26/5/20

"Μείνε μαζί μου", Ayobámi Adébáyo







To «Μείνε μαζί μου» είναι το πρώτο βιβλίο της Νιγηριανής Αγιομπάμι Αντεμπάγιο, κι έκανε αρκετό ντόρο όταν κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. Η Αντεμπάγιο ανήκει σε εκείνη τη φουρνιά νεαρών συγγραφέων που προέρχονται από χώρες εκτός Αμερικής, βρέθηκαν όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες για να σπουδάσουν δημιουργική γραφή και τελικά έγραψαν στα αγγλικά. Το βιβλίο της αν κι έχει κάποιες από τις φανερές αδυναμίες των μυθιστορημάτων που προέρχονται από τέτοια εργαστήρια –μοιάζει κάπως προγραμματικό και για το πώς θέλει να γράφει λογοτεχνία αλλά και για το θέμα-, έχει αρετές. Με μεγαλύτερη, τη μεταφορά της ατμόσφαιρας της Νιγηρίας και της Αφρικής από μια Αφρικανή, την αυθεντικότητα που προσδίδει στην αφήγηση η εμπειρία από πρώτο χέρι. Φυσικά πρόκειται για ένα δυτικότροπο μυθιστόρημα, κι όχι ένα κείμενο που απηχεί την κουλτούρα της μυθοπλασίας στη χώρα,  πράγμα που κάνει παραδείγματος χάρη αποτελεσματικά για τη Μοζαμβίκη ο Μία Κότου στο "Τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο". 

Η κεντρική ηρωίδα, και στο μεγαλύτερο μέρος αφηγήτρια, είναι η Γετζιντέ. Στη Νιγηρία της δεκαετίας του '80, με τις συνεχείς πολιτικές αναταραχές, παντρεύεται τον Ακίν. Ο γάμος τους μοιάζει ιδανικός, είναι ερωτευμένοι, μορφωμένοι και σχετικά ευκατάστατοι. Μόνο μια σκιά μπαίνει ανάμεσά τους, η Γετζιντέ δεν μένει έγκυος. Η μητέρα του Ακίν, μαθημένη στην κουλτούρα της πολυγαμίας, όπου η ύπαρξη απογόνων καταξιώνει την ύπαρξη και ειδικά τη γυναικεία, προτείνει στον γιο της να παντρευτεί μια γυναίκα ακόμα. Και όταν τελικά τον πείθει, κι αυτός την παντρεύεται, προτρέπει την πρώτη της νύφη να κλείσει τα πόδια της, μπας και ο Ακίν αποκτήσει τελικά γιους. Τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται, και η πατριαρχική νοοτροπία για την πολυγαμική οικογένεια της Νιγηρίας πληγώνει  ανεπανόρθωτα τους ήρωες, κι εκείνον κι εκείνη, που εγκλωβίζονται ανάμεσα στην «παράδοση», τον σεβασμό για τους γονείς και τα θέλω τους, και καταστρέφουν τη ζωή τους. 

Πρόκειται για ένα έξυπνο βιβλίο, που δεν γίνεται με κανέναν τρόπο μελό. Η επαφή με μια άλλη κουλτούρα εκ των έσω δημιουργεί συνεχή ένταση. Όλο σου το είναι επαναστατεί με κάποια από αυτά που διαβάζεις, αλλά αυτό έχει σχέση με τα δυτικά πρότυπα με τα οποία έχεις μεγαλώσει. Εκεί πρόκειται απλά για καθημερινότητα. Από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές είναι αυτές που η ηρωίδα καταφεύγει στην παραδοσιακή μαγγανεία, για να τη βοηθήσει να κάνει παιδί. Ακόμα κι ένα λευκό κατσικάκι αναγκάζεται να θηλάσει. Και μετά για έντεκα μήνες συνεχώς έχει όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης, από τις πρωινές ναυτίες, ως την ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, κι ας της λένε κάθε τόσο οι ειδικοί πως δεν έχει τίποτα μες στην κοιλιά της. 

