31/8/15

Τα επαχθή vol9: γράφει η Ρέα Σταθοπούλου


Μεγαλειώδες  παραλήρημα    -  Ρέα Σταθοπούλου

Ένας ποιητής και τραγουδοποιός, από τις κορυφαίες φιγούρες της μυθικής δεκαετίας του ‘60, ο οποίος έζησε έναν ταραχώδη βίο, (μέχρι και βουδιστής μοναχός έγινε και ξέγινε) και του οποίου τα τραγούδια - όπως και η βραχνή φωνή του- εξακολουθούν να συγκινούν, ε δεν μπορεί, κάτι ενδιαφέρον θα έχει γράψει, σκέφτηκα κι αγόρασα με χαρά το μυθιστόρημα του Λέοναρντ Κοέν «Υπέροχοι απόκληροι» (Κέδρος, 2012), γραμμένο το 1966.















Και ξεκίνησε η περιπέτεια της ανάγνωσης. 

Εν αρχή ήν ένα ερωτικό τρίγωνο: ένας μελετητής μιας φυλής Ινδιάνων, η οποία είναι υπό εξαφάνισιν, η ανήκουσα στη φυλή αυτή σύζυγός του και ο φίλος του, ο Φ. 

Από τις πρώτες σελίδες μαθαίνουμε πως η σύζυγος αυτοκτονεί μ’ έναν παράξενο τρόπο: χώνεται στο φρεάτιο του ασανσέρ, (μένουν στο δεύτερο υπόγειο, όπου δεν κατεβαίνει κανείς άλλος) ώστε όταν επιστρέψει ο σύζυγος και καλέσει το ασανσέρ, να τη σκοτώσει και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε τύψεις. 

Εκδίκηση και αυτοκτονία, μαζί! Σατανικό! 

Πριν από το σύζυγο, όμως, καταφθάνει ένας πιτσαδόρος κι από λάθος κατεβαίνει αυτός στο υπόγειο. Έτσι, το σχέδιο της συζύγου πετυχαίνει μόνο κατά το δεύτερο σκέλος. Εκτιμώ το χιούμορ του συγγραφέα και συνεχίζω την ανάγνωση με προσδοκίες. 

Σε λίγο όμως ο ειρμός χάνεται, όπως χάνεται κι ο αφηγητής (είναι ο μελετητής σύζυγος), μέσα στις αναμνήσεις – και φαντασιώσεις – των ερωτικών στιγμών που έζησε με τη νεκρή πλέον σύζυγό του και τον φίλο του Φ.. Όλα αυτά συμβαίνουν υπό την σκιάν μιας Ινδιάνας αγίας, η οποία έζησε τον 17ο αιώνα. Η ιστορία της Αγίας – με ολίγη από εκχριστιανισμό αγρίων φυλών - παρεμβάλλεται στην αφήγηση και φιλοδοξεί να συνδέσει τη θρησκευτική πίστη με τη σεξουαλικότητα, καθώς η Αγία κάπου στην πορεία, συγχέεται με τη σύζυγο κι εγώ δεν ξέρω πια, τι διαβάζω.

Αυτή είναι η πληρέστερη περιγραφή που μπορώ να κάνω κι ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε. 

«Πρόστυχο, μεγαλειώδες, παράφορο και πνευματώδες» χαρακτηρίζεται το βιβλίο στο οπισθόφυλλο και δεν θα διαφωνήσω με τους χαρακτηρισμούς.

Παράφορο και πρόστυχο, βέβαια, για τη σφοδρότητα, με την οποία παρουσιάζονται οι σεξουαλικές φαντασιώσεις και την αθυροστομία στην περιγραφή τους. Και μην νομίσετε πως τα λέω αυτά από σεμνοτυφία. Αθυρόστομα είναι και τα θαυμάσια ποιήματα του Μπουκόφσκι. Σεξουαλικά όργια περιγράφει κι ο Ουελμπέκ στα «Στοιχειώδη σωματίδια», τα οποία, όμως, εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο στόχο. 

Πνευματώδες, υποθέτω, επειδή φαίνεται να γράφτηκε υπό την επήρεια οινοπνευμάτων ή και άλλων ουσιών.

Τώρα, για το μεγαλειώδες, πολλά μπορεί να πει κανείς. Μεγαλειώδες παραλήρημα, είναι το πιο επιεικές.

Τελειώνοντάς το - είχα βλέπετε μια μαζοχιστική διάθεση, απόλυτα ταιριαστή με το πνεύμα του βιβλίου – έμεινα με μια αμφιβολία, μήπως δεν έπιασα το υψηλό του νόημα. 

Όταν αποφάσισα να σας συστήσω να το αποφύγετε, έκανα ένα ψάξιμο για να διαβάσω και κάποια θετικά σχόλια, έναν αντίλογο – γούστα είναι αυτά. Έτσι έπεσα πάνω σε μια επιστολή, με την οποία ο Κοέν απευθύνεται στους Κινέζους αναγνώστες του (ναι, το πόνημα αυτό μεταφράστηκε και στα Κινέζικα!) και με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα πως ακόμα κι εκείνος συμφωνεί μαζί μου, αφού μεταξύ άλλων γράφει:

«…Το «Υπέροχοι απόκληροι», γράφτηκε στο ύπαιθρο, σ’ ένα τραπέζι τοποθετημένο ανάμεσα σε βράχια, αγριόχορτα και μαργαρίτες, πίσω από το σπίτι μου στην Ύδρα, ένα νησί του Αιγαίου πελάγους. Ζούσα εκεί πολλά χρόνια πριν. Ήταν ένα καυτό καλοκαίρι. Ποτέ δεν κάλυπτα το κεφάλι μου. Αυτό που έχετε τώρα στα χέρια σας είναι περισσότερο ένα προϊόν ηλίασης παρά ένα βιβλίο.» ( http://www.leonardcohenfiles.com/


Να συμπληρώσω, πως σπάνια εκφράζομαι άσχημα για βιβλία, επειδή εκτιμώ τον κόπο που απαιτείται για να γράψει κανείς έστω και μια σελίδα, αλλά ο Κοέν ούτως ή άλλως δεν κινδυνεύει από την φτωχή κριτική μου κι εξακολουθούν να μου αρέσουν τα τραγούδια του.

                                                                                            
                                                                                                   Ρέα Σταθοπούλου



Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ


27/8/15

Τα επαχθή vol8: γράφει ο Demian





Οι καλοκαιρινοί μήνες μεταφράζονται στην ψυχή μας ως προσκλητήριο του καινούργιου, του διαφορετικού, του πρωτότυπου. Νέοι έρωτες, αχαρτογράφητα ταξίδια, ήχοι μελωδικοί περιπετειών και αναζητήσεων.Στο κόσμο των βιβλιόφιλων η τάση ανακάλυψης μετατοπίζεται σε πρωτοπόρες αναγνωστικές εμπειρίες, επαναξιολογήσεις και δεύτερες ευκαιρίες σε παλιά αναγνώσματα χωρίς να αποκλείεται η όποια δυσαρέσκεια και δυσθυμία.

Το παρόν βιβλίο δεν θα το χαρακτήριζα << επαχθές >> αλλά σίγουρα δεν θα το πρότεινα. Σε μια ιχνηλάτηση μου στην επαρχιακή μας βιβλιοθήκη βρήκα το πολύκροτο βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη ΄΄ Πυθαγόρεια Εγκλήματα΄΄. Δεν χρειάστηκε καν να διαβάσω το οπισθόφυλλο ή να το φυλλομετρήσω για να το πάρω. Λίγο τα ένθερμα, ενθουσιώδη λόγια που άκουσα, λίγο το ενδιαφέρον μου για την φιλοσοφία, ιδιαίτερα της αρχαίας Ελλάδας. μ' οδήγησαν στον γκισέ... Το ίδιο βράδυ μες στην απάνεμη νύχτα με μεγάλες προσδοκίες και κεντρισμένη περιέργεια το ξεκίνησα. Πρώτο κεφάλαιο, ένα πρελούδιο μιας συνομιλίας Πυθαγορείων- ακουστικών-, μια παράλληλη αφήγηση που προοικονομεί τα γεγονότα (συγκεκριμένα η αφήγηση της δολοφονίας του Ίππασου, που απέδειξε πως είναι ασύμμετρη η διαγώνιος με την πλευρά του τετραγώνου, πράγμα που υπέσκαψε το όλο σύστημα περι τελειότητας του σύμπαντος..) ενώ στο δεύτερο αποκαλύπτεται η δολοφονία του ενός συμπρωταγωνιστή του μαθηματικού Στέφανου Κανταρτζή. Ο επιστήθιος φίλος, Μιχαήλ Ιγερινός, καλείται να αναγνωρίσει το ασάλευτο σώμα. Το μπλαβιασμένο πτώμα ανοίγει ασκό αναμνήσεων στον Μιχάλη. Ο μεγαλοαστός με φόντο το λυκαυγές του 20αιώνα ξεδιπλώνει σε μια σχοινοτενή αφήγηση τις στιγμές με τον φίλο του και που ταν η λαμπερή ηλιαχτίδα μιας μεν πολύπλοκης αλλά μουντής ζωής. Γνωρίζονται με το θύμα φοιτητές μαθηματικών στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στην ιστορική ομιλία του 1900 του Χίλμπερντ (κορυφαίου μαθηματικού) στο Παρίσι. Ο καθηγητής του Γκέτινγκεν είχε θέσει τα λεγόμενα 23 προβλήματα που θα απασχολήσουν την κοινότητα των επιστημών τον 20ο αιώνα... Στην ομιλία παρελαύνει όλη η ελίτ των επιστημών. Αναφέρονται και περιγράφονται σημαίνοντες στυλοβάτες των μαθηματικών (Φρέγκε, Ράσσελ, Πουανκαρέ, Γκάους, Γκαλουά, Ριμάν, Μινκόφσκι κι άλλοι πάμπολλοι). Μέσα στις διάσπαρτες αφηγήσεις φωτογραφίζεται η ιστορική πορεία της μαθηματικής επιστήμης από την αρχαία Ελλάδα, την Αναγέννηση μέχρι το 1900. Αυτό αποτελεί και το πιο ελκυστικό, γόνιμο για τις γνώσεις, μέρος του βιβλίου 

