. Μπορεί να ήταν κάθαρση, μπορεί να με βουλιάξει για λίγο. Ίδωμεν. 



18/11/12

"Rewind", Μαρία Ξυλούρη





To «Rewind» η Μαρία Ξυλούρη το εξέδωσε στα 26 της και φαντάζομαι  πως θα το έγραψε ακόμα μικρότερη. Θα σταθώ σε αυτό το- κατά τα άλλα κάπως ρατσιστικό- ηλικιακά θέμα για να πω πως τη θαυμάζω∙ το πρωτόλειό της είναι ολοκληρωμένο μυθιστόρημα με εξελισσόμενους ήρωες, πλοκή και μια ωριμότητα που θα υποπτευόσουν πως προέρχεται από μεγαλύτερο συγγραφέα.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Πέτρος, ένα αγόρι κοντά στα τριάντα που έχει ακόμα άλυτα θέματα με την οικογένειά του και δυσκολεύεται στις σχέσεις με τους γύρω του.  Η μητέρα του έχει πεθάνει και ο πατέρας του ζει με τη μητριά του, που είναι χρόνια σε άγρυπνο κώμα, φυτό μεταξύ ζωής και θανάτου. Η πλοκή πηγαίνει σχετικά αργά, ο Πέτρος όμως είναι ενδιαφέρον χαρακτήρας, αν και κάπως άνισος∙ εστιάζει πολύ στην ιστορία του πατέρα και της μητέρας του και χάνονται οι άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του.

Η γραφή της Ξυλούρη είναι μοντέρνα, εναλλάσσεται το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο καθώς και η οπτική γωνία του αφηγητή ανύποπτα, κάποιες φορές πολύ επιτυχημένα, άλλες κάπως άγαρμπα. Τα θέματα που πραγματεύεται, η οικογένεια, η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η ευθανασία είναι σημαντικά κι ας φαντάζουν τετριμμένα. Το καλύτερο κομμάτι όλου του μυθιστορήματος είναι πάντως το εύρημα της απόκοσμης συγκατοίκου του Πέτρου που με ραμμένο το στόμα είναι η σκιά του σε ό,τι κι αν κάνει. Αυτό και μόνο αρκεί για να διακρίνει κανείς μια σπίθα, μια ελπίδα για το μέλλον της συγγραφέως. Και για αυτό το επόμενο της βιβλίο μπήκε ήδη στη λίστα με τα προσεχώς.

«Rewind», Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Καλέντη, 2009, σελ.203


Υ.Γ. Η τελευταία σελίδα που μας εξηγεί τις αναφορές σε κείμενα και τραγούδια που διατρέχουν το βιβλίο δε μου άρεσε. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, με το ζόρι συνδέσεις δεν γίνονται.

Υ.Γ.2 Εγώ το βιβλίο θα το έλεγα Μέι Ντέι. Έτσι, στα ελληνικοαγγλικά, σε πείσμα όλων.

17/11/12

Ο εορτασμός της επετείου του Πολυτεχνείου




«Κορυφώνονται σήμερα οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου». Η φράση κλισέ τριγυρνά σε όλα τα έντυπα, κι από κάτω ακολουθούν οι «κυκλοφοριακές» ρυθμίσεις. Κλειστοί από τις 12 οι σταθμοί του Μετρό σε Πανεπιστήμιο, Σύνταγμα, Ευαγγελισμό, Μέγαρο Μουσικής, Αμπελόκηπους, Ακρόπολη και Μοναστηράκι, καθώς και οι σταθμοί σε Πανόρμου, Κατεχάκη και Εθνική Άμυνα από τις 2 το μεσημέρι και μέχρι η αστυνομία να ανάψει το «πράσινο φώς» για να ανοίξουν και να δοθούν ξανά προς χρήση από το κοινό. Το ίδιο θα συμβεί και με τις στάσεις του Τραμ σε Σύνταγμα και Ζάππειο που θα κλείσουν από τις 2 μ.μ., μέχρι νεωτέρας. Απαγορεύεται η στάθμευση σχεδόν σε όλο το κέντρο από τις 12 τα μεσάνυχτα  και θα γίνεται σταδιακή διακοπή της κυκλοφορίας στους κεντρικούς δρόμους από τις 12 το μεσημέρι. 7.000 αστυνομικοί στο κέντρο. Κάποιος φοβάται.
Θα εξηγηθώ. Έχω χρόνια να πάω στην πορεία, κάποιες χρονιές και από φόβο. Όμως είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να το κάνω, δεν είναι; Όταν αντιμετωπίζεις το κέντρο της Αθήνας σαν εμπόλεμη ζώνη αυτό θα έχεις τελικά∙ πόλεμο. 7000 αστυνομικοί θα παίξουν ξύλο με 300 «άγνωστους» και ανταρτοπόλεμο πίσω από τους φλεγόμενους σκουπιδοτενεκέδες. Οι πολίτες απόντες, μόνο καλά πλάνα για τα τρομολάγνα ΜΜΕ. Αυτό φοβίζει εμένα. Και με κάνει να αναρωτιέμαι.


