30/1/15

Pynchonized- part1- του Μαραμπού



(Σημείωση: Η ακόλουθη ανάρτηση αριθμεί περί τις 4200 λέξεις*. Αν ποτέ σκοπεύεις να διαβάσεις τα έργα του Πύντσον, ετούτη εδώ η ανάρτηση ίσως είναι μια καλή προπόνηση – αν μη τι άλλο, έχει τις δυνατότητες να αποδειχθεί εξίσου παραληρηματική!)

Ή, για να το καταλάβουν και οι αλλόγλωσσοι αναγνώστες μας, Πυντσονίστηκα, πώς αλλιώς να το πω! Τους τελευταίους μήνες συγχρονίστηκα (εκ του synchronized) ολότελα μαζί του. Τι κατάλαβα που έχω τόσο καιρό τα βιβλία του Πύντσον αδιάβαστα; Για να με κατηγορούν ότι είμαι ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία του; Τουλάχιστον, ας γίνω ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον ενώ τα έχει διαβάσει!

Όταν ξεκινάς να διαβάζεις Πύντσον (και κυρίως το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”), στις πρώτες 15 σελίδες θα έχεις βρει τον λόγο που θα σε κάνει να σταματήσεις. Να είναι η απαιτητική γλώσσα του κειμένου; Να είναι η παρανοϊκή ιστορία που αχνοφαίνεται και τίποτα δεν προμηνύει ότι μπορεί να καλυτερέψει στην πορεία του ογκώδους αυτού βιβλίου; Να είναι οι χαρακτήρες του Πύντσον, για τους οποίους έχεις ακούσει να λέγεται ότι είναι υπερβολικά χάρτινοι, και αυτό το βρίσκεις ασυγχώρητο ελάττωμα για ένα βιβλίο από χαρτί!! Ό,τι και αν σκαρφιστείς, θα είναι μια φθηνή δικαιολογία, εκτός και αν προφέρεις την μαγική φράση των νομοταγών αναγνωστών, “Απλώς, δεν μου αρέσει!”, οπότε όλα σου συγχωρούνται διαμιάς χωρίς δευτερολογίες.

Η γραφή του είναι απαράμιλλης ομορφιάς. Ίσως, δεν έχετε ξαναδιαβάσει πιο ακαταμάχητες ακατανοησίες! Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Πύντσον στην εισαγωγή του, στη συλλογή διηγημάτων “Βραδείας καύσεως” (http://diavazontas.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html), του αρέσει πολύ να συνδυάζει λέξεις που κανονικά δεν θα συνυπήρχαν, δημιουργώντας παράλογα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Κάθε λίγο και λιγάκι σταματάς την ανάγνωση και αναρωτιέσαι πώς γίνεται η λέξη Α να ακολουθεί τη λέξη Β τις οποίες ακολουθεί η λέξη Γ και το τελικό αποτέλεσμα να είναι εντελώς αντίθετο απ' ό,τι προμήνυε ο συγκερασμός αυτών των άχαρων μεμονωμένων λέξεων! Αυτό είναι σπουδαίο επίτευγμα, που δεν μπορείς παρά μόνο να θαυμάσεις. Όμως, αρκεί αυτό για να κάνει την γραφή του Πύντσον τόσο απαιτητική;

Το βιβλίο διατρέχει διαδοχικά τις εξάρσεις και τις υφέσεις μιας μανιοκαταθλιπτικής γραφής. Στις υφέσεις της γραφής, ο λόγος γίνεται περισσότερο στοχαστικός, μπορείς να ακολουθήσεις ένα μέρος της ιστορίας, να δεις τους ήρωες με την ησυχία σου και να εμβαθύνεις στα συναισθήματά τους για όσο (περιορισμένο) διάστημα σού επιτρέπεται η πρόσβαση. Στις περιόδους μανίας, ο λόγος εξακοντίζεται, γίνεται παραληρηματικός, πυρετικός. Σε προσπερνά, σε φτάνει στα όριά σου, η καμπύλη της ακατανοησίας υψώνεται επικίνδυνα και μόλις είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις, ακολουθεί μια μικρή ύφεση, μια οικεία κοιλότητα, σαν κάτι να σου λέει, «Στάσου, να κοίτα, ο Σλόθροπ πάλι! Δε θες να μάθεις τι θα γίνει με την πάρτη του;»
Ως άνθρωπος που λατρεύω το σκάκι, καθώς διάβαζα το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”, σκέφτηκα ακόμα μία παρομοίωση για να περιγράψω τον τρόπο που γράφει ο Πύντσον. Φαντάστηκα τον Πύντσον ως έναν μεγάλο σκακιστή, ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε μέσα στο μυαλό του όλες εκείνες τις ακατανόητες (για τους περισσότερους από μας) βαριάντες που περνούν από το κεφάλι του και μετά από έντονη σκέψη, συμπυκνώνονται σε μία και μοναδική κίνηση που πραγματοποιείται πάνω στη σκακιέρα. Οι περισσότεροι αναγνώστες διακρίνουν στα βιβλία του, αυτή την μοναδική κίνηση που σπρώχνει την ανάγνωση/παρτίδα ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος της, ή αν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με την λογοτεχνία, διακρίνουν και κάποιες τακτικές/στρατηγικές βλέψεις πίσω της. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να δουν όλες τις παραλλαγές που υπαγορεύουν εντέλει όλες αυτές τις κινήσεις. Ο Πύντσον όμως επιμένει να μας τα δείξει όλα ή τουλάχιστον, περισσότερα απ' όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Μερικές σελίδες παρακάτω, συνάντησα τα ίδια τα λόγια του Πύντσον και αναπόφευκτα χαμογέλασα:

«Σκεφτείτε το σαν σκάκι», έλεγε τις πρώτες μέρες του στην πρωτεύουσα, ψάχνοντας για μια σύγκριση που θα κατανοούσαν καλύτερα οι Ρώσοι, «μια εξωφρενική παρτίδα σκάκι».

Μία από τις παράλληλες απολαύσεις που μπορείς να πάρεις από τα βιβλία του Πύντσον, είναι η δημιουργία παρομοιώσεων καθώς προσπαθείς να εξηγήσεις στο εαυτό σου, τι είναι αυτό που διαβάζεις! Η μεγαλύτερη όμως απόλαυση είναι η ίδια η γραφή, και κατά πόδας ακολουθούν το χιούμορ και η πολιτικοκοινωνική κριτική. Είναι αστείο να ισχυριστεί κάποιος ότι τα βιβλία του Πύντσον δεν έχουν χιούμορ. Και μόνο το γεγονός ότι γράφει όπως γράφει, αρκεί για να το αποδείξει! Πέραν αυτού, πολλά αποσπάσματα μαρτυρούν την αδιαμφισβήτητη παρουσία του. Μη μου ζητάτε να σας παραθέσω αποσπάσματα, το χιούμορ του Πύντσον δεν είναι αποσπασματικό, έκτος του ότι έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι είναι πανταχού παρόν σαν σαρδόνιο γέλιο, επιπροσθέτως συνδέεται άρρηκτα με την υπόλοιπη ιστορία, ακολουθεί μια δεδομένη πορεία και εμφανίζεται όταν είσαι παντελώς ανυποψίαστος και το μόνο που δεν περιμένεις να σου συμβεί το επόμενο δευτερόλεπτο, είναι να γελάσεις δυνατά. Το ξέρω, σου μοιάζει τερατώδες αυτό που σου λέω, όταν εσύ συνήθως κλαις από οργή στην προσπάθεια να τελειώσεις τα βιβλία του, όμως, δες το σαν εξιλέωση του συγγραφέα απέναντί σου, δεν είναι χαιρεκακία από μέρους του, είναι απλώς αναγνώριση και εκτίμηση της προσπάθειας που κατέβαλες. 