Μαθηματικοί ξιφουλκούν, φιλονικούν, συγκρούονται. Τα μεγαλύτερα μυαλά με λύσσα πέφτουν στην αρένα. Περιγράφεται η ζωή τους. τα παράδοξα οι μικρότητες, οι πολιτικές προστριβές, τα γραφειοκρατικά κωλύματα προώθησης της επιστήμης, Ο συγγραφέας δίνει ένα μπερδεμένο ψηφιδωτό του 20ου αιώνα και παράλληλα της περίλαμπρης και μυσταγωγικής πόλης του Φωτός που κάνει και τους αλύγιστους γίγαντες ευφυίας να παραδοθούν στην σαγήνη του.

Μέχρι εδώ καλά. Κλείνω το βιβλίο λίγο μπερδεμένος από την Βαβέλ νέων ονομάτων (καίτοι φιλαναγνώστης πολλά μου ταν άγνωστα) και παράλληλα γοητευμένος από τις περιπέτειες της γνώσης... 

Η συνέχεια δεν ήταν τόσο ευοίωνη.. Ο Τεύκρος δεν έμεινε στο δικό του τομέα αλλά εμφυλοχωρεί σε ξένα αλώνια όπως η ιστορία και η λογοτεχνία. Οι ήρωες γεύονται τους καρπούς της παριζιάνικης ζωής. Συναναστρέφονται με μια παρέα μποέμ καλλιτεχνών και μοντέλων, μικροαστών, καλλίγραμμων εταίρων της Μονμάρτης, ένας εκ των οποίων είναι ο Πικάσο που δείχνει ζήλο για τα μαθηματικά και δη την γεωμετρία. Σε δεύτερη επίσκεψη του Μιχάλη στο Παρίσι με την αλανιάρα γυναίκα του, σκάνε μύτη και ποιητές, (Απολλιναίρ, Μαξ Ζακόμπ), όλη η ιστορική ''la bande a Picaso'' της Φερνάντ και του Πρενσέ.... Πρώτο σφάλμα: Δημιουργείται μια συνύφανση εικαστικής και μαθηματικής που καταλήγει σε υπολογιστική αφαιρώντας κάθε αισθητική τέρψη.... 

Συνεχίζουμε στην Ελλάδα, που οι φίλοι έχουν πάρει τους δρόμους τους. Ο Στέφανος, μαγεμένος από την ομιλία, θέλει να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα του Χίλμπερντ δημιουργώντας ένα σύστημα επαλήθευσης κάθε ΄αξιωματικού συστήματος ώστε να ελέγχει την εγκυρότητα και τη μη αντιφατικότητα. (κάπου εδώ περνάμε σε καθαρά μαθηματικά τραχιά σοκάκια). Ένα τέτοιο σύστημα θα έκανε άοσμη. άγευστη και αποκρουστική την μαθηματική επιστήμη για τον Ιγερινό. Γκρεμίζει την λεπτεπίλεπτη αισθητική του τέρψη. Ο δεύτερος όντας και μεγαλοαστός, συντηρητικός κι θρησκευόμενος (μαθηματικά μυστικιστής) δεν φοβάται να δείξει τις ελιτίστικες επιρροές του, παρότι αυτές αντιτίθενται με πολλές επιλογές του στην ιστορία. Ερχόμενος στην Ελλάδα, παντρεύεται μωρέ το παιδί, νοικοκυρεύεται, ξεχνά κάθε μαθηματική ανησυχία. Η αφήγηση γίνεται βαρετή. Η γυναίκα του Άννα, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, θέλει ένα ''λευκό γάμο΄΄ για τα μάτια του κόσμου συνεχίζοντας τις ατασθαλίες της αμέρικαν μπαρ ζωής της. Αυτός μένει αδιάφορος. Τον απατάει, μένει αδιάφορος. Μετά τον χωρισμό τους (πως τα φερε η τύχη) σε μια συνάντηση με τον Στέφανο, ο δεύτερος του συστήνει την σχέση του, που να η Άννα, η πρώην γυναίκα του. Μόνο που δεν είπε '' 'Ε το παιδί με τις ευλογιές μου κι εγώ κουμπάρος΄΄


Στις επόμενες σελίδες περιγράφονται τα πολιτικά και ιστορικά τεκταινόμενα του μεσοπολέμου (εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή). Ο Κύριος μεγαλοαστός συναναστρέφεται με αμφότερους τους κύκλους. Μήτε τσαλακώθηκε το σακάκι τους. Μένει απαθής στις εξελίξεις και παραινέσεις των συμποτών του να κατασταλάξει πολιτικά... Την δεκαετία του 30 γίνεται κι ολίγον μαφιόζος. Σεργιανίζει σε κλειστά κοσμικά πάρτυ της κυράς Πολυξένης που μαζεύει τις ρωσιδούλες από τον εξωτερικό. απεριτίφ για σεξουαλικές ορέξεις.. Του μπανίζει μια, η Όλγα. Είναι όμως κτήμα ενός περιβόητου χασικλή μαστροπού. Ο σούπερμαν, μετά από πόκερ διαπραγμάτευσης, την σώζει, δηλαδή την αγοράζει..Ζούμε λίγο μαζί, όμως δεν κυλούσε το πράγμα, Την κάνει μοδιστρούλα, να τα βγάζει πέρα. Παράλληλα συναντιούνται με τακτικότητα με τον ''πολυαγαπημένου του φίλου'' που αγωνίζεται μετά από τόσες κακουχίες και απογοητεύσεις για το δεύτερο πρόβλημα Χίλμπερντ. Πάνω στις κουβέντες, μια και δυο, του φαγε ο μπαγάσας ο Στέφος και την Όλγα. Ο ιππότης Μιχάλης, χαίρεται θερμώς. Προτίθεται να τους παντρέψει.. (μάλλον του αρέσει το κέρατο) Μαθηματικά, επιστήμες, τέχνη, ιστορία και πρόσωπα ξεχνιούνται στο δεύτερο μέρος. Οι απόπειρες λογοτεχνικότητας και ρομάντζου λειτουργούν κι ως υπνωτικά στο καμίνι του ξηρού μεσημεριού.
Η ανάμνηση ενός τραγουδιού, την ώρα του πικνίκ του ménage à trois, τον επαναφέρει στην κάμαρη που κείτεται δολοφονημένος ο φίλος του..... Δεν λέω άλλα. Ξέρετε από τις πρώτες σελίδες το δολοφόνο. Μαντέψτε και το πυθαγόρειο κίνητρο και καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.. 

Βιβλίο με την ιστορία των μαθηματικών και των φιλοσόφων, τις συγκρούσεις, τις δυσπιστίες, την τρέλα, πραγματικότητα που θυμίζει σελίδες από συναρπαστικό κλασικό μυθιστόρημα τα χει γράψει ο Δοξάρης στο Logicomix. Aν το διαβάσατε, το βιβλίο, πέρα της θύμησης των ονομάτων και των θεωριών, θα υπονομεύσει κάθε άποψη για τον τρομακτικό και σαγηνευτικό χώρο της επιστήμης!


                                                                                               Demian



Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ


26/8/15

«Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες», Robert Musil





Όχι δίχως ντροπή, πρέπει να ομολογήσω πως δεν έχω διαβάσει τον “Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες”. Δεν είναι φυσικά εύκολη απόφαση να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο τόσο ογκώδες, εμβληματικό και μισοτελειωμένο. Πάντως τώρα σαν να έγινε κάπως ευκολότερη, μετά την ανάγνωση του Ταίρλες. Γιατί, πόσες φορές τυχαίνει κανείς να ξετρελαθεί με ένα μυθιστόρημα, να έχει την αίσθηση πως αυτό το βιβλίο γράφτηκε μόνο για κείνον; Εμένα τουλάχιστον μου συμβαίνει ελάχιστες. Ε, η ανάγνωση των «Αναστατώσεων του οικότροφου Ταίρλες» ήταν μια από αυτές. 

