30/9/13

"Στον τόπο", Δημήτρης Νόλλας



Σε γενικές γραμμές η έννοια της πατρίδας με απασχολούσε πάντα. Συχνά -ίσως συχνότερα από ότι θα φανταζόμουν- νιώθω πως η τυχαιότητα της γέννησής μου σε αυτόν τον τόπο και αυτόν τον χώρο δεν μπορεί να με αφορά πάρα έμμεσα. Με λίγα λόγια νιώθω πως δεν ανήκω καν στον εαυτό μου, πως θα μπορούσα να ανήκω σε μια ολότητα τόσο ετερόκλητη και διαφορετική από μένα. Άλλοτε όμως το ότι γεννήθηκα στην Ελλάδα και κυρίως μιλάω και γράφω στα ελληνικά μοιάζει πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, σχεδόν ο μισός εαυτός μου.

Οι ήρωες του Δημήτρη Νόλλα έχουν μια ξεκάθαρη ματιά σε αυτό το θέμα που στην αρχή μού φάνηκε τελείως διαφορετική από τη δική μου μπερδεμένη ψυχοσύνθεση. Στα διηγήματα της συλλογής με τον γενικό τίτλο «Στον τόπο», οι ήρωες μπορεί να τραβούν τα δικά τους πάθη, όμως σε γενικές γραμμές ξέρουν που ανήκουν και για αυτό μπορούν να αφεθούν και στους άλλους. Η γραφή του Νόλλα έχει μια καθαρότητα, χωρίς περιττές γιρλάντες και στολίδια. Αυτό είναι ταυτόχρονα το απωθητικό και το τραβηχτικό για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα.

Στο «Μωρό στην αιώρα», ο Ρολάντο (ή Ρούλης), μουσικός στην πατρίδα του και στην Ελλάδα ασπριτζής, μοιράζεται με τον Αναστάση, τον Έλληνα, μια τρώγλη. Κι όταν βρεθούν στο σπίτι μιας φίλης τους που έχει παρατήσει το μωρό της σε μια γριά κι αυτό όλο κλαίει θα βρεθούν σε δίλημμα.

Στο προσωπικό μου αγαπημένο «Ένα κουλούρι στα δυο», ο Νεκτάριος, που ζει δέκα χρόνια με την Ανθούλα κι ας μην είναι παντρεμένοι, της εξηγεί πως τσακώθηκε με την αδελφή του για μια χούφτα χρυσαφικά της μάνας τους. Εκείνη όσο μοιράζεται το κουλούρι της μαζί του τού εξηγεί δυο-τρία πραγματάκια για τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι που στο τέλος τον αναγκάζει να αναφωνήσει: «Ίσως για αυτό ζευγαρώνουν οι άνθρωποι. Για να έχουν κάποιον να τους φέρνει στα ίσα τους, να μην τρελαίνονται».

Στο «Μάτζικερτ» ένας Τούρκος μετανάστης στη Γερμανία απολογείται γιατί πέταξε τη Γερμανίδα γυναίκα του από το παράθυρο.

Στη «Νεκρή φύση» επί των υδάτων, ένας παρίας, ο Φώκιας, ζευγαρώνει τελικά.

Και στο ομώνυμο «Στον τόπο», ο Σήφης Κ. δεν μπορεί να ξεχάσει κείνη τη μέρα που αντάλλαξε τυχαία θέση με έναν συστρατιώτη και μια σφαίρα που προοριζόταν πριν λίγα δευτερόλεπτα για κείνον μπήχτηκε στο μέτωπο ενός άλλου.

Το βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα είναι μικρό, 80 σελίδες όλες όλες, όμως αφήνει μια αίσθηση κάθαρσης ιδιότροπη. Δεν είναι πως σε τόσο λίγες σελίδες κατορθώνουν οι ιστορίες να ολοκληρωθούν -αυτό σπάνια συμβαίνει στα διηγήματα-, είναι πως σε αυτά τα στιγμιότυπα της ζωής των ανθρώπων συντελείται μια αλλαγή. Συμβαίνει αυτό που μέσα στη μοναξιά, στην κρίση ταυτότητας και σκοπού κάνει τον καθένα να νιώσει πως ανήκει· έστω και στον εαυτό του.


"Στον τόπο", Δημήτρης Νόλλας, εκδ. Ίκαρος, 2012, σελ.83 


* Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 14-5-2013 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand 


28/9/13

Περνώντας από τις εκδόσεις Πόλις








Χθες το πρωί είχα κάποιες δουλειές στο κέντρο, κοντά στο Μοναστηράκι. Ε, και αφού περνούσα...

