22/7/11

And the rest is history.






            Το πόσα βιβλία δεν έχω διαβάσει με ξαφνιάζει, ακόμα περισσότερο το για πόσα βιβλία δεν έχω ακούσει ή διαβάσει ούτε λέξη. Η ανωνυμία αυτή των βιβλίων με φοβίζει, θα ήθελα να υπήρχε ένα σύστημα αξιολόγησης, μια "αντικειμενική" πυραμίδα, να τραβάς αυτό που τραβά η όρεξη σου. Πάντα θα υπάρχει χώρος για σκουπίδια, πάντα για αριστουργήματα- αλλά να ξέρεις. Περισσότερο με θλίβει η άγνοια, τα βιβλία που δε διαβάζω γιατί γράφτηκαν κάπου μακριά, που χάθηκαν. Πιθανολογώ πως θα ακούγομαι υπερβολή στον μέσο αναγνώστη. Ίσως και λιγάκι εμμονική. Δεν είναι πως δεν ξέρω το πρόβλημα μου, το ξέρω και το κατανοώ. Τα βιβλία δεν θα σώσουν τον κόσμο, δεν θα σώσουν καν εμένα. Συναισθηματικά μονάχα αρνούμαι να δεχτώ πως δεν υπάρχει κάπου, κάποιο άγνωστο βιβλίο που θα με οδηγήσει στην κάθαρση, με τη λογική το καταλαβαίνω απόλυτα.
            Τί οδήγησε σε αυτό το παραλήρημα, θα σας πω αμέσως. Σε ένα πρόσφατο ποστ της καλής διαδικτυακής μου φίλης στο don't ever read me συνειδητοποίησα πόσα είναι τα βιβλία που δεν ξέρω, πόσα εκείνα που δε θα με ενδιέφερε ποτέ να διαβάσω. Τόσες προτάσεις μαζεμένες με μπούκωσαν και μου έφεραν μια αίσθηση ανεκπλήρωτου, κάποια από αυτά τα βιβλία δεν είναι το "είδος" μου, για αυτό δεν τα είχα ακούσει, πολλά τα έχω διαβάσει, άλλα θα ήθελα πολύ να έχω διαβάσει και κάποια στιγμή θα το κάνω. Όμως η απεραντότητα με φόβισε. Και η "εξειδίκευση". Τί σημαίνει δεν είναι του "είδους" μου; Γιατί δεν διαβάζω crime fiction αλλά διαβάζω science fiction; Μήπως γιατί απλά έτυχε; Εάν δεν είχα ανακαλύψει τον Σαραμάγκου και το Λιόσα θα διάβαζα ευπώλητα για πάντα, ή οι σχολικές μου ρίζες με τον Ντοστογέφσκι και τα άπαντα της γενιά του 30 κάτι θα ξυπνούσαν μέσα μου; Ένα έχω να πω, πως κάποτε, κάπου, πριν πολλά χρόνια όταν είχα ξεπέσει να διαβάζω Dan Brown σε κάποιο συνοικιακό σούπερ μάρκετ αγόρασα το "Περί Τυφλότητας" χωρίς να έχω ακούσει ποτέ τίποτε για αυτό, απλά από το οπισθόφυλλο. And the rest is history.

Υ.Γ. Αν παρ' όλες τις υπαρξιακές μου ανησυχίες έχετε καμιά πρόταση για βιβλίο ενοοείται πως είναι ευπρόσδεκτη. Μπορεί να είναι αυτό που θα σώσει τον κόσμο (μου).

