29/10/13

"Ένας εύθυμος σκοπός"

Τη μέρα που γεννούσα, στις 18 του Οκτώβρη, από ευτυχή σύμπτωση και τίποτε άλλο, δημοσιευόταν στην free press εφημερίδα Metropolis το διήγημά μου "Ένας εύθυμος σκοπός". Την έντυπη έκδοση δεν την έχω δει ακόμα, αν και μου υποσχέθηκαν πως θα μου κρατήσουν ένα φύλλο. Ιδού η διαδικτυακή.




Είχε σκύψει πάνω από το λουλούδι, δεν ήξερε πια το όνομά του, μπορεί να μη θυμόταν να ονοματίσει και το χρώμα του. Ομως ήθελε πολύ να το κόψει γιατί η ύπαρξή του είχε κάτι το ακραία σουρεαλιστικό μέσα στα καπνογόνα. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση και συνέχισε τον δρόμο της. Μάζεψε απλά την εικόνα του – δεν ήταν ολωσδιόλου χαζή κι ας της το καταλόγιζαν. Θα πέθαινε αν το άγγιζε. Καλύτερα να έβαζε το κεφάλι της στον σκουπιδοτενεκέ. Αν και οι κάδοι, άδειοι, ήταν λιγότερο επικίνδυνοι.
Χαμογέλασε στον εαυτό της καθώς προχωρούσε ανάμεσα στους προειδοποιητικούς καπνούς. Είχε αρχίσει να σφυρίζει έναν πολύ εύθυμο σκοπό που κάτι της θύμιζε, χωρίς να μπει στον κόπο να το αναλύσει. Βάδιζε καταμεσής του δρόμου.
Κατάλαβε κάπως αργά πως ένας άντρας στεκόταν στο πεζοδρόμιο και την κοίταζε αποδοκιμαστικά όσο χρονοτριβούσε. Θα έφταιγε η λουλουδένια φούστα και τα μαύρα της μαλλιά. «Δεν είμαι τσιγγάνα, κύριος», πήγε να του φωνάξει. Ηταν ανόητο, γιατί είχε χρόνια να δει τσιγγάνα – δεν είχαν αφήσει καμιά να τριγυρίζει στην τελευταία εκκαθάριση.
Για λίγο έπαιξε με την ιδέα να του πιάσει κουβέντα, είχε καιρό να μιλήσει με οποιονδήποτε και αναρωτιόταν αν θα τα κατάφερνε. Τον κοίταξε με το πλάγιο βλέμμα της, φαινόταν συμπαθητικός, σχεδόν όμορφος.
Την πλησίασε.
«Δεν είμαι τσιγγάνα», του είπε τελικά εντελώς προβλέψιμα, κι αυτός χαμογέλασε.
«Πώς βρέθηκες εδώ;» τη ρώτησε.
«Οπως κι εσύ», του απάντησε. Αλλά μια τέτοια απόκριση δεν είχε πραγματικό έρεισμα, εκείνος θα μπορούσε να είναι αστυνομικός, παρακρατικός, κάτι τέλος πάντων και να έχει το δικαίωμα να τριγυρνά όπου θέλει.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη, χωρίς συντροφιά;» είπε ο άντρας και η αμεσότητα στην προσέγγιση έκανε την καρδιά της να χτυπήσει σαν τρελή. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα, τα μάτια του ζεστά, στο χρώμα της σοκολάτας. Εγλειψε τα χείλη της για να τα κάνει λίγο να γυαλίζουν. Πρόσεξε πως τα ρούχα του είχαν τα ίδια χάλια με τα δικά της και κάτι μέσα της σκίρτησε· μπορεί να ήταν κανονικός άνθρωπος.
Το αεράκι τρύπωσε στο κορμί της έτσι όπως στεκόταν καταμεσής της Πανεπιστημίου. Το φθινόπωρο την τριγύριζε κι ο χειμώνας ήταν λίγο πιο κοντά. Στο πρώτο χιόνι η λουλουδένια φούστα της θα ξεσκιζόταν. Για την ώρα στροβιλίστηκε στην αύρα του απογεύματος και προσποιήθηκε αρκετά πειστικά πως τη χτύπησε αυτοκίνητο.
Ο άντρας ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Το βλέμμα του τριγύρισε εξεταστικά στο κορμί της, λίγο σαν να την έγδυνε. Της άρεσε. Σηκώθηκε από την άσφαλτο και ξεσκονίστηκε.
«Ποιος θα το έλεγε πως θα νοσταλγούσα τις εξατμίσεις και τις βενζίνες», είπε ναζιάρικα.
«Εχεις δει έστω από μακριά κανέναν άλλο τελευταία;» Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, του έγνεψε αρνητικά.
«Γιατί δεν είσαι εντός;» συνέχισε ο άντρας κι έγνεψε προς το συρματόπλεγμα. Από την πύλη του καταφυγίου στα Προπύλαια ακουγόταν ένας πολύ εύθυμος σκοπός.
«Εσύ γιατί δεν είσαι;» του αντιγύρισε αυθάδικα.
«Το ξέρεις πως εδώ πια απαγορεύεται να μένει κανείς. Θα πεθάνεις».
«Κι εσύ».
«Θέλω να έρθεις μαζί μου με το καλό».
«Θέλω να μου πεις ποιος είσαι».
«Είμαι σε περιπολία, δεν περίμενα να συναντήσω κανέναν σε αυτή την ερημιά. Νόμιζα πως όλοι οι τρελοί είχαν πια πεθάνει. Νόμιζα πως κανείς δεν αντέχει πάνω από δυο τρεις ώρες την ημέρα στο Κακό».
«Το Κακό μάς έχει κυκλώσει», του είπε ψιθυριστά και γούρλωσε τα μάτια.
Κοίταξε γύρω της το παρατημένο Κέντρο, παντού ερημιά και εγκατάλειψη. Επειτα έριξε το βλέμμα στο κτίριο του Πανεπιστημίου, εκεί αρχινούσε η ζωή, τα Προπύλαια ήταν η πόρτα του υπόγειου παραδείσου. Σε λίγο δεν θα υπήρχε φαγητό πουθενά εδώ έξω, οι πληγές στο κορμί της θα άνοιγαν περισσότερο αν έμενε κι άλλο εκτεθειμένη.
Ισως ο άντρας να είχε δίκιο, να έπρεπε πια να παραδοθεί, να γίνει σαν όλους τους άλλους, να βρει έναν καλό άνθρωπο σαν ετούτο τον μπάτσο σε περιπολία. Να νοικοκυρευτεί. Μπορεί να είχε έρθει πια η ώρα να αφήσει να τη χώσουν κι αυτή μέσα. Ισως να έχει περισσότερη σημασία η ζωή από την ελευθερία.
«Θέλω να έρθω μαζί σου», του είπε.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη εδώ έξω;» επανέλαβε ο άντρας.
«Εναν χρόνο».
«Λυπάμαι, δεν μπορώ τίποτα πια να κάνω για σένα, εκτέθηκες πολύ καιρό, αφέθηκες. Αν σε πάρω μέσα, θα μας μολύνεις όλους».
Ο άντρας με τα ξεσκισμένα ρούχα -τόπους τόπους από τα ξέφτια φαινόταν η προστατευτική στολή που κάλυπτε το κορμί του- άρχισε με βαριά βήματα να απομακρύνεται. Ο πρώτος πυροβολισμός τον βρήκε πισώπλατα, ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Δεν είχε μείνει τυχαία ζωντανή στην κόλαση τόσο καιρό.

                                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ

27/10/13

"Στίλερ", Max Frisch



Μου πήρε δέκα μέρες να τελειώσω το «Στίλερ» του Μαξ Φρις, τόσες ακριβώς όσες κλείνει σήμερα το νεογέννητο αγοράκι μου. Ένα βιβλίο εκπληκτικό, γεμάτο αλήθειες, ανατρεπτικό μέσα στην κανονικότητά του, μια πραγματεία για την ταυτότητα και τη λήθη, για τον εαυτό μας και τους άλλους, για τις σχέσεις και τη μοναξιά, την τρέλα, την αρρώστια, τον πόλεμο, τον θάνατο. Μια ολοκληρωμένη βουτιά στην ανθρώπινη ύπαρξη, συνειδητή και ασυνείδητη. Κλείνοντάς το, ένιωσα μια αίσθηση πληρότητας, μια γαλήνη έντονη που συνοδευόμενη από την μαλακή ανάσα ενός κοιμισμένου νεογέννητου στο διπλανό λίκνο με γέμισε απόγνωση και προσδοκία. Σπάνια είχα τη χαρά να νιώσω τόσο έντονα για ένα κείμενο.

Ένας άντρας συλλαμβάνεται στο τρένο καθώς διασχίζει τα Ελβετικά σύνορα. Οι αρχές αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν ήσσονος σημασίας γλύπτη, τον Στίλερ, που έξι χρόνια τώρα έχει εξαφανιστεί αφήνοντας την γυναίκα του ημιθανή από φυματίωση σε κάποιο σανατόριο του Νταβός και χωρίς να ενημερώσει τις Ελβετικές αρχές. Ο άντρας επιμένει πως πρόκειται για παρεξήγηση, δεν είναι αυτός ο Στίλερ, είναι ο Γουάιτ, ένας Αμερικανός πολίτης. Στην αντιπαράθεση με την γυναίκα του, τον συνήγορο, τους φίλους του, μπλέκονται οι ιστορίες του Γουάιτ που λέει πως είναι δολοφόνος, του Στίλερ όπως του τις διηγούνται (;) τα άτομα που στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν τον άντρα, τον φίλο, τον εραστή τους. Στήριγμά του μοναχά ο εισαγγελέας, που θα γίνει φίλος του, που θα αποκαλυφθεί πως είναι ο σύζυγος της ερωμένης του Στίλερ, Σιμπίλε.

Ο φυλακισμένος άντρας, που ξέρει τόσες λεπτομέρειες για τον Στίλερ, αλλά συνεχίζει να υποστηρίζει πως δεν είναι ο Στίλερ, ξαναρχίζει τη σχέση με την αποθεραπευμένη αλλά πάντα ασθενική – αν και αιθέρια και εκπληκτικά όμορφα εύθραυστη- Γιούλικα, τη γυναίκα του. Μιλά διεξοδικά με την Σιμπίλε, την εκπληκτικής ομορφιάς ερωμένη του. Μπλέκεται στη ζωή την παλιά, αραδιάζει λεπτομέρειες για τους φόνους του ως Γουάιτ στον δεσμοφύλακά του, βροντοφωνάζει πως δεν είναι ο Στίλερ. Θα αρκούσε να το παραδεχτεί για να μην παραμείνει στη φυλακή, για να συνεχίσει με ελάχιστο κόστος τη ζωή του. Αντ’ αυτού υποστηρίζει πως έχει σκοτώσει 5 ανθρώπους.

Το θέμα της ταυτότητας είναι το προφανές. Όλα τα άλλα έπονται, λέγονται, κάποια μένουν ανείπωτα αλλά αιωρούνται. Η ασθένεια της Γιούλικα, η αρρωστημένη σχέση τους, η εγγενής αποτυχία κάθε γάμου, η υγεία της Σιμπίλε και η αγάπη τους, η αποτυχία του Στίλερ στον πόλεμο, τον έρωτα και την τέχνη, η απόγνωση για την έλλειψη των συναισθημάτων αλλά στην τελική ανάλυση η έκρηξή τους, η μητρότητα και η ακληρία, η δύναμη και η αδυναμία. Το σπάσιμο της ανθρώπινης ζωής. Η ανικανότητα να ξεφύγουμε από το παρελθόν ακόμα κι αν αποφασίσουμε να εφεύρουμε ένα τελείως διαφορετικό για τον εαυτό μας.

Ο Στίλερ είναι ένα πλάσμα βαθιά εγωκεντρικό, που παρ' όλη την αποξένωσή του δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνον μέσα από τους άλλους, ένας ήρωας που στις "Σημειώσεις από τη φυλακή" επιλέγει να μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο κι όμως δεν μπορεί να φτάσει στην αυτογνωσία. Δεν αρκεί να αρνηθείς τον εαυτό σου για να είσαι ελεύθερος. Πρέπει να φτάσεις στο σημείο να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου. 

"Είναι δύσκολο να μην κουραστείς απέναντι στον κόσμο, απέναντι στην πλειοψηφία του, την οποία οφείλω να παραδεχτώ. Είναι δύσκολο να γνωρίζεις μόνος σου και χωρίς μάρτυρες αυτό που πιστεύεις ότι βίωσες στις μοναχικές στιγμές σου, δύσκολο να κουβαλώ μια γνώση που δεν μπορώ πλέον να αποδείξω ή απλώς να πω. Ξέρω πως δεν είμαι ο εξαφανισμένος Στίλερ. Και δεν υπήρξα ποτέ αυτός. Το ορκίζομαι, αν και δεν γνωρίζω ποιός τελικά είμαι. Ίσως είμαι κανένας. Ακόμα κι αν μου το αποδείξουν με αδιάσειστα στοιχεία ότι από όλους τους ανθρώπους που έχει καταγραφεί η γέννησή τους αυτή τη στιγμή λείπει μόνο ένας, δηλαδή  ο Στίλερ, κι ότι εγώ δεν είμαι καθόλου σε αυτόν τον κόσμο αν δεν είμαι ο Στίλερ, εγώ θα συνεχίσω να το αρνούμαι. Γιατί δε σταματούν! Η συμπεριφορά μου είναι γελοία, το ξέρω, η κατάστασή μου γίνεται αστήρικτη πλέον. Αλλά δεν είμαι ο άντρας που ψάχνουν και αυτή τη βεβαιότητα, τη μοναδική μου, δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω." 

Δεν θα πω άλλα. Πιστεύω πως η αργή ανάγνωση που επιβάλλει το κείμενο αξίζει τον κόπο, πως είναι ένα μυθιστόρημα από αυτά που μένουν στη μνήμη για καιρό, ίσως και χρόνια μετά την ανάγνωση, που έχει κανείς την αίσθηση πως τα είχε πάντοτε μέσα του και πως μόλις τώρα τα ανακάλυψε. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα αριστούργημα.
  


«Στίλερ», Μαξ Φρις, μετ. Αρετή Κοντογιώργη, εκδ. Κέδρος, 2008. σελ. 491

25/10/13

Μια ακόμα ιστορία τοκετού (μη βρίζετε καλέ...)




Επανέρχομαι δριμύτερη μετά από μια εβδομάδα αποχής, όχι με μια βιβλίο- αλλά με μια  μαμαδο-ανάρτηση. Προειδοποιώ για να μην ακούσω γκρίνιες πως αναγκαστικά αυτές θα πυκνώσουν - είμαι λεχώνα, οι ορμόνες μου για τον μικρό νεογεννητούλι χτυπάνε κόκκινο και δεν βρίσκω τον λόγο να ξεσπάσω κάπου αλλού παρά εδώ, στο προσωπικό μου ιστολόγιο. Θα πρέπει να με ανεχτείτε.

Γέννησα τον μικρούλη SQ2* την προηγούμενη Παρασκευή κι ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως αυτό το πλασματάκι που βγήκε από τα σπλάχνα μου είναι κοντά μας μόνο μια εβδομάδα. Στο σπίτι ακόμα βρίσκουμε ρυθμούς, προσπαθούμε να θυμηθούμε γιατί την προηγούμενη φορά το μπάνιο δεν έμοιαζε τόσο βομβαρδισμένο (μάλλον γιατί δεν είχε και το γιογιό εκτός από την αλλαξιέρα μέσα), να δούμε πως αντιδρά ο σκιουράκος στην ξαφνική επίθεση του γλυκού μωρού αδελφού, να συνέλθω εγώ σωματικά από την δοκιμασία.

