Με αφορμή τα
σχόλια στην τελευταία ανάρτηση για το «Πέδρο Πάραμο» θα επαναφέρω ένα θέμα που
αφορά πολύ τον νέο αναγνώστη «Πώς πρέπει να διαβάζω». Αυτό, αν είσαι ένα παιδί
που υποκύπτει στο αμάρτημα της βιβλιοφαγίας είναι αυτονόητο, λαίμαργα, γρήγορα,
όσο περισσότερο τόσο καλύτερα, το κάθε βιβλίο πολλές φορές για να κρατήσει-
γιατί ποιος αγοράζει βιβλία στα παιδιά με τέτοιους ρυθμούς- κρυφά, φανερά, για
την ηλικία σου, του μπαμπά σου, του παππού σου, της γιαγιάς σου, οτιδήποτε δεν
είναι σχολικό, ακόμα και τη βλακεία που διαβάζει η μάνα σου στις διακοπές.
Προφανώς,
έχω υπάρξει ένα τέτοιο παιδί και σας το λέω από πείρα. Φυσικά αυτό δεν σε κάνει
πεπειραμένο αναγνώστη, ούτε καν εγγυάται πως θα παραμείνεις αναγνώστης, αν και
είμαι σίγουρη πως ανεβάζει τις πιθανότητες. Τί γίνεται όμως όταν το παιδί
ενηλικιωθεί και πρέπει ως ενήλικας να επιλέξει τί θα διαβάσει και τί θα αφήσει,
με ποιό ρυθμό θα διαβάσει το κάθε τι, με ποιά κριτήρια θα αγοράσει βιβλία τώρα
που το ποσό βγαίνει από τη δική του τσέπη. Υπάρχει αυτό που ονομάζω «φιλολογική
σχολή» και το παιδί μέσα μου την καταδικάζει με βδελυγμία. Διαβάσματα στοχευμένα,
των κλασικών, συχνά με μικρό συντελεστή απόλαυσης, σημείωση, στη σημείωση, κάθε
σελίδα και ρεμβασμός, βιβλιοθήκη με τάξη, όπου ξέρεις με σιγουριά πού είναι και
πού πάει το κάθε τι, χωρίς αυτό να είναι κατάκτηση. Αφορά κυρίως φιλολόγους που
δεν τσιμπήθηκαν από την ιερή αναγνωστική μύγα μικροί αλλά μεγάλοι, κάπου στο
Πανεπιστήμιο, και δεν κατάφεραν ποτέ να αποβάλλουν τα κατάλοιπά του.
Υπάρχει
και το άλλο άκρο, είμαι ενήλικας κι ακόμα σαβουροδιαβαστής. Διαβάζω γρήγορα,
διαλέγω μόνο επί του βιβλιοπωλείου, κυρίως ό,τι μου δίνουν, αν το βιβλίο είναι
κάτω από 400 σελίδες δεν το αγοράζω, γιατί τί θα μου φτουρήσει. Εδώ μιλάμε για
αναγνώστη φάστ- φουντ, υπερφίαλο κάπως για τον όγκο των διαβασμάτων του, στα
οποία ασφαλώς και ξεπέφτουν αξιόλογα βιβλία, που μετά βίας θυμάται μετά, για
αυτό και φτιάχνει μπλογκ για να κρατά αναγνωστικό ημερολόγιο (λέω εγώ τώρα…). Θα
παρατηρήσατε πως οι ροζ ευπώλητες ( τι εξαίσια που ηχεί το κακόφωνο) σούπες δεν
περιλαμβάνονται εδώ ∙ μιλάμε για αναγνώστες.
Αυτά
στο μυαλό μου είναι τα δυο άκρα κι ενδιάμεσα βλέπω πολλές εναλλακτικές και πολλές
επιλογές και ίσως όλοι μας σε κάποια φάση έχουμε περάσει από τις δυο αποχρώσεις.
Υπάρχει ακόμα ο μονοθεματικός αναγνώστης-
διαβάζω μόνο αστυνομικά, μόνο ιστορικά, μόνο λογοτεχνία του φανταστικού γιατί είμαι
μεταλάς και ούτω καθ’ εξής - που ανήκει
σε μια κάστα διαφορετική που ανάλογα με το είδος ακολουθεί άλλους κανόνες, συχνά
αυστηρούς που αφορούν άλλοτε μόνον τον εαυτό του κι άλλοτε ολόκληρη ομάδα με
κοινή φιλοσοφία ζωής.
Εγώ
υπήρξα εκείνο το παιδάκι που διάβαζε από τη φύση του γρήγορα, αν με αφήσεις μόνη
με ένα ευκολοδιάβαστο 200σέλιδο θα το ξεπετάξω σε ένα δίωρο, και θα αναρωτιέται
ο συγγραφέας γιατί του πήρε 5 χρόνια να το ολοκληρώσει. Από την άλλη ακόμα και
για το σχολείο δεν έχω διαβάσει ποτέ πολλές ώρες, ούτε για τις πανελλήνιες, ούτε
για το πανεπιστήμιο, δεν είναι στη φύση μου η συγκέντρωση, έχω παιχνιδιάρικο
μυαλό που μπορεί να ρεμβάζει αφηρημένο για ώρες, αφού έχει διεκπεραιώσει σε ένα
εικοσάλεπτο τη βασική δουλειά. Δεν είμαι φιλόλογός και ούτε θέλησα ποτέ να γίνω,
κι αυτό δεν είναι παράδοξο- δεν με ενδιαφέρουν τα καλολογικά
στοιχεία, αν δεν γίνει η σύνδεση με κάτι άμεσα και αβίαστα, δεν με νοιάζει να
τη βρω και οι βιογραφίες των συγγραφέων το λιγότερο με νυστάζουν. Όμως το παιδάκι
μέσα μου έχει αλλάξει, όπως άλλαξαν με τα χρόνια οι διατροφικές μου συνήθειες, έτσι
κι οι αναγνωστικές, η εύσωμη έφηβος μετατράπηκε σε κανονική ενήλικα και η
λαίμαργη βιβλιοφάγος σε βιβλιόφιλη. Δεν παύω να διαβάζω με ευκολία, γρήγορα,
βιβλία που αγόρασα γιατί μου γυάλισε το οπισθόφυλλο (δηλαδή ελπίζω πως δεν παύω,
γιατί ως γνωστόν είμαι και παντρεμένη γυναίκα), όμως τώρα πια ψάχνομαι πολύ
περισσότερο στην αγορά, αφήνω «αργά» βιβλία να με καθοδηγήσουν. Συνεχίζω να
πιστεύω στην ενότητα που δίνει μια ανάγνωση in one sitting, ένα ρούφηγμα που σου δίνει όλο το έργο στο πιάτο να το
αναμηρυκάσεις όσο θες. Όμως ανάλογα περνάω φάσεις αναγνωστικής περισυλλογής,
100 σελίδες μου παίρνουν δέκα μέρες, πιθανώς τυχαία, ίσως έχει να κάνει με τη
ζωή μου κι όχι με το βιβλίο. Ή μπορεί η ζωή μου να έχει να κάνει με το βιβλίο,
που είναι και σημαντικότερο. Πάντως ποτέ δεν κρατάω σημειώσεις ούτε γράφω στις ακρούλες
– αν εξαιρέσει κανείς την ποίηση∙ το παιδάκι μέσα μου θα πάθαινε μια φρικτή
αναταραχή, ως δευτεροδεσμίτισσα δεν κράτησα ποτέ για τίποτα θεωρητικό σημείωση
πουθενά.