"Το βιβλίο του Ντάνιελ", E.L.Doctorow
"Πατρική κληρονομιά", Ph.Roth
"Κάτι θα γίνει θα δεις", X. Οικονόμου
"Η θεραπεία του νερού", P. Everret
"Η πόρτα στη σκάλα", L. Moore
"Arab jazz", K. Miske
"Η αδελφή μου", Στ. Ζουμπουλάκης

Υ. Γ. 42 Η ανάρτηση περιλαμβάνει και quiz. Καλείστε να μαντέψετε με ποιόν φίλο ήμουν μαζί και με επηρέασε στις επιλογές. Α, και ποιό βιβλίο ξεκίνησα χθες βράδυ.





26/9/13

"Η Γραμμή σκιάς", Joseph Conrad




Καταλαβαίνω την γοητεία που μπορεί να ασκήσει ο Τζόζεφ Κόνραντ στον αναγνώστη, όμως για κάποια λόγο εγώ δεν γοητεύομαι. Έτσι μάλλον συνοψίζεται η εμπειρία μου με τη «Γραμμή Σκιάς», το δεύτερο βιβλίο του Κόνραντ που πέφτει στα χέρια μου.

Το βιβλίο είναι καθ' ομολογία του ίδιου του Κόνραντ βαθιά αυτοβιογραφικό. Περιγράφει την ιστορία ενός νεαρού ναυτικού, στο μεταίχμιο της ηλικίας ανάμεσα στη νιότη και την πρώτη ωριμότητα, που παρατά την άνεσή του στο εξαιρετικό καράβι που υπηρετεί ως δεύτερος, έτσι χωρίς λόγο. Και αναλαμβάνει Καπετάνιος μόλις λίγες μέρες μετά σε ένα σκαρί με πολλά προβλήματα, που βρίσκεται ακυβέρνητο κάπου στην μέση του πουθενά.

Το μυθιστόρημα- πέρα από μια άγρια ναυτική περιπέτεια, καθώς οι ναυτικοί του πλοίου είναι όλοι άρρωστοι και τους κατατρώει ο πυρετός ενώ ο αέρας δε λέει να φυσήξει, βάζοντας τους στην υποψία πως το σκαρί είναι στοιχειωμένο- είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Μια προσωπική μαρτυρία για το πώς ο άνθρωπος πρέπει να διαφεντεύσει πρώτα τον εαυτό του, για να μπορέσει να επιβληθεί στους άλλους και τη ζωή. Κι ένα μάθημα για το πώς είναι να είσαι αρχηγός, τη μοναξιά, τη σκοτεινία και την ικανοποίηση όταν πια έχεις περάσει την αόρατη γραμμή ανάμεσα στην ανεμελιά και τη στιβαρότητα.

Η γραφή του Κόνραντ είναι ενδιαφέρουσα και για αυτό το μυθιστόρημα είναι ευκολοδιάβαστο. Ο δε κεντρικός ήρωας είναι ίσως από τους πιο ολοκληρωμένους λογοτεχνικούς χαρακτήρες.  Η αλήθεια είναι όμως πως η ναυτική ιστορία- τελείως εκτός του γούστου μου- με κούρασε. Δεν είναι πως δεν καταλαβαίνω την αξία του βιβλίου, είναι που δεν κατάφερα να το ερωτευτώ.

"Η Γραμμή Σκιάς", Τζόζεφ Κόνραντ, μετ. Ξενοφών Κομνηνός, εκδ. Ινδικτός, 2004, σελ. 221

Υ.Γ. 42 Υποψιάζομαι πως η καλή μου φίλη Ε.Γ. που μου το χάρισε (μαζί με έναν ακόμα Κόνραντ- τέτοια πώρωση) για τα γενέθλια μου, θα με αποκληρώσει. 

24/9/13

"Αμβρόσιος Μπηρς: Συγκεράζοντας την συγγραφική μακαβριότητα με την λογοτεχνική μακροβιότητα* " του Μαραμπού



Όταν έφθασε στα χέρια μου, το μυθιστόρημα του Αμβρόσιου Μπηρς “Ο μοναχός και η κόρη του δημίου”, σκέφτηκα, ωραία, θα γράψω δύο λόγια για αυτό. Εξάλλου όλα τα υπόλοιπα κείμενά του είναι μικρά λογοτεχνικά θραύσματα και αυτό ξεχωρίζει γιατί είναι το εκτενέστερο μέχρι στιγμής αφηγηματικό έργο του Αμβρόσιου Μπηρς. Έλα όμως που η ιστορία του αυτή αποδείχθηκε κατώτερη των προσδοκιών μου; Άχρωμη και μίζερη; Όχι του γούστου** μου; Έτσι αποφάσισα, μαζί με την αρνητική εντύπωση που μου άφησε το συγκεκριμένο βιβλίο του, να παρουσιάσω και την θετική εντύπωση που μου άφησε η γνωριμία μου με έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα. 