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η καμουφλαρισμένη σε χρώματα παραλλαγής και διάσπαρτη σαν θραύσματα από χειροβομβίδα διασποράς, πολιτικοκοινωνική κριτική. Την αισθάνεσαι σε κάθε παράγραφο αλλά δεν την συναντάς παρά μόνο σποραδικά και ακανόνιστα. Μέσα στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” συνάντησα πολύ λίγα αποσπάσματα που να έχουν ξεκάθαρο, σαφή και αιχμηρό σχόλιο απέναντι σε πολιτικές ή κοινωνικές δομές. Ένα χαρακτηριστικό, δυνατό απόσπασμα ακολουθεί:

[...] Μην ξεχνάς ότι το πραγματικό αντικείμενο του Πολέμου είναι η αγορά και η πώληση. Ο φόνος και η βία είναι αυτο-αστυνόμευση, και μπορούν να ανατεθούν σε μη-επαγγελματίες. Η μαζική φύση του θανάτου σε περίοδο πολέμου είναι χρήσιμη κατά πολλές έννοιες. Χρησιμεύει ως θέαμα, ως αντιπερισπασμός από τις πραγματικές κινήσεις του Πολέμου. Προμηθεύει πρώτη ύλη η οποία θα καταγραφεί στην Ιστορία, έτσι ώστε τα παιδιά να διδάσκονται την Ιστορία ως αλληλουχία βίας, μάχη με μάχη, και να προετοιμάζονται για τον κόσμο των μεγάλων. Και, το καλύτερο απ' όλα, ο μαζικός θάνατος είναι ένα ερέθισμα για τον απλό κοσμάκη, τα ανθρωπάκια, για να προσπαθούν να αρπάξουν ένα κομμάτι από την Πίτα όσο βρίσκονται εδώ για να το καταπιούν. Ο πραγματικός πόλεμος είναι ένα πανηγύρι αγορών.


...από την άλλη, ούτε οι χαρακτήρες βοηθούν, ανήμποροι καθώς σου παρουσιάζονται, να σε μπάσουν στα τρίσβαθα της ψυχής τους. Από τους εκατοντάδες χαρακτήρες, μόνο ο Σλόθροπ σέρνει κουτσά στραβά τα πόδια του ως το τέλος του βίβλου. Τι μένει τότε από το βιβλίο όταν δεν το διαβάζουμε πια; Μένει η αίσθηση ότι γίναμε κοινωνοί μιας εκπληκτικής βιωματικής (η λογοτεχνία είναι βίωμα) εμπειρίας, ότι ακραγγίξαμε την Παράνοια, όπως όταν περάσαμε σαν αγχόνη στο λαιμό μας την Αγωνία που μας μετέδωσε ο Κάφκα, ή όπως όταν σφιχταγκαλιάσαμε τον Θάνατο μαζί με τα τρεμάμενα χέρια του Πόε και... so it goes! Τα ογκώδη βιβλία του Πύντσον προσφέρουν μια βαθύτατη γνώση του κόσμου που σε περιβάλλει, του κόσμου όπως είναι ή όπως μπορεί να γίνει, χωρίς να χρειάζεται να φιλτραριστούν οι σκέψεις μέσα από τους χάρτινους ήρωές του, εσύ είσαι ο ήρωας των βιβλίων του, και η γλώσσα του είναι το ασφαλέστερο και γρηγορότερο μέσο συνειδητοποίησης.

[...] Στα μισά της σκάλας, ο Σλόθροπ ξαφνιάζεται στη θέα μιας λαμπρής σειράς δοντιών, που χαμογελούν μέσα από μια σκοτεινή μπουκαπόρτα. «Σας έβλεπα. Ελπίζω να μην σας πειράζει». Φαίνεται πως είναι αυτός ο Γιαπωνέζος πάλι, που τώρα συστήνεται ως σημαιοφόρος Μοριτούρι, του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού.

«Ναι, μωρέ...» γιατί μιλάει έτσι χύμα ο Σλόθροπ; «Σε είδα που κοίταζες... και χτες βράδυ, φιλάρα...».

«Νομίζεις πως είμαι ηδονοβλεψίας. Έτσι νομίζεις. Αλλά δεν πρόκειται γι' αυτό. Θέλω να πω, δεν συγκινούμαι απ' αυτό. Αλλά, όταν κοιτάζω ανθρώπους, νιώθω λιγότερο μόνος».

«Τι διάολο, ρε σημαιοφόρε... και γιατί δεν... έμπαινες μέσα κι εσύ; Εκείνοι οι τύποι πάντα γουστάρουνε... παρέα».

«Μη χειρότερα», λέει, και φοράει ένα από εκείνα τα μεγάλα, πολυεδρικά γιαπωνέζικα χαμόγελα, «τότε θα ένιωθα περισσότερο μόνος».

Τα βιβλία του Πύντσον δεν είναι παρανοϊκά (με τον ίδιο τρόπο που τα κείμενα του Κάφκα δεν είναι αγωνιώδη και τα διηγήματα του Πόε πεισιθάνατα), υπάρχει μια λεπτή διαφορά, δεν μιλούν απλώς για παράνοια αλλά την σκιαγραφούν με τον πλέον πειστικό τρόπο. Σε κάθε βιβλίο που έχει ως θέμα του τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφιλοχωρεί αναπόφευκτα και μια μικροποσότητα παράνοιας. Στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” όμως, η παράνοια είναι το αίτιο και ο πόλεμος το αιτιατό, και όχι το αντίθετο. Πόλεμος και παράνοια ταιριάζουν καλά μαζί (θα μπορούσαμε κάλλιστα να μνημονεύουμε και τον πόλεμο ως Δεύτερη Παγκόσμια Παράνοια, μια χαρά μού ακούγεται!) και αυτό φαίνεται από το εκπληκτικό αποτέλεσμα που παρουσιάζει το συγκεκριμένο βιβλίο στα μάτια του αναγνώστη. Ωστόσο, ο Πύντσον χρησιμοποιεί την Παράνοια σε κάθε βιβλίο του με ανάλογα εκπληκτικά αποτελέσματα.