 Υ.Γ. Το σκιτσάκι πολύ μου αρέσει. Χρωματίστε το κι εσείς. 


15/11/12

"Οι λέξεις", Jean-Paul Sartre





«Ήθελα να είναι ένας αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία και την ωραία λογοτεχνική γραφή. Ήθελα οι άνθρωποι που θα το διαβάσουν να βρεθούν παρασυρμένοι σε ένα είδος αμφισβήτησης της λογοτεχνίας από την ίδια την λογοτεχνία». Αυτά μας λέει ο Σαρτρ στη συνέντευξη που παρατίθεται στο επίμετρο του βιβλίου. Έγραψε τις «Λέξεις» με λογοτεχνικότητα γιατί ήθελε να απαλλαγεί από αυτή, να δείξει πως η λογοτεχνικότητα έχει πεθάνει. Μιλούσε ο φιλόσοφος μέσα του∙  ο λογοτέχνης κατάφερε εντελώς το αντίθετο, γράφοντας την αυτοβιογραφία του με όρους τόσο λογοτεχνικούς, με προσεγμένη και την κάθε λεπτομέρεια, άφησε ένα βιβλίο υποδειγματικό στην αφήγηση που μαρτυρά πως εκείνος ο μικρός μυθοπλάστης των νεανικών του χρόνων δεν πέθανε ποτέ.

«Οι Λέξεις» είναι η αυτοβιογραφία του φιλόσοφου του υπαρξισμού που εκτείνεται από την παιδική του ηλικία ως την… παιδική του ηλικία. Καλύπτει το κρίσιμο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του γύρω στα 6 ως τα 10-11 περίπου, όπου όλα των έσπρωχναν προς τα βιβλία. Όταν ήταν ακόμα μωρό ο πατέρας του πέθανε, κι αυτό τον σημάδεψε. Λέει ο ίδιος :«αν ζούσε ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου φαρδύς-πλατύς και θα με είχε συνθλίψει. Για καλή μου τύχη πέθανε πολύ νέος∙». Για καιρό μένει με τη μητέρα του που του συμπεριφέρεται περισσότερο σα συνένοχη μεγάλη αδελφή και τους παππούδες του. Το σπίτι του παππού του Καρλ Σβάιτσερ είναι γεμάτο βιβλία κι εκεί μυείται πολύ νωρίς στην τέχνη της ανάγνωσης, διαβάζει αριστουργήματα και καταλήγει να συμπαθεί τις περιπέτειες και τα περιοδικά φαντασίας. Δεν τον στέλνουν σχολείο, είναι ο αγαπημένος του παππού, της μαμάς, τον κανακεύουν, τον λατρεύουν. Και του δίνουν προορισμό στη ζωή «αυτό το παιδί θα γράψει», όπως άλλοι θα έλεγαν «θα γίνει γιατρός ή δικηγόρος». Γράφει μυθιστορήματα και ιστορίες στα 6, τα 7, τα 8 του, τα ξεχνά, τα ξαναπιάνει, είναι ένα μοναχικό παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε ενήλικες και βιβλία και έχει ανάγκη την αποδοχή και των δυο.