Το βιβλίο του Μούζιλ, το πρωτόλειό του, αν είναι δυνατόν, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Συνοπτικά η πλοκή έχει ως εξής: ο νεαρός Ταίρλες, έφηβος, φοιτά σε ένα αυστηρό οικοτροφείο αγοριών. Παρέα κάνει με δυο μεγαλύτερους του, τον Μπαίνεμπεργκ, τον οποίο θαυμάζει και σιχαίνεται και τον Ράιτινγκ. Όταν ανακαλύπτουν ο,τι ο μικρότερός τους Μπαζίνι του κλέβει, κάνουν τον Μπαζίνι σκλάβο τους, υποβάλλοντάς τον σε ένα σωρό σεξουαλικά, ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια. 

Από μόνο του το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης και σχέσης μεταξύ αγοριών φαντάζομαι πως ήταν σκανδαλώδες για ένα κείμενο που γράφτηκε το 1906. Όμως αυτό είναι αδιάφορο. Και είναι εντελώς άδικο να βαφτίσουμε τον Ταίρλες «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» και να ξεμπερδεύουμε με δαύτο ή να βάλουμε εφήβους να το διαβάσουν. Το θέμα που πραγματεύεται ο Μούζιλ είναι ένα, μεγάλο και ανείπωτο· το αδιανόητο της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Ο ήρωας του, αν και ηθικά ψάχνει να βρει τα πατήματά του και δεν είναι σαν τους άλλους δυο- βασανιστής από φύσει-, συμμετέχει στους σεξουαλικούς εξευτελισμούς του Μπαζίνι, και φυσικά δεν κάνει τίποτα για να τον «σώσει» ή να σταματήσει αυτό που γίνεται. Δεν το κάνει, γιατί είναι στα δικά του σκοτάδια χαμένος. Γιατί δεν τον αφορά παρά μόνον όσο εξάπτει τις σεξουαλικές του φαντασιώσεις ο Μπαζίνι.

Αυτό ήταν το δικό του είδος μοναξιάς, από τότε που τον παράτησαν στο δάσος κι είχε κλάψει πολύ. Είχε την γοητεία μιας γυναίκας και μιας απανθρωπιάς ταυτοχρόνως. Την αισθανόταν σαν γυναίκα, όμως η ανάσα της ήταν ένα πνίξιμο στο στήθος του, το πρόσωπό της η λησμονιά όλων των ανθρώπινων προσώπων, που του ‘φερνε ζάλη, και οι κινήσεις των χεριών της ανατριχίλες που κατρακυλούσαν στο κορμί του….

Ο νεαρός Ταίρλες μαγεύεται από τους φανταστικούς αριθμούς, τον εξουθενώνει η ιδέα πως κάτι που δεν υπάρχει εισάγεται σε μια πραγματική εξίσωση, για να αλληλοαναιρεθεί λίγα βήματα μετά και να δώσει ένα εντελώς πραγματικό αποτέλεσμα. Ο μαθηματικός του δεν μπορεί να καλύψει την ανησυχία του. Όπως δεν μπορεί ο εκκολαπτόμενος εαυτός του να καλύψει τις ανεπάρκειές του. Οι φανταστικοί αριθμοί μοιάζουν να είναι μια μεταφορά για όλο το βιβλίο.

Το μυθιστόρημα θεωρήθηκε από πολλούς ως ο προάγγελος του ναζισμού. Θεωρήθηκε πως ο Μούζιλ με τις ευαίσθητες κεραίες του καλλιτέχνη έπιασε την ατμόσφαιρα, αυτό που πλανιόταν στον αέρα. 

«Απατάσαι αν πιστεύεις πως με ενδιαφέρει τόσο πολύ το θέμα της τιμωρίας. Φυσικά μπορείς να το ονομάσεις και τιμωρία κάτι τέτοιο… Αλλά για να μην πολυλογώ, να… θα ήθελα ας πούμε να τον βασανίσω…»
Ο Ταίρλες απέφυγε να μιλήσει. Δεν έβλεπε ακόμα καθαρά, όμως ένιωθε πως όλα συνέβαιναν όπως ακριβώς τα περίμενε. Ο Μπάινεμπεργκ, που δεν μπόρεσε να μαντέψει τι επίδραση είχαν τα λόγια του, συνέχισε: «Έλα, μην τρομάζεις, δεν είναι τόσο φοβερό. Πρώτα, πρώτα, όπως σου εξήγησα και πριν, δεν μπορεί να έχουμε τον παραμικρό ενδοιασμό όσον αφορά τον Μπαζίνι. Τώρα αν θα τον λυπόμαστε και θα τον αφήνουμε ήσυχο ή αν θα τον βασανίζουμε, αυτό θα εξαρτάται από τις ανάγκες μας- από τα ελατήρια της κάθε φοράς". 

Η αναζήτηση του εαυτού, η απόκρυψή του ακόμα κι από εμάς του ίδιους, η ανάγκη να εφεύρουμε κάτι φανταστικό για να ορίσουμε την φρικτή πραγματικότητα αναλύονται με τρόπο που δεν μπορεί παρά να αφήσει άφωνο τον αναγνώστη. Το βιβλίο κυλάει, δεν σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια σου, θέλεις όλο να υπογραμμίζεις και να προχωράς και να σκέφτεσαι. Και να νιώθεις. Φρίκη κι αποστροφή. Και κρυφή συμπάθεια. Για τα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Και τα δικά σου. 



«Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες», Robert Musil, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ Πατάκης, 2015, σελ. 237





16/8/15

Καλό καλοκαίρι





Τούτο το ιστολόγιο επισήμως τα έφτυσε, κλείνει για διακοπές για περίπου δέκα μέρες για να ανασυνταχθεί και να μεγαλουργήσει. 

Εν τω μεταξύ μπορείτε να στέλνετε κείμενα για κείνα τα βιβλία που μισήσατε ή για την φυλή των βιβλιόφιλων. Απλά θα τα δείτε δημοσιευμένα κάποιες μέρες μετά. Σας φιλώ γλυκά. Κι αν καταφέρω να διαβάσω μόνο την αντί-Ζυστίν μην με κακοχαρακτηρίσετε. 










15/8/15

Τα επαχθή vol7: γράφει η me (maria)



Πριν τρία περίπου χρόνια έγραφα γα τον Stephen King:


"Η σχέση μου μαζί του ήταν φανταστική (κυριολεκτικά). 
Στηρίζονταν καθαρά στην αγωνία και το φόβο και η πένα του με κρατούσε δέσμια του λόγου του.
Και κάπου εκεί διαβάζοντας την "Ονειροπαγίδα", τα δεσμά έσπασαν.
Με έναν τίτλο που σε έκανε να πιστεύεις ότι θα διαβάσεις Το αριστούργημα του είδους, ξαφνιαζόσουν δυσάρεστα όταν διαπίστωνες πως ήταν το πιο χαζό βιβλίο που θα μπορούσε να γράψει.
Το βιβλίο φυσικά έγινε ταινία, αλλά δεν μπήκα καν στον κόπο να την ψάξω.
Η "Ονειροπαγίδα" με έκανε να γυρίσω την πλάτη στον Κινγκ και να μη θέλω να ξαναδιαβάσω τίποτα δικό του.
Με τα χρόνια "τον συγχώρεσα" και η σχέση μας, ευτυχώς για μένα, αποκαταστάθηκε.Ίσως να είναι το μοναδικό βιβλίο του που δε συνιστώ."





Κι αν διάλεξα να σας μιλήσω γι΄αυτόν σήμερα, και να πιάσω ξανά στα χέρια μου την ανατριχιαστική (με κάθε κακή έννοια) Ονειροπαγίδα, είναι γιατί δεν υπάρχει άλλο βιβλίο (λέμε τώρα) για το οποίο είμαι τόσο, μα τόσο απόλυτη. 

Μεγάλο βάρος, σχεδόν όσο και του τουβλο-βιβλίου, που ήταν σα να το έφαγα στο κεφάλι από το σοκ, έπαιξε και το γεγονός ότι στο είδος του, αυτό της λογοτεχνίας της φαντασίας δηλαδή, ο Κινγκ είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας.

Άκου λοιπόν "φανταστικέ" μου συγγραφέα πόσο απογοητεύτηκα όταν το εξώφυλλο, αλλά και ο τίτλος του βιβλίου, με έκαναν να ονειρεύομαι μια ιστορία με πολύ μυστήριο σε τοπία τόσο ξεκομμένα από την πραγματικότητα, που όλα μπορεί να συμβούν. 

Όχι καλέ, μην με παίρνεις από τα μούτρα, δεν το πήρα λόγω εξωφύλλου, ούτε λόγω τίτλου, αν κι αυτός ήταν "πιασάρικος" στην κυριολεξία. 