Στην διάρκεια της εγκυμοσύνης υπήρξα παραδόξως ατρόμητη, αν και είμαι διαβητική  κι οι κυήσεις μου είναι πάντα «υψηλού ρίσκου». Έβαλα μπροστά ένα φιλόδοξο πρότζεκτ που απαιτούσε πολλή από την προσοχή μου -και τις επόμενες μέρες ολοκληρώνεται- διάβασα, έγραψα, δούλεψα, σχεδόν με τους παλιούς ρυθμούς, μέχρι τον ένατο. Αν εξαιρέσει κανείς τις 5 ενέσεις την ημέρα, τα 11 χάπια (η αναιμία χτυπούσε κόκκινο) και τις συχνές εξετάσεις, τα έκανα όλα σαν να μην είχα ένα μωράκι μέσα μου. Ώσπου, εκεί κάπου στον ένατο, μια μέρα που είχα πιεστεί αρκετά, είδα αίμα. Δε γεννούσα. Με θέσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, ανέβασα πίεση, είχα συνεχώς συσπάσεις.

Μια εβδομάδα άντεξε ο γυναικολόγος κι έπειτα με έβαλε για προγραμματισμένο φυσιολογικό τοκετό. Με το που σπάσαν τα νερά, ο γιατρός έκανε χειραψία με τον sq. O μικρός ερχόταν με το χέρι, τα νυχάκια του ήταν μεγάλα και κοφτερά. «Αν γεννήσεις φυσιολογικά», μου είπε, « θα σε σκίσει τόσο πολύ και θα χάσεις τόσο αίμα που θα χρειαστεί να σε μεταγγίσω». Φοβήθηκα. Ίσως αν ήμουν μικρότερη, αν δεν ήξερα, αν είχα περισσότερα κουράγια, αν δεν ήταν πια τόσοι οι παράγοντες κινδύνου που φώναζαν καισαρική (διαβήτης, ινσουλίνες, αιματοκρίτης, πίεση, χεράκι με κοφτερά νυχάκια) να το είχα προσπαθήσει. Δεν το έκανα, 2 ώρες μετά ο μικρούλης ήρθε στον κόσμο, υγιέστατος και ροδαλός, σαν κάθε μωρό που δεν πιέστηκε.

Έχοντας πια την εμπειρία από έναν 15ώρο φυσιολογικό τοκετό και μια μονόωρη καισαρική, θα διάλεγα τον πρώτο με κάθε τίμημα. Για αρχή από την καισαρική λείπει εκείνη η ηδονική στιγμή της γέννας, μια αίσθηση τόσο μεθυστική ανάμεσα σε ανακούφιση και άδειασμα, που όμοιά της δεν υπάρχει και δεν θα την ζήσει μια γυναίκα πολλές φορές στη ζωή της. Κι από την άλλη στον φυσιολογικό τοκετό η ταλαιπωρία διαρκεί μια μέρα και μια νύχτα, στην καισαρική ταλαιπωρείσαι μια εβδομάδα με πολλούς πόνους κι έπειτα πρέπει να περιμένεις να αποκατασταθεί το σώμα σου, όπως μετά από κάθε χειρουργείο. Όλα αυτά θηλάζοντας ένα νεογέννητο.   

Το οποίο νεογέννητο είναι αντικειμενικά το ομορφότερο μωρό που έχω δει. Ποτέ.



* Το παρατσούκλι του νεογνού ήτο σκιου2, ώσπου έκανα το λάθος να το αναφέρω στο facebook. Ο Σπύρος Γλύκας τον μετονόμασε αμέσως σε sq2 και του μείνε.    


20/10/13

Το ιστολόγιο θα παραμείνει κλειστό....

λόγω παραμονής σε μαιευτήριο ευάερο και ευήλιο.





Προχθές γέννησα ένα όμορφο μίκιο και θα επικεντρωθώ σε αγκαλιές και φιλιά. Οι αναγνώσεις - για λίγο- μπορούν να περιμένουν.


17/10/13

"Πατρική κληρονομιά", Philip Roth





Μεγάλη οπαδός του Ροθ δεν είμαι, θεωρώ πως έγραψε κάποια αριστουργηματικά βιβλία κι έπειτα βυθίστηκε στις εμμονές του –σεξουαλικές και εβραϊκές- με τέτοιο τρόπο που καταντά μονότονο. Όμως τούτο το βιβλίο που δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά η αληθινή ιστορία της αρρώστιας του πατέρα του με γοήτευσε. Αρχικά γιατί ο ίδιος ο Ροθ δε δείχνει να θυμάται ποιος είναι, ούτε και οι γύρω του. Και δεύτερον γιατί η σχέση γονέα-ενήλικα παιδιού είναι από τις δυσκολότερες κι ο Ροθ περιέγραψε τη δική τους με μια αλλόκοτη νηφαλιότητα.

Ο πατέρας Ροθ λοιπόν, άνθρωπος που ξεκίνησε από το μηδέν, αυτοδημιούργητος που μεγάλωσε τα παιδιά του καλά ως ασφαλιστής, εκεί γύρω στα 85 του, αποκτά έναν όγκο στον εγκέφαλο που του παραλύει το μισό πρόσωπο. Ο συγγραφέας του συμπαραστέκεται όσο καλύτερα μπορεί, προσπαθεί να τον καταλάβει, χωρίς να ξεχνά τις διαφορές τους μέσα στα χρόνια. Ο επικείμενος θάνατος τον χτυπά με δύναμη, κι αυτό προσπαθεί να το ξεπεράσει.

Είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, γραμμένο με θάρρος και χιούμορ, κάπως σα ζωντανός επικήδειος μιας και ο συγγραφέας το έγραφε πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας του, μια καταγραφή που θα κάνει πολλούς να ταυτιστούν. Δεν έχω ζήσει την φρικτή αυτή κατάσταση του να πρέπει να νταντεύεις τον γονιό σου που δεν μπορεί πια να διαχειριστεί το σώμα του. Δεν μπορώ να καταλάβω τον εξευτελισμό του γεροντότερου και την απόγνωση του νεότερου για την αλλαγή των ρόλων- οι γονείς μας μέχρι κάποια στιγμή είναι αυτή που μας ξεσκάτισαν, δεν είναι εύκολο να το κάνουμε εμείς για κείνους. Όμως έχω ζήσει την οδύνη για το χαμό. Κι αυτό δεν αλλάζει, όσο κι αν κρύβεται πίσω από τις ιατρικές λεπτομέρειες και τα διαδικαστικά. Όσο κι αν ο ίδιος ο Ροθ επιλέγει να μην πει τίποτα ευθέως για αυτό τον προδίδει η ίδια η πράξη του. Έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να ξορκίσει τον πόνο.



«Πατρική κληρονομιά» Φίλιπ Ροθ, μετ. Τάκης Κιρκής, εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 244  

15/10/13

«Το Σόλο του Φίγκαρω», Γιάννης Σκαρίμπας




Με τούτο το βιβλίο- μετά "Το Θείο τραγί"-  ο Γιάννης Σκαρίμπας επιβεβαιώνεται πια μέσα μου ως ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του 30, ένα μαχητής του λόγου και της λογοτεχνίας και ταυτόχρονα ένας συγγραφέας με διαβολεμένο χιούμορ. «Το Σόλο του Φίγκαρω» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πειραματικό, αλλά δεν είναι, να είναι σάτιρα, παρωδία ή μια σοβαρή απόπειρα σουρεαλισμού, επιγράφεται μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι. Ποίημα, πεζό, δοκίμιο δεν είναι. Αλλά τότε τι είναι;

Πρωταγωνιστής της ιστορίας ο Αντώνης Σουρούπης που θέλει να γίνει μεγάλος λογοτέχνης και τριγυρνά στη Χαλκίδα ενώ στοχάζεται πως τάχα να έγραψαν τούτα τα σπουδαία λόγια οι άλλοι «Έβρεχε όξω μια βροχή ακατάπαυστη…». Στην πορεία του συναναστρέφεται και δεν συναναστρέφεται τους συντοπίτες του, καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει, παραληρεί κι έπειτα επιχειρηματολογεί, φτάνει στο απόγειο της τρέλας.