[...] Όπως και άλλα είδη παράνοιας, δεν είναι παρά η απαρχή της ανακάλυψης ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους, τα πάντα μέσα στη Δημιουργία, πρόκειται για μια δευτερεύουσα φώτιση – δεν είναι η εκτυφλωτική συνειδητοποίηση ότι όλα είναι Ένα, αλλά ότι τουλάχιστον συνδέονται.

Γι' αυτό παρατηρούμε προς το τέλος του βιβλίου, μια προσπάθεια του Πύντσον να επαναφέρει χαρακτήρες που παρατήσαμε 100, 200 ακόμα και 600(!) σελίδες πίσω. Όλοι έρχονται να συνδεθούν με όλα, να ενισχύσουν την παράνοια που ήδη από την αρχή, την αισθανόμασταν αβάσταχτη. Ο Πύντσον έχει “κατηγορηθεί” ότι χρησιμοποιεί στα βιβλία του θεωρίες συνωμοσίας και ισχυρούς πόλους εξουσίας που ελέγχουν και κατευθύνουν την ζωή των χαρακτήρων εν αγνοία τους, κάτι που ίσως θεωρείται υπερβολικά “αμερικάνικο” για τον υπόλοιπο κόσμο;; Τώρα πια, όλοι είναι πιο υποψιασμένοι, ένας τέτοιος κόσμος δεν είναι ουτοπικός και ανεδαφικός, έχει προσγειωθεί στην πραγματικότητά μας και μπορεί να φωλιάσει κάτω από την κουβέρτα μας χωρίς να τον κλωτσήσουμε με οργή, τα αντανακλαστικά μας έχουν αμβλυνθεί. Διαβάζεις τον Πύντσον με περισσότερη κατανόηση, δεν θεωρείς αυτά που σου περιγράφει δυσνόητα και ξένα, ούτε θες να παρατήσεις την ανάγνωση τόσο εύκολα, όση εξάντληση και αν σου προκαλεί, γιατί πλέον μετατράπηκε σε κάτι που σε αφορά όλο και περισσότερο. Ο Πύντσον καθώς περνούν τα χρόνια δεν σου μοιάζει τόσο παρανοϊκός όσο παλιότερα, θες να του γνέψεις με συγκατάβαση για όσα γνώριζε πριν από σένα, να έχεις πάντα ένα πρόχειρο χαμόγελο πίσω απ' τα χείλη για να το σκάσεις όταν θα εμφανιστεί μπροστά σου δια ζώσης, δεν ξέρεις πότε τι γίνεται στον κόσμο που ζούμε!


Αν οι πιθανότητες να παρατήσεις το “Ενάντια στη μέρα” εξαιτίας της γραφής του είναι 1 στις 10000, οι αντίστοιχες πιθανότητες να παρατήσεις το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” είναι 1 στις 2! Από την άλλη, οι πιθανότητες να επιστρέψεις στα παραπάνω βιβλία ύστερα από σύντομη διακοπή της ανάγνωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογες! Στο “Ενάντια στη μέρα”, ο Πύντσον δεν παρουσιάζεται καλύτερος ή χειρότερος, ευκολότερος ή δυσκολότερος – απλώς, ωρίμασε, αυτό είναι όλο. Τα δυο βιβλία τα χωρίζουν κάτι παραπάνω από τριάντα χρόνια, στο “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” ο λόγος είναι πιο εκρηκτικός, αυθάδικος, ερωτογενής. Στο “Ενάντια στη μέρα” όλα παρουσιάζονται πιο ήπια και πιο μεστά. Βέβαια, βοηθάει σ' αυτό και η αστραπιαία ωρίμανση του αναγνώστη, από βιβλίο σε βιβλίο, αν διαβαστεί πρώτα το προγενέστερο τότε όσα θα ακολουθήσουν θα είναι επαναληπτικές αποδείξεις της ευτυχίας, σε αντίθετη περίπτωση, θα είσαι στην ευχάριστη θέση να είσαι λιγάκι υποψιασμένος, διόλου αμελητέο προνόμιο! Ο Πύντσον όμως, θα συνεχίζει να παραμένει ο εαυτός του, ενοχλητικά αναγνωρίσιμος! Το “Ενάντια στη μέρα” είναι μια μεγαλειώδης αφήγηση, μια περιπέτεια λόγου και καταστάσεων που φανερώνει τα θέλγητρά της από την αρχή. Αν η τελευταία φορά που πετάξατε με αερόστατο ήταν πάνω από το Μυστηριώδες Νησί, τότε ήρθε ο καιρός να επιβιβαστείτε στο αερόπλοιο Ινκονβήνιενς και να θαυμάσετε την πρόοδο της λογοτεχνίας από ψηλά, η θέα (ενίοτε ζαλίζει αλλά κυρίως) μαγεύει!

[...] Σαν να του εκμυστηρευόταν ένα μυστικό που ο Λιου κατάλαβε ότι για κάποιον άγνωστο λόγο ήταν πλέον έτοιμος να το ακούσει, ο Δάσκαλος είπε: «Είμαστε φως, βλέπεις, όλο φως – είμαστε το φως που προσφέρεται στον σφαιριστή στο τέλος της μέρας, τα λαμπερά μάτια ενός αγαπημένου προσώπου, η φλόγα του σπίρτου στο παράθυρο ψηλά στην πόλη, τα άστρα και τα νεφελώματα που λάμπουν τα μεσάνυχτα, το φεγγάρι που σηκώνεται μέσα από τα καλώδια του τραμ, η λάμπα νάφθας που τρεμοφέγγει στη χειράμαξα του πλανόδιου μικροπωλητή... Όταν χάσαμε το αιθερικό σώμα μας και ενσαρκωθήκαμε, γίναμε αργοί, πηχτοί, στερεοποιηθήκαμε σε» – έπιασε τα μάγουλά του και τα κούνησε πέρα-δώθε – «αυτό. Η ψυχή είναι μια μνήμη που κουβαλάμε, και που μας θυμίζει ότι κάποτε κινούμασταν με την ταχύτητα και την πυκνότητα του φωτός. Το πρώτο βήμα στην εκπαίδευσή μας εδώ είναι να μάθουμε πώς θα επανακτήσουμε αυτή την αραιότητα, αυτή την κατάσταση του φωτός, έτσι ώστε να γίνουμε ξανά ικανοί να περνάμε απ' όπου θέλουμε, μέσα από γυαλί λάμπας, από τζάμι παραθύρου, και κάποια στιγμή, παρόλο που κινδυνεύουμε να χωριστούμε στα δυο, μέσα από ισλανδική κρύσταλλο, η οποία είναι μια κρυσταλλική έκφραση της ταχύτητας της Γης μέσα στον αιθέρα, που μεταβάλλει τις διαστάσεις και δημιουργεί διπλή διάθλαση...» Στάθηκε στην πόρτα. «Σε κάθε περίπτωση, η εξιλέωση έρχεται αργότερα στο ταξίδι. Φάε κάτι, έλα, μπράβο».