Σύγχρονος του Μαρκ Τουέην, είρωνας και δηκτικός όπως εκείνος, μοιάζει να ακολούθησε παράλληλη πορεία με τον σπουδαίο συγγραφέα του Χακ Φιν. Η γνωστή λογοτεχνική παραφιλολογία που λυμαίνεται τους βίους και τα έργα ετούτων των αγίων – των συγγραφέων! – τους θέλει άσπονδους φίλους και αιώνιους ανταγωνιστές. Ποιος ξέρει τι ήταν αλήθεια; Εξάλλου και η ζωή του Αμβρόσιου Μπηρς κινείται στα όρια του φανταστικού! Ξεκινά ως παραγιός σε τυπογραφείο, κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, παίρνοντας απανωτές προαγωγές και ανεβαίνοντας στην στρατιωτική ιεραρχία έως ότου ένα χτύπημα στο κεφάλι τον αναγκάζει να αποστρατευτεί, εργάζεται ως τελωνειακός και λίγο αργότερα σε ηλικία 26 ετών βρίσκεται αρχισυντάκτης σε μια εφημερίδα, αναζητά την περιπέτεια ως χρυσοθήρας στους «Μαύρους Λόφους» της Ντακότα, χάνει τους δύο γιούς του, διαλύει τον γάμο του και γνωρίζεται με τον εκδότη William Hearst με τον οποίο «ξεκινά μια εικοσαετή συνεργασία διανθισμένη από διενέξεις και παραιτήσεις». Και τότε που λες ότι δεν έχεις κάτι άλλο να περιμένεις από αυτόν, «το 1913 , διακόπτει τις σχέσεις του με τον Hearst καθώς και με τον αδελφό του Άλμπερτ, τον ύστατο υποστηρικτή του. Εβδομηνταενός ετών πλέον, αλκοολικός και ασθματικός, καταφεύγει στο Μεξικό, βυθισμένο τότε στον εμφύλιο πόλεμο, με την πρόθεση να προσχωρήσει στον στρατό του Πάντσο Βίγια. Εξαφανίζεται, αφού προηγουμένως γράφει ένα τελευταίο γράμμα, στο οποίο επιβεβαιώνει την επιθυμία του να βρει τον θάνατο στο μέτωπο. Το τέλος της ζωής του παραμένει αινιγματικό».

Στο προκείμενο τώρα, το μυθιστόρημά του “Ο μοναχός και η κόρη του δημίου” κατά την πρώτη εκδοσή του έφερε την συγγραφική ένδειξη «Υπό Gustav Adolphe Danziger & Ambrose Bierce». Ο Ντάνσιγκερ έδωσε στον Μπηρς ένα χειρόγραφο σε μετάφραση του ίδιου, μιας ιστορίας που αποδίδεται σε έναν Γερμανό ονόματι Voss, ζητώντας να επιμεληθεί την έκδοση. Ο Μπηρς έκρινε την μετάφραση ατελή – πώς αλλιώς! – και έκανε πολλές αλλαγές στο κείμενο. Παρά τις αντιδικίες για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, η Λογοτεχνία το κατοχύρωσε στον Μπηρς και το θέμα έληξε αμετάκλητα με τον φυσικό θάνατο του αντιδίκου και την εκνευριστική αιωνιότητα του δαιμόνιου Μπηρς!

Ο Αμβρόσιος, φραγκισκανός μοναχός που περιμένει να πάρει το χρίσμα του, πηγαίνει μαζί με δυο συντρόφους του σε ένα δυσπρόσιτο μοναστήρι στο βουνό. Καθώς διασχίζουν την κοιλάδα, μια κρεμάλα είναι στημένη στην μέση του πουθενά και ένα κορίτσι χορεύει τριγύρω της για να αποθαρρύνει τα όρνια να γευματίσουν με το σώμα του απαγχονισμένου. Η κόρη του δημίου! Η Βενεδίκτη ζει σε μια καλύβα με τον πατέρα της, απομονωμένη από το υπόλοιπο χωριό και στιγματισμένη. Ο Αμβρόσιος την συμπαθεί αμέσως και προσπαθεί να την βοηθήσει να γίνει αποδεκτή από τους υπόλοιπους. Παράλληλα ο Ρόχιος, ο γιος του άρχοντα του χωριού, του οποίου καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί, καλοβλέπει το αγνό της σώμα ενώ και η Βενεδίκτη, τρέφει μια ανομολόγητη αγάπη προς εκείνον, καθώς καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί! Ο Αμβρόσιος αναλαμβάνει το έργο να σώσει την ψυχή της αλλά στην πορεία την αγαπά και προσπαθεί να την αποτρέψει να δοθεί στον Ρόχιο. 