15/7/11

"The book of illusions", Paul Auster


To βιβλίο του Paul Auster “The book of illusions”  είναι αυτό που ελληνιστί θα ονομάζαμε a page-turner”. Εξαιρετικό προϊόν μυθοπλασίας αλλά και χαρακτήρων, δεν αφήνει τον αναγνώστη να αφεθεί από πλευράς πλοκής, χωρίς να χάνει τίποτε από την εσωτερικότητα και το βάθος του.
           Ήρωας ο David Zimmer, καθηγητής σε Κολλέγιο που χάνει την οικογένειά του σε αεροπορικό ατύχημα- γυναίκα και δυο γιους- και βυθίζεται στην κατάθλιψη και το ποτό. Από την νάρκη θα τον βγάλει ένα ντοκιμαντέρ για ταινίες βωβού κινηματογράφου, και συγκεκριμένα μια ενός άγνωστου πρωταγωνιστή του Hector Mann- το πρώτο πράγμα που ενάμισι χρόνο μετά την τραγωδία που θα τον κάνει να σκάσει χαμόγελο. Αυτό το μειδίαμα θα τον οδηγήσει να ψάξει περισσότερο για τον άνθρωπο που το προκάλεσε, να μάθει πως μετά από κάποιες βωβές μικρού μήκους εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Μαζί του είχαν εξαφανιστεί κι οι ταινίες για πενήντα χρόνια, αλλά τον τελευταίο καιρό, ανώνυμα δέματα έφταναν στα αρχεία κινηματογράφου ανά τον κόσμο με κόπιες από το υλικό. Κανείς δεν είχε καταπιαστεί συστηματικά κι έτσι ο Zimmer αποφασίζει να τις δει όλες και να γράψει ένα βιβλίο.
          Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα ξεπεράσει πολλά από τα δικά του προβλήματα, τις φοβίες του και κυρίως την αίσθηση πως είναι ζωντανός νεκρός. Και θα χωθεί σε μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου που τα έχει όλα, Χολιγουντιανή λάμψη, υπαρξιακές αγωνίες για το τί θα γινόταν αν, κι ένα σημαντικό ερώτημα που αφορά κάθε δημιουργό, την τέχνη την κάνει η ίδια η δημιουργία ή η αλληλεπίδραση της με τον κόσμο κι η καταστροφή της είναι δικαίωμα του δημιουργού ή ανοσιούργημα.
            Για κάποιον περίεργο λόγο δεν είχαν καν ακούσει για τον Πολ Όστερ ως τώρα.  Ντροπή μου και μάλλον θα πρέπει να επανορθώσω.

8/7/11

"Κυριακή", Αλέξης Σταμάτης


Όταν ξεκίνησα την «Κυριακή» του Αλέξη Σταμάτη οι προσδοκίες μου ήταν μεγάλες. Θέλεις γιατί είχα διαβάσει σε πρόσφατη συνέντευξή του πως το θεωρεί ο ίδιος το καλύτερο του μυθιστόρημα ως τώρα, θες γιατί εντελώς στα κρυφά είναι από του πολύ αγαπημένους μου εν δράσει ακόμα έλληνες συγγραφείς. Και λέω στα κρυφά γιατί θα έπρεπε να διαφημίζω σε φίλους και γνωστούς που δεν τον ξέρουν την «Μητέρα Στάχτη», ένα βιβλίο εξαιρετικό που θα μπορούσε κάτι να πει παραπάνω σε αυτούς που διαβάζουν δυο ευπώλητα το χρόνο.
               Η «Κυριακή» στην αρχή με ξένισε, μου φάνηκε, αν και ηλικιακά δεν είμαι ούτε εγώ ούτε ο συγγραφέας πια εντελώς κοντά στην ομάδα των εικοσάρηδων, πως η γλώσσα του δεκαεννιάχρονου Βασίλη και του φίλου του Αργύρη ήταν ένα κακοχωνεμένο συνοθύλευμα γκρίκλις. Με λίγα λόγια μια γλώσσα την οποία γράφουν μεταξύ τους στο φεισμπουκ οι πιτσιρικάδες αλλά δεν μιλούν. Το μυθιστόρημα ξεκινά όταν δυο άντρες, ο ένας σαραντάρης που η γυναίκα του αυτοκτόνησε πριν επτά χρόνια, ο άλλος εικοσάρης που ο πατέρας του αυτοκτόνησε πριν ένα χρόνο, γνωρίζονται σε ένα νεκροταφείο. Ο μεγαλύτερος άντρας, ο Πέτρος, νιώθει την ανάγκη να μιλήσει στο αγόρι, να τον συντροφέψει κι έτσι τον ψήνει να πάνε για ένα καφέ. Ο μικρός, ο Βασίλης, κουβαλά μαζί του ένα χαρτάκι που δεν έχει αξιοποίησει ένα χρόνο τώρα που πέθανε ο πατέρας του, ένα σημείωμα του αυτόχειρα με ένα κινητό τηλέφωνο που δεν ξεχωρίζει καλά το τελευταίο νούμερο. Πληκτρολογεί και τις δυο εναλλακτικές και οι άγνωστοι μεταξύ τους άντρες, Πέτρος και Βασίλης, θα μπουν σε μια περιπέτεια που θα τους οδηγήσει σε έναν υπόκοσμο ξένο και για τους δυο, σε μια ιστορία κάθαρσης.
                Ομολογώ πως από πλευράς πλοκής περίμενα περισσότερα. «Το Μπαρ Φλωμπερ» είναι ένα τόσο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα παρόμοιου είδους που είχα λόγο να το προσμένω. Από την άλλη οι χαρακτήρες του Α. Σταμάτη όσο περνούν τα βιβλία βαθαίνουν, επικεντρώνεται πιο πολύ ο συγγραφέας στο είναι τους και οι ήρωες κερδίζουν σε ζωή. Απογοητεύτηκα και από την έκπληξη στο τέλος. Αποκλιμάκωση το λένε κι εμένα μου φάνηκε κλισέ και το που οδήγησε τους χαρακτήρες και το που πήγε την πλοκή.

