17/12/11

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, φέτος θα ήθελα τα:
1)      «Gravity’s rainbow», Thomas Pynchon








 
2)      «Στην άκρη του κόσμου», Γιώργος Ξενάριος











3)      «The slap» , Chris Tsiolkas


 
4)      «ΧάπιΛου» , Εύη Λαμπροπούλου












5)      «Ο ένοικος», Javier Cercas



6)      «Rewind», Μ. Ξυλούρη











7)      «Χρονικό του μοναστηριού», Jose Saramago


Θα σε παρακαλούσα να μην λάβεις υπόψη σου τη στάκα με τα σχεδόν 20 αδιάβαστα βιβλία στο κομοδινό μου.

Παντοτινά δική σου,
Η μικρή Κατερινούλα

Υ.Γ. Κάθε ιδέα για προσθήκη στη λίστα του Άγιου ευπρόσδεκτη. Ακούω

15/12/11

"Χήρα για ένα χρόνο" John Irving


Πέρασα καλά αυτή την εβδομάδα διαβάζοντας το «Χήρα για ένα χρόνο» του Τζον Ίρβινγκ. Είχα τη γλύκα της ταύτισης, αυτή που σε κάνει να διαβάσεις αδιαμαρτύρητα 641 σελίδες, να μην σου φανεί κοπιαστικό το ταξίδι ως το τέλος, να μην θέλεις για την ακρίβεια να τελειώσει. Την τελευταία φορά που είχα αυτήν την αίσθηση νομίζω πως ήταν για τις «Διορθώσεις» του Φράνζεν.

Η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην αρχή βλέπουμε την οικογένεια Κόουλ, τον Τεντ, τη Μάριον και την τετράχρονη Ρουθ σε μια ιδιαίτερη καμπή της ζωής τους. Η Μάριον, που ποτέ δεν θέλησε την κόρη της γιατί δεν μπορεί ακόμα να ξεχάσει το χαμό των έφηβων αγοριών της, στα τριάντα εννιά της συνάπτει δεσμό με τον Έντι, τον δεκαεξάχρονο βοηθό του άντρα της. Ο Τεντ, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, αλλά κυρίως συστηματικός καρδιοκατακτητής δυστυχισμένων παντρεμένων, δεν ενοχλείται, γιατί δεν καταλαβαίνει πως η γυναίκα του θα τον αφήσει. Κι η μικρή Ρουθ, που τη ζωή της στοιχειώνουν οι εκατοντάδες φωτογραφίες των χαμένων, άγνωστων αδελφών της σε όλους τους τοίχους, δεν μπορεί να καταλάβει ότι η μαμά της δεν θέλει να την αγαπήσει. Το δεύτερο κομμάτι διαδραματίζεται όταν η Ρουθ είναι τριάντα έξι ετών, πολύ επιτυχημένη συγγραφέας βιβλίων στα οποία δεν υπάρχουν ποτέ μανάδες- ούτε μπαμπάδες και ο Έντι σαράντα οκτώ, σχετικά άσημος συγγραφέας με ένα μόνο θέμα, τον έρωτα μιας μεγαλύτερης γυναίκας για έναν πολύ μικρότερο της άντρα. Στο τρίτο κομμάτι, η Ρουθ, στα σαράντα ένα της και χήρα, ερωτεύεται.

 Ιδιαίτερη αδυναμία στον Ίρβινγκ δεν είχα, κυρίως γιατί το προηγούμενο του μυθιστόρημα που είχα διαβάσει, το «Θέα στον ωκεανό» με είχε κουράσει. Τούτο όμως είναι ρουφηχτό, από κείνα που σε κάνουν λίγο να νιώθεις ηθοποιός, πως ζεις δυο ζωές, μια μέσα και μια έξω από τις σελίδες. Το τέλος μόνον με απογοήτευσε, σα να μην ήθελε ούτε ο συγγραφέας να το λήξει. Κι αν αναρωτιέστε με ποιόν ταυτίστηκα, μα φυσικά με τον αποτυχημένο, άσημο και ακόμα ερωτευμένο Έντι. Προβλέψιμο.