Ένα κείμενο συνειρμικό αλλά με στόχο, σουρεαλιστικό που χλευάζει τον σουρεαλισμό, δεμένο με στίχους του ίδιου του Σκαρίμπα, γραμμένο στην ιδιότυπη γλώσσα του, φίσκα στα γλωσσικά λάθη, τους ιδιωματισμούς, αδιάφορο προς το συντακτικό, σημαντικό, απροσάρμοστο, σπασμένο και δομημένο.

Ναι, ο Σκαρίμπας δεν έγραφε λογοτεχνία για όλους, κι είχε το κακό συνήθειο στα κείμενά του να στηλιτεύει όλο αυτό το οικοδόμημα γύρω από τη λογοτεχνία που στήνεται επιδέξια σε κάθε γενιά. Δεν είναι ευχάριστος, μήτε ευκολοδιάβαστος, είναι όμως καυστικός και απολαυστικός- απαιτεί για να σου χαρίσει τη γητειά του λίγη από την προσοχή σου, είναι δυσπρόσιτος επίτηδες. Κι αν αναρωτιέστε που πέτυχα τούτο το διαμαντάκι, θα σας πω με ντροπή πως το είχα χώσει στο υπόγειο, μαζί με τα αδιάβαστα του ποτέ, άκοπο, με την αποδειξούλα του μέσα (fnac 21/10/2009) κι ίσως ήταν ευχής έργο που απόμεινε εκεί τόσον καιρό. Το 2009 μπορεί και να το είχα παρατήσει.

«Το Σόλο του Φίγκαρω», Γιάννης Σκαρίμπας, εκδ. Νεφέλη, 1992, σελ.175

Υ.Γ. Η έκδοση είναι εξόχως περιποιημένη, με επίμετρα, κριτικές, γλωσσάρια, όλα τα καλούδια. Κι η ανάγκη να το κόψω μου θύμισε τα βιβλία ποίησης στα νιάτα μου και με ενθουσίασε. 


13/10/13

"Ο αιώνιος σύζυγος", Fedor Michajlovic Dostojevskij



Ομολογώ πως πάντα έτρεφα μια ιδιαίτερη αδυναμία στους Ρώσους συγγραφείς, από εκείνη την εποχή στην εφηβεία μου που ξεκοκάλισα μεγάλο μέρος των ραφιών της σχολικής βιβλιοθήκης που ήταν αφιερωμένα σε κείνους. Μεγάλη μου αγάπη κατέληξε ο Ντοστογιέφσκι- νομίζω εμένα και σχεδόν όλου του βιβλιόφιλου κόσμου. Είχα καιρό να (ξανά)διαβάσω κάτι δικό του και μιας και «Ο Αιώνιος σύζυγος» βρισκόταν στη βιβλιοθήκη μου δυο φορές, έπιασα στα χέρια μου τη μικρή για τα δεδομένα του συγγραφέα νουβέλα.

Δυο είναι τα βασικά πρωταγωνιστικά πρόσωπα, ο Αλέξης Ιβάνοβιτς Βελτσάνινοφ, ένας άντρας 39 ετών στα όρια της υποχόνδριας που έχει εξαφανίσει ήδη δυο κληρονομιές και κυνηγά μια τρίτη και ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη μοιχαλίδα γυναίκα του που πέθανε και τον άφησε σε ένα ιδιότυπο πένθος. Σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα του Ντοστογιέφκσι εδώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι μόνο σχηματικοί, εστιάζουμε στη σχέση μεταξύ των δυο αντρών που είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους.

Ο Βελτσάνινοφ είναι ένας κύριος του καλού κόσμου που ξέρει να γοητεύει τις γυναίκες και που μες στην υποχόνδρια του συγκινείται βαθύτατα όταν μαθαίνει πως η άλλοτε ερωμένη του στην εξοχή, η σύζυγος του Τρουσότσκη, πέθανε και πίσω της άφησε ένα κοριτσάκι, τη Λίζα, που πιθανότατα είναι κόρη του. Από την άλλη ο Τρουσότσκη είναι ένας άντρας διόλου γοητευτικός, αμήχανος, φτιαγμένος για να υπακούει στη μόνιμη σύντροφο. Ο πρώτος είναι σχεδόν πάντα μόνος, ο δεύτερος  πάντα βρίσκει τη συντροφιά μιας συζύγου. Η σύγκρουσή τους, η φιλία τους, η σχέση τους τέλος πάντων ξεκινά με τρόπο τραγικό, για να καταλήξει σε κάτι κωμικοτραγικό.

Η γραφή του Ντοστογιέφσκι είναι γνώριμη, λείπουν βέβαια σε μεγάλο βαθμό οι μακριές συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου όπως ας πούμε στο έπος των Αδελφών Καραμαζόφ. Πάντως μου θύμισε πόσο αγαπώ τα βιβλία του, πόσο θα έπρεπε να ξαναπιάσω κάποιο από τα μεγάλα του έργα και να δουλέψω με την ιδέα τι άλλαξε αναγνωστικά από τα 15 μου, στα 25 μου που ξαναδιάβασα κάποια από αυτά ως τα 35.


"Ο αιώνιος σύζυγος", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μετ. Μάγδα Καινάδα, εκδ. Ηριδανός, σελ. 174 


11/10/13

«Το βιβλίο του Ντάνιελ», E.L. Doctorow




«Το βιβλίο του Ντάνιελ», είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό μυθιστόρημα. Βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα όχι μόνο δεν πνίγεται από αυτά, αλλά τα αναδεικνύει μέσα από τη μυθοπλασία, από αυτή τη φωνή που μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον για τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα με τρόπο μοναδικό, την λογοτεχνική. Από τα σπάνια βιβλία που μαζί με το πραγματολογικό υλικό παραδίδει και μαθήματα τέχνης.

Το βιβλίο είναι στηριγμένο στην πραγματική ιστορία των Ρόζενμπεργκ (εδώ ονομάζονται Άιζακσον), ένα ζευγάρι αριστερών που το 1953 εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα για εσχάτη προδοσία (έδωσαν το μυστικό της ατομικής βόμβας στους Σοβιετικούς). Ήταν ουσιαστικά οι μόνοι άνθρωποι που έφτασαν ως την εκτέλεση για τέτοιο αδίκημα στην Αμερική και η δίκη τους ένα από τα βασικά στηρίγματα του Μακάρθυ για να φτάσει στο απόγειο της τρέλας του.

Ο Ντάνιελ είναι ο μεγαλύτερος γιος του Πολ και της Ροσέλ Άιζακσον και τον βρίσκουμε στα είκοσί του, φοιτητή, πατέρα ενός παιδιού, να προσπαθεί να δέσει τα κομμάτια της ιστορίας της δικής του, των γονιών του και της Αμερικής. Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ρευστός, από παράγραφο σε παράγραφο μπορούμε να βρεθούμε από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στο 1967. Η αφήγηση είναι πότε πρωτοπρόσωπη και πότε τριτοπρόσωπη αλλά πάντα αφηγητής παραμένει ο ίδιος ο Ντάνιελ, ένα παιδί που είδε τους γονείς του να εκτελούνται σε πολύ νεαρή ηλικία, που προσπαθεί να τους απομυθοποιήσει, αλλά και να κρατήσει το μύθο τους, να πενθήσει αλλά και να αποσυνδεθεί πια από το πένθος. Ένας άντρας που προσπαθεί να βρει τα πατήματά του ανάμεσα στην πολυαγαπημένη του αλλά βαθιά διαταραγμένη αδελφή του Σούζαν (που είναι σε ψυχιατρική κλινική για απόπειρα αυτοκτονίας), την πολιτική σκηνή του του '60 αλλά κι αυτή του '50, στα προσωπικά του βιώματα, εξαιρετικά οδυνηρά φυσικά, που η θετή του οικογένεια αν και στάθηκε εξαιρετικά απέναντι του, δεν μπόρεσε να μετριάσει.

