Είχε σκύψει πάνω από το λουλούδι, δεν ήξερε πια το όνομά του, μπορεί να μη θυμόταν να ονοματίσει και το χρώμα του. Ομως ήθελε πολύ να το κόψει γιατί η ύπαρξή του είχε κάτι το ακραία σουρεαλιστικό μέσα στα καπνογόνα. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση και συνέχισε τον δρόμο της. Μάζεψε απλά την εικόνα του – δεν ήταν ολωσδιόλου χαζή κι ας της το καταλόγιζαν. Θα πέθαινε αν το άγγιζε. Καλύτερα να έβαζε το κεφάλι της στον σκουπιδοτενεκέ. Αν και οι κάδοι, άδειοι, ήταν λιγότερο επικίνδυνοι.
Χαμογέλασε στον εαυτό της καθώς προχωρούσε ανάμεσα στους προειδοποιητικούς καπνούς. Είχε αρχίσει να σφυρίζει έναν πολύ εύθυμο σκοπό που κάτι της θύμιζε, χωρίς να μπει στον κόπο να το αναλύσει. Βάδιζε καταμεσής του δρόμου.
Κατάλαβε κάπως αργά πως ένας άντρας στεκόταν στο πεζοδρόμιο και την κοίταζε αποδοκιμαστικά όσο χρονοτριβούσε. Θα έφταιγε η λουλουδένια φούστα και τα μαύρα της μαλλιά. «Δεν είμαι τσιγγάνα, κύριος», πήγε να του φωνάξει. Ηταν ανόητο, γιατί είχε χρόνια να δει τσιγγάνα – δεν είχαν αφήσει καμιά να τριγυρίζει στην τελευταία εκκαθάριση.
Για λίγο έπαιξε με την ιδέα να του πιάσει κουβέντα, είχε καιρό να μιλήσει με οποιονδήποτε και αναρωτιόταν αν θα τα κατάφερνε. Τον κοίταξε με το πλάγιο βλέμμα της, φαινόταν συμπαθητικός, σχεδόν όμορφος.
Την πλησίασε.
«Δεν είμαι τσιγγάνα», του είπε τελικά εντελώς προβλέψιμα, κι αυτός χαμογέλασε.
«Πώς βρέθηκες εδώ;» τη ρώτησε.
«Οπως κι εσύ», του απάντησε. Αλλά μια τέτοια απόκριση δεν είχε πραγματικό έρεισμα, εκείνος θα μπορούσε να είναι αστυνομικός, παρακρατικός, κάτι τέλος πάντων και να έχει το δικαίωμα να τριγυρνά όπου θέλει.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη, χωρίς συντροφιά;» είπε ο άντρας και η αμεσότητα στην προσέγγιση έκανε την καρδιά της να χτυπήσει σαν τρελή. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα, τα μάτια του ζεστά, στο χρώμα της σοκολάτας. Εγλειψε τα χείλη της για να τα κάνει λίγο να γυαλίζουν. Πρόσεξε πως τα ρούχα του είχαν τα ίδια χάλια με τα δικά της και κάτι μέσα της σκίρτησε· μπορεί να ήταν κανονικός άνθρωπος.
Την πλησίασε.
«Δεν είμαι τσιγγάνα», του είπε τελικά εντελώς προβλέψιμα, κι αυτός χαμογέλασε.
«Πώς βρέθηκες εδώ;» τη ρώτησε.
«Οπως κι εσύ», του απάντησε. Αλλά μια τέτοια απόκριση δεν είχε πραγματικό έρεισμα, εκείνος θα μπορούσε να είναι αστυνομικός, παρακρατικός, κάτι τέλος πάντων και να έχει το δικαίωμα να τριγυρνά όπου θέλει.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη, χωρίς συντροφιά;» είπε ο άντρας και η αμεσότητα στην προσέγγιση έκανε την καρδιά της να χτυπήσει σαν τρελή. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα, τα μάτια του ζεστά, στο χρώμα της σοκολάτας. Εγλειψε τα χείλη της για να τα κάνει λίγο να γυαλίζουν. Πρόσεξε πως τα ρούχα του είχαν τα ίδια χάλια με τα δικά της και κάτι μέσα της σκίρτησε· μπορεί να ήταν κανονικός άνθρωπος.
Το αεράκι τρύπωσε στο κορμί της έτσι όπως στεκόταν καταμεσής της Πανεπιστημίου. Το φθινόπωρο την τριγύριζε κι ο χειμώνας ήταν λίγο πιο κοντά. Στο πρώτο χιόνι η λουλουδένια φούστα της θα ξεσκιζόταν. Για την ώρα στροβιλίστηκε στην αύρα του απογεύματος και προσποιήθηκε αρκετά πειστικά πως τη χτύπησε αυτοκίνητο.
Ο άντρας ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Το βλέμμα του τριγύρισε εξεταστικά στο κορμί της, λίγο σαν να την έγδυνε. Της άρεσε. Σηκώθηκε από την άσφαλτο και ξεσκονίστηκε.
