22/6/16

«Τελευταία προειδοποίηση», Παναγιώτης Κεχαγιάς



Η Τελευταία προειδοποίηση είναι ένα μικρό, κίτρινο, κομψό βιβλιαράκι, που όταν το πιάνεις στα χέρια σου σκέφτεσαι πως θα σε βοηθήσει να περάσεις ένα ευχάριστο απόγευμα πίνοντας τον καφέ σου. Αν το φαντάζεσαι αυτό, είσαι γελασμένος. Τίποτα ευχάριστο δεν ελλοχεύει στις καλογραμμένες του σελίδες, καμία ανακούφιση δεν παραχωρείται. Πρέπει να την διεκδικήσεις. 

Με αναγνωστική θητεία στην λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και στους κόσμους του Πόε, του Μπόρχες, του Γουάλας και του Πίντσον, ο Παναγιώτης Κεχαγιάς στήνει σύμπαντα με πολλαπλές αλήθειες, λαβυρίνθους, κάτοπτρα, φτιάχνει ιστορίες που μοιάζουν να κυνηγάνε την ουρά τους, συχνά χωρίς τέλος, ή μάλλον σωστότερα ιστορίες που εμπεριέχουν το τέλος ήδη στην αρχή τους· αναζητά αυτό που κάθε λογοτέχνης που σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να αναζητήσει: τα όρια της πραγματικότητας, το αν και κατά πόσον μια ιστορία είναι τελεσίδικη ή όχι, αν η ζωή κι ο θάνατος έχουν μια κάποια σημασία. Ενδιάμεσα κυριαρχεί ο τρόμος. Ένας τρόμος υπόγειος και διαβρωτικός. Ύπουλος.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ήδη από το πρώτο διήγημα Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της ταυρομαντείας, ξέρουμε όλα τα βασικά συστατικά της συλλογής. Ο χώρος, ο χρόνος, ο τρόπος, ο λαβύρινθος, ο φόβος του πολλαπλασιασμού. Ο ταυρομάντης είναι ο συγγραφέας αφηγητής. Κανείς δεν του δείχνει τον τρόπο για να βγει από τον λαβύρινθο, αλλά κάποιοι από τους καλύτερους ταυρομάντεις είναι αρχάριοι. 

Στο Κάτι αναλλοίωτο, ένα χωριό, τυχαία, επιλέγεται για να χαρτογραφηθεί. Η έλευση των τοπογράφων, ενώ καταλήγει σε έναν οριστικό χάρτη, αλλάζει την ιστορία του χωριού για πάντα. Κι ας είχε ιδρυθεί όταν τα αγάλματα ακόμα δεν είχαν πρόσωπα

Η Έλευση της Ευτυχίας είναι η πρώτη προσέγγιση στον έρωτα, τον θάνατο, το πεπρωμένο και τον φόβο. Ένας ιατροδικαστής θα βρει στο στομάχι ενός θύματος ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου. 

Η Τελευταία προειδοποίηση μας λέει αυτό που έχουμε ήδη πια συνειδητοποιήσει πως η εξιστόρηση μιας ιστορίας, η εισαγωγή και μόνο ενός στοιχείου, αλλάζει το κέντρο της. Ο συγγραφέας απέτυχε να θίξει το ακανθώδες ζήτημα της αιτιότητας: το φρούριο προκαλούσε τις αλλαγές ή απλώς τις κατέγραφε; Αν προχωρούσε κανείς το συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσε να πει ότι η μονογραφία με κάποιο τρόπο προκάλεσε όσα ακολούθησαν.

Και τέλος στον κύριο Γκλας φτάνουμε στο απόγειο των εναλλακτικών ιστοριών, των συνεχών αλλαγών της πραγματικότητας, των πολλαπλών κατόπτρων. Για να καταλήξει [] έχει διαπιστωθεί πως αυτή η εκδοχή της ιστορίας δεν είναι απόκρυφη, ούτε αποσπασματική. Είναι όμως, σε αντίθεση με την εκδοχή της οποίας η ανάγνωση τώρα τελειώνει, λίγο ως πολύ αγνή, λίγο ως πολύ πλήρης, σαν το σπόρο κάθε ιστορίας πριν υποκύψει στην ασθένεια της αφήγησης. 

Με λίγα λόγια- αν μπορούν να υπάρξουν τέτοια για τόσο λεπτομερή ως την τελευταία λεπτομέρεια βιβλία- πρόκειται για μια συλλογή που αναμετράται με το ίδιο το κόνσεπτ της αφήγησης και της γραφής, μια στημένη σκακιέρα που περιμένει τον συγγραφέα να κάνει τη επόμενη κίνηση. Οι εμμονές του Κεχαγιά με τον χώρο, τον χρόνο, την πραγματικότητα και την καταγραφή της είναι εμφανείς. Η μνήμη είναι η τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης, μας λέει. Και λίγο παρακάτω: Η δημιουργική χαρτογραφία έκανε ό,τι μπορούσε για να γεμίσει την λευκή περιοχή που μόνο άδεια δεν ήταν.

Αν κάτι έχω να προσάψω στην συλλογή είναι υπερβολική εγκεφαλικότητα, ίσως και λίγη επιτήδευση. Θα έλεγα πως η Τελευταία προειδοποίηση πάσχει από την κλασική ασθένεια των πρωτόλειων, ο συγγραφέας θέλει να αραδιάσει όλα όσα έχει στο κεφάλι του στο χαρτί, να πει σε ελάχιστες σελίδες τον βασικό του προβληματισμό για την ζωή. Όμως στην περίπτωση του Κεχαγιά αυτό γίνεται εξαιρετικά επιτυχημένα γλωσσικά. Για την δομή δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Μένει να δούμε αν θα καταφέρει να χειριστεί αυτούς τους φρικτούς, περίπλοκους, εναλλακτικούς κόσμους με την ίδια ικανότητα και σε μεγαλύτερες ιστορίες. 



                                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



«Τελευταία προειδοποίηση», Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες, 2016, σελ. 105

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου