(Σημείωση: Η ακόλουθη ανάρτηση αριθμεί περί τις 4200 λέξεις*. Αν ποτέ σκοπεύεις να διαβάσεις τα έργα του Πύντσον, ετούτη εδώ η ανάρτηση ίσως είναι μια καλή προπόνηση – αν μη τι άλλο, έχει τις δυνατότητες να αποδειχθεί εξίσου παραληρηματική!)
Ή, για να το καταλάβουν και οι αλλόγλωσσοι αναγνώστες μας, Πυντσονίστηκα, πώς αλλιώς να το πω! Τους τελευταίους μήνες συγχρονίστηκα (εκ του synchronized) ολότελα μαζί του. Τι κατάλαβα που έχω τόσο καιρό τα βιβλία του Πύντσον αδιάβαστα; Για να με κατηγορούν ότι είμαι ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία του; Τουλάχιστον, ας γίνω ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον ενώ τα έχει διαβάσει!
Όταν ξεκινάς να διαβάζεις Πύντσον (και κυρίως το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”), στις πρώτες 15 σελίδες θα έχεις βρει τον λόγο που θα σε κάνει να σταματήσεις. Να είναι η απαιτητική γλώσσα του κειμένου; Να είναι η παρανοϊκή ιστορία που αχνοφαίνεται και τίποτα δεν προμηνύει ότι μπορεί να καλυτερέψει στην πορεία του ογκώδους αυτού βιβλίου; Να είναι οι χαρακτήρες του Πύντσον, για τους οποίους έχεις ακούσει να λέγεται ότι είναι υπερβολικά χάρτινοι, και αυτό το βρίσκεις ασυγχώρητο ελάττωμα για ένα βιβλίο από χαρτί!! Ό,τι και αν σκαρφιστείς, θα είναι μια φθηνή δικαιολογία, εκτός και αν προφέρεις την μαγική φράση των νομοταγών αναγνωστών, “Απλώς, δεν μου αρέσει!”, οπότε όλα σου συγχωρούνται διαμιάς χωρίς δευτερολογίες.
Η γραφή του είναι απαράμιλλης ομορφιάς. Ίσως, δεν έχετε ξαναδιαβάσει πιο ακαταμάχητες ακατανοησίες! Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Πύντσον στην εισαγωγή του, στη συλλογή διηγημάτων “Βραδείας καύσεως” (http://diavazontas.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html), του αρέσει πολύ να συνδυάζει λέξεις που κανονικά δεν θα συνυπήρχαν, δημιουργώντας παράλογα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματάς την ανάγνωση και αναρωτιέσαι πώς γίνεται η λέξη Α να ακολουθεί τη λέξη Β τις οποίες ακολουθεί η λέξη Γ και το τελικό αποτέλεσμα να είναι εντελώς αντίθετο απ' ό,τι προμήνυε ο συγκερασμός αυτών των άχαρων μεμονωμένων λέξεων! Αυτό είναι σπουδαίο επίτευγμα, που δεν μπορείς παρά μόνο να θαυμάσεις. Όμως, αρκεί αυτό για να κάνει την γραφή του Πύντσον τόσο απαιτητική;
Το βιβλίο διατρέχει διαδοχικά τις εξάρσεις και τις υφέσεις μιας μανιοκαταθλιπτικής γραφής. Στις υφέσεις της γραφής, ο λόγος γίνεται περισσότερο στοχαστικός, μπορείς να ακολουθήσεις ένα μέρος της ιστορίας, να δεις τους ήρωες με την ησυχία σου και να εμβαθύνεις στα συναισθήματά τους για όσο (περιορισμένο) διάστημα σού επιτρέπεται η πρόσβαση. Στις περιόδους μανίας, ο λόγος εξακοντίζεται, γίνεται παραληρηματικός, πυρετικός. Σε προσπερνά, σε φτάνει στα όριά σου, η καμπύλη της ακατανοησίας υψώνεται επικίνδυνα και μόλις είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, ακολουθεί μια μικρή ύφεση, μια οικεία κοιλότητα, σαν κάτι να σου λέει, «Στάσου, να κοίτα, ο Σλόθροπ πάλι! Δε θες να μάθεις τι θα γίνει με την πάρτη του;»