11/12/11

Blog post

* Το διήγημα πήρε το 3ο Βραβείο στον διαγωνισμό "ΛόγωΤέχνης" που διοργανώσε η ArtSpot

                                                  Blog post

             Δεν έχω πολλούς τρόπους να πω το αυτονόητο, φυσικά φταίει η μάνα και ο πατέρας μου που είμαι μόνη. Στην τελική ανάλυση οι απογοητεύσεις μιας ζωής συνοψίζονται στην παιδική ηλικία, αντλούνται από αυτή, τις ζούμε ξανά και ξανά κάθε ώρα, το λέει κι η Λένα που είναι ψυχολόγος, «βγάλε το μικρό ανθρωπάκι μέσα από το κεφάλι σου». Δεν γίνεται, το μικρό ανθρωπάκι με το καροτί μαλλί της μάνας μου είναι πάντα μαζί μου, με κυνηγά στα πέρατα. 'Όχι πως πήγα στα πέρατα.
            Μετάνιωσα που αυτό το blog το άνοιξα επωνύμως. Ειδικά από τότε που το ανακάλυψε ο μπαμπάς, τότε τα λόγια μίσους για κείνη, γίνανε θηλεία. Δεν σας το κρύβω πως η κατάστασή μου χειροτέρεψε πολύ, ένα σωρό καυγάδες δίχως λόγο. Κι όμως ήταν λυτρωτική η αρχική σύλληψη κι ήθελα να είναι επώνυμη, δε θα είχε νόημα η ανώνυμη σκανταλιά
         "Τη μισώ", έγραφα. «Τη μισώ γιατί κανιβάλισε τη ζωή μου. Νόμισε πως επειδή με γέννησε μπορεί και να με ορίζει απόλυτα. Τη μισώ γιατί δεν με αφήνει να ανασάνω, γιατί είναι ο μόνος λόγος που ανασαίνω. Ούτε καν το παιδί μου. Θέλω να πεθάνει, να μην υπάρχει πια, αλλά όταν πεθάνει θα με πάρει στο τάφο μαζί της. Η κάργια". Δεν της τα μετέφερε ατόφια τα λεγόμενά μου, σουπιά ο μπαμπάς, της το έφερε απέξω απέξω πως κάτι υπάρχει που θα έπρεπε να με ρωτήσει για να της πω. Εν ολίγοις με ανάγκασε να της τα πω εγώ. Μεγάλη κουφάλα ο πατέρας, πάντα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει την οργή της, να ανακαλύψει ξανά τον έρωτα του για κείνη. Ζει κι αυτός για αυτή, αλλά με μεγαλύτερη υγεία και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση. Αυτός είναι ακόμα ερωτευμένος.
           Ένας κακός άνθρωπος αρκεί για να γαμηθεί η ζωή σου. Η λύση είναι μόνο μια, λέει η Λένα, να τον βγάλεις τελείως από την καθημερινότητα, να απομακρυνθείς από την αρνητική δύναμη. Το έκανα με όλους. Με όλους τους άλλους εκτός από κείνη. Πως σκατά απομακρύνει κανείς τη μάνα του; Φεύγει ίσως για την Αμερική, την Αυστραλία, έναν τόπο μακρινό και απροσπέλαστο. Θα μπορούσα έτσι να την ανεχτώ, μια δυο φορές τον χρόνο, ίσως καν να μην άνοιγα τούτο το μπλογκ. Misotimanoula.com
           Ο άντρας ο Άλκης μου λέει πως είναι αφόρητο που δεν μπορώ να της τα πω κατάμουτρα. Κοίτα, κοίτα τι έγραφες μισό χρόνο πριν, μου φωνάζει. «Η μάνα μου επί Κατοχής θα ήταν μαυραγορίτισσα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για αυτό. Η μάνα μου θα πουλούσε σε ανθρώπους που πεινάνε ένα μπουκάλι λάδι με αντάλλαγμα το σπίτι τους, θα άφηνε ορφανά να πεθάνουν από την πείνα. Καταδυναστεύει τη ζωή μου