Το μόνο ελάττωμα του βιβλίου είναι το 1 κιλό και 350 γραμμάριά του! Πιο πολύ με κούρασε να το κρατάω παρά να το διαβάζω! Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” αποδείχτηκε ελαφρύτερο και ταυτόχρονα, βαρύτερο! Όσον αφορά την “Υπεραιχμή”, επειδή είναι γραμμένη και εκτυπωμένη με την τελευταία λέξη της λογοτεχνίας και της τυπογραφίας, δεν κουράζει ούτε το μυαλό ούτε το χέρι! (Κατά έναν περίεργο λόγο, η ανομοιότητα στις σελίδες δεν φαίνεται να παίζει κανέναν απολύτως ρόλο)! Δεν εννοώ ότι είναι κατώτερο ως βιβλίο σε σύγκριση με τα άλλα δύο, απλώς το θέμα του είναι πιο σύγχρονο, λίγο πολύ όλοι θα συμφωνήσετε ότι ο κόσμος του διαδικτύου είναι εξ' ορισμού παρανοϊκός, οπότε είμαστε σε γνώριμα νερά.

                                                                  to be continued...

                                                                                                             Μαραμπού







*Για αυτό η διαχειρίστρια του ιστολογίου την έσπασε σε 2 μέρη... (νταααα)

27/1/15

«Ο ποταμός της μνήμης», Richard Powers


Άνθρωποι που ψάχνουν να ορίσουν τον εαυτό τους είναι οι ήρωες του Ρίτσαρντ Πάουερς στο εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ο ποταμός της μνήμης». Με αφορμή την νευροπαθολογία που τόσο αγαπά ο συγγραφέας, ο Πάουερς γράφει ένα βιβλίο βασισμένο στο μυστήριο του εγκεφάλου, των ανθρώπινων αντιδράσεων και τελικά της ζωής.

Ο Μαρκ, εργάτης σε σφαγείο, παθαίνει ένα φρικαλέο ατύχημα που τον αφήνει με βαρύτατες εγκεφαλικές κακώσεις. Δίπλα του από την πρώτη στιγμή θα είναι η αδελφή του Κάριν που παρατά τη ζωή της- την δουλειά και το σπίτι της- για να τον περιθάλψει. Όταν εκείνος θα συνέλθει, θα αναγνωρίσει τους πάντες και τα πάντα, εκτός από την αδελφή του που νομίζει πως σκοτεινές δυνάμεις την έχουν αντικαταστήσει με την σωσία της. Σύνδρομο Κάπγκρας.

«Για κάποιον ασαφή λόγο δεν ταιριάζετε με την εικόνα που έχει για εσάς. Ξέρει ότι έχει αδελφή. Θυμάται τα πάντα σχετικά με σας. Ξέρει ότι της μοιάζετε, ότι ενεργείτε σαν αυτήν, ότι ντύνεστε όπως αυτή. Απλώς πιστεύει πως δεν είστε αυτή.»

Η Κάριν, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ ανασφαλής μιας και αυτή κι ο Μαρκ μεγάλωσαν σε μια οικογένεια θεότρελη, δεν μπορεί με τίποτα να αποδεχτεί την κατάσταση. Νιώθει παγιδευμένη στην φροντίδα ενός ασθενούς που δεν την συμπαθεί καν. Ο φίλος της ο Ντάνιελ, με τον οποίο «τα είχανε» παλιά και ξαναβρέθηκαν λόγω της κατάστασης, θα της δώσει βιβλία εκλαϊκευμένης νευροψυχολογίας κι έτσι θα γνωριστεί με τον πασίγνωστο γιατρό Βέμπερ. Ο Βέμπερ βρίσκεται σε καμπή στην καριέρα του, έχοντας μόλις λάβει τις πρώτες αρνητικές κριτικές για βιβλίο του. Όλοι μαζί, και η μυστηριώδης βοηθός νοσοκόμα Μάγκυ που θέλει να βοηθήσει πολύ, θα χαθούν στην αναζήτηση του εαυτού τους και του περιβάλλοντος, πασχίζοντας να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά. Στο φόντο οι γερανοί στον ποταμό Πλατ της Νεμπράσκα κινδυνεύουν να χάσουν και τον τελευταίο τους βιότοπο.

«Γερανοί κατεβαίνουν καθώς νυχτώνει. Σαν στριφογυριστές, χαλαρές κορδέλες στον ουρανό. Δέκα δέκα έρχονται από όλα τα σημεία του ορίζοντα με το σούρουπο. Πλήθη από καναδικούς γερανούς μαζεύονται στο ποτάμι που ξεπαγώνει, στις πλατωσιές, βοσκώντας, χτυπώντας τις φτερούγες τους, κρώζοντας το πρώτο κύμα μιας μαζικής εκκένωσης. Ολοένα κι άλλα πουλιά κατεβαίνουν με τον κόκκινο αέρα να αντηχεί απ’ τις κραυγές τους»  

Το μυθιστόρημα ακολουθεί αργό ρυθμό, απαιτητικό, το οικολογικό μοτίβο του είναι ποιητικό και πολιτικό μαζί, τα θέματα μεγάλα κι αναπάντητα. Πέρα από την ίδια την  κάκωση και το ενδιαφέρον για έναν εγκέφαλο που νοσεί και κατανοεί μιαν άλλη πραγματικότητα, διαφορετική από του υγιούς, βλέπουμε και εγκεφάλους τυπικά υγιείς που δεν μπορούν παρά να δουν αυτό που συμβαίνει από το δικό τους πρίσμα. Η Κάριν- με την οποία θα ταυτιστεί κάθε άνθρωπος που ποτέ έχει περιθάλψει βαθιά ασθενή-  δεν μπορεί να ορίσει τον εαυτό της μακριά από την ασθένεια του αδελφού της, νιώθει πως δεν δικαιούται να είναι ευτυχισμένη ή να μην αλλάξει τη ζωή της, όσο ο δικός της άνθρωπος υποφέρει. Από την άλλη, κάποια στιγμή συνηθίζει τόσο την κατάσταση που προτιμά να έχει ο Μαρκ θεοποιημένη την παλιά της εικόνα από το να την αναγνωρίσει ξανά και να αρχίσουν οι επιτιμήσεις.

Ο Βέμπερ, βαθιά στην μέση ηλικία, ψάχνεται επαγγελματικά και προσωπικά, δεν ξέρει αν πρέπει να μείνει στο παλιό, ασφαλές και δοκιμασμένο ή να πάρει γεύση από το καινούργιο. Κι αυτό το καινούργιο τι θα είναι. Κι ο Μαρκ- που δεν ήταν το καλύτερο παιδί, ούτε κάνα τζιμάνι εξαρχής- πασχίζει μέσα στην θολούρα της εγκεφαλικής κάκωσης να βρει έναν εαυτό, νέο ή παλιό αδιάφορο.