Όνειρα δεν πιάνει η ονειροπαγίδα; 

Εντάξει, έπιασε κι ένα ξόανο, εμένα, αφού πρώτα φυλάκισε στον ιστό της κι έπνιξε το δικό μου όνειρο για όλες εκείνες τις ώρες που θα περνούσαμε παρέα.

Για να μην πολυλογώ, ξέρεις καλά, πως αγόραζα, ή δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη, ό, τι κι αν έγραφες.

Και πάτησες πάνω σε τούτο το ελάττωμα και με εκμεταλλεύτηκες με τον πιο στυγνό τρόπο.

Με έδωσες βορά σε τέσσερις, όχι έναν, ούτε δύο, αλλά σε τέσσερις παρακαλώ άντρες, που υποτίθεται ότι θα μου μάθαιναν, μεταξύ άλλων, "πως θυμούνται οι άντρες και πως αγαπούν". 

Και μπορεί να αφήνει έναν ροζουλί λεκέ στη σκοτεινιά όλο αυτό και να ξενερώνει λίγο, αλλά θυμήθηκα με πόση μαεστρία σκιαγραφείς συνήθως τους χαρακτήρες σου και τις ανθρώπινες σχέσεις κι έκανα πως δεν είδα την περιγραφή.

Τέλος πάντων, ό, τι κι αν μου έδειξαν οι συγκεκριμένοι δεν το είδα, ή δεν το θυμάμαι πια, αφού όσα έμειναν στη μνήμη μου από το βιβλίο είναι μάλλον απερίγραπτα.

Ναι, ούτε τώρα δεν μπορώ να μιλήσω για όσα σιχαμένα περιείχε.

Ακόμα και το Άρωμα του Ζίσκιντ (το οποίο και συστήνω σε όποιον δεν το έχει διαβάσει), μοιάζει πλασμένο με τις πιο αγγελικές μυρωδιές μπροστά στη μπόχα της Ονειροπαγίδας σου.

Ναι, ξέρω πως το έγραψες στην ανάρρωση από ένα σοβαρό τροχαίο, αλλά και πάλι δυσκολεύτηκα να σε συγχωρήσω.

Με έβαλες σε ένα δάσος, έκλεισες κάθε σημείο διαφυγής κι έμεινα εγκλωβισμένη σε σελίδες που λες και αυγάταιναν, αντί να λιγοστεύουν κι έζησα τη δική μου, προσωπική ιστορία τρόμου που καμιά σχέση δεν είχε με αυτή που επιθυμούσα να διαβάσω!

Δεν πίστευα πως ήταν δικά σου όσα διάβαζα, αν και κάπου κάπου έβρισκα ίχνη σου. 

Πώς προειδοποιούν κάποια τυποποιημένα προϊόντα,"ενδέχεται η συσκευασία να περιέχει ίχνη ξηρών καρπών"; 

Ε, έτσι και η ιστορία περιείχε ίχνη από Stephen King! 

Κι έμεινα να τα ακολουθώ απελπισμένη, μα πάνω που σε εντόπιζα σε μια πρόταση, σε έχανα στην επόμενη. Κι έτσι ψάχνοντάς σε, το γνωστό σύνδρομο "του τέλους" μου ξαναχτύπησε την πόρτα. Κι εγώ την άνοιξα πέφτοντας στην παγίδα, κι ας είχα αφήσει για πάντα όπως πίστευα πίσω μου, αυτόν τον καταναγκασμό του να τελειώνω ό, τι βιβλίο αρχίζω. 

Μόνο γιορτή που δεν έκανα όταν έφτασα στην πιο λατρεμένη λέξη του συγκεκριμένου βιβλίου σου. 

Τέλος!

Η γιορτή γιορτή, μα σε πένθησα πολύ τότε!!

Νόμισα βλέπεις πως τελειώσαμε εμείς οι δυο για πάντα.

Αφού τα έψαλα στον Κινγκ, που ποιος ξέρει, μπορεί και να διαβάζει το blog της Κατερίνας (αν όχι, του το συστήνω), ας συνοψίσω!

Όποιος έχει διαβάσει έστω και λίγο Κινγκ ξέρει πως με κάθε του ιστορία ο πήχης ανεβαίνει όλο και ψηλότερα.

Όταν λοιπόν έρχεται εκείνη η αποφράδα μέρα που ο πήχης γκρεμοτσακίζεται παρασύροντας μαζί του τα πάντα, το μόνο που μένει είναι η απογοήτευση!

Και η απογοήτευση δε χωνεύεται εύκολα!

                                                                                              me (maria)




Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ


Υ.Γ. 42-42 Να ευχηθούμε στην Μαρία Χρόνια πολλά, ε; Πολύχρονη και ευτυχισμένη. 

12/8/15

«Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας», John Sutherland




Με έχω σε δίαιτα, απαγορεύονται αυστηρώς τα αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα που περιέχουν μυθοπλασία. Αντίθετα, δοκίμια, ποίηση, ιστορία, φιλοσοφία, τέχνη, μπήκαν στην πρώτη διάταξη. Υποφέρω. Εγώ, όχι το blog, γιατί έστρωσα εσάς να γράφετε αντί για μένα. Βολικό κόλπο για να μην έχω τουλάχιστον τύψεις για τα κείμενα εδώ. Καθόλου βολικό για να περνάνε τα βράδια μου. Πόσο θα αντέξω, θα το δούμε.

Προς το παρόν η δίαιτα αποδίδει. Γράφω και συγκεντρώνομαι πολύ περισσότερο στα δικά μου λογοτεχνικά κείμενα κι ας είναι καλοκαίρι. Και μαζί διαβάζω ενδιαφέροντα βιβλία. Είχα ξεκινήσει την «Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας» τρεις φορές ως τώρα, αλλά πάντα ένα μυθιστόρημα με καλούσε και την ξέχναγα. Τώρα που ήταν το βασικό μου ανάγνωσμα την απόλαυσα, την ρούφηξα και το χάρηκα.

Ο Τζον Σάδερλαντ, θεωρητικός της λογοτεχνίας και ακαδημαικός, ξέρει πολύ καλά το αντικείμενό του και κατορθώνει το σχεδόν αδύνατο, να χωρέσει σε λιγότερες από 400 σελίδες όλα τα βασικά της –αγγλόσαξονικής τουλάχιστον –ιστορίας της λογοτεχνίας. Με ύφος γλαφυρό θέτει και απαντά σε μερικά από τα ερωτήματα που ταλανίζουν κάθε βιβλιόφιλο που σέβεται τον εαυτό του.

Φανταστείτε πως, σαν τον Ροβινσόνα Κρούσο, έχετε ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι για την υπόλοιπη ζωή σας. Ποιο βιβλίο θα θέλατε να έχετε μαζί σας;

Ο Σάδερλαντ ξεκινά με ένα κεφάλαιο για το ελληνικό έπος- σπάζοντας τις ψευδαισθήσεις μας για το τι είναι «επικό»-  και συνεχίζει για να μας ξεβράσει στις απαρχές της Αγγλικής λογοτεχνίας και το μυθιστόρημα.

Γιατί αυτό που ονομάζουμε εμείς  (μα όχι αυτοί) «μυθιστόρημα», αυτό το «νέο πράγμα», εμφανίστηκε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο και στον συγκεκριμένο τόπο (Λονδίνο). Η απάντηση είναι πως το μυθιστόρημα εμφανίστηκε στην ίδια χρονική στιγμή και στον ίδιο τόπο με τον καπιταλισμό.

Πραγματεύεται σχεδόν όλα τα μεγάλα κείμενα και αφορά σε όλους τους σπουδαίους συγγραφείς. Ξεκινά από τον Όμηρο  και την τραγωδία, προχωρά στον Σαίξπηρ, στο Μπέογουλφ, και καταλήγει στις αρχές του μυθιστορήματος, στον Θερβάντες, τον Ντιφόου, τον Σουίφτ. Αλλά και έπειτα, δεν μας αφήνει παραπονεμένους, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο μας παίρνει σε ένα ταξίδι από την Όστεν και τον Ντίκενς ως την λογοτεχνία του «μικρόκοσμου» των Μπροντέ, φτάνει στον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό, στην ουτοπία, ως τα κόμικς και τα e-books.

Αγαπημένο μου κεφάλαιο αυτό που ξεκινά: «Από όλα τα υπέροχα έτη στην λογοτεχνία, το 1922 είναι το πιο υπέροχο».  Καθώς και εκείνο που εξηγεί τα πώς και τα γιατί της Αμερικάνικης πρωτοπορίας.

Ένιωσα καλά διαβάζοντας τον Σάδερλαντ·  πως πατάνε στέρεα τα διαβάσματά μου, πως λίγα πράγματα ήταν αυτά που δεν ήξερα ή δεν είχα ξανακούσει. Κι αυτά που δεν είχα, τα σημείωσα ευλαβικά στο τετραδιάκι μου, κι αύξησα εκείνη την λίστα με τα επιθυμητά, τα μεγάλα, τα αδιάβαστα. Αυτή τη λίστα που τάχαμου ακολουθεί τον κανόνα της δεκάτης – κάθε δέκα βιβλία κι ένα παγκόσμιο αριστούργημα- αλλά στην πράξη είναι ένα πράγμα ανάκατο και αχανές, όπως περίπου ο κόσμος της λογοτεχνίας.


«Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας», Τζον Σάδερλαντ, μετ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Πατάκης, 2014, σελ. 399










Υ.Γ. 42 Αν κάτι μου έλειψε στην έκδοση ήταν τα κείμενα στο πρωτότυπο και την μετάφραση, όπου υπήρχαν παραθέματα.

Υ.Γ. 42-42 Μόνον ένας άνθρωπος σαν τον Γιώργο Λαμπράκο, με βαθιά γνώση της θεωρίας της λογοτεχνίας, θα μπορούσε να το μεταφράσει με τόσο εξαιρετικό τρόπο.

Υ.Γ. 42-42 Τώρα σειρά έχει αυτό:


  


10/8/15

Τα επαχθή vol6: γράφει ο Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης






Νο 1: Η Τριλογία της Νέας Υόρκης

Πήρα να διαβάσω το βιβλίο με μεγάλες προσδοκίες στο κάτω κάτω ο Auster ήταν ένας συγγραφέας που από καιρό ήθελα να διαβάσω. Ξεκίνησα λοιπόν να διαβάζω το μυθιστόρημα και ανακάλυψα ότι τελικά δεν είναι μυθιστόρημα, εδώ θα γίνω λίγο φιλόλογος. ‘’Μυθιστόρημα είναι το πεζογράφημα, που έχει δημιουργηθεί καθ' ολοκληρία από τη φαντασία, στο οποίο οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε προκαθορισμένη διάταξη, που ορίζει ο δημιουργός του. Το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αξιόλογου μεγέθους και οπωσδήποτε να μην είναι μικρότερο των 50.000 λέξεων και το λιγότερο 300 σελίδες, το οποίο εκτυλίσσεται γύρω από μία συγκεκριμένη ιστορία,την οποία αναπτύσσει σταδιακά ο συγγραφέας. Η πλοκή είναι συνήθως υποθετική με κάποια πραγματικά στοιχεία μέσα της‘’. Δυστυχώς βρέθηκα μπροστά σε τρεις νουβέλες, αλλά δεν θα με πείραζε αν ήταν τρεις καλές νουβέλες.

Η πρώτη ξεκινά ως noir και μάλιστα πολύ ωραίο noir και μετά κάνει ένα twist και αλλάζει ύφος μεταμορφώνοντας το αγαπημένο μου noir σε υπαρξιακό μυθιστόρημα. Εκεί σκέφτηκα να το παρατήσω αλλά με συνεπήρε, η γραφή του, είχα πάρα πολύ καιρό να πιάσω το λαχανί μαρκαδοράκι μου και να υπογραμμίσω ολόκληρα κομμάτια από βιβλίο. Ύφος ωραίο, ρέων λόγος όλα όμως είναι ατάκτως εριγμένα σαν να μην μπορεί να διαχειριστεί αυτό που έχει μέσα στο κεφάλι του. Όταν έρχεται το τέλος της νουβέλας έχεις μια αίσθηση ανολοκλήρωτου.

Η δεύτερη νουβέλα ήταν κάτι μεταξύ Μπέκετ και Κάφκα αλλά ο κος Auster δεν είναι τόσο ιδιοφυής ούτε τόσο ταλαντούχος. Είναι και η πιο αδύνατη δραματουργικά εκεί πια με το ζόρι κράταγα τα μάτια μου ανοιχτά βρε που δεν με ενδιέφερε καθόλου τι θα γίνει στάχτη να γίνουν όλοι. Τα ονόματα δε μου θύμιζαν το Reservoir Dogs του Ταραντίνο που ναι μεν έπονται μιας δεκαετίας του βιβλίου αλλά εγώ έχοντας τη δει πρώτα όλη την ώρα αυτό έφερνα στο μυαλό μου καμία σχέση βέβαια η αυτή η εξαιρετική ταινία με την νουβέλα.

Η τρίτη νουβέλα ξεκινά με μεγάλες προσδοκίες, περιμένω ότι σε αυτή ο συγγραφέας θα ενώσει όλα τα στοιχεία που μου έχει δώσει πριν για να φτάσει σε μια κορύφωση όπου όλα θα βγάζουν κάποιο νόημα. Είναι εξαιρετικά γραμμένη, ύφος, χαρακτήρες, ψυχολογία όλα είναι εκεί με το ίδιο πρόβλημα μίξης της πρώτης νουβέλας. Υπάρχουν ακόμα και κάποια ίχνη των προηγούμενων νουβελών σαν να σου κλείνει το μάτι ο συγγραφέας αλλά δεν με έπεισε τίποτα. Δεν καταλήγει πουθενά και δεν εννοώ να έχει η ιστορία ένα συγκεκριμένο τέλος ποιος νοιάζεται για το τέλος στο κάτω κάτω, αλλά ρε φίλε είπες είπες αλλά τίποτα δεν είπες. Δείγμα ίσως απειρίας μια και είναι το δεύτερο βιβλίο του. Θα διαβάσω σίγουρα άλλο ένα βιβλίο του, έργο ωριμότητας αυτή την φορά, για να καταλήξω για αυτόν τον συγγραφέα. Αυτό το βιβλίο όμως μου φάνηκε σαν κατασπατάληση ταλέντου πράγμα που το θεωρώ ασυγχώρητο.

Το μόνο που αξίζει στο βιβλίο είναι οι περιγραφές της Νέας Υόρκης σαν πόλης και σαν αίσθησης. Αυτό ναι είναι από τις καλύτερες που έχω διαβάσει.

Τέλος για να προλάβω τους οπαδούς του μεταμοντέρνου να πω ότι έχω διαβάσει μεταμοντέρνους συγγραφείς κι από τον Ναμπόκοφ τον Γκομπρόβιτς και τον Μπόρχες πέρασα στους Πίντσον και Φόουλς μετά ήρθε η σειρά των Άτγουντ, Καλβίνο, Έκο κανένας τους όμως δεν μου άφησε κενό μέσα μου όταν έκλεισα το βιβλίο τους. Θα συνιστούσα σε αυτούς που με έχουν πρήξει τα τελευταία χρόνια με το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα να διαβάσουν τον Μέλμοθ του Maturin που εκδόθηκε το 1821 και μετά πιάνουμε την συζήτηση από την αρχή.



Gerrit Dou (1613 - 1675), Old Woman with Book ( Rembrandt's Mother) - Amsterdam 




Νο 2: Ο κος Μερσέντες (προσοχή περιέχει spoiler)


Ο King δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε ένα νέο είδος το αστυνομικό και ιδιαίτερα στο hard-boiled αλλά απέχει αρκετά από το να καταταχθεί στα αξιομνημόνευτα βιβλία του. Ίσως θα έπρεπε να διαβάσει λίγο περισσότερο Elmor Leonard και James Ellroy για να μην πω τους κλασικούς του είδους. 

Το βιβλίο είναι γεμάτο κλισέ χαρακτήρες, ο συνταξιούχος αστυνομικός, ο serial killer με τα φροϋδικά συμπλέγματα, ο φέρελπις αφροαμερικανός έφηβος, η πλούσια έξυπνη, ωραία και πνευματώδης γυναίκα που λαχταρά κάθε άντρας και ερωτεύεται τον πρωταγωνιστή μέσα σε ένα απόγευμα (ο θάνατός της άλλο ένα κλισέ για να γεμίσει τον αστυνομικό τύψεις και να στοιχειώσει τα όνειρά του), η κοινωνικά απροσάρμοστη γυναίκα που ανθίζει σε τρεις μέρες, σχεδόν ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα την ακολουθούν μια ζωή, και βοηθά αποτελεσματικά στη λύση του μυστηρίου.
Η εναρκήρια σκηνή πολύ καλή όπως και οι περιγραφές της πόλης που είναι στα πρόθυρα χρεοκοπίας, η παραμέληση των δημόσιων χώρων, η υποβαθμισμένες συνοικίες, η ανεργία που χτυπάει κόκκινο στον ενεργό πληθυσμό εκεί φαίνεται το ταλέντο του King όπως και σε χαρακτήρες σαν την Φρέντι.

Μετά από αυτή την τέλεια έναρξη διάβασα μια σειρά από τεράστιες ανακολουθίες που οδηγούν σε ένα τέλος κάπως βιαστικό και τσαπατσούλικο αφήνοντας και καλά ένα έναυσμα για την συνέχεια της τριλογίας.

Ελπίζω ο κος King να την συνεχίσει την τριλογία κάπως καλύτερα από ότι την ξεκίνησε γιατί αυτό μου φάνηκε λίγο πισίνα* . Στο κάτω κάτω αν ήθελα να διαβάσω ένα ανώδυνο αστυνομικό απλώς για να περάσει η ώρα θα διάβαζα Jonathan Kellerman που το κάνει καλύτερα.