Ο Ντάνιελ ήταν ακόμα παιδί όταν εκτελέστηκαν οι γονείς του, αλλά μεγάλο παιδί. Καταλάβαινε αλλά όχι τα πάντα. Στα μάτια του οι γονείς του έχουν και δεν έχουν την χροιά μάρτυρα. Τους αγαπούσε μέχρι τρέλας, όπως και τη Σούζαν, αλλά προσπαθεί με κάποιο τρόπο να αποκοπεί από αυτούς. Το κορυφαίο στο βιβλίο είναι πως δεν υπάρχουν απαντήσεις, η κάθαρση δεν έρχεται ποτέ, η λύση είναι ανύπαρκτη. Σε μια Αμερική που παλινωδεί ανάμεσα στην λατρεία της Ντίσνειλαντ και την πολιτική αναστάτωση, ακόμα και η συνάντηση με τον καταδότη των γονιών του κι άλλοτε καλύτερό τους φίλο, είναι μια ψυχρολουσία.

Ο Ντόκτοροου φαντάζει με αυτό και μόνο το βιβλίο (γραμμένο το 1971) ως κορυφαία φιγούρα πολιτικού συγγραφέα της Αμερικής. Χειρίζεται θέματα όπως ο μακαρθισμός, ο ψυχρός πόλεμος, ο κομμουνισμός στις Η.Π.Α., οι αντιπολεμικές ενέργειες κατά την περίοδο του Βιετνάμ, με ενάργεια και νηφαλιότητα. Δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα κι ίσως θα έπρεπε να γίνει, ακόμα και τόσα χρόνια μετά.


«Το βιβλίο του Ντάνιελ», Έντγκαρ Λώρενς Ντοκορόου, μετ. Παντελής Κοντογιάννης, εκδ. Πόλις, 2006, σελ. 474

10/10/13

Στην Alice Munro το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2013



Στην Alice Munro το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2013. Η Καναδή συγγραφέας που γεννήθηκε το 1931 είναι γνωστή ως εξαιρετική διηγηματογράφος. Πολυβραβευμένη, σήμερα στα 82 της συμπλήρωσε τη συλλογή της από λογοτεχνικά τρόπαια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων "Μ' αγαπάει, δε μ' αγαπάει" και "Πάρα πολλή ευτυχία". Περισσότερα και καλύτερα στις αναρτήσεις του Librofilo και του NO14ME.

Ομολογώ πως δεν την έχω διαβάσει, αλλά από τις κριτικές που βλέπω, μάλλον θα πρέπει να το κάνω σύντομα. Χάρηκα που το πήρε γυναίκα και μάλιστα συγγραφέας που αγαπά τη μικρή φόρμα. Κι ας είχα κι εγώ μια κρυφή ελπίδα που δεν ευοδώθηκε, όπως όλοι οι βιβλιόφιλοι....

8/10/13

Σημειώσεις από τα παλιά

Χθες διάβασα την εξαιρετική ανάρτηση του no14me για τις σημειώσεις που κρατά για κάθε βιβλίο και θυμήθηκα τα νιάτα μου. Τότε που τα βιβλία ποίησης κυρίως ήταν σημειωμένα μέχρι την τελευταία τους γωνία, με δικά μου πονήματα στα περιθώρια, που πάντα υπήρχε ένα μικρό σημειωματάριο στο προσκεφάλι μου. Τώρα πια στο κομοδίνο αναπαύεται το τάμπλετ που φορτίζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Συνειδητοποιώ λοιπόν πως τα τελευταία χρόνια δεν κρατώ καθόλου σημειώσεις παρά μόνον για τα δικά μου κείμενα, ποτέ πια για βιβλία άλλων (βέβαια υπάρχει το μπλογκ και στην τελική κρατάω πολλά κείμενα για βιβλία άλλων). Μέσα σε κείνες τις σημειώσεις υπήρχαν σκέψεις της στιγμής και κομμάτια από το προσωπικό μου ημερολόγιο, ενίοτε φράσεις υπογραμμισμένες με ροζ στυλό κι άλλοτε αράδες γραμμένες με μολύβι. Αναπάντεχες μικρές ανακαλύψεις για πράγματα που ούτε καν ήξερα πως είχα μες στο κεφάλι μου.

Σκεφτόμουν πως αυτές οι σημειώσεις της ανάγνωσης, όταν αρχίσουν να μπλέκονται με τις δικές σου σκέψεις, είναι η μαγιά της γραφής. Από κει ξεκινάς για να στήσεις στην αρχή ένα δικό σου ποίημα κι έπειτα μια δική σου άγαρμπη ιστορία. Αυτές οι σημειώσεις έχουν ένα καλό, δεν τις γράφεις σαν κοριτσίστικο ημερολόγιο με την ελπίδα πως κάποτε θα τις διαβάσει ο ενδιαφερόμενος, τις κρατάς γιατί ο ενδιαφερόμενος είσαι εσύ.

Πολλά από τα τετραδιάκια, τα μπλοκάκια, τα σκόρπια χαρτιά αυτής της διαδικασίας έχουν πεταχτεί μες στα χρόνια, τώρα πια εξάλλου όταν ολοκληρώνω μια ιστορία πετάω συνειδητά τις σημειώσεις μου για αυτή. Πάντως αν ψάξω, όλο και κάποιο σώζεται. Αυτή η άτσαλη έφηβος που το σημειωματάριο της από το 1993 σώθηκε ποιος ξέρει γιατί από χίλιες μετακομίσεις και βρέθηκε μες στα χαρτιά της το 2013 όσο έκανε εκκαθάριση στα συρτάρια για το  δεύτερο μωρό της, υπάρχει ακόμα μέσα μου. Οι σπόροι κι οι ιδέες της είναι εκεί. Με λιγότερα (;) σκοτεινά κομμάτια- ας πούμε απλά με διαφορετικά. Με λιγότερη σιγουριά για τις αλήθειες της ζωής. Μα με την ίδια λαχτάρα, για έρωτα και για βιβλία, για διάβασμα και γράψιμο. Με την ίδια λαχτάρα για το  μέλλον που είναι ακόμα άδηλο. Μια έφηβος ετών 35. Ετοιμόγεννη.








7/10/13

"Άνθρωποι, διηγηθείτε την ιστορία σας", Alberto Savinio του Μαραμπού



Μια μέρα βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο να θαυμάζω το ουράνιο τόξο που ξεπροβάλλει από το ράφι της Αστάρτης. Είχα ψαχουλέψει και άλλες φορές με τα ακροδάχτυλα το φάσμα των χρωμάτων, μπας και βρω εκεί μέσα τον αγαπητό Ίταλο Καλβίνο. Αυτή τη φορά όμως είχα πειστεί ότι δεν είχα να περιμένω τίποτα άλλο πέρα από οπτική ευχαρίστηση και κίνησα να φύγω χωρίς βιβλίο στα χέρια μου, ανατρέχοντας νοερά στα αδιάβαστα που με περίμεναν στο σπίτι, ώσπου το βλέμμα μου “τσακίστηκε” στον όρθιο και δυσδιάκριτο τίτλο της λαδί απόχρωσης!