Το μυθιστόρημα είναι πυκνογραμμένο, υπέβαλλε σε μένα να το διαβάζω κοντά δέκα μέρες, χωρίς απιστίες πολλές, να το κρατώ σαν γιατρικό και βάλσαμο για τις λίγες στιγμές κάθε μέρα που μου περίσσευαν. Η γραφή του Πάουερς είναι τριτοπρόσωπη αλλά κάθε φορά αλλάζει οπτική και ήρωα, το βιβλίο αν και κυλά γραμμικά έχει μια πολύ ρευστή σχέση με τον χρόνο που άλλοτε διαστέλλεται, κι άλλοτε συστέλλεται· όπως και στην πραγματική ζωή. Το απόλαυσα, το κατέταξα μέσα μου πολύ γρήγορα στα σημαντικά βιβλία τούτης της χρονιάς και φαντάζομαι πως θα το σκέφτομαι και στο μέλλον.

«Ο ποταμός της μνήμης», Ρίτσαρντ Πάουερς, μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Εστία, σελ 577, 2014



Υ.Γ. 42 Η γραμματοσειρά της έκδοσης είναι εξαιρετικά μικρή, ώρες ώρες αναρωτιόμουν αν ανέβασα πρεσβυωπία. Αν ένα βιβλίο είναι να βγει 1000 σελίδες, εγώ θα το άφηνα να βγει. Στριμώχνοντας 350 λέξεις στην σελίδα κανονικού μεγέθους δεν κατορθώνεις τίποτα άλλο εκτός από τον εκνευρισμό του αναγνώστη.

Y.Γ. 42-42 Η μετάφραση είναι εξαιρετικά προσεγμένη, σε ένα βιβλίο δύσκολο, γεμάτο ιατρικούς όρους, ενώ το ολιγόλογο σημείωμα του μεταφραστή στην αρχή του βιβλίου βάζει τα πράγματα στη θέση τους.


23/1/15

"Η δεύτερη ευκαιρία", Henry James



5550 λέξεις, ένα μεγάλο διήγημα είναι στην ουσία «Η δεύτερη ευκαιρία» του Χένρυ Τζέημς. Είναι όμως τέτοια η πυκνότητα του λόγου και των συναισθημάτων που θα νόμιζε κανείς πως πρόκειται για πολύ μεγαλύτερο κείμενο. Με την γνωστή στρυφνάδα του- που η μετάφραση της Καρολίνα Μέρμηγκα σοφά επιλέγει να διατηρεί όσο της πρέπει- ο Τζέημς γράφει ένα σφιχτοδεμένο αριστούργημα. 

«Η εξέλιξή του υπήρξε αφύσικα, σχεδόν τραγελαφικά αργή. Τον είχαν εμποδίσει και καθυστερήσει οι εμπειρίες, και για μακρές περιόδους απλώς προχωρούσε στα σκοτεινά. Απαιτήθηκε υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της ζωής του για να δημιουργήσει υπερβολικά μικρό κομμάτι της τέχνης του. Η τέχνη είχε έρθει, αλλά είχε έρθει μετά από όλα τα άλλα. Με τέτοιον ρυθμό μια πρώτη ζωή ήταν πολύ μικρή- αρκούσε μόνο για να συλλέξει κανείς το υλικό του· έτσι ώστε για να αποδώσει καρπούς, για να μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτό το υλικό, κάποιος χρειάζεται και δεύτερη ζωή, μια παράταση. Για αυτή την παράταση αναστέναζε ο καημένος ο Ντένκομπ. Καθώς γύριζε τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του μουρμούρισε: «Αχ, να μπορούσα να προσπαθήσω πάλι- αχ, να χα μια δεύτερη ευκαιρία».

Ο Ντένκομπ είναι ένας συγγραφέας στην ωριμότητά του, που πάσχει από μια θανατηφόρο ασθένεια, κι έχει στα χέρια του το τελευταίο του βιβλίο. Σε αυτό βλέπει πως επιτέλους έχει αρχίσει να γράφει καλά κι εύχεται να είχε μια ζωή ακόμα, να προλάβαινε να δώσει το πραγματικά αριστουργηματικό έργο που δεν έχει γράψει. Έτσι όπως στοχάζεται στην εξοχή, βλέπει τρεις ανθρώπους, μια ευτραφή κυρία και δύο νεαρούς- μια κοπέλα κι ένα αγόρι- που την συντροφεύουν. Ο άντρας, ο δρ. Χιού, αποδεικνύεται φανατικός θαυμαστής του κι από το μυαλό του Ντένκομπ περνά πως ίσως και να μπορεί να τον γιατρέψει. Αλλά… δεύτερη ζωή δεν έχει. 

Το βιβλιαράκι ασχολείται με την ζωή, την δημιουργία, τον θάνατο, την απελπισία της αρρώστιας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με τα μεγάλα και τα μικρά. Και την ελπίδα, την θέληση για ζωή ακόμα κι όταν νιώθεις πως έχει τελειώσει. Η απόγνωση του καλλιτέχνη που αισθάνεται κάθε φορά πως αυτό δεν είναι το αριστούργημα που μπορεί να δώσει, περιγράφεται με τέτοια γλαφυρότητα που είμαι σίγουρη πως θα την νιώσουν ακόμα κι αυτοί που ποτέ δεν έχουν επιχειρήσει να γράψουν τίποτα. Για εκείνους όμως που κάτι προσπαθούν να γράψουν ή να πουν, είναι η έκφραση όλων όσων φαντάζουν δύσκολο έστω και να αρθρωθούν στον εαυτό μας. 


«Η δεύτερη ευκαιρία», Χένρυ Τζέιμς, μετ. Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι, 2014, σελ. 90

Υ.Γ. 42 Η μετάφραση και το επίμετρο της Καρολίνας Μέρμηγκα μοιάζουν εξαιρετικά και η έκδοση είναι γλυκιά και προσεγμένη. 




20/1/15

Μπουκτοξμπλουζάκια


Η κουβέντα ούτε θυμάμαι πως ξεκίνησε. Πάντως μια μέρα που ο δημοσιογράφος, blogger και φίλος Γιάννης Καφάτος καθόταν για καφέ στο Booktalks, το πήραμε απόφαση. Θα κάναμε μπλουζάκια με λογοτεχνικά αποφθέγματα. Εγώ, ο Γιάννης και ο Librofilo διαλέξαμε τις φράσεις - εκτός από μια που βγήκε έπειτα από τις δικές σας προτάσεις σε τούτο δω το blog. O Γιάννης ανέλαβε το εικαστικό- είναι καλλιτέχνης, πως να το κάνουμε- και στα γενέθλια του βιβλιοπωλείου στις 5 Δεκέμβρη τα μπλουζάκια κάναν θραύση. Αν θέλετε να αγοράσετε ένα κι εσείς, στείλτε μας μήνυμα στην σελίδα του Booktalks στο facebook, πάρτε μας τηλ στο 2109802520 ή ελάτε να τα πούμε από κοντά (Αγ. Αλεξάνδρου 58 και Αρτέμιδος 47 στο Π. Φάληρο).