Η γραφή του Σαρτρ είναι μαγνητική, δε σε αφήνει να αφήσεις το βιβλίο κάτω. Κατάφερα να ταυτιστώ με την παιδική ηλικία ενός νομπελίστα (κι ας το αρνήθηκε), υπαρξιστή φιλοσόφου που έμεινε ορφανός μωρό και γεννήθηκε εκατό χρόνια πριν από μένα, να βρω κομμάτια του εαυτού μου, να κάνω μαζί του την δική μου αυτοκριτική∙ άντε τώρα βρες άκρη. Ο ίδιος λέει πως στάθηκε αυστηρός απέναντι στο παιδί που ήταν, για μένα η διάθεση ακύρωσης έβγαλε συμπάθεια και ευαισθησία για το παιδάκι που υπήρξε. Αποφάσισε, όπως λέει στη συνέντευξη, να μη συμπεριλάβει το σεξουαλικό του ξύπνημα (παίζαν με ένα κοριτσάκι το γιατρό), ούτε τα μετέπειτα χρόνια του σε μια επαρχιακή πόλη όταν η μαμά του ξαναπαντρεύτηκε (τα πιο δύσκολα της ζωή του). Με λίγα λόγια προστάτεψε τον νεαρό μυθιστορηματικό Σαρτρ  από τις κακουχίες του μέλλοντος, τον άφησε παιδικό και ατόφιο στα μάτια του λογοτεχνικού κοινού και νόμισε πως τελείωσε με αυτόν. Αμ δε, εξήντα χρόνια μετά αποδεικνύεται πως μέσα από την πένα του τον παρέδωσε στην αιωνιότητα. 

"Οι λέξεις", Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μετ. Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδ. Άγρα, 2003, σελ. 331


13/11/12

Ψάχνοντας για εκδότη (στα αλήθεια αυτή τη φορά)





Πριν από έντεκα περίπου μήνες ανακοίνωσα στον εαυτό μου πως το μυθιστόρημά μου είχε ολοκληρωθεί. Άρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για εκδότες, το ανακοίνωσα μέσα από αυτό το blog και το έδωσα στον άντρα μου να το διαβάσει. Δεν πρόλαβα να χαρώ, ο Β. γνωστός αντιδραστικός τύπος, βρήκε την ιδέα ενδιαφέρουσα και τη γραφή μου καλή αλλά όχι εξαιρετική. Επίσης θεώρησε πως χρειάζονταν πολλές περικοπές και διευκρινήσεις γιατί τη μισή ιστορία την είχα μέσα στο κεφάλι μου, πήρε χαρτί και μολύβι κι έκανε τον επιμελητή. Τα σχέδια για αποστολή ναυάγησαν, άρχισε ένα σβήσε- γράψε που κατέληξε σε ένα βιβλίο σαφώς μικρότερο από το προηγούμενο, αλλά θέλω να πιστεύω πιο ενδιαφέρον.

Κοντά ένα χρόνο μετά (είμαι μια εργαζόμενη μάνα που γράφει τα χαράματα, μην ξεχνιόμαστε) είμαι πάλι στην ευχάριστη θέση να αναφωνήσω «Τελείωσα». Αυτή τη φορά δεν θα το δώσω στον Β., αντίθετα άρχισα ήδη να το στέλνω σε εκδότες και σε ανθρώπους που η γνώμη τους μετράει για μένα, αποφάσισα να εκτεθώ. Χθες ένας φίλος που μόλις εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του μου είπε: «το πρώτο στο συγχωρούν, το δεύτερο ποτέ»∙ άρα έχω λίγο καιρό ακόμα να μπουρδολογήσω. Ξέρω τα ζόρια των εκδοτών, τη δυσκολία της εποχής, όμως δε μπορώ παρά να ελπίζω.

Το έστειλα και σε συμβολαιογράφο. Το ξέρω πως στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις λογοκλοπής, όμως ποτέ δεν ξέρεις ποιά θα είναι η πρώτη φορά. Μου φαίνεται ανήκουστο που δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος πια στην Ελλάδα να κατοχυρώσει κανείς τα πνευματικά του δικαιώματα. Αλλά τί λέω, εδώ σε λίγο δε θα υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξεις πως είσαι νεκρός.

Ευχηθείτε μου καλή επιτυχία.

Υ.Γ. Αν κανείς επιθυμεί να γενεί πειραματόζωο και να διαβάσει αυτό το πόνημα πριν την κυκλοφορία του δεν έχει παρά να μου γράψει στο mail. Έπειτα μπορεί να βαρέσει αλύπητα. 