Όταν ο τίτλος ξάπλωσε μπροστά στα μάτια μου, διάβασα Άνθρωποι, διηγηθείτε την ιστορία σας και τον βρήκα αρκετά αβανταρόδικο για να τον προσπεράσω. Ο συγγραφέας Αλμπέρτο Σαβίνιο δεν μου έλεγε απολύτως τίποτα και έτσι έψαξα για μερικά βιογραφικά στοιχεία του. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1891 (πρώτη ένδειξη ενδιαφέροντος) και το πραγματικό του όνομα ήταν Αντρέα ντε Κίρικο (κάτι μου θύμιζε αυτό το “κοκοροειδές” επώνυμο αλλά αδυνατούσα να θυμηθώ), αδερφός του γνωστού υπερρεαλιστή ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο (α, τώρα εξηγούνται όλα!). Το αγόρασα, σχεδόν αδιαφορώντας για την ιστορία που περιέχει.

Και έπραξα σωστά· γιατί όπως διαπίστωσα σύντομα  δεν ήταν μία η ιστορία αλλά δεκατέσσερις, οι οποίες μετά την ανάγνωση συνθέτουν με μαεστρία στο μυαλό σου, εκείνη την μία και μοναδική ιστορία, της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεκατέσσερα πορτρέτα ανθρώπων από όλη την κλίμακα της τέχνης: συγγραφείς, ποιητές, προφήτες, μουσικοί, ζωγράφοι, γλύπτες, κατασκευαστές μουσικών οργάνων, χορευτές, γιατροί, ταυρομάχοι(!), πολιτικοί. Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό του βιβλίου, ήταν ένας εξαιρετικά πολυτάλαντος άνθρωπος: συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός, ζωγράφος, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, μουσικός, λιμπρετίστας. Όλα αυτά τα στοιχεία τα έχεις στο μυαλό σου, καθώς τον παρακολουθείς να “φιλοτεχνεί” τα πορτρέτα των σπουδαίων ανθρώπων που επέλεξε να διαφυλάξει, μέσω της γραφής, στην αιωνιότητα (για τους περισσότερους από αυτούς, μπορείς να ισχυριστείς ότι καλά τα κατάφεραν και μόνοι τους, κάποιοι άλλοι όμως ίσως, χρειάζονταν αυτή την έξτρα βοήθεια).

Κάποιοι από τους εικονιζόμενους είναι πασίγνωστοι, Ιούλιος Βερν, Νοστράδαμος, Ελευθέριος Βενιζέλος, Τζουζέπε Βέρντι, Γκιγιόμ Απολινέρ, Παράκελσος· σε κάποιους άλλους, τα ονόματα κάτι μας θυμίζουν, Κολοντί, Αντόνιο Στραντιβάρι, Λορέντζο Μαμπίλι· υπάρχουν και εκείνοι για τους οποίους δηλώνουμε πλήρη άγνοια, Φελίτσε Καβαλότι, Άρνολντ Μπέκλιν, Ισιδώρα Ντάνκαν, Βιντσεντζο Τζέμιτο, Καϊετάνο Μπιενβενίδα.

Η γραφή του Σαβίνιο είναι υπέροχη και αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου. Παιγνιώδης και ονειρική, γεμάτη λογοπαίγνια και εντυπωσιασμούς, δένει αρμονικά με τις συνήθως σκληρές και βασανιστικές ζωές των ηρώων του. Είναι σαφώς υπερρεαλιστική αλλά όχι σε σημείο να γίνει ανυπόφορη – θα ήμουν ο πρώτος που θα το παραδεχόμουν, πιστέψτε με! Πάρτε μια γεύση:

         Στο διαμερισματάκι όπου ο Λορεντσίνι συγκερνούσε τις αδελφικές λατρείες της Αφροδίτης και του Βάκχου, ένα μικρό μαύρο πιάνο, λοξοβαλμένο, γέμιζε μόνο του μια γωνιά του σαλονιού. Το σκέπαστρο, που πάνω του έπεφταν βροχή τα φύλλα ενός στείρου σπαραγγιού, το γέμιζαν φωτογραφίες από πριμαντόνες με κόμη σαν ιστιοφόρο, στήθος σαν αερόστατο και την αφιέρωση γραμμένη διαγώνια. Εκεί, περιμένοντας την ερωμένη που σε λίγο θα φτάσει, τρεμουλιαστή μες στα φρου φρου και ευωδιάζοντας άνεμο, και θα τυλίξει σαν χταπόδι τα μπράτσα της γύρω απ' το πανύψηλο σκληρό κολάρο του, ο πατέρας του Πινόκιο, με το μάτι ανάστροφο, το μουστάκι μούσκεμα απ' το σάλιο που αναβρύζει μαζί με το τραγούδι, παραδίνεται σε παρατεταμένους αυτοσχεδιασμούς συγχορδιών, που πέφτουν πάνω στα πουφ τα όμοια με τουρκαλάδες που κάθονται οκλαδόν στο χαλί για να φουμάρουν ναργιλέ, και στις πολυθρόνες που είναι μαζεμένες γύρω απ' το τραπεζάκι, σαν κυρίες που συγκεντρώθηκαν για να παίξουν χαρτιά. 


Αυτό που με εντυπωσίασε πολύ, πέρα από την γραφή, είναι τα εκατοντάδες λογοπαίγνια, που παραδόξως φαίνεται να λειτουργούν καθ' ολοκληρίαν, διαμέσου της μετάφρασης. Ίσως επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και γνωρίζει σε βάθος την νοοτροπία του Έλληνα (υπάρχουν σε μερικά σημεία πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τους Έλληνες),  ίσως επειδή χρησιμοποιεί στο βιβλίο πολλές ελληνικές λέξεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες (π.χ. Paidi, didaskalos) για τις οποίες παρέχει επεξήγηση ο ίδιος ο Σαβίνιο στο πρωτότυπο, μου δημιουργήθηκε η ισχυρή εντύπωση ότι όλα αυτά τα γράφει ένας Έλληνας και όχι ένας Ιταλός (που για πολλούς, που συγχέουν φάτσες και ράτσες, δε θα αποτελεί και ιδιαίτερη έκπληξη)!

Οι βιογραφίες των ηρώων του, διαπλέκουν το ψέμα με την αλήθεια, ως είθισται και όπως είναι και το σωστό. Ο αναγνώστης θα κρίνει, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του και τον βαθμό τεμπελιάς, αν θα ψάξει να βρει τι ισχύει. Οι αφορμές είναι πάμπολλες και δίνονται αφειδώς σε κάθε σελίδα· ζωγραφικοί πίνακες, τίτλοι ποιημάτων, γλυπτά, όπερες, πολιτικές καταστάσεις, ονόματα προσώπων, κτιρίων, δρόμων. Και μόνο ότι θα μπείτε στον πειρασμό να αναζητήσετε τις φυσιογνωμίες αυτών των πορτρέτων, είναι ήδη η επιτυχία του βιβλίου! Εγώ, αν και με δυσκολία κρατήθηκα να μην αναζητήσω όλους τους ζωγραφικούς πίνακες που αναφέρονταν στο βιβλίο, εκεί που υπέκυψα ήταν, όταν διάβασα (και ύστερα επιβεβαίωσα) ότι ο Λορέντζος Μαβίλης είχε συνθέσει μερικά σκακιστικά προβλήματα τα οποία μνημονεύονται από την διεθνή σκακιστική βιβλιογραφία (σαν να λέμε ο Έλληνας Ναμπόκοφ, ως προς την σχέση τους με το σκάκι και μόνο, μην τρελαθούμε τελείως κιόλας!).

Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, πιστός στην εποχή του, δεν “φιλοτέχνησε” παρά μόνο ένα γυναικείο πορτρέτο, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε, εν είδει τύψεων που δεν μπορούσε να προσφέρει και άλλα, του έδωσε την μεγαλύτερη έκταση και το περισσότερο ενδιαφέρον. Η Ισιδώρα Ντάνκαν (κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία της με τίτλο “Ιζαντόρα Ντάνκαν, Η ζωή μου” από τις εκδόσεις Νεφέλη – εντάξει, το παραδέχομαι, έκανα και άλλες αναζητήσεις πέρα από τα σκακιστικά προβλήματα του Μαβίλη), σπουδαία χορεύτρια που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο χώρο της, με την χειραφετημένη αλλά και τραγική ζωή της, επέφερε μια άτυπη ισορροπία στο μισογυνισμό του υπόλοιπου βιβλίου.
Από το πορτρέτο της Ισιδώρας Ντάνκαν, παραθέτω ένα ακόμα απόσπασμα, όπου στην Αθήνα του 1906 παρατηρούνται κινήσεις αρχαίων Ελλήνων και στην προσπάθεια των (τότε) σύγχρονων να ανακαλύψουν αν είναι αληθινοί ή ψεύτικοι, ο Σαβίνιο παρατηρεί:

        Εδώ που τα λέμε, αυτή η δεύτερη υπόθεση ούτε καν πέρασε απ' το μυαλό των Αθηναίων. Ψεύτικοι αρχαίοι Έλληνες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στην Μονμάρτη, στο Χάιντ Παρκ, στο Σβαμπινγκ του Μονάχου· αποτελούσαν τμήμα εκείνων των πληθυσμών, των φριχτά ανάμικτων, μαζί με τους ψεύτικους Χριστούς που φόραγαν σανδάλια και είχαν μαλλιά ως τους ώμους και γυαλιά· αλλά η Αθήνα είχε ανοσία σε παρόμοιες μολύνσεις, κι επιπλέον βρισκόταν πολύ μακριά τους. Η σύγχρονη Ελλάδα ήταν τότε η μόνη χώρα στην οποία την αρχαία Ελλάδα δεν την αναθυμούνταν ούτε την παράφραζαν με διανοουμενίστικο τρόπο. (Αργότερα, υπέκυψε και αυτή στη μόλυνση). 

Το βιβλίο του Σαβίνιο είναι επιεικώς υπέροχο! Όλες οι τέχνες σχεδόν, πηγάζουν από μέσα του και περιβάλλονται με στοργή από την Μητέρα πασών των τεχνών, την τέχνη του Λόγου. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι, αν αναγκαζόμουν για τρεις μήνες να διαβάζω ξανά και ξανά ένα μόνο βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό το βιβλίο. Πάντα επέλεγα, ένα κείμενο απαιτητικό και στριφνό, έναν Τζόυς ίσως ή Πύντσον (αλλά αν το τελείωνα πριν τους τρεις μήνες, θα είχα την δύναμη και τη διάθεση να το πιάσω από την αρχή;)· τότε αναθεωρούσα και επέλεγα, ένα βιβλίο και μεγάλο και ευχάριστο, ιδανικό για επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις, ας πούμε τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ· τέλος πάντων,  με τα πολλά, είχα καταλήξει στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ· μα, έπειτα από την ανάγνωση του Σαβίνιο, αναθεώρησα εκ νέου· δικαίωμά μου, δεν είναι;

Μοναδική έντονη ένσταση είναι η μικροσκοπική γραμματοσειρά της Αστάρτης που έρχεται σε τρομακτική σύγκρουση με την μεγαλόπρεπη λαμπρότητα της γραφής του Σαβίνιο. Συνεχώς φλέρταρα με την σκέψη να το παρατήσω εξαιτίας της, αν δεν υπέκυψα είναι γιατί, η ομορφιά του πνεύματος (όπως και του σώματος) απαιτεί θυσίες.


                                                                                                            Μαραμπού




"Άνθρωποι, διηγηθείτε την ιστορία σας", Αλμπέρτο Σαβίνιο, μετ. Παναγιώτης Σκόνδρας, εκδ. Αστάρτη, 1989, σελ.300 


Όλα τα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας θα τα βρείτε εδώ 

5/10/13

«Η αδελφή μου», Σταύρος Ζουμπουλάκης





«Σπαρακτικό», «συγκινητικό», «ανθρώπινο», θα μπορούσαν να είναι κάποιες από τις λέξεις κλισέ που λατρεύουν οι δημοσιογράφοι και θα χαρακτήριζαν το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Η αδελφή μου». Αυτά για όσους αγαπούν να μένουν στα γεγονότα, όπως στην χρόνια και δύσκολο να ελεγχθεί επιληψία της Γιούλας Ζουμπουλάκη και τον πρόωρο θάνατό της στα εξήντα της από καρκίνο. Δεν πιστεύω όμως πως ο συγγραφέας είχε πρόθεση να γράψει μια «αληθινή ιστορία», μια ιστορία επιληψίας ή έστω μιαν εν μέρει αυτοβιογραφία. Πρόθεσή του είναι να μείνει το όνομά της μαζί με το δικό του στην αιωνιότητα, όποτε σκέφτονται εκείνον να θυμούνται κι εκείνη. Κι έπειτα να μας πει δυο τρεις από τις σοφίες για τη ζωή που ζυμώνονται μόνο μέσα από τον πόνο και στον καλλιεργημένο άνθρωπο μπορεί να μεταλλαχθούν σε φιλοσοφία.

Δεν είναι λοιπόν το λιανό βιβλιαράκι μια απαρίθμηση των δεινών της Γιούλας Ζουμπουλάκη, είναι μια φιλοσοφική πραγματεία για τον πόνο και την ασθένεια. Αυτά τα δυο τόσο άδικα ως το προς ποιόν πλήττουν και εντελώς δυσεπίλυτα προβλήματα της ανθρώπινης φύσης είναι πανανθρώπινα. Για αυτό η ταύτιση είναι έντονη και συναισθηματική. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετές φορές σταμάτησα, αποσυνδέθηκα από την ιστορία κι έστησα πάνω της τη δική μου ιστορία, βαστώντας μόνο μια-δυο φράσεις του συγγραφέα.

«Δεν πιστεύω διόλου σε όλη αυτή τη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, πιστεύω μόνο πως όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος»

Ο Ζουμπουλάκης και η αδελφή του ήταν βαθιά θρησκευόμενοι- παιδιά παπά και μιας αφοσιωμένης στη θρησκεία μάνας. Τούτη η πίστη που σε καταστάσεις ασθένειας μωραίνει πολλούς, στο βιβλίο αν και προβάλλεται, δεν καταπατεί τη σκέψη, είναι μέρος μιας φιλοσοφίας ζωής που μπορεί να μην ενστερνίζεσαι, αλλά κατανοείς. Κι αν η αδελφή του συγγραφέα θέλησε να ματώσει τα γόνατά της στην Τήνο σε τάμα, αυτό είναι μια προσωπική υπόθεση, τελείως διαφορετική από το γνωστό πανηγυράκι που στήνεται εκεί.

Εντύπωση βαθιά μου έκανε πέρα από το φιλοσοφικό κομμάτι, η αντίδραση της Γιούλας όταν στα πενήντα της η επιληψία τιθασεύτηκε επιτέλους με φάρμακα και έπαψε να έχει κρίσεις. Δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τον εαυτό της έξω από την ασθένεια, αφέθηκε, δεν προσπάθησε να κερδίσει τα «χαμένα χρόνια». Δεν ήξερε να υπάρχει χωρίς το βάσανο, να αλληλεπιδρά με τους άλλους δίχως αυτή τη συνιστώσα στις σχέσεις της. Αυτό δεν το έχω δει να εκφράζεται πουθενά αλλού με τέτοια απλότητα και ευκρίνεια, το ξέρω για τους δικούς μου, το φοβάμαι για τον εαυτό μου και στην τελική ανάλυση το καταλαβαίνω.


«Η αδελφή μου», Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδ. Πόλις, 2012, σελ.69   


 Υ.Γ. Αιτία για να αγοράσω το βιβλίο ήταν αυτή η ανάρτηση του Ναυτίλου. 

