Η Αγιογραφία είναι από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Όλα τα πεζογραφικά του κείμενα διαφέρουν μεταξύ τους, μα αυτό είναι το μόνο που απαιτεί από τον αναγνώστη λίγη προσπάθεια για να γοητευτεί. Γιατί σε αυτό το μυθιστόρημα, το πιο σπουδαίο εύρημα είναι η γλώσσα.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Αντώνιος Ευσταθίου ή Ευστάθιος Αντωνίου, ένας άντρας που βρίσκεται σχεδόν στο νεκροκρέβατό του, στέλνει μια μακροσκελή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο ιστορώντας πώς παρεβρέθηκε στις τελευταίες στιγμές της ζωής του μοναχού Ιωάννη Ορφανού που η εκκλησία θέλει να αγιοποιήσει. Με μια γλώσσα που μοιάζει με αυτή που θα χρησιμοποιούσε ένας ενωμοτάρχης τη δεκαετίας του ’80, γεμάτη καθαρευουσιανισμούς, σολοικισμούς, φορτωμένη την ορθογραφία άλλων εποχών, ο αφηγητής πιάνει το νήμα της ιστορίας από τότε που αναγκάστηκε να παρασταθεί στον Ορφανό τη νύχτα που πέθανε. Κι ο «άγιος» τού εξομολογήθηκε όλη τη ζωή του, πώς βρέθηκε παιδάκι ορφανό στο Θερμό, πώς κατέληξε με ένα μοναστήρι κι έναν άγιο στα χέρια του.
Το βασικό που απασχολεί τον Παναγιωτόπουλο σε αυτό το βιβλίο είναι το θέμα της πίστης, της πίστης στη θρησκεία, στο κόμμα, στο μεταφυσικό, στο θαύμα. Οι κάτοικοι του Θερμού παίρνουν ένα ορφανό παιδάκι που το ξυλοφορτώνει ο θετός πατέρας του, και για το οποίο δεκάρα δεν έδωσαν ακόμα κι αν από το ξυλοφόρτωμα ο πατέρας σκότωσε τη μάνα του, και στηριγμένοι σε μια δυο συγκυρίες, το ανακηρύσσουν άγιο. Δεν χρειάζεται καν να κουνήσει το δαχτυλάκι του.
Αυτή η ομαδική παράκρουση σύντομα διαφαίνεται πως θα έχει οφέλη για όλους, για το παιδί που γλίτωσε το ξυλοφόρτωμα και τώρα το κανακεύουν όλη μέρα, για το χωριό οικονομικά. Κι έτσι στήνεται μια ιστορία που όμοιά της υπάρχει σε πάρα πολλά μέρη. Σε μια ταραγμένη εποχή για την ελληνική επαρχία -όλα αυτά συμβαίνουν χοντρικά ανάμεσα στο 1900 και το 1940- σε ένα τοπίο κάποτε παπαδιαμαντικό, που όμως εμένα πιότερο μου θυμίζει Καρκαβίτσα στον Ζητιάνο, ο μικρός Γιάννης Ορφανός, μετατρέπεται σε Άγιο.
Κι όταν πια μπαφιάζει από την αγιότητα του, και τη μοναξιά του, και την υποκρισία, και το ψέμα και ζητά να φύγει, τότε το άγριο πλήθος που δεν συγχωρεί κανέναν, τον λιντσάρει. Γιατί φυσικά η παράκρουσή τους δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο της λατρείας τους. Ήθελαν να πιστέψουν, κι έπειτα βόλευε που πίστεψαν, κι έπειτα οικονομικά βόλευε και τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους που πίστεψαν. Η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση, βολεύεται κατά το δοκούν, αιωρείται.
Αλλά γιατί να πιστέψουμε έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή που πεθαίνει και μας διηγείται από δεύτερο χέρι την ιστορία που άκουσε από έναν άλλον αφηγητή που πέθαινε; Αυτό το υπέροχο κόλπο δίνει στο βιβλίο πολλαπλά επίπεδα, είδωλα της πραγματικότητας. Αναγκάζει και τον αναγνώστη να διαλέξει «στρατόπεδο» διαισθητικά, σχεδόν μεταφυσικά. Ο αφηγητής αφήνει πολλά χάσματα, δικαιολογείται συνεχώς στον Αρχιεπίσκοπο για αυτά, πράγμα εξόχως ύποπτο, μας λέει μόνο στο τέλος και επί τροχάδην τη δική του ιστορία, έχει πράγματα να κρύψει, και φυσικά δεν έχει καν όνομα. Ή μάλλον έχει αυτό το διπλό όνομα. Σαν τα δυο πρόσωπα του Ιανού.
Το σίγουρο είναι πως στο (φανταστικό) μοναστήρι του Άι Γιάννη του Ορφανού συρρέει ακόμα και σήμερα πλήθος κόσμου. Φτάνει στο φροντισμένο πάρκινγκ με τα αυτοκίνητά του, αγοράζει τάματα, μέλια, κεριά και χυλοπίτες από τους πάγκους, ανεβαίνει και προσκυνά στην πηγή που αναβλύζει το αγίασμα της Αγίας Παρασκευής, κι έπειτα αγοράζει εικονίτσες επαργυρωμένες και τον βίο του Αγίου στο μαγαζάκι του μοναστηριού.
Κατερίνα Μαλακατέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου