Είχα απολαύσει Το παρελθόν. Κι έπιασα το Αργά μέσα στη μέρα με μια περίεργη αναγνωστική λαχτάρα, παρ’ ό,τι βγήκε μαζί με τον πολυδιαφημισμένο Επιβάτη του ΜακΚάρθυ κι η λογική θα έλεγε να διαβάσω αυτό το βιβλίο, κι όχι το πιο ήπιο, το λιγότερο γνωστό. Όμως αναγνώσματα δεν διαλέγουμε με τη λογική, η τέχνη όσο κι αν την εξηγείς, δεν παύει να έχει μια χροιά δυσεξήγητη.
Το μυθιστόρημα μιλά για μια φαινομενικά απλή ιστορία, δυο γυναίκες κολλητές φιλενάδες, η Κριστίν και η Λίντια, παντρεύονται δυο κολλητούς φίλους, μεγαλύτερούς τους, τον Άλεξ και τον Ζάκαρι. Πολλά χρόνια μετά, πλησιάζοντας τα εξήντα τους, ο Ζάκαρι πεθαίνει, αφήνοντας τους άλλους τρεις να παλεύουν με τα φαντάσματα του παρελθόντος, προσπαθώντας να βρουν ποιοι είναι, αφού χάθηκε η εύθραυστη ισορροπία του οικοσυστήματός τους.
Η Κριστίν είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος. Υπήρξε μια μαζεμένη νεαρή γυναίκα, λιγάκι ντροπαλή, αφοσιωμένη στα βιβλία και στα διαβάσματά της, που σπούδαζε αγγλική φιλολογία κι ήθελε να κάνει μεταπτυχιακό σε ρομαντικές ποιήτριες. Η Λίντια ήταν η φαμ φατάλ, πανέμορφη και κάπως επιφανειακή, της άρεσε πάντα να τεμπελιάζει και να παίρνει αυτό που θέλει. Κι αυτό που ήθελε ήταν ο Άλεξ. Γοητευτικός, καθηγητής τους στη σχολή, δύστροπος και ελιτιστής, φιλοδοξούσε να γίνει ποιητής. Κι αφού τον ήθελε βάλθηκε να τον κατακτήσει. Κι έτσι γνώρισε και στην Κριστίν τον -πολύ πιο μέτριας εμφάνισης- Ζάκαρι. Που όμως ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας, όπως και η Κριστίν, κι ένας άντρας με χαρούμενη ιδιοσυγκρασία,, δοτικός.
Πώς βρέθηκαν τελικά η Λίντια παντρεμένη με τον Ζάκαρι κι η Κριστίν παντρεμένη με τον Άλεξ, είναι απορίας άξιο. Κι αυτό που κινεί όλη την ιστορία. Προς το τέλος λέει η Κριστίν στον Ζάκαρι. «Δεν λέω ότι το παρελθόν είναι καλό ή ωραιότερο ή καλύτερο ή ό,τι άλλο. Αλλά τίποτα δεν θα είναι ποτέ τόσο όμορφο όσο αυτό, σωστά; Είναι υπέροχα όμορφο. Ξεπερνάει οτιδήποτε θα ήμουν σε θέση να φανταστώ. Με γεμίζει, μου αρκεί». Αυτό είναι το σημείο καμπής του μυθιστορήματος. Όταν οι ήρωες ξεπεράσουν τα απωθημένα του παρελθόντος θα έχουν λυτρωθεί. Και το πένθος τούς βάζει παραδόξως σε διαδικασία κίνησης.
Η γραφή της Χάντλει είναι προσεγμένη ως και την τελευταία λεπτομέρεια, σε γραπώνει και δεν σε αφήνει σε καμία στιγμή παραπονεμένο. Ακόμα και σε ένα τόσο κλειστό σύμπαν-- αυτοί οι τέσσερις μοιάζει να είναι εγκιβωτισμένοι ο ένας μέσα στον άλλον, η ιστορία τους μπλέκεται τόσο πολύ, που παρά τις διαφορετικές καταβολές και προσωπικότητες, μοιάζουν αναπόσπαστο κομμάτι ο ένας του άλλου-- φτιάχνει έναν κόσμο που μοιάζει ολοκληρωμένος. Τα προβλήματα των ηρώων είναι ομολογουμένως του "πρώτου κόσμου", τους απασχολούν οι μακροχρόνιες σχέσεις, η απιστία, η τέχνη, η προώθησή της. Μου αρέσει όμως το στιλιζάρισμά της, που επικεντρώνεται στον στόχο κυνηγώντας την ουρά της ιδέας, παίζοντας με την τυχαιότητα, τη συγκυρία, τον τρόπο που επιλέγουμε χαοτικά για αυτά που τόσο έχουν σημασία στη ζωή μας. Με τη σπουδαιότητα της στιγμής, τελικά.
Έχω καταλήξει πως αυτά τα βιβλία, που δεν ουρλιάζουν την ύπαρξή τους, μου ταιριάζουν πολύ. Με κινητοποιούν γιατί μιλούν μονάχα για ένα κομμάτι του επιστητού, δεν προσπαθούν να αναπαραστήσουν την πολυπλοκότητα της πραγματικής πραγματικότητας στην ολότητά της. Κι αυτό είναι ξεκούραστο, απελευθερωτικό, σαν να πίνεις νερό για να ξεδιψάσεις και να λυτρωθείς.