Όλο το μυθιστόρημα, βασίζεται στην εσωτερική σύγκρουση του ήρωα (να περιμένει να λάβει το χρίσμα του ώστε να βοηθήσει την ψυχή της Βενεδίκτης ή να υποκύψει στην σωματική αγάπη που δημιουργήθηκε σιγά σιγά μέσα του;) και η ψυχική διερεύνηση στην οποία προβαίνει ο συγγραφέας του είναι αξιοθαύμαστη. Ωστόσο, το αμπαλάζ της ιστορίας μού φάνηκε μίζερο και ο γνωστός προβοκάτορας Μπηρς που τόσο αγάπησα, διαφαίνεται μόνο στην ανατροπή της τελευταίας σελίδας και σε αποσπάσματα όπως: 

«Το όρνιο! Το όρνιο!»
Κοίταξα ψηλά και είδα ένα μεγάλο γκρίζο πουλί να ζυγιάζεται πάνω από τις κορυφές των πεύκων και να χιμάει καταπάνω μας. Οι ψαλμουδιές, το σχήμα μας, η παρουσία μας η ίδια δεν φάνηκαν να το τρομάζουν. Οι αδελφοί μου, ωστόσο, ενοχλήθηκαν από την διακοπή κι ετοιμάστηκαν να επιπλήξουν την κοπέλα. Εγώ όμως μπήκα στη μέση.
«Φαίνεται πως είναι συγγενής του νεκρού, αδελφοί,» τους είπα. «Σκεφτείτε το. Αυτό το τρομερό πουλί έρχεται να κομματιάσει τις σάρκες του προσώπου του, να τραφεί με τα χέρια και τα πόδια του, να σπαράξει το κορμί του. Είναι απόλυτα φυσικό να φωνάζει η κοπέλα».

Ο Αμβρόσιος Μπηρς έχει τη φήμη του συγγραφέα του μακάβριου. Και δικαίως! Αν διαβάσετε τα διηγήματα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο θα πειστείτε ολοκληρωτικά. Ή μπορείτε να κάνετε μια δοκιμή με την “Λέσχη γονεοκτόνων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, κοστίζει λίγο, αξίζει πολλά. Οι περισσότερες εκδόσεις των βιβλίων του τελούν υπό εξαφάνιση. Φυσικό, μιας και οι εκδόσεις Ηλέκτρα (αν δεν κάνω λάθος) έχουν κλείσει, ωστόσο οφείλω να δώσω εύσημα για αυτές τις καλαίσθητες εκδόσεις και αν, σιχαίνεστε τις κουβερτούρες των βιβλίων όπως εγώ, θα ανακαλύψετε από κάτω ένα όμορφο σκληρό μαύρο εξώφυλλο με κατακόκκινη αιμάτινη γραμματοσειρά που ντύνει υπέροχα τις μακάβριες ιστορίες που συνήθως περιέχει. 

Το χαρακτηριστικό του Μπηρς πέρα από το στοιχείο του μακάβριου, είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός προς πάσα (κατεστημένη) κατεύθυνση. Γιατί ποιος ο λόγος του σαρκασμού αν δεν καταφέρεται προς κάθε κατεστημένο; Αν και, με πίκρα όπως διαπιστώνει και ίδιος και την διατυπώνει στο περιώνυμο και χρήσιμο προς όλους “Αλφαβητάρι του Διαβόλου”, σαρκασμός είναι μια αιχμηρή και έξυπνη φράση που μνημονεύεται συχνά, αλλά σπάνια της δίνουμε σημασία. 

Περιδιαβάστε την λογοτεχνική πιάτσα και αναζητήστε τα βιβλία του Αμβρόσιου Μπηρς με κλειστά μάτια... θα σας ανοίξει τα μάτια!