10/11/12

Αυτόν τον e-reader ποιός θα τον πάρει;






Κοιτάζω τις βιβλιοθήκες μου και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως όλα αυτά τα βιβλία είναι δικά μου, πως τα έχω διαβάσει κι έχω ζήσει μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όπως κάθε βιβλιόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχω μια στοίβα με αδιάβαστα που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με τα οικονομικά, ποτέ όμως δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα διαβασμένα. Με άλλα λόγια δεν είμαι συλλέκτης βιβλίων, δεν τα κυνηγάω στα παλαιοβιβλιοπωλεία για να τα σωρεύσω και να μην τα διαβάσω, δεν τα έχω τρόπαια, συχνά δεν ασχολούμαι με τις εκδόσεις, δε με νοιάζει καθόλου το χαρτί, το εξώφυλλο, ο τρόπος που είναι τοποθετημένα. Αγαπώ τις ιστορίες τους, τους ήρωες, τα νάζια της γραφής τους, όμως δεν είμαι φανατικός συλλέκτης του αντικειμένου. Τότε γιατί αντιστέκομαι τόσο στην ιδέα ενός ηλεκτρονικού αναγνώστη;

       Στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον αστιγματισμό, ό,τι φωτίζεται μου δημιουργεί δυσκολία∙ τώρα όλοι με διαβεβαιώνουν πως τέτοιο θέμα δεν υπάρχει, πως το ηλεκτρονικό χαρτί δεν κουράζει, πως ίσα ίσα κάνει την ανάγνωση ευκολότερη, και ίσως και πιο πλήρη με την άμεση πρόσβαση στο ίντερνετ. Έπειτα αποφάσισα πως τα ηλεκτρονικά μαραφέτια είναι για κείνους μόνον που μετακινούνται με τα ΜΜΜ και δε θέλουν να σέρνουν μαζί τους ογκόλιθους. Μάλλον κι αυτό ήταν ψέματα. Τώρα κρύβομαι πίσω από την τιμή τους, περιμένω εκείνο το καλύτερο μοντέλο που θα αρχίσει να διατίθεται στη χώρα μας – αλλά μπορεί και να (ελπίζω πως θα) αργήσει- ανησυχώ για τη χρήση της πιστωτικής στο διαδίκτυο, και άλλα τέτοια

       Ο πραγματικός λόγος είναι εγωιστικός. Τα βιβλία που διάβασα στην εφηβεία από την δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου, κι ας ήταν πολλά, τα θεωρώ  χαμένα. Δεν τα βλέπω κάθε μέρα και για αυτό δεν υπάρχουν. Έτσι θα είναι και με έναν ηλεκτρονικό αναγνώστη, θα έχω τις ευκολίες του, το διάβασμα θα στοιχίζει λιγότερο, αλλά θα λείπει η φυσική παρουσία των βιβλίων, η πρώτη ματιά το πρωί με τον καφέ. Κι ας μην τα λογαριάζω μετά, ας τους τσακίζω τις ακρούλες, ας τα στοιβάζω στην αποθήκη, ας τα χρησιμοποιώ για να στηρίζουν το κομοδίνο- κάποτε τα είχα ακόμα και σα στόπερ για να μην χτυπάει η πόρτα. Τα θέλω κοντά μου.


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand.


8/11/12

Κρατικά λογοτεχνικά βραβεία



Ανακοινώθηκαν σήμερα οι υποψηφιότητες για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας. Σε γενικές γραμμές δε διαβάζω επαρκή ποσότητα βιβλίων από την ελληνική παραγωγή  κάθε χρόνου για να έχω άποψη. Φέτος όμως χάρηκα πολύ με την υποψηφιότητα του βιβλίου του Γ. Ξενάριου, "Στην άκρη του κόσμου", κι είπα να το μοιραστώ....

 ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 
  • Χρήστος Αγγελάκος,  «Το δάσος των παιδιών », εκδόσεις Μεταίχμιο.
  • Ισίδωρος Ζουργός, «Ανεμώλια», εκδόσεις Πατάκης.
  • Μιχάλης Μοδινός, «Η σχεδία», εκδόσεις Καστανιώτης.
  • Κώστας Μουρσελάς, «Στην άκρη της νύχτας », εκδόσεις Πατάκης.
  • Γιώργος Ξενάριος, «Στην άκρη του κόσμου», εκδόσεις Κέδρος.
  • Αλέξης Πανσέληνος, «Σκοτεινές επιγραφές», εκδόσεις Μεταίχμιο.
  • Γιώργος Συμπάρδης, «Υπόσχεση γάμου,», εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ 

  • Κυριάκος Γιαλένιος, «Η νόσος των εραστών», εκδόσεις Μελάνι.
  • Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
  • Αλέξιος Μάινας, «Το περιεχόμενο του υπολοίπου», εκδόσεις Γαβριηλίδης.
  • Βασιλική Πέτσα, «Θυμάμαι», εκδόσεις Πόλις.
  • Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, «Η διάβολος», Εκδόσεις των φίλων.
  • Δημήτρης Τανούδης, «Σπασμός», εκδόσεις Νεφέλη.
  • Θωμάς Τσαλαπάτης, «Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ», εκδόσεις Εκάτη.