Το μυθιστόρημα εξαντλείται στο ενδιαφέρον φόντο, η συγγραφέας δεν φαίνεται να μπορεί να διεισδύσει αποτελεσματικά στον ψυχισμό των ηρώων της, μοιάζουν χάρτινοι, ακόμα κι αν μας αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο. Μια αντίστοιχη ιστορία, στα χέρια ενός πιο πεπειραμένου λογοτέχνη, θα μπορούσε να απογειωθεί. Παρ' όλα αυτά, πρόκειται για ένα άρτιο κείμενο, καταφέρνει να τσιγκλίσει τον αναγνώστη και να τον βγάλει από τις ευκολίες του. Κι αυτό για πρωτόλειο, δεν είναι και μικρό επίτευγμα.




                                          Κατερίνα Μαλακατέ






"Μείνε μαζί μου", Αγιομπάμι Αντεμπάγιο, μετ. Νοέλα Ελιασά, εκδ. Floral, 2018, σελ.284

20/5/20

"Ο καλός στρατιώτης. Μια ιστορία πάθους", Ford Madox Ford



Ο καλός στρατιώτης του Φορντ Μάντοξ Φορντ, που εκδόθηκε το 1915, θα μπορούσε να είναι απλά μια ερωτική ιστορία απιστίας και προδοσίας ανάμεσα σε δύο ζευγάρια της καλής κοινωνίας στο τέλος του προπερασμένου αιώνα. Φυσικά, είναι κι αυτό. Αλλά ταυτόχρονα το μυθιστόρημα είναι ένα κείμενο του μοντερνισμού, ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία δημιουργεί πολλαπλά επίπεδα σε μια μάλλον τετριμμένη πλοκή. 

Ο Αμερικανός αφηγητής, Τζον Ντάουελ, έχει παντρευτεί την Φλορενς, και οι δυο τους ταξιδεύουν στην Ευρώπη με τα εισοδήματά τους. Δεν έχει δουλέψει ποτέ. Σε ένα θέρετρο, γνωρίζουν ένα εύπορο ζευγάρι Άγγλων, τον Έντουαρντ και τη Λεονόρα Άσμπερναμ. Τα εννιά χρόνια που θα περάσουν μαζί τα δυό ζευγάρια, που είναι και τα δυο "καλά", θα είναι χρόνια ευτυχίας. Ή τουλάχιστον έτσι διατείνεται ο αφηγητής, στην αρχή. Γιατί σιγά σιγά αποκαλύπτεται, πως αυτός ο αφηγητής, που όλο δεν ξέρει, κι όλο είναι στο σκοτάδι, ξέρει πολλά περισσότερα από όσα αποκαλύπτει. Κι αυτά που τελικά αποκαλύπτει, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι η αλήθεια. Ο χρόνος της αφήγησης, οι ανακολουθίες της, το πόσο αναξιόπιστος είναι ο Τζον ως αφηγητής, προσομοιάζουν με τη μνήμη και την εμπειρία στην πραγματική ζωή. Κι αυτό, ακόμα και σήμερα έναν αιώνα μετά, είναι ακραία νεωτερικό. 

Οι σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στα δυο ζευγάρια σιγά σιγά παρεκκλίνουν προς τη διαστροφή. Ήδη από την αρχή ο αφηγητής μάς ενημερώνει πως η Φλόρενς και ο Έντουαρντ, ο «καλός στρατιώτης» του τίτλου, είναι νεκροί. Οι συνθήκες όμως των θανάτων τους, είναι μια άλλη ιστορία. Ομολογουμένως ο Καλός στρατιώτης δεν είναι ένα ελαφρύ ανάγνωσμα, ούτε ένα βιβλίο που θα σε παρασύρει στα πλοκάμια του από νωρίς. Παίζει, ειδικά στην αρχή, με την ανία του αναγνώστη, αδιαφορεί για το αν θα επιλέξεις να μπεις στο μυστήριο. Οι σχέσεις των τεσσάρων πρωταγωνιστών είναι ένα παιχνίδι εξουσίας λαβυρινθώδες, και νικητής τελικά ο «φυσιολογικός». Οι υπόλοιποι πρέπει να πεθάνουν. Ο αφηγητής πάσχει από την ασθένεια του τέλους του αιώνα, δεν μπορεί να βρει τόπο να σταθεί σε έναν κόσμο που φαίνεται να τον ξερνάει. Όμως αυτή η αίσθηση είναι διαφορετική και πιο βαθιά από μια απλή μελαγχολία, πάει σε στρώματα της ψυχής ασυνείδητα, που αποκαλύπτονται αργά και μπερδεμένα, όπως ακριβώς αφηγείται ο ίδιος. 