* Πισίνα λέω το βιβλίο ή την ταινία όπου διάσημος ταλαντούχος συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης κ.τ.λ. σερβίρει στο κοινό ένα σκουπίδι γιατί του λείπουν λεφτά για να φτιάξει καινούργια πισίνα στην βίλα του.


                                                                            Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης


Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ


Υ.Γ. 42-42 Πως θα ανέβαινε σε τούτο το σεπτό blog κακή κριτική για τον Όστερ, ε ποτέ μου. Για να δείτε τι δημοκρατικό, καλό, συμπαθές και άλλα παιδί είμαι. Διαβάστε τα εντελώς αντίθετα σε τούτο δω το ποστ. Venceremos.

7/8/15

Τα επαχθή vol5: γράφει η Αντιγόνη Άλφα



Δεν είμαι λάτρης των αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά αναγνωρίζω ότι υπάρχουν αριστουργήματα του είδους, όπως και ότι οποιοσδήποτε αναγνώστης απολαμβάνει μια καλογραμμένη πλοκή με φόνους, ειδικά όταν ο συγγραφέας καταφέρνει να τον κάνει να ταυτιστεί με ένα από τα κύρια πρόσωπα του βιβλίου. Η ακολουθία της Οξφόρδης δυστυχώς τίποτε από τα παραπάνω δεν πετυχαίνει. Η πλοκή βασίζεται σε μια μαθηματική ιδέα, πράγμα το οποίο ενθουσιάζει τον αναγνώστη που θα διαβάσει το οπισθόφυλλο. Ωστόσο η πλοκή είναι φτωχή, σχεδόν ανύπαρκτη, και οι μαθηματικές θεωρίες στις οποίες γίνεται αναφορά ούτε είναι ευρέως γνωστές ούτε και γίνονται κατανοητές. Ο βασικός ήρωας ήταν για μένα ένα πρόσωπο παντελώς αδιάφορο. Οι περιγραφές που αφορούν την προσωπική του ζωή είναι ανιαρές και ως επί το πλείστον άσχετες με την υπόθεση, ώστε τελικά με ανάγκασαν να παραλείψω αρκετές σελίδες αναζητώντας τον επόμενο φόνο. 

Ο δολοφόνος είναι απολύτως απλό να προβλεφθεί από την αρχή όπως και να υποτεθούν τα κίνητρα. Αυτό που τελικά δεν γίνεται κατανοητό είναι γιατί όλη αυτή η φασαρία με τις μαθηματικές θεωρίες. 

Υποθέτω ότι ο συγγραφέας επειδή αγαπάει τα μαθηματικά αναλώθηκε στη συσχέτιση τους με την ακολουθία των φόνων, ενώ πολλές σελίδες αφιερώνει και στον παραλληλισμό τους με τη φιλοσοφία, κάτι που δυστυχώς δεν κατάφερε, ούτε αυτό, να με κερδίσει. 

Ίσως η ταινία που γυρίστηκε ν αποδίδει καλύτερα το μηνύματα του συγγραφέα. Το βιβλίο δυστυχώς δεν θα πρότεινα ούτε σε μαθηματικό, αφού μετά από βραχύβια ανάγνωση μπορώ να του αποδώσω το περιεχόμενο του σε μια φράση.



                                                                                                        Αντιγόνη Άλφα



Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ


5/8/15

Τα επαχθή vol4: γράφει η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα



Αν με ρωτούσατε ποιος συγγραφέας δε μου αρέσει, θα σας απαντούσα χωρίς κανένα δισταγμό ο Ουμπέρτο Έκο. 

Ήμουν μαθήτρια όταν διάβασα το Όνομα του Ρόδου. Το καλοκαίρι πριν από τη Γ’ Λυκείου, Αύγουστος κατακαλόκαιρο, διάβαζα μόνη μου ιστορία – δεν κάναμε τότε τόσα φροντιστήρια ούτε από τόσο νωρίς. Είχα όμως το στόχο μου και ήθελα όσο τίποτε άλλο να τον φθάσω. Θυμάμαι λοιπόν ότι στα διαλείμματα του στόχου μου διάβαζα στην κουζίνα του πατρικού μου το όνομα του Ρόδου. Όλοι μιλούσαν για το αριστούργημα. Νομίζω ότι μου άρεσε. Αλλά δε μου έχει μείνει τίποτα από εκείνο το… ανάγνωσμα. Ιεροσυλία; Αργότερα, είδα την ταινία και μου άρεσε. 

Μετά το Όνομα του Ρόδου, χρόνια μετά το τέλος των σπουδών μου, ακολούθησε το Εκκρεμές του Φουκώ και δε θα πω τίποτα γι’ αυτό τώρα. Και φθάνουμε αισίως (;) στο Μπαουντολίνο. Είναι η περίοδος που κάνει ο αδελφός μου υποειδικότητα οφθαλμολογίας στην Αγγλία και αποφασίζουμε να τον επισκεφθούμε οικογενειακώς – μαμά, μπαμπάς και η μικρότερη αδελφή (εγώ το ταλαίπωρο παιδί σάντουιτς). Δε θυμάμαι ποτέ να φεύγω διακοπές και να μην έχω μαζί μου ένα βιβλίο. Συνήθως περισσότερα από ένα για δύο λόγους˙ ο ένας είναι η αγωνία μου μήπως ξεμείνω και ο δεύτερος μήπως δε μου αρέσει το ένα, οπότε να καταφύγω στο άλλο. Εκείνη όμως τη φορά έκανα το μοιραίο λάθος να πάρω μαζί μου μόνο τον Έκο. 

Άρχισα να διαβάζω το Μπαουντολίνο στο αεροδρόμιο. Δίπλα μου καθόταν ένας άγγλος, άγνωστος (σε μας), σεξπηρικός ηθοποιός… Όμορφος και νέος. Μου ζήτησε να του διαβάσω ένα απόσπασμα – έτσι «στα καλά καθούμενα» – και σκέφτηκα… «Χμ… Καλά ξεκίνησαν οι διακοπές μου». Δε θυμάμαι καν αν άνοιξα το βιβλίο στο αεροπλάνο. Έχω όμως εικόνες στο διαμέρισμα του αδελφού μου: εμένα ξαπλωμένη στο φουσκωτό στρώμα στο δάπεδο, να προσπαθώ να διαβάσω και τη μαμά να φτιάχνει γιαπράκια με αλάτι χωρίς νάτριο… Και μετά αναρωτιόμασταν γιατί ήταν τόσο άνοστα. 

Επειδή το κείμενο θα έχει τον τίτλο «τα επαχθή (βιβλία)», θα πρέπει να πω δυο λόγια για το Μπαουντολίνο. Είμαι σίγουρη ότι είχε να κάνει με ιππότες, το αγαπημένο θέμα του Έκο. Και πρέπει, αν κρίνω από το εξώφυλλο, να υπήρχε και κάποιος δράκος, καλός ή κακός. Αδυνατώ να θυμηθώ έστω και μία εικόνα από το βιβλίο. Κάποια στιγμή, χρόνια πάλι αργότερα, βρέθηκα σε βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Στην ουρά για το ταμείο έπιασα κουβέντα με άλλο βιβλιόφιλο και η συζήτηση ήρθε στον Έκο, αφού τα βιβλία του ήταν ακριβώς μπροστά μας. Καθώς τότε θυμήθηκα ότι τίποτα δε θυμάμαι από το τελευταίο βιβλίο του Έκο, συνόψισα την άποψή μου στη φράση «πολύ κακό για το τίποτα…». 

Εδώ και καιρό περιφέρεται στο καινούργιο μου σπίτι η βασίλισσα Λοάνα. Προσποιούμαι ότι δεν τη βλέπω. Ξέρω όμως πως κάποια στιγμή θα ασχοληθώ και μαζί της. Είναι η διαστροφή του αναγνώστη να διαβάσει ξανά, μήπως και αλλάξει γνώμη, μήπως τελικά αναθεωρήσει το «πολύ κακό για το τίποτα».

                                                                                   Τσαμπίκα Χατζηνικόλα
                                                                 


Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ

Υ.Γ. 42-42 Η άποψη μου για τον Μπαουντολίνο ταυτίζεται με της Τσαμπίκας.

