Πίσω από την
πόρτα, υπάρχει ένα παράθυρο. Αυτά είναι γελοιότητες. Ένα-δυο ένα. Πίσω από την
πόρτα, αν ποτέ ανοίξει, υπάρχει η ζωή μου. Δεν την διάλεξα, μην ρωτήσετε αν τη
διάλεξα, γιατί θα έπρεπε τόσες αιώνες ανθρωπότητα να σας είχαν μάθει πως δεν
υπάρχουν τέτοια πράγματα. Πάντοτε ζήσαμε όπως τα βρήκαμε. Πίσω από την πόρτα
είναι η ζωή μου.
Ανέβηκε
με κόπο στην ταχεία λωρίδα κυκλοφορίας, κάτι τέτοιες ώρες πρωινές η διαδρομή
για τη δουλειά τής έφερνε ναυτία, ένας λόγος παραπάνω αυτόν τον καιρό. Κοίταξε
γύρω της, οι άνθρωποι ή είχαν συνηθίσει την ταχύτητα ή δεν είχαν άλλη επιλογή.
«Καλύτερα τώρα, παρά τότε που σπρωχνόμασταν», έλεγε ο πατέρας. «Τώρα ανεβαίνεις
σε μια λωρίδα μηχανοκίνητη και σε πάει όπου θες, σε όποια ταχύτητα θες». «Ναι,
αλλά προκαθορισμένη ταχύτητα, λείπουν οι ενδιάμεσες επιλογές», του έλεγε κι
αυτός κούναγε το κεφάλι με αγανάκτηση.
Με
δυσκολία κατάφερε να πηδήξει στην πόρτα του μεγάλου γυάλινου ουρανοξύστη.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, κι όμως ακόμα να συνηθίσει το ύψος των κτηρίων.
Γαμημένη Ελλάδα, πάντοτε στο αίμα του μετανάστη της όγδοης γενεάς, και τα
τρισέγγονά της θα νοσταλγούσαν την ανύπαρκτη πατρίδα. Δεν τα καταλάβαινε τα
πολιτικά, ούτε ήθελε να τα καταλάβει, τρεις δεκαετίες εμφύλιου όμως ήταν πολλές
ακόμα και για χώρα Αφρικανική. «Καλά που ο πατέρας την έκανε νωρίς, στις αρχές
του 2020.»
Της
φαινόταν τόσο μακρινή αυτή η ημερομηνία, σαν μια άλλη ζωή. Ήταν μια άλλη ζωή,
μιας και δεν την είχε ζήσει. Γάμησε με, σκέφτηκε στα ελληνικά, μια πατρίδα
ανύπαρκτη. Γάμησε με κι άλλο, λες και δεν έχω αρκετά στο κεφάλι μου για να
αισθάνομαι και ξεριζωμένη, γαμώ την πουτάνα μου. Μπήκε στο γραφείο σκεφτική,
αμέσως όλοι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν μόλις την είδαν. Ήταν τριάντα κι ακόμα
δεν είχε διαλέξει σύντροφο, αυτό ήταν σκάνδαλο. Δεν είχε μπει στον κόπο να πάει
στον Υπολογιστή παρά δυο τρεις φορές. Ήξερε τι ψιθυριζόταν πίσω από την πλάτη
της, πως ήταν Παρθένα. Αλλά δεν ήταν, σιχαινόταν τη συντηρητική κάστα τους, την
απολυτότητα της παρθενίας τους, λες κι ήταν ο υμένας τους το σημάδι του θεού
επί της γης. Είχε χάσει την παρθενιά της χρόνια τώρα, αν και ο Παρθενικός
Υμένας δεν ήταν προϋπόθεση για να μπεις στις Παρθένες. Η σκέψη την έκανε να
χαμογελάσει, όπως κάθε πρωί, και φάνηκαν τα δόντια της, κάπως αλογίσια. Η
βοηθός της την καλημέρισε, θα ήταν μια δύσκολη μέρα.
Ζε
πενάς, ζε πενάει, ατό, ατό το αεροπανάκι δεν πενάει, πέφτει, πέφτει, πέφτει.