Ο καλός στρατιώτης είναι ένα βιβλίο που δεν ξεχνάς, ένα βιβλίο ήττας, συντριβής και ζωής. Ο τίτλος του, που μοιάζει τόσο ακραία ειρωνικός, δεν σε προδιαθέτει για τίποτα, ήταν άλλωστε επιλογή του εκδότη κι όχι του συγγραφέα. Εκείνος ήθελε να το πει «Μια θλιβερή ιστορία», έτσι ακριβώς όπως ξεκινάει: Αυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή. 



                                                               Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο καλός στρατιώτης. Μια ιστορία πάθους", Ford Madox Ford, μετ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Gutenberg, σελ. 366, 2017

13/5/20

Πηδώντας τον φράκτη





Είναι μια συνεχιζόμενη κουβέντα μέσα μου, αυτή για την ανάγνωση. Είναι καλύτερα να είσαι αγνός, να μην ξέρεις τίποτα για τον συγγραφέα, την εποχή, το ιστορικό γίγνεσθαι, τις κριτικές που γράφτηκαν, να προσεγγίζεις την τέχνη γυμνός, έτοιμος να την δεχτείς χωρίς μπαγκάζια; Ή να προσκολλάσαι στα όσα έγραψαν οι άλλοι, να ενστερνίζεσαι τη δική τους άποψη, να διαβάζεις σαν να παίρνεις μουρουνόλαδο; Και τα δυο έχουν τις ευκολίες τους. Είναι ανέξοδο να διαβάζεις χωρίς γνώση, μένεις στο συναίσθημα, ίσως αναγνωστικά να προχωράς λόγω των ίδιων των αναγνωσμάτων. Όμως αυτά τα αναγνώσματα δεν μπαίνουν ποτέ σε μια σειρά, δεν οργανώνονται στο μυαλό σου. 

Από την άλλη, πώς μπορεί ένα βιβλίο να είναι "αγαπημένο σου", χωρίς να το ‘χεις διαβάσει, γιατί άρεσε στον τάδε ή στον δείνα κριτικό, γιατί ο συγγραφέας είναι υποστηρικτής του ενός ή του άλλου λογοτεχνικού ρεύματος. Είναι εύκολο να αφεθείς να μην έχεις άποψη γιατί έχουν άποψη τα μεγαθήρια, και ποιος είσαι εσύ, για να κρίνεις την τέχνη. Βέβαια έτσι χάνεις όποια πηγαία χαρά ανήκει στην ανάγνωση, στην πραγματικότητα ενώ είσαι πιστός οπαδός της τέχνης, καταλύεις με τη στάση σου τη βασική της λειτουργία. 

Κάποια στιγμή πρέπει να πηδήσεις τον φράχτη∙ και να απελευθερωθείς. 


Τα κριτικά κείμενα να πάψουν να σε βαραίνουν την ώρα της ανάγνωσης, τα βιογραφικά και τα πραγματολογικά στοιχεία να υπάρχουν μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού όταν έρχεσαι σε επαφή με την ίδια την τέχνη, να μπορείς να διαμορφώσεις τη δική σου άποψη. Κι έπειτα όλα όσα έχεις διαβάσει, σε δεύτερο χρόνο, μαζί και το ίδιο το έργο, να μπορούν να μπουν στη θέση που τους αξίζει. Δεν είναι άσκοπες οι κριτικές και η θεωρία της λογοτεχνίας, φτιάχνουν το υπόστρωμα για να πατήσεις. Δεν είναι όμως κι Ευαγγέλιο. Αν δεν πηδήξεις τον φράχτη, αν δεν έχεις δική σου άποψη, τότε χάνεις όλη την απόλαυση. 