1. All that we see or seem is but a dream within a dream  - E.A.Poe



2. Διαβάστε για να ζήσετε – Γκ. Φλωμπέρ




3. Δε με ενδιαφέρουν τα μυστικά των άλλων.
Με ενδιαφέρουν οι εξομολογήσεις τους – Αλμπέρ Καμύ




4. Η απάντηση ειναι ο Άνθρωπος, όποια κι αν είναι η ερώτηση – Λουί Αραγκόν





5. Πάντα ονειρευόμουν τον Παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης – Χορχέ Λουίς Μπόρχες



6. Ο θάνατος θα ΄ρθει, θα ΄χει τα μάτια σου – Cesare Pavese



7. Η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι διάβολοι είναι εδώ – Γ.Σαίξπηρ



8. Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail Better – S. Beckett




9. 42 the answer to the ultimate question of life, the universe and everything
Douglas Adams




10. Go ask Alice  (Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων)


11. D' ya see him? Cried Ahab (Μόμπυ Ντικ)








19/1/15

"Εθιστική επιστημονική φαντασία δίχως εκπτώσεις, για όλους - The Martian, του Andy Weir" του Παναγιώτη Κροκιδά




Ο Weir με αυτό του το πρώτο βιβλίο, έγραψε το sci-fi βιβλίο της χρονιάς – ένα μυθιστόρημα γραμμένο με εξωφρενική επιστημονική ακρίβεια, ευανάγνωστο, πιασάρικο που μπορεί να διαβαστεί από τον οποιοδήποτε. Κοντολογίς, μούσα έμπνευσης τον επισκέφτηκε.

   Μα τι συμβαίνει σε αυτή την ιστορία; Μια διαπλανητική αποστολή στον Άρη πάει στραβά, το πλήρωμα φεύγει άρον-άρον, αφήνοντας πίσω τον δύστυχο Mark Watney, θεωρώντας πως είναι νεκρός. Μόνο που δεν είναι. Και πρέπει να επιβιώσει μόνος του, στον αφιλόξενο, κόκκινο πλανήτη. Εκεί ξεκινάει μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου. Ο πρωταγωνιστής επιστρατεύει όλες τους επιστημονικούς κλάδους, χημική μηχανική, μηχανολογία, γεωπονία, φυσική, χημεία, μαθηματικά, για να επιβιώσει. Παίζει στα δάχτυλα τις θετικές επιστήμες με ευρηματικότητα, προσπαθώντας να λύσει τα μυριάδες προβλήματα επιβίωσης, να αντιμετωπίσει τα ατυχήματα και να υπερκεράσει τα εμπόδια που του βάζει ο ανελέητος Άρης. Δεν θα πρέπει να κάνει εντύπωση η ετοιμότητα και οι γνώσεις ενός αστροναύτη – είναι σπουδαγμένοι και εκπαιδευμένοι, ειδικευμένοι σε πάνω από ένα γνωστικά πεδία, έτοιμοι για ακραίες περιπτώσεις. Φυσικά, ο Μαρκ κάνει τον Μαγκάιβερ να φαντάζει αδέξιο μαστορόπουλο, μα η λογοτεχνία θέλει τους ήρωες της για να μας πει όμορφες ιστορίες – άλλωστε δε διαβάζουμε για να επιδιώκουμε το καλύτερο και να αποστρεφόμαστε το χειρότερο;


   Όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο η αρχή σε αυτό το εξωφρενικά εθιστικό μυθιστόρημα, αμιγούς «σκληρής» επιστημονικής φαντασίας, όπως λέγεται το αληθοφανές παρακλάδι του είδους, και το οποίο είναι γεμάτο ανατροπές και εξελίξεις που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον. Η αγάπη του συγγραφέα για το διάστημα και την λογοτεχνία τον έκανε να ξεκινάει να μελετάει για την συγγραφή του βιβλίου. Μάλιστα, σε συνέντευξη του, αναφέρει πως όταν τα μαθηματικά στο χέρι δεν ήταν αρκετά, προγραμμάτισε προσομοιωτές αντίστοιχους με της ΝΑΣΑ για να υπολογίσει τις τροχιές πτήσεων. Το βιβλίο είναι άθλος, σε κάνει να απορείς πώς το έγραψε μόνος του ο Weir. Ο ίδιος σε συνέντευξή του –που μπορείτε να ακούσετε εδώ- λέει πως σε κάποια σημεία είχε την βοήθεια και τις υποδείξεις των αναγνωστών την περίοδο που ανέβαζε ελεύθερα κεφάλαια του βιβλίου στο ίντερνετ– γεγονός που δε μειώνει την αξία του. Η δε γλώσσα του είναι αυτή που του πρέπει: απλή, ακριβής, σβέλτη, δίχως φτηνά τεχνάσματα. Σίγουρα επικαλείται το συναίσθημα, μέσω αιφνιδιασμών και ανατροπών, αλλά τι διάολο! Περιπέτεια είναι. Τουλάχιστον σέβεται τον αναγνώστη και δεν υποπίπτει σε αυτές τις εκνευριστικές, γλυκανάλατες εξάρσεις που τόσο λατρεύουν οι εμπορικοί Αμερικάνοι (βλ. Νταν Μπράουν). Για πρώτο βιβλίο, συγχαίρω τον συγγραφέα για την εγκράτεια και την οικονομία στο λόγο.

   Το βιβλίο ήδη το γράπωσε το Χόλιγουντ, την σκηνοθεσία ανέλαβε ο ειδήμων περί επιστημονικής φαντασίας, Ridley Scott (Blare Runner, Alien, Prometheus), με πρωταγωνιστή τον Matt Damon.

   Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί –αυτό αφιερωμένο σε όλους τους συγγραφείς που συναντούν τις εκδοτικές πόρτες ερμητικά κλειστές- πως το βιβλίο απορρίφθηκε από τους οίκους. Ο Weir δεν το έβαλε κάτω. Το ανέβασε στο ίντερνετ σε κεφάλαια. Από ‘κει και πέρα πήρε την πορεία του, αποκτώντας φήμη και τελικά πέτυχε συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων δολαρίων.

Διαβάστε το. Θα ικανοποιήσει όλους τους αναγνώστες, ακούγεται πολύ και θα γυριστεί –με αξιώσεις- ταινία. Τι άλλο θέλετε;

Καλή ανάγνωση!