Για το σύνολο των υποψηφιοτήτων πατήστε εδώ. 




7/11/12

"Ο Παραγιός", Robert Walser



Ο Μάρτι Γιόζεφ παρουσιάζεται στο σπίτι του μηχανικού Τόμπλερ για να δουλέψει ως βοηθός του μόλις απολύεται από το στρατό. Γρήγορα γίνεται  αναπόσπαστο μέλος της αστικής οικογένειας που μένει σε ένα πανέμορφο σπίτι λίγο έξω από ένα χωριό και αγαπά τα όμορφα πράγματα, το ωραίο φαγητό, το καλό ποτό, τα πούρα και τις διασκεδάσεις. Του φαίνεται πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τόσο καλής δουλειάς και τα βράδια ψέγει τον εαυτό του για τις αδυναμίες του.

Σύντομα όμως θα φανούν οι αδυναμίες του εργοδότη του, ενός μηχανικού που κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και την έριξε όλη στην αγορά της βίλας του και στην προώθηση των εφευρέσεων του -ένα ρολόι με φτερά για διαφημίσεις, ένας αυτόματος πωλητής σφαιρών, μια αναπηρική καρέκλα. Ο Τόμπλερ είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την καλή ζωή, παραγγέλνει πανάκριβα κρασιά, βάζει να χτίσουν πύργους και σπηλιές στο σπίτι του, αλλά δεν έχει μια για να ξεπληρώσει κανέναν, χρωστάει σε όποιον μιλά Γερμανικά, είναι οξύθυμος, του αρέσουν τα επαγγελματικά «ταξίδια», να περνά ώρες στο καπηλειό. Η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά μένουν σπίτι. Ο Γιόζεφ γίνεται μέρος της οικογενειακής ζωής, περνά φάσεις κυκλοθυμίας, ανέχεται να μην τον πληρώνουν αλλά παρ’ όλα αυτά να τον ταπεινώνουν, μαθαίνει να αποφεύγει τους πιστωτές του αφεντικού του, θέλει να πει κάτι στην κυρία του για το ένα της παιδί, τη Συλβί, που την κακομεταχειρίζονται, αλλά σιωπά. Φέρεται αλλοπρόσαλλα, ταιριαστά με αυτό που συμβαίνει γύρω του. Και η κυρία Τόμπλερ κάνει αυτό που προστάζει η εποχή : δε μιλά, δεν αντιτίθεται, δέχεται στωικά την αμυαλιά του άντρα της, κρατά ρόλο σχεδόν διακοσμητικό.

Ο Ρόμπερτ Βάλζερ, που υπήρξε κι ο ίδιος βοηθός ενός μηχανικού στα νιάτα του, αντλεί προφανώς αυτοβιογραφικά στοιχεία για να γράψει. Ασκεί κριτική στην δομή της οικογένειας, στην δουλειά, στην κοινωνία. Και τον κάνει σε μια εποχή (ο Βάλζερ γεννήθηκε ακριβώς εκατό χρόνια πριν από μένα) που κάτι τέτοιο δεν είναι αυτονόητο. Με γοήτευσε πιο πολύ από όλα η σχέση του Γιόζεφ με τον Τόμπλερ, ενώ κανείς θα περίμενε ο βοηθός να τρέφει κακία για το αφεντικό του, αντίθετα τα αισθήματά του είναι αυτά της αγάπης, της υποταγής, των ενοχών μήπως δεν έκανε τη δουλειά του αρκετά καλά. Κι ας είναι απλήρωτος.

Το μυθιστόρημα ρέει, είναι ευκολοδιάβαστο και σε παρασέρνει στην ατμόσφαιρα μιας εποχής όχι τόσο μακρινής όσο φαίνεται. Ξεκίνησα το βιβλίο έχοντας κατά νου πως τον Βάλζερ τον λάτρεψε ο Κάφκα, ο Κανέττι, ο Έσσε, ο Σέμπαλντ, ο Βίλα- Μάτας ∙ και ο «Παραγιός» κατόρθωσε παρ’ όλες τις τόσο μεγάλες προσδοκίες να μη με απογοητεύσει. Αυτό κι αν είναι επίτευγμα.   


Υ.Γ. Τα Γερμανικά μου είναι κάτω του μετρίου, πάντως το “Der Gehülfe” δεν θα το μετέφραζα «Ο Παραγιός», θα το έλεγα «Ο Βοηθός».  