Είναι περίεργη ιστορία η λογοτεχνία. Ξεκινά από το θυμικό μας, για να αρπάξει τη λογική μας, μας (εκ)παιδεύει και μας παιδεύει. Πρέπει να είσαι σε διαρκή εγρήγορση, αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα, δεν σε αφήνει να εφησυχάσεις. Αν νομίσεις πως την κατέχεις, όλο και κάποιος συγγραφέας θα σου βγάλει τη γλώσσα. Αν νομίσεις πως την ορίζεις, τότε η μούχλα σου θα αρχίσει να βρωμάει. Αν νομίσεις πως δεν απαιτεί τίποτα, τότε χάνεις τη μισή της γοητεία. Απαιτεί γνώση, και χρόνο, και διάθεση. Απαιτεί, στα έσχατα, την ψυχή σου. Το αν θα τη δώσεις, είναι απόφαση που κανείς δεν παίρνει έλλογα. Αυτή είναι η γοητεία της, την ώρα που κάνει επίκληση στο μυαλό σου, ανάβει μια φωτιά για να μαγειρέψει την καρδιά σου. Μπορεί να βγεις από το καζάνι αλώβητος, μπορείς να βράσεις αργά και βασανιστικά. Υπάρχει κι επιλογή να χορέψεις με τις φλόγες και να καείς. 



                   Κατερίνα Μαλακατέ



Booktalks



6/5/20

"Ιδού εγώ", Jonathan Safran Foer



Πρωτογνώρισα τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ με το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά». Τότε, και μόνο η ιδέα πως ένας συνομήλικός μου συγγραφέας είχε γράψει κάτι τόσο ολοκληρωμένο με γέμιζε δέος. Όταν διάβασα όμως το πρωτόλειό του, το «Όλα έρχονται στο φως», απογοητεύτηκα. Ήταν ένα επιτηδευμένο μυθιστόρημα, φανερά προερχόμενο από εργαστήρια δημιουργικής γραφής, με παγιωμένες ιδέες για το τι είναι καλό να γράφεται, τι είναι τέχνη και τι είναι λογοτεχνία.

Το «Ιδού εγώ», ένα μυθιστόρημα που έρχεται μετά από σχεδόν δεκάχρονη σιγή για τον Φόερ, μου θύμισε τις καλές του στιγμές. Το κεντρικό θέμα του είναι η κατάρρευση ενός γάμου, αλλά ταυτόχρονα μιλά για τη θρησκεία, το Ισραήλ, την αυτοκτονία, την ενηλικίωση, την εφηβεία, τη φιλία. 

Ο Τζέικομπ είναι ένας σαραντάχρονος συγγραφέας που ζει με τη γυναίκα του τη Τζούλια και τα τρία αγόρια τους, τον Σαμ, έναν προέφηβο που δεν αντέχει ούτε τον ίδιο του το δέρμα, τον Μαξ, έναν καλόβολο δεκάχρονο, και τον εξάχρονο Μπέντζι. Η οικογένειά τους μοιάζει σωστά δομημένη, είναι άθεοι, μα επιμένουν ο Σαμ να κάνει μπαρ-μιτσβά, αγαπάνε πιο πολύ τα παιδιά τους από όσο ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπήθηκαν, ή πως δεν ήθελαν στην αρχή ο ένας τον άλλον κολασμένα -απλά πως είναι ήδη είκοσι χρόνια μαζί. Γύρω τους κινείται μια πλειάδα χαρακτήρων, ο παππούς Ισαάκ που δεν μπορεί να ισιώσει τα γόνατά του, όσο χρόνια κι αν πέρασαν από το Ολοκαύτωμα, ο Ιρβ, ο πατέρας του Τζέικομπ, που γράφει εθνικοπατριωτικά άρθρα στο μπλογκ του, ο Ταμίρ, ο ξάδελφος που έρχεται επίσκεψη από το Ισραήλ για το μπαρ-μιτσβά του Σαμ κι εγκλωβίζεται στην Αμερική όσο η πατρίδα του καταστρέφεται, το ίδιο το Ισραήλ ως πατρίδα, και ως φάσμα πατρίδας. 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την πυρηνική οικογένεια, και τον φαινομενικά ανούσιο λόγο να χωρίσει: η Τζούλια βρίσκει στο κινητό του Τζέικομπ σεξουαλικά μηνύματα με μια άλλη γυναίκα. Αν και τα μηνύματα είναι αρκετά έντονα, ο Τζέικομπ δεν απάτησε τη Τζούλια ποτέ, δεν έχει κάνει έρωτα με την άλλη γυναίκα. Σιγά σιγά μέσα από αυτή την κεντρική ιστορία φτάνουμε σε βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα για το ποιος είναι ο καθένας, τι είναι οικογένεια, τι είναι έρωτας, ποια είναι η πατρίδα του, τι τον ορίζει. Στην πορεία έχουμε ξεκαρδιστικούς διαλόγους και στιγμές, έναν πατέρα που σκοτώνει το άβαταρ του γιου του στην "Άλλη ζωή", ένα παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας, έναν γέρο σκύλο που αργοπεθαίνει. Όλα αυτά μοιάζουν πολύ με την ίδια τη ζωή και συνθέτουν ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, που δεν κάνει κοιλιά. 