                                                                                      Παναγιώτης Κροκιδάς

18/1/15

Πως η μικρή Κατερινούλα έγινε και ραδιοφωνατζού (εκτός από μάνα ρέιβερ)





Τώρα που έχουμε φτάσει αισίως στις 15 εκπομπές και για τις επόμενες 2 εβδομάδες δεν θα έχει «Διαβάζοντας@amagi» λόγω των εκλογικών μαραθωνίων του σταθμού αξίζει νομίζω μια αποτίμηση της εμπειρίας. Έτσι για το γαμώτο του πράγματος.

Εκείνη την όμορφη καλοκαιρινή μέρα που μου έστειλε ο πολυχρονεμένος μας Καναλάρχης Κυριάκος Αθανασιάδης ένα inbox για να με ρωτήσει αν θα ενδιαφερόμουν να κάνω εκπομπή βιβλίου στον amagi, του απάντησα σχεδόν αμέσως ναι. Ούτε κόνξες, ούτε τίποτα. Σαν άκουσα βέβαια πως θα ήμουν μαζί με την Τίνα Μανδηλαρά που κείμενά της στην lifo διάβαζα, αλλά δεν την ήξερα, κάπως μούδιασα. Δεν έπρεπε. Από την πρώτη μας συνάντηση φάνηκε πως με την Τίνα «το είχαμε»· ταιριάζουμε σαν άνθρωποι, έχουμε την ίδια τρέλα στο βλέμμα, πως το λένε. Μου έκανε και της έκανα. 


Αποφασίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες να την πούμε "Διαβάζοντας" γιατί για να είμαι ειλικρινής δεν άντεχα να χειριστώ ένα ακόμα γκρουπ στο facebook, από την στιγμή που υπήρχε ήδη το γκρουπ του blog. A, και για να διασφαλίσω πως τουλάχιστον τρεις άνθρωποι θα μας άκουγαν στην πρώτη μας εκπομπή.

Την θυμάμαι έντονα αυτήν την πρώτη. Δεν είχα ξαναδεί  κονσόλα στην ζωή μου (ψέμα, είχα πάει 2 φορές καλεσμένη στην εκπομπή του Librofilo αλλά ήμουν τόσο ψαρωμένη που μόνο τα κουμπιά που πάταγε δεν κοιτούσα) και το μικρόφωνο με τρομοκρατούσε. Όταν τελείωσε η δοκιμασία ήμασταν σαν δυο ζαλισμένα κοτόπουλα. Να είναι καλά ο Κυριάκος που μας ενθάρρυνε με αγάπες λουλούδια και φιλάκια, γιατί διαφορετικά μπορεί να τα είχαμε παρατήσει.

Στις 2  πρώτες εκπομπές χρειαστήκαμε την συνδρομή του Βασίλη Γουδέλη να μας κάνει ήχο. Κι έπειτα ο Βασίλης δεν μπορούσε, πέσαμε στην τρίτη εκπομπή στα βαθιά, ανάθεμα αν ρώτησα δυο πράγματα τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη που είχαμε εκείνη την μέρα καλεσμένο, είχα ερωτευτεί τα κουμπάκια.  

Στην πορεία η Τίνα έμπλεξε με όλο και περισσότερες δουλειές κι άρχισε να δυσκολεύεται να τηρήσει τα ραντεβού της Κυριακής. Στεναχωρήθηκα, δεν το κρύβω, την παρακάλεσα, την απείλησα, την καλόπιασα. Απλά δεν προλάβαινε. Κράτησα την εκπομπή μόνη (προς το παρόν, ελπίζω πως από άνοιξη και μετά που θα είναι πιο λάσκα,  θα αναθεωρήσει). Και μια φιλία δυνατή. Αυτά κράτησα. Και την ευτυχία να 'χω δει το πιο γαμάτο τατού για τον Κάφκα από κοντά. 

Δεκαπέντε εκπομπές μετά, ξέρω. Το ραδιόφωνο είναι λατρεία και έξη. Η εκπομπή έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σημαντική για μένα, μέχρι κι η φωνή μου με εκνευρίζει ολοένα και λιγότερο. Γνωρίζω ανθρώπους του λογοτεχνικού χώρου, με σπρώχνει να διαβάσω όλο και περισσότερο, την αγαπώ όσο την ετοιμάζω, την λατρεύω όσο την κάνω, μου αρέσει  να ψαχουλεύω λεπτομέρειες, να προετοιμάζω το υλικό. Ξύπνησε ο ψυχαναγκασμός μέσα μου. Άσε που σαν να κούμπωσα πάνω στα κουμπάκια της κονσόλας, σαν να έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μου αναπόσπαστο. Κι ένα έχω να πω, αν τις σπάνιες φορές που βάζω εγώ μουσική βάζω κάναν Μπακιρτζή και κανέναν Πασχαλίδη παραπάνω, βρήκα ήδη (γυναίκες είναι η αλήθεια) που με υποστηρίζουν μέχρι και για αυτές τις επιλογές μου.





16/1/15

"Το δέντρο του Ιούδα", Μιχάλης Μακρόπουλος



Μια απλή ιστορία είναι αυτή που μας διηγείται ο Μιχάλης Μακρόπουλος στο "Δέντρο του Ιούδα". Ο Ηλίας χωρίζει από την γυναίκα του και γυρίζει στο χωριό να ζήσει με την μάνα του. Είναι άνεργος και συχνάζει στο καφενείο. Δεν βρίσκει δουλειά, δεν τα καταφέρνει να ενσωματωθεί, αλλά κρατά την φιλία του με τον αστυνόμο, τον Κωτσομεντή. Με την οικογένεια στην Αθήνα δεν έχει ακόμα βρει τον καινούργιο τρόπο. Είναι καλός άνθρωπος. Τριγυρνά στα γύρω βουνά, ώσπου μια βραδιά δολοφονείται μια κοπέλα. Εκείνο τη νύχτα γυρνώντας με το αμάξι από το διπλανό χωριό είχε δει το τομάρι της περιοχής, τον Γιανογκάση, και έναν μικρό παρατρεχάμενο του, τον Νασιομέτσιο, να μαλώνουν μες στα χιόνια.

Τα ηθικά διλήμματα του ήρωα και ο τόπος είναι οι βασικοί άξονες. Μέχρι κάποιο σημείο το βιβλίο μοιάζει σαν οδοιπορικό, η κάθε ζυγισμένη λέξη φαίνεται βιωμένη χρόνια και χρόνια στα ίδια αυτά τα βουνά που περιγράφονται. Οι ντοπιολαλιά, οι συνήθειες, όλο το κείμενο μυρίζει αλήθεια. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Ηλίας, είναι ένας άνθρωπος βγαλμένος λες από άλλη εποχή, με τον δικό του κώδικα αξιών, τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες του.



