Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου διατείνεται πως δεν διορθώνει τα γραπτά του, γράφει στο χέρι ευλαβικά δύο σελίδες την ημέρα, με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα, και ποτέ δεν τις αλλάζει. Αυτό αντιτίθεται στις βασικές αρχές της λογοτεχνικής δημιουργίας, κι είτε είναι ψέμα είτε αλήθεια, δημιουργεί μια αχλή που αξίζει στον συγγραφέα. Ο πιο γνωστός Ρουμάνος λογοτέχνης της «γενιάς με τα τζιν», που άλλαξε εκ βάθρων τη ρουμάνικη λογοτεχνία, ξεκίνησε ως ποιητής. Εκείνος, λέει, πως συνεχίζει να είναι ποιητής, στην πραγματικότητα βέβαια τα έργα του είναι ένας συγκερασμός, μια σύνθεση ανάμεσα στο γιγαντιαίο σύμπαν ενός μυθιστορήματος και τον ντελικάτο λυρισμό ενός ποιήματος.
Η Νοσταλγία εκδόθηκε το 1989 λογοκριμένη με τον τίτλο «Όνειρο» και τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα νέο καθεστώς πια, σε όλη της την έκταση με τον τωρινό τίτλο. Πρόκειται για ένα κείμενο σπονδυλωτό, που στην αρχή -ίσως για πολλούς φτάνοντας και στο τέλος-, φαίνεται να μην έχει συνοχή, να μην είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Από το πρώτο διήγημα ήδη, τον Ρουλετίστα, καταλαβαίνουμε πως η σχέση του συγγραφέα με το πραγματικό είναι εξαιρετικά χαλαρή. Οι μνήμες ξεπηδούν με έναν προυστικό τρόπο, συνειρμικά, αλλά οι ιστορίες του Καρταρέσκου μοιάζουν περισσότερο μπορχικές, είναι ένα φίδι που κυνηγάει την ουρά του, χωρίς καμία απολύτως διάθεση να διευκολύνει τον αναγνώστη.
Στις τρεις κεντρικές νουβέλες του μυθιστορήματος, τον Λοξοπαλαβό, τους Διδύμους, το ΡΕΜ, οι παιδικές μνήμες μπλέκονται με ιστορίες πολύ πιο σκοτεινές, φτιάχνουν μαιάνδρους με τα τοιχώματα της μνήμης, του ονείρου και της ζωής. Δεν είναι μόνον η νοσταλγία το θέμα, είναι το καθεστώς, ο τρόπος που καθένας χειρίζεται από την παιδική ηλικία την πραγματικότητα, είναι η ταυτότητα του που τον ξεχωρίζει, και τελικά, όσο αλλόκοτος κι αν είναι, τον κάνει ίδιο με όλους τους άλλους. Ο Καρταρέσκου αρέσκεται στους νεολογισμούς, κορυφαίος η "Μαγιασκάφισσα" του Λοξοπαλαβού, στις ιστορίες με παρενδυσία και αλλαγή του εαυτού, μοιάζει σαν αφηγητής να είναι η ίδια η Σεχραζάτ, άλλωστε στην τρίτη νουβέλα, αυτή είναι ξεκάθαρα η κεντρική ηρωίδα, είμαι σίγουρη για αυτό. Ο αφηγητής του συχνά πυκνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον αναγνώστη, περίπου όπως ο Τρίστραμ Σάντι του Λώρενς Στερν, δεν κρατά τις συμβάσεις, και δεν νοιάζεται καθόλου για την αλήθεια.