Ο Φόερ βγαίνει από τις στυλιζαρισμένες ευκολίες, τη μοντερνιστική του παιδεία, απλώνεται σε μια κανονική αφήγηση, πατάει γερά πάνω σε κάτι που ξέρει καλά --τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι πολλά και έντονα, τόσο στην υπόθεση του γάμου του, όσο και στην αίσθηση του έφηβου γιου αλλά και στο θέμα της Εβραϊκής ταυτότητας. Όμως όλο αυτό το στηρίζει λογοτεχνικά, το βίωμα γίνεται λόγος να ταυτιστείς όμως όχι αιτία για λογοτεχνικές εκπτώσεις. Ομολογώ πως το θέμα (μού) είναι οικείο, δυο σαραντάρηδες που είναι μαζί από τα είκοσί τους, κι έχουν φτιάξει μια όμορφη οικογένεια, που έχουν βαλτώσει σε αυτήν και φαίνεται τα προσωπικά τους όνειρα να είναι τελείως αδιάφορα πια. Ο άντρας κάνει μια χαζή μη απιστία- τι ψυχή έχουν μερικά μηνύματα για το αν θέλει ή όχι "να γλείψει τα χύσια του από την κωλοτρυπίδα" μιας άλλης γυναίκας. Δεν έχουν; Αυτά τα μηνύματα που διατρέχουν το μυθιστόρημα, σαν να πρόκειται για κομμάτια μιας Βίβλου, αυτά τα μηνύματα της μη απιστίας, είναι τα πιο σοκαριστικά. Ο γάμος δεν διαλύεται γιατί μπήκε ένα τρίτο πρόσωπο, ή γιατί θα μπορούσε έστω δυνητικά να μπει, αλλά γιατί οι δυο σύζυγοι, που δεν σταματούν να αγαπάνε τα παιδιά τους, έχουν τόσο πολύ χάσει τον εαυτό τους μέσα στην οικογένεια, που σε στιγμές αγνοούν τα παιδιά τους. Δεν αντέχουν άλλο στο πετσί τους. 

Το θέμα της εβραϊκότητας, το πόσο Εβραίος είσαι, όντας άθεος στην Αμερική, και πόσο Εβραίος είσαι όταν πολεμάς για το Ισραήλ μπαίνει σε μια μεθυσμένη κουβέντα ανάμεσα στα ξαδέλφια, και δεν λύνεται ποτέ γιατί δεν μπορεί να λυθεί. Η κάθε συνθήκη είναι μέρος του καθενός, και δεν αλλάζει απλά. Η θρησκεία και η πατρίδα είναι έννοιες περίπλοκες όταν μπλέκεται η προσωπική ιστορία με την Ιστορία, δηλαδή σχεδόν πάντοτε. 

Απόλαυσα το "Ιδού Εγώ", ο Φόερ έχει εκπληκτικό χάρισμα να στήνει σκηνές και να αλαφραίνει τα βιβλία του με χιούμορ, αυτό το ξέραμε και από τα άλλα του. Εδώ έχει καταφέρει να εμβαθύνει και στον κεντρικό του χαρακτήρα, να αναλογιστεί τι είναι αυτό που πονάει πραγματικά, να βάλει τη ζωή του στη σέντρα. Δεν είναι λίγο, ούτε μικρό, κι ας μοιάζει έτσι. Καταπιάνεται με ένα από τα σπουδαία θέματα του καιρού μας και το κάνει πάλι αξιοζήλευτα. Ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ ξεπέρασε και πάλι τους συνομηλίκους του.



                                             Κατερίνα Μαλακατέ




"Ιδού εγώ", Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, μετ.Άρης Σφακιανάκης, Ηρώ Σκάρου, εκδ. Κέδρος, 2019, σελ.608