* μακροβιότητα: ασυνήθιστη παράταση του φόβου για τον θάνατο (Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου, εκδόσεις Ηλέκτρα, μετάφραση Γιώργος Μπλανάς) 

** «Ε, εσύ!», κραύγασε ένα χοντρό βόδι πίσω από το χώρισμά του στον στάβλο σ' έναν υγιή νεαρό γάιδαρο που γκάριζε έξω. «Αυτά τα πράγματα δεν είναι καλόγουστα».
«Με ποιανού το γούστο, λιπαρέ λογοκριτή μου;» ζήτησε να μάθει ο γάιδαρος, με όχι και πολύ σεβασμό. 
«Μα... χμ... Ε! Εννοώ, εμένα δεν μου πάει. Θα έπρεπε να μουγκανίζεις».
«Μπορώ να μάθω τι σε νοιάζει εσένα αν μουγκανίζω ή αν γκαρίζω, αν κάνω και τα δυο μαζί ή τίποτε από αυτά;»
«Δεν μπορώ να σου πω», απάντησε ο επικριτής, κουνώντας το κεφάλι του αποθαρρυμένος. «Δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Μπορώ μόνο να πω πως έχω συνηθίσει ν' αποδοκιμάζω κάθε λαλιά που διαφέρει από την δική μου».
«Ακριβώς», είπε ο γάιδαρος. «Επιδιώκεις να κάνεις επίδειξη αναίδειας συγχέοντας τις προτιμήσεις με τις αρχές. Στο γούστο έχεις επινοήσει μια λέξη που δεν επιδέχεται ορισμό, για να καταδείξεις μιαν ιδέα που είναι αδύνατον να εκφραστεί. Και συνδέοντας τις λέξεις καλό και κακό, υποδεικνύεις απλώς και μόνο μιαν υποκειμενική μέθοδο με όρους μιας αντικειμενικής ποιότητας. Τέτοια αλαζονεία υπερβαίνει τα όρια του απλώς και μόνο απερίσκεπτου και περνά στο χωρίς σύνορα στερέωμα της καθαρής αυθάδειας!»
Με το κλείσιμο αυτής της αξιοσημείωτης δημηγορίας, ο βραδύνους επικριτής δεν έβρισκε λόγια κατάλληλα για να εκφράσει την αποδοκιμασία του. Έτσι, είπε απλώς πως η ομιλία ήταν κακόγουστη. (Ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία, εκδόσεις Ηλέκτρα, μετάφραση Σάντυ Παπαϊωάννου)

"Ο μοναχός και η κόρη του δημίου", Αμβρόσιος Μπήρς, μετ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ηλέκτρα, 2008, σελ.163




                                                                                             Μαραμπού


Υ.Γ. 42 Νομίζω πως αυτό το κείμενο του Μαραμπού είναι από τα πιο ολοκληρωμένα. Παρουσίαση τέτοιου τύπου είναι αδύνατο να κάνω εγώ.... Και ναι, το ομολογώ, δεν έχω διαβάσει Αμβρόσιο. Αλλά τώρα μπήκε στο πρόγραμμα. Τα ως τώρα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας μπορείτε να τα βρείτε εδώ.


22/9/13

"Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο", Philip K. Dick




Μακράν το καλύτερο βιβλίο του Ντικ που έχω διαβάσει - κι είναι πολλά -  «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» είναι ένα βιβλίο που μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονική φαντασία κι αν ήταν γραμμένο από κάποιον άλλο ίσως να έχαιρε μεγαλύτερης αναγνώρισης ως μια καθαρόαιμη δυστοπία.

Το βιβλίο ξεκινά με ένα πολύ ενδιαφέρον twist, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κερδίσει η Γερμανία και η Ιαπωνία, η Αμερική είναι κάπως σαν επαρχία της Ιαπωνίας, ο υπόλοιπος κόσμος της Γερμανίας, αν εξαιρέσεις την Αφρική όπου έχει "συμβεί" ολικό ολοκαύτωμα και δεν έχει σχεδόν απομείνει «νεγροειδής» πληθυσμός εκεί. Α, και τη Μεσόγειο που έχει αποξηραθεί για να καλλιεργηθεί.

Η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι τραγελαφική, οι Αμερικάνοι νιώθουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, η δουλεία έχει επανέλθει, όλοι συμβουλεύονται το βιβλίο με τους μαγικούς αριθμούς των Κινέζων, το Ι Τσινγκ αλλά παρ’ όλα αυτά οι Κινέζοι είναι στην τελευταία κοινωνική υποστάθμη, οι λιγοστοί Εβραίοι καταφεύγουν σε πλαστικές για να κρύψουν την χαρακτηριστική κατατομή τους μπας και ξεγλιστρήσουν. Οι Γιαπωνέζοι παρ’ όλο που καταλαβαίνουν τη θηριωδία των Γερμανών και του ναζιστικού τρόπου σκέψης, βολεύονται με τη συμμαχία. Και μέσα σε όλα αυτά κυκλοφορεί ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την εικασία «τι θα γινόταν αν είχε χάσει η Γερμανία τον πόλεμο».