Ως άνθρωπος που λατρεύω το σκάκι, καθώς διάβαζα το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”, σκέφτηκα ακόμα μία παρομοίωση για να περιγράψω τον τρόπο που γράφει ο Πύντσον. Φαντάστηκα τον Πύντσον ως έναν μεγάλο σκακιστή, ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε μέσα στο μυαλό του όλες εκείνες τις ακατανόητες (για τους περισσότερους από μας) βαριάντες που περνούν από το κεφάλι του και μετά από έντονη σκέψη, συμπυκνώνονται σε μία και μοναδική κίνηση που πραγματοποιείται πάνω στη σκακιέρα. Οι περισσότεροι αναγνώστες διακρίνουν στα βιβλία του, αυτή την μοναδική κίνηση που σπρώχνει την ανάγνωση/παρτίδα ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος της, ή αν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με την λογοτεχνία, διακρίνουν και κάποιες τακτικές/στρατηγικές βλέψεις πίσω της. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να δουν όλες τις παραλλαγές που υπαγορεύουν εντέλει όλες αυτές τις κινήσεις. Ο Πύντσον όμως επιμένει να μας τα δείξει όλα ή τουλάχιστον, περισσότερα απ' όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Μερικές σελίδες παρακάτω, συνάντησα τα ίδια τα λόγια του Πύντσον και αναπόφευκτα χαμογέλασα:
«Σκεφτείτε το σαν σκάκι», έλεγε τις πρώτες μέρες του στην πρωτεύουσα, ψάχνοντας για μια σύγκριση που θα κατανοούσαν καλύτερα οι Ρώσοι, «μια εξωφρενική παρτίδα σκάκι».
Μία από τις παράλληλες απολαύσεις που μπορείς να πάρεις από τα βιβλία του Πύντσον, είναι η δημιουργία παρομοιώσεων καθώς προσπαθείς να εξηγήσεις στο εαυτό σου, τι είναι αυτό που διαβάζεις! Η μεγαλύτερη όμως απόλαυση είναι η ίδια η γραφή, και κατά πόδας ακολουθούν το χιούμορ και η πολιτικοκοινωνική κριτική. Είναι αστείο να ισχυριστεί κάποιος ότι τα βιβλία του Πύντσον δεν έχουν χιούμορ. Και μόνο το γεγονός ότι γράφει όπως γράφει, αρκεί για να το αποδείξει! Πέραν αυτού, πολλά αποσπάσματα μαρτυρούν την αδιαμφισβήτητη παρουσία του. Μη μου ζητάτε να σας παραθέσω αποσπάσματα, το χιούμορ του Πύντσον δεν είναι αποσπασματικό, έκτος του ότι έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι είναι πανταχού παρόν σαν σαρδόνιο γέλιο, επιπροσθέτως συνδέεται άρρηκτα με την υπόλοιπη ιστορία, ακολουθεί μια δεδομένη πορεία και εμφανίζεται όταν είσαι παντελώς ανυποψίαστος και το μόνο που δεν περιμένεις να σου συμβεί το επόμενο δευτερόλεπτο, είναι να γελάσεις δυνατά. Το ξέρω, σου μοιάζει τερατώδες αυτό που σου λέω, όταν εσύ συνήθως κλαις από οργή στην προσπάθεια να τελειώσεις τα βιβλία του, όμως, δες το σαν εξιλέωση του συγγραφέα απέναντί σου, δεν είναι χαιρεκακία από μέρους του, είναι απλώς αναγνώριση και εκτίμηση της προσπάθειας που κατέβαλες.
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η καμουφλαρισμένη σε χρώματα παραλλαγής και διάσπαρτη σαν θραύσματα από χειροβομβίδα διασποράς, πολιτικοκοινωνική κριτική. Την αισθάνεσαι σε κάθε παράγραφο αλλά δεν την συναντάς παρά μόνο σποραδικά και ακανόνιστα. Μέσα στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” συνάντησα πολύ λίγα αποσπάσματα που να έχουν ξεκάθαρο, σαφή και αιχμηρό σχόλιο απέναντι σε πολιτικές ή κοινωνικές δομές. Ένα χαρακτηριστικό, δυνατό απόσπασμα ακολουθεί:
[...] Μην ξεχνάς ότι το πραγματικό αντικείμενο του Πολέμου είναι η αγορά και η πώληση. Ο φόνος και η βία είναι αυτο-αστυνόμευση, και μπορούν να ανατεθούν σε μη-επαγγελματίες. Η μαζική φύση του θανάτου σε περίοδο πολέμου είναι χρήσιμη κατά πολλές έννοιες. Χρησιμεύει ως θέαμα, ως αντιπερισπασμός από τις πραγματικές κινήσεις του Πολέμου. Προμηθεύει πρώτη ύλη η οποία θα καταγραφεί στην Ιστορία, έτσι ώστε τα παιδιά να διδάσκονται την Ιστορία ως αλληλουχία βίας, μάχη με μάχη, και να προετοιμάζονται για τον κόσμο των μεγάλων. Και, το καλύτερο απ' όλα, ο μαζικός θάνατος είναι ένα ερέθισμα για τον απλό κοσμάκη, τα ανθρωπάκια, για να προσπαθούν να αρπάξουν ένα κομμάτι από την Πίτα όσο βρίσκονται εδώ για να το καταπιούν. Ο πραγματικός πόλεμος είναι ένα πανηγύρι αγορών.