"Ο Παραγιός", Ρόμπερτ Βάλζερ, μετ. Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Ηριδανός, 1992, σελ. 317


5/11/12

Ε..Ε..Έφτασαν....

Μόλις ήρθαν ζεστά και λαχταριστά από την Πολιτεία.



Και τώρα πρέπει πρώτον να βρουν χώρο στη βιβλιοθήκη και δεύτερον να αποφασίσω ποιό θα ξεκινήσω πρώτο.Υποχρεώσεις....



3/11/12

Για όσους ακόμα δεν το πήραν χαμπάρι : ραδιοφωνική εκπομπή για το βιβλίο από το librofilo.

Κι επειδή οι εκπομπές για το βιβλίο σπανίζουν και μάλιστα από ανθρώπους που πραγματικά αγαπάνε το βιβλίο όπως ο librofilo, ακούστε http://amagiradio.com/ κάθε Σάββατο 2 με 4. Σήμερα καλεσμένος του ο Δημήτρης Μαμαλούκας. Οι δυο προηγούμενες εκπομπές ήταν πραγματικά καλές.


1/11/12

"Λαγνεία", Elfriede Jelinek




Η γραφή της Γέλινεκ είναι απάλευτη. Τόσο απλά, είναι μια γραφή κλινικής και νοσηρής ακρίβειας, όπου σε μονόλογο σχιζοφρενούς η συγγραφέας παραθέτει τις πιο φρικαλέες λεπτομέρειες σα να περιγράφει κοσμικό δείπνο σε περιοδικό μόδας, τόσο αδιάφορα. Η βωμολοχία δεν υπάρχει, γιατί όλες οι λέξεις χάνουν κάποια από τη δύναμή τους στη συσσώρευση, μετά από μερικές σελίδες εξοικειώνεσαι με το γεγονός πως η επόμενη πρόταση μπορεί να περιέχει την πιο σαδιστική σκηνή από καταβολής κόσμου.

Η ιστορία έχει ως εξής, σε μια επαρχιακή πόλη ο διευθυντής του τοπικού εργοστασίου είναι ο θεός, καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων χωρίς ούτε μια σκέψη, γαμάει τη γυναίκα του με όλους τους σαδομαζοχιστικούς τρόπους χωρίς να τη ρωτά, παντού και πάντα, απαιτεί από το γιο του να είναι ταυτόχρονα το πιο απασχολημένο και το πιο αντιπαθές παιδί του χωριού. Απομακρύνει το γιο από τη μητέρα, κάνοντας τον όμοιο του κι εκείνη την οδηγεί στην απάθεια, αφού αφήνεται να την τρυπά κάθε τόσο με το ευμεγέθες όργανό του, ίσα ίσα για τα λούσα και τα λεφτά. Η κατάληξη της Γκέρτι είναι τραγική, δίχως καν εκείνη να το καταλάβει. Και το τέλος η πιο φρικιαστική σκηνή που έχω διαβάσει∙ και το χειρότερο όχι για αυτό που περιγράφει, που είναι αδιανόητο, αλλά για τον τρόπο που το κάνει.

Νομίζω πως αν κατατάσσαμε τους συγγραφείς βάσει προσωπικού ύφους η Γέλινεκ θα κέρδιζε με άνεση την πρώτη θέση, κανείς άλλος δεν γράφει όπως αυτή, δεν τολμά να θίξει θέματα όπως εκείνη. Τα όρια της σεξουαλικότητας, ο τρόπος που κατανέμεται η δύναμη ανάμεσα στους ανθρώπους- μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, του χωριού, της πόλης, της χώρας κ.ο.κ. - η σαδιστική φύση μας, της βγαίνουν αβίαστα, λες και ξεκινά ένα ποτάμι από μέσα της και πρέπει να πει και την χειρότερη αισχότητα που συμβαίνει, να την ξεσκεπάσει. Μπορεί να το τραβά στα άκρα, δε νομίζω πως οι περιγραφές της για το σεξ, αποτρόπαιες, εκφράζουν τη μέση σεξουαλική σχέση. Όμως για τη συγγραφέα το θύμα είναι και θύτης, κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών, όσο άβουλος κι αν είναι. Κι αυτό απαλύνει τις υπερβολές στη φρίκη.

"Λαγνεία", Ελφρίντε Γέλινεκ, μετ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Εκκρεμές, 1999, σελ.260