Το βιβλίο είναι γεμάτο καυστικό χιούμορ, μια αίσθηση βαθιά του τι σημαίνει ναζισμός, είναι νηφάλιο και θεότρελο μαζί. Ο Ντικ έχει φυσικά ευχέρεια στη γραφή, αλλά σε αυτό πραγματικά κεντά την ιστορία, φτιάχνει έναν κόσμο που μοιάζει εφικτός κι ας μην είναι, που θα μπορούσε να είναι αντανάκλαση του δικού μας σε έναν όχι και τόσο μακρινό καθρέφτη. «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» είναι από κείνα τα μυθιστορήματα που αποδεικνύει πως δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών, διαμαντάκια μπορεί να προκύψουν παντού.

"Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο", Φίλιπ Ντικ, μετ. Χριστόδουλος Λιθάρης, εκδ. Τόπος, 2008, σελ. 381



20/9/13

"Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε", Camilo José Cela



Βιβλίο εντυπωσιακά μεστό- ούτε μια λέξη θαρρείς πως δεν περισσεύει- η μικρή νουβέλα του Καμίλο Χοσέ Θέλα «Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε», μας εξηγεί από την πρώτη παράγραφο τι ακριβώς θέλει να μας πει.

«Εγώ κύριε μου δεν είμαι κακός, αν και δε μου λείψαν οι λόγοι για να γίνω. Όλοι οι θνητοί με τον ίδιο τρόπο γεννιόμαστε, αλλά μεγαλώνοντας η μοίρα παίζει μαζί μας, λες και είμαστε καμωμένοι από πλαστελίνη, ενώ μας σπρώχνει από διαφορετικά μονοπάτια προς το ίδιο το τέλος, το θάνατο. Υπάρχουν άνθρωποι που σεργιανούν μες στα λουλούδια κι άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να διαβαίνουν από τα αγκάθια και τις τσουκνίδες»

Έτσι ξεκινά  να γράφει το γράμμα-ποταμό-εξομολόγηση-βιογραφία ο Πασκουάλ Ντουάρτε μέσα από τη φυλακή που είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Δεν έχει σε κανέναν να το στείλει παρά σε έναν μακρινό που ίσως καν να μη θυμηθεί το όνομά του. Μέσα από το γραπτό του συνειδητοποιούμε πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει διαπράξει ξυλοδαρμούς και δολοφονίες χωρίς επαρκή κίνητρο, που είναι στα όρια της λογικής. Το εντυπωσιακό είναι πως παρ’ όλη τη μιζέρια της ζωής του, της μοίρας που δεν τον άφησε να γίνει τίποτα άλλο από αυτό που είναι, το κείμενο του Πασκουάλ Ντουάρτε τον καθιστά συμπαθή, κάποτε έχει κρίσεις διαύγειας που μας δείχνουν πως δεν του άξιζε αυτό που έζησε, απλά στην οικογένεια που γεννήθηκε ήταν αναπότρεπτο να το ζήσει.

Το μεγαλύτερο παιδί μιας απόλυτα φτωχής οικογένειας της Ισπανικής επαρχίας, με έναν πατέρα αδιάφορο μέθυσο και μια μάνα απίστευτη στρίγγλα που ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει τα παιδιά της, ζώντας μες στη μιζέρια, βλέποντας την όμορφη αδελφή του να χάνεται στα μονοπάτια της πορνείας, και τον μικρότερο αδελφό του- έναν ανάπηρο που ποτέ δεν κατάφερε να προχωρήσει ή να μιλήσει να κείτεται στο χώμα για τα δέκα βασανισμένα χρόνια της ζωής του, χωρίς αφτιά γιατί του τα φάγαν τα γουρούνια- προσπάθησε δυο φορές να κάνει τη δική του οικογένεια αλλά δεν…

Ο Ντουάρτε είναι ένας τραγικός ήρωας, καταδικασμένος από την ώρα που γεννήθηκε στο ύστατο σκαλοπάτι της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Δεν είναι ξεχωριστός, δεν είναι αντιήρωας, δεν επέλεξε τη μοίρα του, προσπάθησε να ενταχθεί, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, τόσα κοινωνικά και πολιτικά άλματα μαζεμένα.

Το βιβλίο όταν γράφτηκε δυσκόλεψε του αναγνώστες με τη σκληρότητα και την ωμότητά του, απαγορεύτηκε από τον Φράνκο, γρήγορα όμως καθιέρωσε τον Θέλα ως εκφραστή ενός ολόκληρου κινήματος που άλλαξε ριζικά την Ισπανική λογοτεχνία. Δείγμα πως, αν κάτι πρέπει να ειπωθεί, δεν χρειάζονται πολλά λόγια, η λιτότητα κρατά τα πράγματα σαφή και νηφάλια. Υποψιάζομαι δε, πως  όσα βιβλία του Θέλα να διαβάσω από δω κι εμπρός, η νουβέλα αυτή, το πρώτο του βιβλίο των 26 χρόνων του, θα είναι αυτό που θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου.


"Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε", Καμίλο Χοσέ Θέλα, μετ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Καστανιώτη, 2010, σελ.124 

18/9/13

«Χαμένο παιδί», Ian McEwan



To «Χαμένο παιδί» του Ίαν ΜακΓιούαν δεν είναι από τα καλύτερά του. Η γραφή θυμίζει έντονα τα βιβλία που αγάπησα από κείνον, όμως το βιβλίο είναι φλύαρο, σα να αγωνιά ο συγγραφέας να γεμίσει τις σελίδες κι έτσι καταλήγει να αναμασά ξανά και ξανά τα ίδια. Από την άλλη, δε θα μπορούσε να του λείπει το βρετανικό φλέγμα, ο ΜακΓιούαν δεν ξεχνά να γράφει, απλά ίσως αρνείται να τιθασεύσει το υλικό του.

Ήρωας ο Στίβεν Λιούις, ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων που ένα πρωινό που πηγαίνει με την τρίχρονη κόρη του στο σουπερμάρκετ, την χάνει. Η ξαφνική απώλεια του παιδιού βυθίζει όλη του τη ζωή σε ένα τέλμα, αυτός και η γυναίκα του Τζούλι αποξενώνονται και τελικά καταλήγουν να ζουν σε διαφορετικά σπίτια. Αρκετά χρόνια μετά, τον βλέπουμε να συμμετέχει σε μια υποεπιτροπή της κυβέρνησης Θάτσερ για την παιδεία, που σκοπό έχει να βγάλει ένα εγχειρίδιο για την ανατροφή των παιδιών, να μην μπορεί να γράψει ούτε γραμμή από παιδικό βιβλίο, να έχει πέσει στο ποτό και να μην μπορεί ακόμα να ορίσει τη ζωή του. Κάποια πράγματα σιγά σιγά θα τον βγάλουν από αυτή την αίσθηση της μη ύπαρξης.

Ο ΜακΓιούαν ασχολείται στο μυθιστόρημα αυτό πολύ περισσότερο με την πολιτική, την παιδεία, τον θαστερισμό και λιγότερο με την ψυχολογική κατάσταση του πατέρα που του συμβαίνει το αδιανόητο, να χάσει ο ίδιος το παιδί του. Τα αποσπάσματα από το εγχειρίδιο για την αγωγή των παίδων είναι ξεκαρδιστικά- όσο και πολύ πονεμένα για όποιον είναι γονιός- η ιστορία όπως εξελίσσεται από τη μέση και μετά είναι ένα πολιτικό σχόλιο και τίποτε άλλο.

Μου έλειψε η συνοχή, λίγο μου έλειψε κι ο χαρακτήρας, που αν και πανταχού παρόν αρνείται να μας δείξει πως πραγματικά νιώθει. Όμως το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, οι 400 σελίδες του μου φάνηκαν πως τελειώσαν σχετικά γρήγορα. Αν θα το συνιστούσα για να γνωρίσει κανείς τον ΜακΓιούαν; Ανεπιφύλακτα όχι. Ίσως απλά για να έχει να λέει πως δεν έχει μείνει βιβλίο δικό του που δεν έχει διαβάσει.

Υ.Γ. 42 Από ό,τι θυμάμαι στα ελληνικά κανείς δε λέει «ήπια ένα τενεκεδάκι μπίρα», άντε να πει «ήπια ένα κουτάκι μπίρα». Επίσης αυτό που χωρίζει την κουζίνα από τον υπόλοιπο χώρο δεν το λέμε πασαμέντο, το λέμε απλά πάσο. Τέτοια μικρά, αλλά επαναλαμβανόμενα, μου δημιουργούσαν πρόβλημα ροής στην ανάγνωση και με έκαναν να μετανιώνω που δεν το πήρα στα Αγγλικά.



«Χαμένο παιδί», Ίαν ΜακΓιούαν, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκης, 2013, σελ.398



15/9/13

Ο δημιουργός και το έργο του. Δυο ξεχωριστές οντότητες.




Με αφορμή δύο πρόσφατα περιστατικά, ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις που έχουν να κάνουν με τον δημιουργό και το έργο του.