...από την άλλη, ούτε οι χαρακτήρες βοηθούν, ανήμποροι καθώς σου παρουσιάζονται, να σε μπάσουν στα τρίσβαθα της ψυχής τους. Από τους εκατοντάδες χαρακτήρες, μόνο ο Σλόθροπ σέρνει κουτσά στραβά τα πόδια του ως το τέλος του βίβλου. Τι μένει τότε από το βιβλίο όταν δεν το διαβάζουμε πια; Μένει η αίσθηση ότι γίναμε κοινωνοί μιας εκπληκτικής βιωματικής (η λογοτεχνία είναι βίωμα) εμπειρίας, ότι ακραγγίξαμε την Παράνοια, όπως όταν περάσαμε σαν αγχόνη στο λαιμό μας την Αγωνία που μας μετέδωσε ο Κάφκα, ή όπως όταν σφιχταγκαλιάσαμε τον Θάνατο μαζί με τα τρεμάμενα χέρια του Πόε και... so it goes! Τα ογκώδη βιβλία του Πύντσον προσφέρουν μια βαθύτατη γνώση του κόσμου που σε περιβάλλει, του κόσμου όπως είναι ή όπως μπορεί να γίνει, χωρίς να χρειάζεται να φιλτραριστούν οι σκέψεις μέσα από τους χάρτινους ήρωές του, εσύ είσαι ο ήρωας των βιβλίων του, και η γλώσσα του είναι το ασφαλέστερο και γρηγορότερο μέσο συνειδητοποίησης.
[...] Στα μισά της σκάλας, ο Σλόθροπ ξαφνιάζεται στη θέα μιας λαμπρής σειράς δοντιών, που χαμογελούν μέσα από μια σκοτεινή μπουκαπόρτα. «Σας έβλεπα. Ελπίζω να μην σας πειράζει». Φαίνεται πως είναι αυτός ο Γιαπωνέζος πάλι, που τώρα συστήνεται ως σημαιοφόρος Μοριτούρι, του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού.
«Ναι, μωρέ...» γιατί μιλάει έτσι χύμα ο Σλόθροπ; «Σε είδα που κοίταζες... και χτες βράδυ, φιλάρα...».
«Νομίζεις πως είμαι ηδονοβλεψίας. Έτσι νομίζεις. Αλλά δεν πρόκειται γι' αυτό. Θέλω να πω, δεν συγκινούμαι απ' αυτό. Αλλά, όταν κοιτάζω ανθρώπους, νιώθω λιγότερο μόνος».
«Τι διάολο, ρε σημαιοφόρε... και γιατί δεν... έμπαινες μέσα κι εσύ; Εκείνοι οι τύποι πάντα γουστάρουνε... παρέα».
«Μη χειρότερα», λέει, και φοράει ένα από εκείνα τα μεγάλα, πολυεδρικά γιαπωνέζικα χαμόγελα, «τότε θα ένιωθα περισσότερο μόνος».
Τα βιβλία του Πύντσον δεν είναι παρανοϊκά (με τον ίδιο τρόπο που τα κείμενα του Κάφκα δεν είναι αγωνιώδη και τα διηγήματα του Πόε πεισιθάνατα), υπάρχει μια λεπτή διαφορά, δεν μιλούν απλώς για παράνοια αλλά την σκιαγραφούν με τον πλέον πειστικό τρόπο. Σε κάθε βιβλίο που έχει ως θέμα του τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφιλοχωρεί αναπόφευκτα και μια μικροποσότητα παράνοιας. Στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” όμως, η παράνοια είναι το αίτιο και ο πόλεμος το αιτιατό, και όχι το αντίθετο. Πόλεμος και παράνοια ταιριάζουν καλά μαζί (θα μπορούσαμε κάλλιστα να μνημονεύουμε και τον πόλεμο ως Δεύτερη Παγκόσμια Παράνοια, μια χαρά μού ακούγεται!) και αυτό φαίνεται από το εκπληκτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζει το συγκεκριμένο βιβλίο στα μάτια του αναγνώστη. Ωστόσο, ο Πύντσον χρησιμοποιεί την Παράνοια σε κάθε βιβλίο του με ανάλογα εκπληκτικά αποτελέσματα.