«Ποιος θα το έλεγε πως θα νοσταλγούσα τις εξατμίσεις και τις βενζίνες», είπε ναζιάρικα.
«Εχεις δει έστω από μακριά κανέναν άλλο τελευταία;» Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, του έγνεψε αρνητικά.
«Γιατί δεν είσαι εντός;» συνέχισε ο άντρας κι έγνεψε προς το συρματόπλεγμα. Από την πύλη του καταφυγίου στα Προπύλαια ακουγόταν ένας πολύ εύθυμος σκοπός.
«Εσύ γιατί δεν είσαι;» του αντιγύρισε αυθάδικα.
«Το ξέρεις πως εδώ πια απαγορεύεται να μένει κανείς. Θα πεθάνεις».
«Κι εσύ».
«Θέλω να έρθεις μαζί μου με το καλό».
«Θέλω να μου πεις ποιος είσαι».
«Είμαι σε περιπολία, δεν περίμενα να συναντήσω κανέναν σε αυτή την ερημιά. Νόμιζα πως όλοι οι τρελοί είχαν πια πεθάνει. Νόμιζα πως κανείς δεν αντέχει πάνω από δυο τρεις ώρες την ημέρα στο Κακό».
«Το Κακό μάς έχει κυκλώσει», του είπε ψιθυριστά και γούρλωσε τα μάτια.
«Ποιος θα το έλεγε πως θα νοσταλγούσα τις εξατμίσεις και τις βενζίνες», είπε ναζιάρικα.
«Εχεις δει έστω από μακριά κανέναν άλλο τελευταία;» Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, του έγνεψε αρνητικά.
«Γιατί δεν είσαι εντός;» συνέχισε ο άντρας κι έγνεψε προς το συρματόπλεγμα. Από την πύλη του καταφυγίου στα Προπύλαια ακουγόταν ένας πολύ εύθυμος σκοπός.
«Εσύ γιατί δεν είσαι;» του αντιγύρισε αυθάδικα.
«Το ξέρεις πως εδώ πια απαγορεύεται να μένει κανείς. Θα πεθάνεις».
«Κι εσύ».
«Θέλω να έρθεις μαζί μου με το καλό».
«Θέλω να μου πεις ποιος είσαι».
«Είμαι σε περιπολία, δεν περίμενα να συναντήσω κανέναν σε αυτή την ερημιά. Νόμιζα πως όλοι οι τρελοί είχαν πια πεθάνει. Νόμιζα πως κανείς δεν αντέχει πάνω από δυο τρεις ώρες την ημέρα στο Κακό».
«Το Κακό μάς έχει κυκλώσει», του είπε ψιθυριστά και γούρλωσε τα μάτια.
Κοίταξε γύρω της το παρατημένο Κέντρο, παντού ερημιά και εγκατάλειψη. Επειτα έριξε το βλέμμα στο κτίριο του Πανεπιστημίου, εκεί αρχινούσε η ζωή, τα Προπύλαια ήταν η πόρτα του υπόγειου παραδείσου. Σε λίγο δεν θα υπήρχε φαγητό πουθενά εδώ έξω, οι πληγές στο κορμί της θα άνοιγαν περισσότερο αν έμενε κι άλλο εκτεθειμένη.
Ισως ο άντρας να είχε δίκιο, να έπρεπε πια να παραδοθεί, να γίνει σαν όλους τους άλλους, να βρει έναν καλό άνθρωπο σαν ετούτο τον μπάτσο σε περιπολία. Να νοικοκυρευτεί. Μπορεί να είχε έρθει πια η ώρα να αφήσει να τη χώσουν κι αυτή μέσα. Ισως να έχει περισσότερη σημασία η ζωή από την ελευθερία.
«Θέλω να έρθω μαζί σου», του είπε.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη εδώ έξω;» επανέλαβε ο άντρας.
«Εναν χρόνο».
«Λυπάμαι, δεν μπορώ τίποτα πια να κάνω για σένα, εκτέθηκες πολύ καιρό, αφέθηκες. Αν σε πάρω μέσα, θα μας μολύνεις όλους».
«Θέλω να έρθω μαζί σου», του είπε.
«Πόσο καιρό είσαι μόνη εδώ έξω;» επανέλαβε ο άντρας.
«Εναν χρόνο».
«Λυπάμαι, δεν μπορώ τίποτα πια να κάνω για σένα, εκτέθηκες πολύ καιρό, αφέθηκες. Αν σε πάρω μέσα, θα μας μολύνεις όλους».
Ο άντρας με τα ξεσκισμένα ρούχα -τόπους τόπους από τα ξέφτια φαινόταν η προστατευτική στολή που κάλυπτε το κορμί του- άρχισε με βαριά βήματα να απομακρύνεται. Ο πρώτος πυροβολισμός τον βρήκε πισώπλατα, ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Δεν είχε μείνει τυχαία ζωντανή στην κόλαση τόσο καιρό.
Κατερίνα Μαλακατέ