"Περιπλανήθηκε στην αγορά των Ιωαννίνων, όμως δεν ήξερε τι να πάρει, ούτε που να το ψάξει. Κοιτούσε τις βιτρίνες κι έβλεπε μόνο το απορημένο καθρέφτισμά του στα τζάμια. Η ερημιά του Πωγωνίου είχε προφτάσει να εισδύσει μέσα του, να τον διαποτίσει ως τα κατάβαθά του. Είχε βρει τον εαυτό του στον τόπο του, άνθρωπος και τοπίο είχαν γίνει ένα, οι δρύες και οι πλάτανοι, όπως έπλεκαν τα γυμνά κλαριά τους, ήταν για τον Ηλία οι φλέβες του πλεγμένες μπρος στον ουρανό της ψυχής του."


Η γλώσσα του Μιχάλη Μακρόπουλου είναι εξαιρετική- είναι μάστοράς της εξάλλου, όπως αποδεικνύουν οι μεταφράσεις του- και το μικρό βιβλιαράκι είναι καλή συντροφιά για έναν απογευματινό καφέ. Ίσα για να σου αφήσει μια γλύκα και μια πίκρα, κάτι να χεις να σκέφτεσαι τα βράδια όσο στριφογυρίζεις στο κρεβάτι σου.

 "Το δέντρο του Ιούδα", Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Κίχλη, 2014, σελ.115

Υ.Γ. 42 Με ένα από τα ομορφότερα εξώφυλλα που έχω δει. 



14/1/15

"Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ", David Mitchell






Ντροπή μου μεν, δεν είχα διαβάσει Ντέιβιντ Μίτσελ δε. Τα βιβλία του τα μεταφρασμένα  στα Ελληνικά τα έχει φάει η μαύρη μαρμάγκα των «Ελληνικών Γραμμάτων»,  από τα αγγλικά έχω καιρό να παραγγείλω. Έπιασα λοιπόν στα χέρια μου «Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ» νιώθοντας λιγάκι αστοιχείωτη. Δεν έπρεπε. Ο Μίτσελ είναι ένας γραφιάς από τους λίγους, το βιβλίο έχει όλα τα φόντα για να γίνει απίστευτη μπεστσελεριά και ταυτόχρονα σε καμία στιγμή δεν νιώθεις πως σε κοροϊδεύει. Με λίγα λόγια μιλάμε για μυθιστόρημα ρουφηχτό, ιστορία μεγάλη, ιστορίες μέσα σε υποϊστορίες,  ένα ολόκληρο σύμπαν που ανοίγεται μπροστά σου και πρέπει να το ανακαλύψεις. 

Η πλοκή τοποθετείται στα 1799, στο τεχνητό νησί Ντετζίμα στον όρμο του Ναγκασάκι, το μοναδικό μέρος στο οποίο οι Ιάπωνες την εποχή του Έντο – της πλήρους απομόνωσης δηλαδή- άφηναν να γίνει εμπόριο με τους Ολλανδούς. Στο νησί φτάνει ο Γιάκομπ ντε Ζουτ, ένας κοκκινοτρίχης, λιανός άντρας που στην αρχή τουλάχιστον προσπαθεί μαζί με τον διοικητή Βόρστενμπος να καθαρίσουν την Ντετζίμα από την διαφθορά. Ο ντε Ζουτ, που φανερά δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους σκληροτράχηλους ναυτικούς- εμπόρους, είναι εκεί γιατί ήθελε να παντρευτεί μια κοπέλα κι ο πατέρας της τον πρόσταξε να φύγει για πέντε χρόνια στην Ντετζίμα για να κάνει λεφτά. 

Στο νησί θα κάνει φιλίες με έναν νεαρό διερμηνέα, τον Ογκάβα Ουζεαμόν και με τον φημισμένο γιατρό Μαρίνους. Με τους υπόλοιπους θα νιώθει πάντα ξένος. Θα ερωτευτεί μια νεαρή μαθητευόμενη του Μαρίνους, την Ορίτο Αϊμπαγκάβα, την μοναδική Γιαπωνέζα που δικαιούται να είναι στην Ντετζίμα χωρίς να είναι υπηρέτρια ή πουτάνα. 

Το μυθιστόρημα θα συνεχιστεί με την ιστορία των Ολλανδών, την ιστορία της Ορίτο και του Ογκάβα, στο τέλος θα μπλέξουν κι οι Άγγλοι. Για κάποια χρόνια η Ντετζίμα θα μείνει ξεχασμένη από θεό και ανθρώπους, το μόνο μέρος που θα είναι Ολλανδικό χωρίς να είναι υπό κατοχή.

Ο συγγραφέας επιλέγει επίτηδες αυτή την εποχή μεταίχμιο για να στήσει τις ιστορίες του. Φτιάχνει ένα σύμπαν βασιζόμενος στα ιστορικά γεγονότα, χωρίς να μένει πάντα πιστός σε αυτά, γράφει σε μια γλώσσα δικής τους επινόησης, που μοιάζε αλλά δεν είναι αυτό που μιλούσαν τότε. Ο Μίτσελ που είναι παντρεμένος με Γιαπωνέζα και έχει ζήσει στην Ιαπωνία μαγεύτηκε από την ιστορία της Ντετζίμα και την χρησιμοποίησε ως όχημα για να μιλήσει για αυτό που ένιωθε ο ίδιος εκεί. Πάντα ξένος, ενθουσιασμένος από την χώρα, χωρίς ποτέ να ανήκει. Οι ήρωες του είναι εγκλωβισμένοι στα γλωσσικά τους όρια – οι Ολλανδοί απαγορεύεται να μάθουν Ιαπωνικά, οι Ιάπωνες διερμηνείς αναγκάζονται να το κάνουν εμπειρικά, χωρίς βιβλία και βοήθεια. Τα θέματα του ατελείωτα, η μάχη του καλού με το κακό πρωτίστως,  η μάχη της επιστήμης με τη θρησκεία, η θέση της γυναίκας στην Ιαπωνία, η αίσθηση του ανήκειν, ο μυστικισμός, η φιλία, ο έρωτας.


Το μυθιστόρημα είναι σαγηνευτικό,  σε παρασέρνει στους ρυθμούς του, στις ιστορίες της Ανατολής, του ναυτικού, σε χώνει σε κανιβαλιστικά δόγματα, σε μάχες. Δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Έκανα τρεις μέρες να τελειώσω τις κοντά εξακόσιες του σελίδες κι άλλες δύο για να συνέλθω και να θέλω να πιάσω άλλο βιβλίο. Περιμένω τώρα με αγωνία να μεταφράσει η Μαρία Ξυλούρη - που σε αυτό έκανε εντυπωσιακή δουλειά- και το Bone clocks - για να δω τον δόκτορα Μαρίνους στην 28η ζωή του. 



"Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ", Ντέιβιντ Μίτσελ, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Τόπος,  2014, σελ.574



Υ.Γ. 42 Ακούστε εδώ την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας με την Μαρία Ξυλούρη για τον Γιάκομπ ντε Ζουτ. Την playlist της εκπομπής θα την βρείτε στο blog της Μαρίας.