[...] Όπως και άλλα είδη παράνοιας, δεν είναι παρά η απαρχή της ανακάλυψης ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους, τα πάντα μέσα στη Δημιουργία, πρόκειται για μια δευτερεύουσα φώτιση – δεν είναι η εκτυφλωτική συνειδητοποίηση ότι όλα είναι Ένα, αλλά ότι τουλάχιστον συνδέονται.
Γι' αυτό παρατηρούμε προς το τέλος του βιβλίου, μια προσπάθεια του Πύντσον να επαναφέρει χαρακτήρες που παρατήσαμε 100, 200 ακόμα και 600(!) σελίδες πίσω. Όλοι έρχονται να συνδεθούν με όλα, να ενισχύσουν την παράνοια που ήδη από την αρχή, την αισθανόμασταν αβάσταχτη. Ο Πύντσον έχει “κατηγορηθεί” ότι χρησιμοποιεί στα βιβλία του θεωρίες συνωμοσίας και ισχυρούς πόλους εξουσίας που ελέγχουν και κατευθύνουν την ζωή των χαρακτήρων εν αγνοία τους, κάτι που ίσως θεωρείται υπερβολικά “αμερικάνικο” για τον υπόλοιπο κόσμο;; Τώρα πια, όλοι είναι πιο υποψιασμένοι, ένας τέτοιος κόσμος δεν είναι ουτοπικός και ανεδαφικός, έχει προσγειωθεί στην πραγματικότητά μας και μπορεί να φωλιάσει κάτω από την κουβέρτα μας χωρίς να τον κλωτσήσουμε με οργή, τα αντανακλαστικά μας έχουν αμβλυνθεί. Διαβάζεις τον Πύντσον με περισσότερη κατανόηση, δεν θεωρείς αυτά που σου περιγράφει δυσνόητα και ξένα, ούτε θες να παρατήσεις την ανάγνωση τόσο εύκολα, όση εξάντληση και αν σου προκαλεί, γιατί πλέον μετατράπηκε σε κάτι που σε αφορά όλο και περισσότερο. Ο Πύντσον καθώς περνούν τα χρόνια δεν σου μοιάζει τόσο παρανοϊκός όσο παλιότερα, θες να του γνέψεις με συγκατάβαση για όσα γνώριζε πριν από σένα, να έχεις πάντα ένα πρόχειρο χαμόγελο πίσω απ' τα χείλη για να το σκάσεις όταν θα εμφανιστεί μπροστά σου δια ζώσης, δεν ξέρεις πότε τι γίνεται στον κόσμο που ζούμε!
Αν οι πιθανότητες να παρατήσεις το “Ενάντια στη μέρα” εξαιτίας της γραφής του είναι 1 στις 10000, οι αντίστοιχες πιθανότητες να παρατήσεις το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” είναι 1 στις 2! Από την άλλη, οι πιθανότητες να επιστρέψεις στα παραπάνω βιβλία ύστερα από σύντομη διακοπή της ανάγνωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογες! Στο “Ενάντια στη μέρα”, ο Πύντσον δεν παρουσιάζεται καλύτερος ή χειρότερος, ευκολότερος ή δυσκολότερος – απλώς, ωρίμασε, αυτό είναι όλο. Τα δυο βιβλία τα χωρίζουν κάτι παραπάνω από τριάντα χρόνια, στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” ο λόγος είναι πιο εκρηκτικός, αυθάδικος, ερωτογενής. Στο “Ενάντια στη μέρα” όλα παρουσιάζονται πιο ήπια και πιο μεστά. Βέβαια, βοηθάει σ' αυτό και η αστραπιαία ωρίμανση του αναγνώστη, από βιβλίο σε βιβλίο, αν διαβαστεί πρώτα το προγενέστερο τότε όσα θα ακολουθήσουν θα είναι επαναληπτικές αποδείξεις της ευτυχίας, σε αντίθετη περίπτωση, θα είσαι στην ευχάριστη θέση να είσαι λιγάκι υποψιασμένος, διόλου αμελητέο προνόμιο! Ο Πύντσον όμως, θα συνεχίζει να παραμένει ο εαυτός του, ενοχλητικά αναγνωρίσιμος! Το “Ενάντια στη μέρα” είναι μια μεγαλειώδης αφήγηση, μια περιπέτεια λόγου και καταστάσεων που φανερώνει τα θέλγητρά της από την αρχή. Αν η τελευταία φορά που πετάξατε με αερόστατο ήταν πάνω από το Μυστηριώδες Νησί, τότε ήρθε ο καιρός να επιβιβαστείτε στο αερόπλοιο Ινκονβήνιενς και να θαυμάσετε την πρόοδο της λογοτεχνίας από ψηλά, η θέα (ενίοτε ζαλίζει αλλά κυρίως) μαγεύει!