τριάντα χρόνια τώρα και για κακή μου τύχη χαίρει άκρας υγείας. Αν και στο μυαλό της πάντοτε υποφέρει και πάντοτε πεθαίνει. Μιλάμε για το εγωιστικότερο πλάσμα στον πλανήτη, που τραβά χαρά από το δυσκολεύει την καθημερινότητα των άλλων γύρω της. Έπεσα ύπουλα στην παγίδα της κοινής δουλειάς, ήμουν δεκαεπτά χρονών, φοβισμένη πως από μόνη μου δε θα βρω πουθενά εργασία, μη σίγουρη ακόμα για την πραγματική μου κλίση, έπεσα στην παγίδα της ίδιας μου της ανασφάλειας. Χαράμισα τα ταλέντα μου – την έμφυτη κλίση μου για μάθηση, την ικανότητά μου στις γλώσσες και το γράψιμο – στο συνοικιακό μαγαζί της, στη μιζέρια των αχάριστων γέρων. Αλλά από την άλλη αυτή η δουλειά θα ήταν χιλιάδες φορές πιο ευχάριστη αν δεν έπρεπε να τη μοιράζομαι μαζί της. Εγκλωβίστηκα. Δε θα ενηλικιωθώ ποτέ, γαμώ την πουτάνα μου, για πάντα θα πρέπει να είμαι υποχείριο της μανούλας, ποτέ δεν θα έχω τα δικά μου λεφτά, ποτέ δε θα ανεξαρτητοποιηθώ. Κι ας έγινα κι εγώ μάνα.»
            Τους έδιωξα όλους και γύρισα ξανά στο πατρικό μου σπίτι. Έχω να δω την κόρη μου δυο μήνες, δεν μου κάνει καλό η συναναστροφή μαζί της, η απόλυτη λατρεία στον πατέρα της. Εγώ σε γέννησα, θέλω να της φωνάξω, εγώ σε θήλασα, εγώ χαράμισα τα νιάτα μου στην αθλιότητα της γιαγιάς σου, στη δούλεψη της για να λατρεύεις έτσι τώρα εσύ τον πατέρα σου, να με διώχνεις. Τεσσάρων ετών και δεν με ξέρει, δε με θέλει, ακόμα κλαίει όταν ο άντρας μου πάει τουαλέτα. Αυτόν ξέρει, εγώ πάντα χαμένη στα δικά μου σκοτάδια, λέει ο Άλκης. Μου μείνατε εσείς και το μπλογκ και το υπόγειο στη μονοκατοικία των γονιών μου. Κλείνομαι εδώ και ξέρω πως αυτή είναι η πραγματική μου κλίση, η μόνη λύση, ο υπολογιστής, η επαφή μαζί σας. Δεν έχω κανέναν άλλο πια.
           Αναλογίζομαι στιγμές στιγμές τί θα γίνει αν μας κόψουν τη σύνδεση, αν δεν μπορώ πια να ελέγχω έστω τούτο το χώρο, τον νοερό και απατηλό αλλά τουλάχιστον μόνο δικό μου. Αυτό το ιστολόγιο είναι το πραγματικό παιδί μου, το μόνο πράγμα που δεν το διεκδικεί κανένας άλλος, που δημιούργησα εγώ από την αρχή κι ακόμα με αγαπάει. Η Λένα λέει πως πρέπει να βγαίνω που και που από το σπίτι, αλλά δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ. Βγήκα αρκετά. Έξω από την πόρτα του υπογείου μου καραδοκούν αυτοί, η μάνα με τα φαγητά της και την εκρηκτική, αποτελειωτική αγάπη της, η κόρη με τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στα μούτρα της, έξω από το υπόγειο είναι ο Άλκης να με ψέγει που δεν είμαι πια η γυναίκα που τον τρέφει, που αναγκάστηκε να βρει δουλειά για να θρέψει το παιδί του.
           Η μόνη μου αγάπη είναι μαζί σας, για τα σχόλια που θα αφήσετε και θα με αναγκάσετε να ασχοληθώ, να σηκωθώ και σήμερα από το κρεβάτι και να χω κάτι να προσμένω. Περιμένω.