Η αλήθεια δεν οδηγεί στην λογοτεχνία. Το βιβλίο είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές, από τον Έλιοτ στον Ζιντ και στον Κορτάσαρ, είναι μια πανδαισία ποιητικής. Όλα αυτά, τα οποία αποτελούν και δεν αποτελούν μυθιστόρημα, έχουν μόνον τελικό σκοπο: την ίδια τη Λογοτεχνία. Το κείμενο είναι σαν να λούζεται μέσα στα διαβάσματα του συγγραφέα του, σαν αυτός ο αφηγητής, που μοιάζει τόσο με τον αφηγητή του Προύφροκ του Έλιοτ, είναι μια μεγάλη κίτρινη σκιά γάτας ή σκύλου στην πραγματικότητα, να μην νοιάζεται για τίποτα άλλο. Χρησιμοποιεί όλα τα δομικά συστατικά της τέχνης, τη μνήμη, τη φαντασία, την υποκειμενική πραγματικότητα και την αίσθηση του εαυτού, για να φτιάξει τελικά μια ιστορία υπαρξιακού τρόμου. Οι ήρωες του Καρταρέσκου δεν μπορούν να υπάρξουν σε έναν πραγματικό κόσμο που ολοένα τους σκοτώνει, δεν μπορούν να ερωτευτούν παρά μόνον τον εαυτό τους και για αυτό καταφεύγουν στην μόνη άλλη εναλλακτική, ζουν μέσα στη συνείδησή τους.
Διαφέρει πολύ αυτό το βιβλίο, που είναι βαθιάς ομφαλοσκόπησης, με τα αντίστοιχα στη χώρα μας; Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί βουτιές αντάξιες ενός Κορτάσαρ ή ενός Σάμπατο, δεν μένει στην επιφανειακή αναζήτηση του εαυτού. Στην ερώτηση αν τα καταφέρνει, η απάντηση είναι δύσκολη. Άλλοτε έχεις την αίσθηση πως αυτό το κείμενο είναι εντελώς μοναδικό και θα έπρεπε να το είχες ήδη διαβάσει. Άλλες φορές η αφήγηση χαλαρώνει, γίνεται βασανιστική, σχεδόν θέλεις να το παρατήσεις, έχεις την αίσθηση πως ο συγγραφέας σε βασανίζει επίτηδες, γιατί βασανίζεται. Αυτές τις στιγμές, το κείμενο γίνεται λυρικό και οι περιγραφές τραβούν σε ανεξήγητο μάκρος. Αν κάνεις όμως το λάθος να τις προσπεράσεις διαγώνια, τότε θα σου ξεφύγει η μία εκείνη φράση που κάνει τη διαφορά και σε οδηγήσει στην επόμενη εικόνα.
Αξίζει τον κόπο η, ομολογουμένως μεγάλη, περίοδος που θα διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο; Είναι σίγουρα αδύνατο να ξεμπερδέψεις μαζί του με μια ανάγνωση, ή με ένα γρήγορο πέρασμα. Σε κάθε ανάγνωση δίνει κάτι ακόμα. Σε κάθε ανάγνωση είναι πιο εύκολο πια να το τελειώσεις. Στην πρώτη ανάγνωση, θεωρώ αδύνατο κάτι τέτοιο. Δεν είναι βέβαια το πρώτο βιβλίο που απαιτεί από μας μια τέτοια προσέγγιση. Μένει να δούμε αν όσο δουλεύει σωστά ο χρόνος, αυτό το παιχνίδι που παίζει η Νοσταλγία με τον αναγνώστη της -στην πραγματικότητα εδώ το θύμα κυρίως είναι αυτός που διαβάζει- αφήνει τη λογοτεχνία να κερδίσει. Και τότε ο αναγνώστης-θύμα, που θυσίασε τόσο χρόνο για ένα μόνο βιβλίο, μπορεί να βγει νικητής.
Κατερίνα Μαλακατέ
Σωστή και τίμια προσέγγιση στο βιβλίο. Φαντασμαγορία για την οποία είναι δύσκολο να γράψεις και την οποία είναι ακόμα δυσκολότερο να διαβάσεις. Σε μπουκώνει, τα παρατάς, αλλά ερπανέρχεσα, υπό όρους. το ΡΕμ τελικά είναι κάτι σαν το Άλεφ του Μπόρχες [ιδού, το μαρτύρησα]. Απ' την άλλη δεν πρέπει να το χάσει κανείς....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΜ
Συμφωνώ, είναι κάτι διαφορετικό, που δεν πρέπει να χάσει κανένας συστηματικός αναγνώστης, σαν λογοτεχνικό πανηγύρι. Δεν διευκολύνει βέβαια καθόλου την ανάγνωση.
Διαγραφή