6/7/11

Βιβλιοπροτάσεις: "The Master and Margarita", Michail Bulgakov


To « The Master and Margarita» του Μπουλγκάκοφ είναι ένα βιβλίο που συνηθίζει να παρεισφρύει στις λίστες με τα αγαπημένα πολλών γνωστών μου. Πιθανολογώ πως τώρα πια θα ξεγλιστρά μέσα και στις δικές μου. Το βιβλίο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε τη δεκαετία του 30, αλλά δημοσιεύτηκε λογοκριμένο και μόνο πολύ αργότερα στην δεκαετία του 60 όταν ο συγγραφέας ήταν ήδη από χρόνια νεκρός ανασυντάχτηκε η ολοκληρωμένη του μορφή που δεν σταμάτησε να αλλάζει ως το 1989. Ο ίδιος ο Μπουλγκάκοφ υπέστη λογοκρισία σε τέτοιο βαθμό που επισήμως σταμάτησε να γράφει αν και στα κρυφά έγραφε τη Μαργαρίτα.
            Το μυθιστόρημα είναι αστείο,  καυστικό,  ερεθιστικό, σε σημεία εξαιρετικό. Όλα αρχίζουν με την επίσκεψη του Διάβολου στην άθεη Μόσχα. Αυτός και η παρέα του, μια συμμορία παλιάτσων- ένα γελοίο υποκείμενο, μια ομιλούσα γάτα, ένας αρχαίος δαίμονας, ένας άλλος που σε κοιτά με το βλέμμα του θανάτου και μια θεόγυμνη μάγισσα- ταράζουν τα νερά της Μόσχας, ξεγλιστρούν από τη γραφειοκρατία και τα κρατικά όργανα, δίνουν παράσταση μαύρης μαγείας στο Βαριετέ, στο διάβα τους σκορπίζουν νεκρούς, τρελούς του ασύλου και γελοιοποιημένα ανθρωπάκια. Εκεί στο άσυλο, και μόνο μετά από αρκετά κεφάλαια, θα γνωρίσουμε και τον «Μάστερ». Παράλληλα εκτυλίσσεται μια άλλη ιστορία, αυτή του Πόντιου Πιλάτου τις μέρες που αναγκάστηκε να καταδικάσει σε θάνατο έναν αθώο «Μεσσία» που δεν είχε σχεδόν καθόλου υποστηρικτές και για τον οποίο ένιωθε μια αλλόκοτη συνάφεια και έλξη. Η ιστορία του Πληρεξούσιου της Ιουδαίας μας ακολουθεί από την εντυπωσιακή αρχή του Διαβόλου στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας και του περίφημου Masolit, του κλαμπ των λογοτεχνών, μέχρι το βιβλίο που έγραψε ο Μάστερ και τον έριξε στο τρελάδικο που έχει θέμα, ναι, τον Πόντιο Πιλάτο. Την Μαργαρίτα δεν την γνωρίζουμε παρά στο δεύτερο μέρος, όπου πουλά την ψυχή της στο διάβολο για να βρει τον εραστή της, τον Master όπως τον λέει, που είναι κλεισμένος στην ψυχιατρική κλινική μετά από την δριμύτατη κριτική που υπέστη για το χειρόγραφο του για τον Πιλάτο, αλλά εκείνη δεν το ξέρει. Γίνεται η οικοδέσποινα του διαβόλου για μια νύχτα σε έναν σατανικό χορό κι εκείνος της χαρίζει μια ευχή.
            Όπως καταλαβαίνετε μιλάμε για ένα απίστευτο πάρτυ σάτιρας, ιδεών, πικρίας, ένα μυθιστόρημα εντυπωσιακό, μοντέρνο ακόμα και τώρα ογδόντα χρόνια μετά. Ίσως και κλασικό, αν και αυτός ο τίτλος πολύ λίγο του ταιριάζει. Με λίγα λόγια τώρα που τελείωσε νιώθω μια μικρή θλίψη που δεν θα είναι εκεί να συντροφεύει τις νύχτες μου.


2/7/11

Τα παιδία διαβάζει


           
            Σχεδόν όλες οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας περιέχουν ένα βιβλίο. Με θυμάμαι να "ψήνω" τους γονείς μου για μέρες να μου πάρουν και άλλα βιβλία στις διακοπές, να διαβάζω χιλιάδες φορές τα ίδια και τα ίδια. Τώρα που είμαι κι εγώ γονιός σα να έχω παγώσει. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ ποιά παραμύθια μου άρεσαν, να βρω κάτι παιδικό να με ενθουσιάζει.
            Το σπίτι μας είναι γεμάτο βρεφικά βιβλιαράκια που ο μικρός τα φέρνει να τα διαβάσουμε περίπου εκατό φορές την ημέρα, το καθένα. Αλλά εγώ χάνω τον ενθουσιασμό μου, δυσκολεύομαι να φτιάξω καινούργιες ιστορίες, βαριέμαι εν ολίγοις την επανάληψη. Κι αυτό είναι που θα με έκανε μάλλον μια πολύ μέτρια δασκάλα. Από την άλλη όλα τα κλασικά παραμύθια όσο politically μη correct και να είσαι, είναι βίαια, σχεδόν ρατσιστικά, φρικτά. Και μιλάω για κλασικά παραμύθια σαν την κοκκινοσκουφίτσα ή την σταχτοπούτα, έτσι; Ο λύκος είναι πάντα κακός, ο κυνηγός έχει όπλο, η μητριά φρικτή κ.ο.κ Κουράζομαι να τα διορθώνω και θυμώνω. Ο κυνηγός κρατάει μια σκούπα και συγυρίζει το σπίτι της γιαγιάς της κοκκινοσκουφίτσας που το έκανε κατά λάθος ο λύκος "πωπί", παρεμπιπτόντως. Και άλλα συναφή περίεργα που "περνάνε" σε ένα μωρό 16 μηνών, αλλά δε θα "περνάνε" σε ένα 3χρονο. Και δεν γουστάρω το παιδί μου να λέει το λύκο "κακό" πάντα ούτε πολύ περισσότερο τον κυνηγό "καλό". Ούτε να βλέπει όπλα. Έτσι, τόσο πολιτικώς ορθά.
            Τα καινούργια παραμύθια έχουν φυσικά ενδιαφέρουσες τροπές, και είμαι σίγουρη πως θα είναι καλύτερα από τα παλιά. Αλλά βαριέμαι να τα ψάξω, αυτό είναι το θέμα μου. Τα παιδικά βιβλία δε με συναρπάζουν πια, με αφήνουν αδιάφορη. Κι αν δεν συνέλθω γρήγορα βλέπω τον μικρό να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τον Ιούλιο Βερν και του Πέντε Φίλους όπως η μάνα του τριάντα χρόνια πριν.