Δεν διαβάζουμε συχνά Νοτιοκορεάτικη λογοτεχνία στην Ελλάδα – για Βορειοκορεάτικη δεν το συζητώ καν, εκτός από το βιβλίο του Μπάντι δεν
πιστεύω πως έχει διαρρεύσει τίποτε άλλο εδώ και χρόνια. Όμως φαίνεται πως η βράβευση
της (αγγλικής μετάφρασης της) Χορτοφάγου το 2016 (8 χρόνια μετά την κυκλοφορία της
στην Κορέα) άνοιξε τον δρόμο προς μια κουλτούρα που μας φαινόταν άγνωστη ή την
συγχέαμε με την Ιαπωνική. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει βοηθήσει και η άνθηση
του Κορεάτικου σινεμά.
Μετά το Πατσίνκο (που είναι γραμμένο στα Αγγλικά) και τη Χορτοφάγο, σειρά είχε ο Καλός γιος. Μια όχι και τόσο αυτονόητη επιλογή, μιας και ανήκει στην
αστυνομική σειρά του Μεταιχμίου. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν είναι ένα
κλασικό who-dunnit, μαθαίνουμε τον
δολοφόνο αρκετά νωρίς στην πλοκή, ίσως να υποπτευόμαστε ποιος είναι κι από τις
πρώτες γραμμές. Το ενδιαφέρον είναι ο χειρισμός της ιστορίας από εκεί και μπρος,
η επιλογή της συγγραφέως να πει την ιστορία από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία.
Πρωταγωνιστής ο 25χρονος Γιού-τζιν που ξυπνάει μια μέρα και βρίσκει
τη μητέρα του νεκρή στο διαμέρισμά τους. Κάποιος τής έχει κόψει το λαιμό με ένα
ξυράφι. Σύντομα θα ενώσει τις ψηφίδες και θα καταλάβει ποιος είναι ο δολοφόνος,
αν και η μνήμη του είναι θολή όσον αφορά το τελευταίο 24ωρο. Ο Γιου-τζιν είναι
επιληπτικός και έπαιρνε φάρμακα που του προκαλούσαν συνεχή πονοκέφαλο και τον
έκανα νωθρό. Η θεία του που είναι
ψυχίατρος τον ανάγκαζε να τα παίρνει, παρόλο που έτσι έχασε το μόνο πράγμα που
τον ενδιέφερε ποτέ, την ανταγωνιστική κολύμβηση. Ο πατέρας και ο μεγάλος αδελφός του έχουν πεθάνει, αλλά η μητέρα του έχει υιοθετήσει τον
καλύτερό του φίλο. Η διαπλοκή ανάμεσα στα τέσσερα μέλη της οικογένειας, τη
μητέρα, τη θεία, τον γιο και τον μεγαλύτερο θετό γιο ξετυλίγεται αργά στην
αρχή, ενώ μετά η πλοκή παίρνει φωτιά όσο το παρελθόν δίνει τη λύση για το
παρόν.
Η Jeong ασχολήθηκε με ένα θέμα, αυτό της ψυχικής ασθένειας και την
ψυχοπάθεια, σκύβοντας με ενσυναίσθηση πάνω από έναν
δολοφόνο, βλέποντας τον άνθρωπο εκεί που άλλοι έβλεπαν ένα τέρας. Ταυτόχρονα
δίνει μια ιδέα για τη σημερινή Κορεάτικη κοινωνία, μια μίξη της παράδοσης του
άλλοτε και του δυτικού τρόπου ζωής. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε
αλλού στη γη. Σημασία έχει ο τρόπος που θα την πεις.
Ο καλός γιος είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, ένα
βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί γιατί κρατά τον αναγνώστη δεμένο από την πρώτη
στιγμή. Είναι ένα μυθιστόρημα που εισδύει βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων του,
σε κάνει με έναν τρόπο συνένοχο, σε βοηθάει να τους καταλάβεις και φέρνει έτσι
μια ιδιότυπη κάθαρση. Χειρίζεται το θέμα του Κακού, με τρόπο που δεν σε αφήνει να
πάρεις ανάσα. Η ηθική της κοινωνίας, η
στάση της απέναντι σε αυτούς που θεωρεί ψυχικά ασθενείς, η ίδια η ψυχική
ασθένεια, τα μυστικά, η σχέση γονιού και παιδιού.
Πέρα από τους γιους, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η μάνα.
Η εμφανέστατη προτίμησή της προς το ένα παιδί της -το «καλό»- διαμορφώνει τη
ζωή όλων με τρόπο τραγικό. Κι αυτή η συνθήκη, η γονική αγάπη να μοιράζεται
άνισα και να φαίνεται, φέρνει πάντα ανισορροπία, αρκεί ένα
ατύχημα, ένα άτομο που να ισορροπεί επικίνδυνα, για να γύρει τη ζυγαριά προς την
τραγωδία. Όλοι έχουμε ευθύνες. Κι όλοι είμαστε άμοιροι ευθυνών. Για το πώς
ζούμε τη ζωή μας, πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους, πώς
πεθαίνουμε. Το βιβλίο είναι απλά γραμμένο, δεν διεκδικεί
λογοτεχνικές δάφνες. Είναι όμως βαθύ και
αληθινό, σε βαθμό ανατριχίλας. Όπως αποδεικνύεται από τις ταινίες άλλωστε, οι Νοτιοκορεάτες έχουν ταλέντο στον τρόμο.