                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ

9/12/11

Βιβλιοπροτάσεις: "Μπαρ Φλωμπέρ", Αλέξης Σταμάτης


Πριν κάποια χρόνια, στα σεμινάρια που έκανε το ΕΚΕΒΙ για δημιουργική γραφή, καλεσμένος για μια μέρα ήταν ο Αλέξης Σταμάτης. Εγώ δεν τον είχα ακουστά, δεν είχα διαβάσει κανένα του βιβλίο, αν και δεν ήταν πρωτοεμφανιζόμενος. Τότε όταν του ζητήσαμε μια συμβουλή, μας είχε δώσει τις εξής αντιοικολογικές τρεις: print, print, print. Εγώ που δεν εκτύπωνα τίποτε παρά μόνο όταν είχε τελειώσει, ακολούθησα τη συμβουλή του και εντυπωσιάστηκα από τη σοφία της. Η δε ιστορία που είχε να μας πει, «χαίρομαι που δεν έγινα συγγραφέας από την αρχή, μα ακόμα περισσότερο που παράτησα τα σχέδια και τις οικοδομές και έγινα αυτό που ήθελα αφού είχα δοκιμάσει και αυτό που δεν μου ταίριαξε», κολάκεψε τότε τα αυτιά μου πως και για μένα υπήρχε χρόνος. Και φυσικά αυτό που έμεινε από εκείνη του την παρουσία είναι η αγάπη για τα βιβλία του. Τον Αλέξη Σταμάτη δεν το έχω ξαναδεί από τότε, παρά ταύτα παραμένω σταθερή αναγνώστρια και μένω κατάπληκτη γιατί δεν τον ξέρουν περισσότεροι. Πιθανώς γιατί τα βιβλία του σπάνια απευθύνονται σε αυτό που ονομάζουμε ευρύ γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Ίσως πάλι γιατί δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί επαρκώς τη φήμη της μητέρας του. Από την άλλη τον τελευταίο καιρό είναι σχετικά στην επικαιρότητα αλλά για ένα θέμα εντελώς εξωσυγγραφικό.
             Το «Μπαρ Φλωμπέρ» παραμένει για μένα το καλύτερό του μυθιστόρημα. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Λουκάς είναι ένας επίδοξος συγγραφέας που γράφει την αυτοβιογραφία του λογοτέχνη πατέρα του. Όταν αναλαμβάνει να τακτοποιήσει το υπόγειο του πατρικού του, βρίσκει το χειρόγραφο «Μπαρ Φλωμπέρ» από κάποιον Λουκά Ματθαίου, που θα τον ενθουσιάσει. Θα αρχίσει να ψάχνει για το συγγραφέα του κειμένου που τον συνάρπασε και θα βρεθεί στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο, στην ορεινή Αρκαδία. Ο μύθος είναι αριστοτεχνικά πλασμένος, ο γρίφος που προκύπτει αναπάντεχος,  η πλοκή σφικτή, δουλεμένη εντατικά και οι χαρακτήρες ζωντανοί, έξοχοι. Πρόκειται για μια καταπληκτική δουλειά, που αξίζει σίγουρα να διαβαστεί. Από κείνα τα μυθιστορήματα που βεβαιώνουν τη ρήση του Τσέχωφ «Αν στην πρώτη σελίδα κάπου στον τοίχο υπάρχει ένα καρφί, στην τελευταία ο ήρωας πρέπει να κρεμαστεί από αυτό».            


5/12/11

"To Γεύμα", Κάθριν Λίγκμαν

Στα τρία χρόνια ζωής αυτού του ιστοχώρου, τη γνώμη μου για κάτι άλλο εκτός από βιβλία δεν την έχω γράψει. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν ακούω μουσική, δεν βλέπω κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Απλά πηγαία δεν αισθάνομαι ποτέ την ανάγκη να το κάνω. Για αυτό και για την παράσταση που θα σχολιάσω δεν θα πω τίποτα σχεδόν για τους ηθοποιούς, τον χώρο, το στήσιμο, παρά μόνον για το κείμενο.