4/8/15

"Η φυλή των βιβλιόφιλων": γράφουν εναλλάξ ο Παναγιώτης Κροκιδάς και η Κατερίνα Μαλακατέ



Τι να ‘ν’ αυτό - ο δαίμων των βιβλίων




Πολλές φορές, με περιπαικτική διάθεση, οι τακτικοί αναγνώστες αυτοπροσδιορίζονται ως μια “ιδιαίτερη” μερίδα. Ξεχωριστή. Άνθρωποι, οι προτιμήσεις των οποίων προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που ζουν. Μάλλον αυτό ανάγεται σε κάποιου, κατά κάποιο τρόπο, είδους κοινωνική λοβοτομή που δημιουργεί η λαχτάρα για τα βιβλία, και που κάνει τους βιβλιόφιλους να βρίσκονται στον κόσμο τους. Ο φανατικός αυτός αναγνώστης ίσως δεν είναι και τόσο απρόθυμος να δεχτεί αυτό τον αμφισβητήσιμης χάρης ρόλο. Ίσως, στο νου μας, εμείς, οι βιβλιόπληκτοι, νιώθοντας το τρένο με τα κατάμεστα βαγόνια των ρόλων, των ομάδων, των συναρπαστικών συναθροίσεων και των αξιολάτρευτων κλικών να περνάει από μπροστά μας (δεν το βλέπουμε, γιατί διαβάζουμε), αγκαλιάζουμε αυτήν την ταυτότητα που μας έλαχε. Ίσως υπάρχει κάτι το ηττοπαθές σε μια τέτοια παραδοχή. Μα αυτή είναι η μοίρα του εκπατρισμένου, εκδιωγμένου από τις κοινές χαρές, βιβλιόφιλου. Ευτυχώς, τα βιβλία που τον περιμένουν θα απαλύνουν όλους τους πόνους του πεζού κόσμου.

Ασκεί μια γοητεία ο αποκομμένος νους που αλαφροπατεί στην πραγματικότητα. Προκαλεί, όμως, την ίδια στιγμή λίγο χλεύη, εμπαιγμό, ίσως και πονοψυχία. “Τον δόλιο. Το έχει χάσει από το πολύ το διάβασμα”. Ωστόσο, να ένα ερώτημα: εντοπίζονται κοινά χαρακτηριστικά που μπορούν να μας προσδιορίσουν, εμάς, τους βιβλιόφιλους; Είναι σαφή τα όρια που ξεπερνά κάποιος - κάποια πύλη, όπου οι υπόλοιποι τον υποδέχονται, νεύοντας επιδοκιμαστικά από τις σελίδες των βιβλίων τους, όπου πολιτογραφείται διαπαντός πλάσμα της επικράτειας των βιβλίων; Υπάρχουν άραγε τάσεις χαρακτηριστικές που μπορούν να σκιαγραφήσουν το αντιπροσωπευτικό προφίλ ενός βιβλιόφιλου, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει γίνει ακόμα τέτοιος; Γεννιέται κανείς ή γίνεται αναγνώστης; Και ακόμα, ξεγίνεται κανείς; (τι ιερόσυλο ερώτημα!)

Επίσης: είμαστε πειραγμένοι; Βγήκε χαλασμένη η παρτίδα;

Και το ερώτημα το αιώνιο, ανάλογης βαρύτητας με τον γενικότερο στοχασμό πάνω στον λόγο ύπαρξης της ζωής είναι το “γιατί διάολο διαβάζουμε;” 

Γιατί διαβάζουμε; 

Γιατί διαβάζουμε τόσο πολύ; Πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης, της μανίας;

Αυτά και άλλα πολλά τέτοια, ερωτήματα που ίσως κατά καιρούς περνάνε από εμάς, τους βιβλιόφιλους, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε με την Κατερίνα, γράφοντας εκ περιτροπής.




Οι απαρχές 

Προσωπικά άργησα να αναρωτηθώ πάνω στην φύση αυτής της αγάπης για το βιβλίο. Το διάβασμα μπήκε αβίαστα στη ζωή μου, φυσικά, με μια απαιτούμενη κλιμάκωση που προοιώνιζε την κατάσταση στην οποίο όδευα δίχως περιθώρια παρέκκλισης. Υπήρξαν μερικά πλατύσκαλα-ορόσημα, που αποτέλεσαν τα κρίσιμα σημεία σε αυτό το ανοδικό διάγραμμα της αναγνωστικής εμμονής. Αυτό που έχει σημασία, και πιστεύω είναι για όλους μας ένα καθοριστικό μέρος που βρεθήκαμε και αυτοπροσδιοριστήκαμε, είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί κανείς πως το βιβλίο τον ενδιαφέρει πραγματικά, πως το ξεχωρίζει από την πληθώρα πραγμάτων που είτε υιοθέτησε και εγκατέλειψε είτε τα κάνει από συνήθεια. Σε εμένα άργησε να έρθει αυτή η στιγμή. Διάβαζα τόσο που είχα αργήσει να συνειδητοποιήσω πως διαβάζω πολύ. Ακούγεται οξύμωρο, μα αυτό είναι το αποτέλεσμα της αγνής αφοσίωσης, το δόσιμο το ολοκληρωτικό σε κάτι - μια μελιστάλαχτη περιγραφή που, όμως, συλλαμβάνει ικανοποιητικά μια εικόνα της κατάστασης ημών.

Το αποτέλεσμα, λοιπόν, εκείνης της έκλαμψης ήταν το εξής: κατάλαβα πως τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει έως τότε ήταν πάρα πολλά. Αν ήθελα να διαβάσω αυτά που έπρεπε, αυτά που με ενδιέφεραν, αυτά που άξιζαν και αυτά που ήθελα να λέω πως διάβασα, τότε μπροστά μου σχηματίζονταν τιτάνιες στήλες. Χάνονταν στα σύννεφα των αποκαρδιωμένων προσδοκιών μου. Ανάλογη ήταν η έγνοια μου για την εκδοτική επικαιρότητα: καλά βιβλία εκδίδονταν με ανελέητα γοργούς ρυθμούς. Με συνοπτικές διαδικασίες μια ήταν η κατάληξη: έπρεπε να διαβάζω περισσότερο. Πολύ περισσότερο. Το οποίο, φυσικά, εφάρμοσα. Με τάξη και σύστημα, συνέπεια, σχολαστικότητα, κατάρτιση λιστών, ενημέρωση από τον τύπο, από το ίντερνετ, από σχόλια αναγνωστών. Παράλληλα επήλθε η ανάπτυξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων, αντίστοιχων με θηρευτή, όπου οσμιζόμουν αφής στιγμής τι είναι αυτό που θέλω να διαβάσω, να προβλέψω σαν σκακιστής τις επόμενες αναγνώσεις και να αποφύγω τις αναγνωστικές κακοτοπιές. Το επιστέγασμα ήταν και είναι αυτή η στρατιωτική πειθαρχία στην ανάγνωση: πρόγραμμα ημερήσιο και ωρολόγιο το οποίο καταρτίσθηκε ύστερα από έναν ταχύτατο εντοπισμό των γόνιμων και πρόσφορων ωρών. 

Από το οποίο σπάνια παρεκκλίνω.

Από την ημέρα που αποφασίστηκε, ακολουθώ αυτόν τον βίο, παράλληλο με οτιδήποτε συνθέτει την ζωή ενός γήινου ύπαρξης. Αξιοθαύμαστο; Εξοντωτικό; 

Εγώ το αναγνωρίζω: μαζοχιστικό. Κάποιος -εκείνοι, οι άλλοι- θα μπορούσε να πει πως είναι οι παρυφές της παραφροσύνης.

Αλλά τι ξέρουν εκείνοι, ε;

Από καιρό σε καιρό αναρωτήθηκα λίγο πάνω σε αυτήν την, κατά κοινή ομολογία, παράδοξη κατάσταση. Και άρχισα να θέτω ερωτήματα, να προσπαθώ να προσδιορίσω την φύση αυτής της απόκλισης. Ας μη γελοιόμαστε: όχι εντατικά, ούτε συστηματικά. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε χρόνο σημαντικό, που όπως ξέρουμε εμείς, οι βιβλιόφιλοι, μεταφράζεται σε βιβλία.

Μπορεί, όμως, μέσα από αυτή την προσπάθεια να καταλάβουμε καλύτερα εμάς, την φυλή των βιβλίων.

Μετά από αυτόν τον μεζέ, παραδίδω την σκυτάλη στην Κατερίνα.


                                                                                                      Παναγιώτης Κροκιδάς 


2/8/15

"Ένας θάνατος στην οικογένεια- Ο Αγώνας μου", Karl Ove Knausgård



Memoir χαρακτηρίζουν το «Ένας θάνατος στην οικογένεια», κάποιοι- "απομνημονεύματα" δηλαδή-και δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Το βιβλίο είναι αγνό, καθαρόαιμο μυθιστόρημα, όπως ακριβώς γράφει έξω από την ελληνική έκδοση. Κι ας μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο διεξοδικά ο συγγραφέας για την ζωή του, με λεπτομέρειες για τους οικείους του, με τα πραγματικά τους ονόματα, δίχως να κρύβει τίποτε. Τίποτε από αυτά που συγκρατεί η δική του μνήμη. Γιατί είμαι σίγουρη πως αν ρωτούσαμε τους φίλους και την οικογένειά του που έναν τρόπο «διαπομπεύονται» εδώ, θα τα θυμούνταν διαφορετικά.

Ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ έχει την ικανότητα το ευτελές, το μηδαμινό και το προσωπικό να το κάνει σημαντικό και πανανθρώπινο, χωρίς εμφανή προσπάθεια.  