Πίσω από την πόρτα είναι ένα παράθυρο, αν το ανοίξεις θα μπει το φως του ήλιου
και θα καείς. Πίσω από την πόρτα σιγοβράζει μια ατελείωτη καζάνα με ανθρώπους.
Τα παίρνουν μακριά.
Ο
καφές της φάνηκε πικρός, σχεδόν θέλησε να κάνει εμετό, αλλά αντιστάθηκε. Δε
μπορούσε να δώσει ούτε μια αφορμή για σούσουρο μέχρι να αποφασίσει τί θα κάνει.
Αν γεννούσε αυτό το παιδί, πέρα από τη σιλουέτα της, που φτιάχνονταν εύκολα,
δεν είχε τίποτα να χάσει. Το στάτους της μητέρας που γέννησε ένα παιδί εκτός
γάμου θα την εξύψωνε στη δουλειά, το μωρό θα το έβλεπε λίγες ώρες, όπως όλες οι
μανάδες, θα το αγκάλιαζε, θα το κανάκευε, το μεγάλωμα θα το αναλάμβαναν άλλοι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τί την εμπόδιζε. Χώθηκε στους ώμους της και
στις προσφορές για να μην το σκέφτεται, θα το σκεφτόταν το βράδυ στο σπίτι.
Ίσως να ήταν αναγκασμένη να ξαναπάει στον Υπολογιστή, να υποστεί μια ακόμα
ήττα. Μα πιθανότατα ούτε αυτό θα ήταν αναγκαίο, μια ανύπαντρη μητέρα είχε τις
καλύτερες προοπτικές ανέλιξης, πολύ γκλάμορους. Μπήκε στην τουαλέτα κι έβγαλε
τα άντερά της, με προσεκτικές κινήσεις σκούπισε όλα τα σημάδια, χαμογέλασε στην
ιδέα πως η μαμά της πέρασε μια ολόκληρη ζωή σαν καθαρίστρια για να μπορεί
εκείνη να τώρα να στέκεται σε αυτόν τον πύργο και να διατάζει. Είχε να δει
καιρό τους δικούς της και της έλειπαν τα ελληνικά. Δεν είχε νέα και από την
πατρίδα.
Το
βράδυ έφαγε κάτι ελαφρύ και κάθισε στο κρεβάτι με τον αναγνώστη της. Την κορόιδευαν
για αυτόν τον αναγνώστη γιατί τον είχε τουλάχιστον μια δεκαετία και σχεδόν δεν
έβρισκες πια ανανεώσεις για το λειτουργικό του, όμως ήθελε να διαβάζει τα
βιβλία της από τις φθαρμένες του εκδόσεις, δεν ήθελε να πάρει καινούργιο. Χάιδεψε
την φωτιζόμενη οθόνη του, την αγαπούσε τη βιβλιοθήκη της κι ας επέμεναν όλοι
πως ένα ξεσκαρτάρισμα που και που δεν έκανε κακό. Μια έκτρωση θα φαινόταν χάλια
στο βιογραφικό της, κάπως σαν επαγγελματική αυτοκτονία.
Ξύπνησε
ζαλισμένη από τα αναισθητικά. Δίπλα της είχαν βάλει μια κούνια με ένα ανθρώπινο
πλάσμα βία τρία κιλά. Ανασηκώθηκε για να το κοιτάξει, να δει τί θα νιώσει. Δεν
ένιωσε τίποτα και ανακουφίστηκε. Άπλωσε το χέρι της προς το μικρό γυάλινο πυρέξ
και το μικρό άνοιξε τα μάτια του. «Είναι ένα χαριτωμένο γατάκι», σκέφτηκε.
Είναι μόνον ένα χαριτωμένο ζωάκι που μόλις γεννήθηκε, αβοήθητο. Σηκώθηκε με
κάποιο κόπο και το πήρε αγκαλιά. Το πλάσμα άνοιξε τα ματάκια του κι έπειτα τα
έκλεισε. Το έβαλε πάνω της και μισοξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι. Ευτυχώς που ήταν
νύχτα και κανένας δε θα την έβλεπε, σήκωσε τη μπλούζα της και το μωράκι αχόρταγα
ξεκίνησε να θηλάζει.