[...] Σαν να του εκμυστηρευόταν ένα μυστικό που ο Λιου κατάλαβε ότι για κάποιον άγνωστο λόγο ήταν πλέον έτοιμος να το ακούσει, ο Δάσκαλος είπε: «Είμαστε φως, βλέπεις, όλο φως – είμαστε το φως που προσφέρεται στον σφαιριστή στο τέλος της μέρας, τα λαμπερά μάτια ενός αγαπημένου προσώπου, η φλόγα του σπίρτου στο παράθυρο ψηλά στην πόλη, τα άστρα και τα νεφελώματα που λάμπουν τα μεσάνυχτα, το φεγγάρι που σηκώνεται μέσα από τα καλώδια του τραμ, η λάμπα νάφθας που τρεμοφέγγει στη χειράμαξα του πλανόδιου μικροπωλητή... Όταν χάσαμε το αιθερικό σώμα μας και ενσαρκωθήκαμε, γίναμε αργοί, πηχτοί, στερεοποιηθήκαμε σε» – έπιασε τα μάγουλά του και τα κούνησε πέρα-δώθε – «αυτό. Η ψυχή είναι μια μνήμη που κουβαλάμε, και που μας θυμίζει ότι κάποτε κινούμασταν με την ταχύτητα και την πυκνότητα του φωτός. Το πρώτο βήμα στην εκπαίδευσή μας εδώ είναι να μάθουμε πώς θα επανακτήσουμε αυτή την αραιότητα, αυτή την κατάσταση του φωτός, έτσι ώστε να γίνουμε ξανά ικανοί να περνάμε απ' όπου θέλουμε, μέσα από γυαλί λάμπας, από τζάμι παραθύρου, και κάποια στιγμή, παρόλο που κινδυνεύουμε να χωριστούμε στα δυο, μέσα από ισλανδική κρύσταλλο, η οποία είναι μια κρυσταλλική έκφραση της ταχύτητας της Γης μέσα στον αιθέρα, που μεταβάλλει τις διαστάσεις και δημιουργεί διπλή διάθλαση...» Στάθηκε στην πόρτα. «Σε κάθε περίπτωση, η εξιλέωση έρχεται αργότερα στο ταξίδι. Φάε κάτι, έλα, μπράβο».
Το μόνο ελάττωμα του βιβλίου είναι το 1 κιλό και 350 γραμμάριά του! Πιο πολύ με κούρασε να το κρατάω παρά να το διαβάζω! Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” αποδείχτηκε ελαφρύτερο και ταυτόχρονα, βαρύτερο! Όσον αφορά την “Υπεραιχμή”, επειδή είναι γραμμένη και εκτυπωμένη με την τελευταία λέξη της λογοτεχνίας και της τυπογραφίας, δεν κουράζει ούτε το μυαλό ούτε το χέρι! (Κατά έναν περίεργο λόγο, η ανομοιότητα στις σελίδες δεν φαίνεται να παίζει κανέναν απολύτως ρόλο)! Δεν εννοώ ότι είναι κατώτερο ως βιβλίο σε σύγκριση με τα άλλα δύο, απλώς το θέμα του είναι πιο σύγχρονο, λίγο πολύ όλοι θα συμφωνήσετε ότι ο κόσμος του διαδικτύου είναι εξ' ορισμού παρανοϊκός, οπότε είμαστε σε γνώριμα νερά.
to be continued...
Μαραμπού
to be continued...
Μαραμπού
*Για αυτό η διαχειρίστρια του ιστολογίου την έσπασε σε 2 μέρη... (νταααα)