Για την καρδιά τα πράγματα είναι απλά: χτυπάει όσο μπορεί. Μετά σταματάει. Αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή, αυτή η παλμική κίνηση παύει από μόνη της, και το αίμα αρχίζει να τρέχει προς το χαμηλότερο σημείο του σώματος, όπου μαζεύεται σε μια μικρή λιμνούλα, εξωτερικά ίδια με μια σκουρωπή μελανιά στο δέρμα που γίνεται όλο και πιο λευκό, ενώ η θερμοκρασία πέφτει, τα μέλη κοκαλώνουν και τα έντερα αδειάζουν[]

Το μυθιστόρημα σε βάζει από τις πρώτες φράσεις να σκεφτείς τι είναι λογοτεχνία, αν και κατά πόσον είναι ανάγκη για να χαρακτηριστεί τέτοια να μιλάμε για μυθοπλασία, και στην τελική αν όλη η μυθοπλασία δεν είναι απλά μια απεικόνιση της ζωής μας. Το κείμενο ξεκινά με ένα εντυπωσιακό αρχικό δοκίμιο για το θάνατο, που σε χώνει στα βαθιά κι έπειτα σε προσγειώνει στην πεζή καθημερινότητα· αυτή του Καρλ Ούβε, του 38χρονου συγγραφέα με τα τρία παιδιά που δεν μπορεί να ορίσει την σχέση με τον πατέρα του, που πονά για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, που δεν παλεύει τα παιδιά του. Και ταυτίζεσαι με αυτόν τον άνθρωπο που θυμάται την ζωή σου, νιώθεις πως είσαι εκεί μαζί του.

Ο χρόνος για τον Καρλ Ούβε συστέλλεται και διαστέλλεται, τα χρόνια δεν τον αφορούν- περνά από τα παιδικάτα του στην χρονιά που πέθανε ο πατέρα του με περισσή χάρη. Ένα αντίστοιχο κείμενο γραμμένο από κάποιον λιγότερο δυνατό συγγραφέα θα καταντούσε γραφικό, ανύπαρκτο και βαρετό. Κι όμως το μυθιστόρημα λάμπει, δημιουργεί έντονη την αίσθηση πως διαβάζεις κάτι κλασικό που θα σε σημαδέψει τα επόμενα χρόνια. Θα σε σημαδέψει η πρώτη φορά που τράβηξε μαλακία ο Καρλ Ούβε; Ναι. Αυτό κάνει το βιβλίο λογοτεχνία. 

[]Πάντα είχα μεγάλη ανάγκη να μένω μόνος μου, χρειάζομαι ωκεανούς μοναξιάς, και όταν δεν τους έχω, κάτι που συμβαίνει τα τελευταία πέντε χρόνια, με πιάνει κάπου κάπου μια τέτοια απογοήτευση, σαν πανικός ή οργή. Κι όταν αυτό που με είχε κρατήσει όρθιο σε όλη την ενήλικη ζωή μου, δηλαδή η φιλοδοξία να γράψω κάτι σημαντικό, απειλείται, η μόνη σκέψη που με πιάνει και με ροκανίζει σαν ποντίκι, είναι πως πρέπει να τα βροντήξω όλα και να φύγω. Ότι μου φεύγει ο χρόνος, χάνεται μέσα από τα χέρια μου ενώ εγώ τι κάνω; Ε, για πέστε μου; Καθαρίζω το πάτωμα, πλένω ρούχα, μαγειρεύω, πλένω πιάτα, ψωνίζω, παίζω με τα παιδιά στην παιδική χαρά, τα φέρνω σπίτι και τους βγάζω τα ρούχα, τα κάνω μπάνιο, τα προσέχω μέχρι να πάνε για ύπνο, τα βάζω για ύπνο, κρεμάω τα ρούχα να στεγνώσουν, διπλώνω τα ρούχα και τα βάζω στα συρτάρια, σκουπίζω, καθαρίζω το τραπέζι, τις καρέκλες, τα συρτάρια. Είναι ένας αγώνας, και παρόλο που δεν έχει τίποτα ηρωικό, ο αντίπαλος είναι δυνατότερος, γιατί άσχετα με το πόσες δουλειές κάνω στο σπίτι, τα δωμάτια είναι μέσα στην ακαταστασία και τη βρόμα, και τα παιδιά, που τα φροντίζουμε κάθε λεπτό του χρόνου όσο είναι ξύπνια, είναι πιο βρόμικα από άλλα παιδιά που έχω δει μέχρι τώρα στη ζωή μου, κάπου κάπου είναι σωστό τρελοκομείο εδώ, ίσως επειδή δεν είχαμε ποτέ την σωστή ισορροπία ανάμεσα στην απόσταση και την εγγύτητα, που είναι πιο σημαντική όσο περισσότερο ταπεραμέντο υπάρχει.[] 


Το «Ένας θάνατος στην οικογένεια» είναι το πρώτο- αρκετά ογκώδες- μέρος μιας σειράς βιβλίων με τον γενικό τίτλο «Ο Αγώνας μου». Ναι, ναι, ίδιο με του κοσμαγάπητου Χίτλερ. Κι αυτό μου αρέσει. Ειδικά που στα Νορβηγικά λείπουν δύο γράμματα "Min kamp". Η εξαλογία του Νορβηγού έχει κάνει αίσθηση στην χώρα του- όπου ένας στους δέκα την έχει αγοράσει και διαβάσει- αλλά και σε όλο τον κόσμο. Είναι η αμεσότητάτου τέτοια, ο τρόπος που σκύβει σε κάθε στιγμή και κάθε πληγή και την σκαλίζει μέχρι να φανούν στο βάθος τα συστατικά της. Μπορεί να είναι μια επιφανειακή γρατζουνιά. Μπορεί, όπως με τον πατέρα του, να φτάνει στο κόκκαλο.

Η ανάγνωση είναι απολαυστική, το βιβλίο κυλά αν και αφήνει χώρο για σκέψη και ομολογώ πως αν είχε μεταφραστεί και ο δεύτερος τόμος – ή έστω μας επέτρεπαν να πάρουμε βιβλία από το εξωτερικό- τώρα θα καταβρόχθιζα και αυτόν. Βρε λες να πιάσω τον δεύτερο Προυστ; 



«Ένας θάνατος στην οικογένεια- Ο Αγώνας μου Ι», Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, μετ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Καστανιώτη, 2015, σελ. 543

1/8/15

Τα επαχθή vol3: γράφει η Ελένη Γαρυφαλάκη

Κατά την γνώμη μου, τα πιο απεχθή βιβλία είναι εκείνα για τα οποία έτρεφες υψηλές προσδοκίες και τελικά αποδείχθηκαν κατά πολύ(πάρα πολύ όμως) κατώτερα των προσδοκιών σου.

Μια ωραία πρωία λοιπόν, ρώτησα τη διαχειρίστρια αυτού του ιστολογίου, η οποία τυχαίνει να είναι και Μουρακαμική, τι να διαβάσω από Μουρακάμι ώστε να μπω και εγώ στο παγκόσμιο κλαμπ των φανατικών θαυμαστών του εν λόγω συγγραφέα. Η απάντηση: Το κουρδιστό πουλί!

Απερίγραπτη απογοήτευση: 870 ευκολοδιάβαστες σελίδες με την πλοκή να χωλαίνει σε πολλά σημεία, εμβόλιμες ιστορίες, εντυπωσιακές μεν αλλά που σε καμία περίπτωση δεν δένουν με την κεντρική ιστορία, ήρωες που εμφανίζονται από το πουθενά και αναρωτιέσαι ποιος είναι ο λόγος ύπαρξής τους και γενικά ένα μπερδεμένο κουβάρι ιστοριών και γεγονότων για τα οποία είχα χάσει το ενδιαφέρον μου πολύ πριν το τέλος το βιβλίου. Επίσης, το βιβλίο έχει μία από τις πιο βίαιες σκηνές που έχω ποτέ συναντήσει, η οποία είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει αποκλειστικά για λόγους εύκολου εντυπωσιασμού παρά επειδή χρησιμεύει στην εξέλιξη της πλοκής. 

Εν ολίγοις, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι δεν πρόκειται να ξαναδιαβάσω Μουρακάμι και τώρα που το σκέφτομαι θα θέσω προς ανταλλαγή το Κουρδιστό πουλί ώστε να μην υπάρχει καν στην βιβλιοθήκη μου.
  
                                                                                                                           Ε.Γ. 


Υ.Γ. 42 Μπορείτε να μας γράψετε κι εσείς για το βιβλίο εκείνο που δεν συστήνατε ποτέ στους συνανθρώπους σας βιβλιόφιλους και να στείλετε το κείμενο στο kmalakate@gmail.com. Λεπτομέρειες σε τούτο δω το ποστ

ΥΓ. 42-42 Εγώ ακόμα θεωρώ το Κουρδιστό πουλί το καλύτερο Μουρακαμικό βιβλίο