            Λοιπόν, στο «Γεύμα» στο θέατρο Άρτι πήγα γιατί με κάλεσαν. Είχα καιρό να δω θέατρο (το υπολογίζω να έχει περίπου την ηλικία του σκιουράκου η αποχή μου από το σπορ – για ευνόητους λόγους), η συγγραφέας ήταν βραβευμένη σε διαγωνισμό πρωτότυπου θεατρικού σεναρίου με κριτές πολλούς και διακεκριμένους του χώρου, κι έτσι βρέθηκα στο μικρό θεατράκι της οδού Ηπείρου το Σάββατο.

            Πρωταγωνιστές ένας πατέρας και οι δυο του κόρες σε ένα παρακμιακό ταβερνείο, όπου δεν πατά ψυχή, δεν έχουν πια προμήθειες ούτε για να φάνε οι ίδιοι, ρεύμα, τίποτα, και τους τηλεφωνούν για μια μεγάλη κράτηση. Πρέπει πάση θυσία να βρεθεί φαγητό. Η μια κόρη, τσαχπίνα, ξεπεταγμένη, κοκαϊνομανής, θα πουλήσει ό,τι μπορεί -κυρίως το κορμί της- αλλά δεν θα τα καταφέρει. Τελικά τη λύση θα την δώσει η δεύτερη κόρη, η καθυστερημένη.

            Το κείμενο κυριολεκτικά και μεταφορικά συνομιλεί με το θεό. Κι αν το μικρό πρόγραμμα σε προδιαθέτει για αυτό, για την ιστορία του Κανιβαλισμού,  της Θείας Ευχαριστίας, των Θυέστειων δείπνων, της θυσίας, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τη λύτρωση που μπορεί να νιώσει κανείς για κάτι τόσο αδιανόητο και απλό.  

2/12/11

"Για μια χούφτα βινύλια", Χίλντα Παπαδημητρίου


Ρουφηχτό είναι το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου «Για μια χούφτα βινύλια». Αν και μάλλον πρέπει να ψαχτώ που πάλι κατάφερα να ταυτιστώ με τον χοντρομπαλά, αδέξιο αστυνόμο που μένει με τη μαμά του κι όχι με κανέναν πιο κουλ ήρωα. Και τέτοιοι τριγυρνάνε πολλοί στις σελίδες του βιβλίου.

Ο Χάρης, λοιπόν, ο αστυνόμος που λέγαμε, αναλαμβάνει την πρώτη του υπόθεση ανθρωποκτονίας, ένας μανιώδης συλλέκτης βινυλίων δολοφονείται βίαια στο διαμέρισμά του. Τα βήματα τον φέρνουν στο δισκάδικο του Φώντα,  πρώην άντρα της ξαδέλφης του της Σόνιας που τον σνόμπαρε από μικρό παιδί και εργοδότη της αδελφής της, της Τατιάνας, που μικροί τα βρίσκαν κάπως καλύτερα. Στην ιστορία μπλέκονται ένα σωρό καλτ φιγούρες, εραστές των βινυλίων, τύποι με γκριζαρισμένες κοτσίδες που καβαλάνε μηχανές και φοβισμένα ανθρωπάκια. Α, και μια κούκλα αστυνομικίνα που παραβλέπει πως ο Χάρης είναι χοντρός, ντροπαλός, σαραντάρης που μένει με τη μάνα του και δείχνει να τον συμπαθεί.

Η πλοκή είναι ρέουσα, οι χαρακτήρες όλοι ενδιαφέροντες και η συγγραφέας γράφει για ένα θέμα που προφανώς κατέχει κι αγαπά. Κι αν έτσι είναι τα «πρώτα μυθιστορήματα», τότε μάλλον κάτι καλό θα έχει να επιδείξει η συγγραφική παραγωγή του τόπου.


"Για μια χούφτα βινύλια", Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο, 2011, σελ. 383