3/10/13

Αηδία




Είχα υποσχεθεί να μην ξαναγράψω πολιτικά εδώ μέσα. Οι αναγνώστες δεν μπορεί να έχουν τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις, δε γίνεται. Είχα υποσχεθεί να μην ασχοληθώ παρά μόνον με τα βιβλία. Όμως τα βιβλία, κακά τα ψέματα, δεν μπορεί παρά να διαμορφώσουν πεποιθήσεις.

Δυο μέρες πριν σκεφτόμουν αφελώς πως αν ήταν να τους πιάσουν αλλά να είναι το κατηγορητήριο σωστό και δεμένο, καλά έκαναν και περίμενα. Στην άκρη του μυαλού μου είχα τη μητέρα του Φύσσα «ήταν ανάγκη να σκοτώσουν τον γιο μου;», έλεγε. Αλλά την έβαλα στην άκρη για το «κοινό καλό». Εκεί σε αυτή την άκρη έβαλα και τους κρετίνους που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, αυτούς τους γελοίους που βγήκαν από τη ναζιστική τρύπα τους στα δυο μεγάλα κόμματα και εκδηλώθηκαν ανοιχτά για αυτό που είναι. Για να μας βγάλουν από την εθνικιστική αυταπάτη του «δημοκρατικού λαού». Αν και η πρόσφατη ιστορία πλειστάκις μας είχε αποδείξει πως οι Έλληνες δεν είναι όλοι και τόσο δημοκράτες. Εκεί σε αυτή τη γαμημένη άκρη – πολλές άκρες έχει το μυαλό μου τελικά- τοποθέτησα πως τους πιάσαν σαν κοινούς εγκληματίες αλλά παραμείναν βουλευτές, πως τόσα χρόνια τους χρηματοδοτούσαν ως παρακρατικούς, πως τους έθρεψαν καλά και τώρα τους πρόσφεραν θυσία.

Χθες οι άκρες του μυαλού μου άρχισαν να λύνονται. Στο αλαζονικό μειδίαμα του Κασιδιάρη όσο κλωτσούσε. Στην θριαμβολογία των μωρών οπαδών που ξαναβγήκαν από το λαγούμι. Στον τρόμο των "κρυφών" μαρτύρων, αυτών που αν τα καταφέρουν και επιζήσουν δεν θα εμφανιστούν ποτέ στη δίκη – ούτε κι εγώ θα εμφανιζόμουν. Την ελληνική δικαιοσύνη την είχα πάντα για ξεφτιλισμένη, ξέρω τις αδυναμίες της, τον τρόπο της να χειρίζεται τα πράγματα, να είναι υποχείριο του καθεστώτος όταν θέλει και «ανεξάρτητη» όταν διακυβεύονται άλλα. Την ελληνική δικαιοσύνη την ξέρω, την ελληνική πολιτική σκηνή την ξέρω. Βλέπω και γύρω μου. Πέρα από μια χούφτα λαμόγια, ίσως και μια μεγάλη μερίδα ηλιθίων, βλέπω αξιόλογους ανθρώπους. Αυτά τα γλοιώδη υποκείμενα που μας κυβερνούν, που το παίζουν αξιωματική αντιπολίτευση και θιγμένα μικρομέγαλα κόμματα, που μας δικάζουν και μας αστυνομεύουν που τα βρήκαμε, δεν ξέρω…  



2/10/13

«Η πόρτα στη σκάλα», Lorrie Moore




Βιβλίο εξαιρετικά καλογραμμένο, αλλά κάπως άνισο είναι «Η πόρτα στη σκάλα» της Λόρι Μουρ. Η συγγραφέας έχει ευχέρεια στο λόγο, αγαπά τα λογοπαίγνια (η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου είναι εμπνευσμένη και τα καταφέρνει πολύ καλά στα περισσότερα από τα «επικίνδυνα» κομμάτια) και φαίνεται πως έχει δουλέψει τη γραφή της διεξοδικά. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα και ο κεντρικός χαρακτήρας, η Τάσι Κέλττζιν, οδηγείται με αργά αλλά σταθερά βήματα προς μια εσωτερική ωρίμανση.

Η Τάσι είναι μια εικοσάχρονη φοιτήτρια από τα Μεσοδυτικά των Η.ΠΑ., κόρη ενός «χομπίστα αγρότη» που αγαπά να βγάζει διάφορα είδη πατάτας και μιας Εβραίας μάνας με αρκετά ψυχολογικά. Όταν βρίσκεται στην σχετικά μεγάλη πόλη, το Τρόι, στην αρχή νιώθει σα χαμένη. Για να συμπληρώσει το εισόδημά της ψάχνει δουλειά ως babysitter. Έτσι γνωρίζεται με την Σάρα Μπρινκ, μια σαρανταπεντάρα ιδιοκτήτρια ενός ψαγμένου εστιατορίου της πόλης, που θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί.

Η Τάσι ακολουθεί την Σάρα στις διαδικασίες της υιοθεσίας, ανάμεσα στις ιδιωτικές εταιρείες που σχεδόν σαν πραμάτεια χειρίζονται «φυσικές μητέρες», μωρά και νήπια και υποψήφιους γονείς-αγοραστές. Όταν η Σάρα τελικά υιοθετεί ένα όμορφο, δίχρονο, μιγάδικο κοριτσάκι, θα νιώσει στο πετσί της το πόσο τα στεγανά δεν έχουν αλλάξει όσον αφορά το χρώμα των ανθρώπων.

Το βιβλίο κυλά πολύ ομαλά ως περίπου τη μέση, η πλοκή μεστώνει αργά αλλά με νόημα. Από τη μέση και μετά όμως αρχίζουν να εκρήγνυνται τα γεγονότα γύρω από τη νεαρή φοιτήτρια, να συμβαίνουν τραγικά πράγματα που το καθένα θα μπορούσε να είναι η κορύφωση και να φέρει την κάθαρση, όλα μαζί όμως φέρνουν κάποια σύγχυση. Ο νεαρός Βραζιλιάνος με τον οποίο έχει δεσμό αποδεικνύεται πολύ διαφορετικός από ότι φαινόταν, η εργοδότρια της η Σάρα έχει ένα ένοχο (και κάπως αναληθοφανές για οποιαδήποτε μάνα ενός 4χρονου παιδιού), εξοντωτικό μυστικό  που θα κάνει την υπόθεση της υιοθεσίας περίπλοκη, η συγκάτοικός της από ατυχία θα κοντέψει να πεθάνει, ο αδελφός της θα καταταγεί στο στρατό κι αυτό θα οδηγήσει σε μια τραγωδία.

Το βιβλίο πραγματεύεται πολλά θέματα μαζί, άλλα βαθιά κι άλλα κάπως επιφανειακά. Το θέμα της υιοθεσίας- πονεμένο παντού στον κόσμο αλλά ιδιαίτερα στην Αμερική όπου όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται-, τον φυλετικό ρατσισμό, την Ισλαμική απειλή, τους «Αμερικάνικους πολέμους» στην Μέση Ανατολή, την αθωότητα του μέσου Αμερικανού νέου, την πορεία προς την ενηλικίωση μιας νεαρής γυναίκας στην μετεφηβεία.

Υπάρχει προς το τέλος μια κορυφαία στιγμή πένθους, κι άλλες μικρότερες που αναδεικνύουν το βιβλίο, τη συγγραφέα, την ηρωίδα. «Η πόρτα στη σκάλα» είναι ένα κείμενο που ξεκινά με όλα τα εχέγγυα για να μείνει στην μνήμη σου για καιρό, κάποια στιγμή όμως ίσως από υπερβολική αυτοπεποίθηση η αίσθηση του μέτρου χάνεται και ο καταιγισμός των γεγονότων πνίγει τη γοητευτική ηρωίδα. Σίγουρα πάντως είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί∙ κι η Λόρι Μουρ μια συγγραφέας που αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί της και στο μέλλον.


«Η πόρτα στη σκάλα», Λόρι Μούρ, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις, 2013 σελ.410