Πρώτο τούτο εδώ: Αναρτώ ανακοίνωση για λογοτεχνικό διαγωνισμό κι ανάμεσα στους κριτές είναι η Σώτη Τριανταφύλλου. Τόσο στα σχόλια όσο και στα mails σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με τον διαγωνισμό αυτό καθ’ αυτό, ξεκινά όμως μια κουβέντα που έχει να κάνει με το αν και κατά πόσον το λογοτεχνικό της έργο μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από την πολιτική της θέση όπως εκφράζεται στα πρόσφατα άρθρα της κι ακόμα αν δικαιούται μια γυναίκα που εκφράζει τόσο συντηρητικές πολιτικές θέσεις να κρίνει τα λογοτεχνικά έργα νέων ανθρώπων.

Δεύτερο: Ανεβάζει ο Librofilo μια σχεδόν υμνητική κριτική για "Το Χαστουκόδεντρο" του Άρη Μαραγκόπουλου, όπου ως αναγνώστης εκφράζει και μια δυο ενστάσεις στις λεπτομέρειες. Ο κ. Μαραγκόπουλος μπαίνει στον κόπο να απαντήσει. Στην αρχή αυτό με ξενίζει. Στην χθεσινή εκπομπή του Λιμπ στον amagi με καλεσμένο τον συγγραφέα καταλαβαίνω πως πρόκειται για έναν αξιολογότατο άνθρωπο, που επέλεξε να υπερασπιστεί το έργο του (έναντι όποια κριτικής, όχι μόνο αυτής) από θέμα αρχής.

Είναι λοιπόν το λογοτεχνικό έργο ξέχωρο από το δημιουργό του ή η προσωπικότητα και η συμπεριφορά του συγγραφέα, το τι λέει για αυτό, πρέπει να μας αφορά, να επηρεάζει την κρίση μας, να διαμορφώνει την άποψή μας και για το κείμενο. Από παλιά η γνώμη μου ήταν πως η καλλιτεχνική δημιουργία είναι παιδί του καλλιτέχνη, αλλά δεν είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Ας εξηγηθώ. Από τη στιγμή που ένα κείμενο φεύγει πια από τα χέρια του δημιουργού, έχει μια πορεία ανθύπαρκτη που αφορά και άλλους ανθρώπους. Η τέχνη, που στοχεύει στο θυμικό όσο και τη λογική μας, είναι προϊόν αλληλεπίδρασης. Άρα, διαβάζοντας τα άρθρα της κας Τριανταφύλλου αλληλεπιδρώ με την δημόσια εικόνα της και επιλέγω να μη μου αρέσει (για να το θέσω κομψά) - όμως τα βιβλία της τι λόγο έχω να τα κρίνω από αυτό, διαβάζοντας κατά το παρελθόν κάποια από αυτά διαμόρφωσα άποψη ως αναγνώστης. Το αντίστοιχο με τον κ. Μαραγκόπουλο, ακούγοντας τον χθες στο ραδιόφωνο σχημάτισα πολύ καλή γνώμη για εκείνον, τα βιβλία του όμως όταν τα διαβάσω θα πρέπει να τα κρίνω ως έργα τέχνης χωρίς να επηρεαστώ από τη δική του εικόνα ή τα λόγια του για αυτά. 

Υπάρχει ο αντίλογος. Πως από τη στιγμή που μιλάμε για σύγχρονο με μας συγγραφέα, τόσο στον τόπο όσο και στην εποχή, αναπότρεπτα δημιουργούμε στο μυαλό μας συνδέσεις που μας προδιαθέτουν θετικά ή αρνητικά για το έργο, χωρίς καν να το θέλουμε. Ή πως έτσι συγχωρούνται στους πάντες τα πάντα. Κι ακόμα πως κάθε γονιός θα υπερασπιζόταν το «παιδί» του με νύχια και με δόντια, ακόμα κι αν ενδόμυχα ήξερε κι ο ίδιος τις αδυναμίες του ∙πόσο μάλλον για να διατρανώσει τα σημαντικά του στοιχεία.

Παρ’ όλες τις ενστάσεις, δεν πείθομαι. Θεωρώ πως το έργο, το κάθε κείμενο ξεχωριστά, πρέπει να κρίνεται για αυτό που είναι. Όταν διαβάζω είμαι εγώ και το μυθιστόρημα, συμμετέχω στην τελική μορφή του, το αλλάζω μέσα μου, πολλές φορές με τρόπους που ο συγγραφέας ούτε φανταζόταν και πιθανότατα ούτε καν θα ήθελε. Το ίδιο κι όταν ακούω μουσική ή βλέπω έναν πίνακα. Δεν μπορώ και δεν θέλω να σκεφτώ τον δημιουργό, δε θα ήθελα να κρίνω "Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας" σε σχέση με αυτά που ξέρουμε για τον Σελίν ή τα κάντος του Έζρα Πάουντ με βάση τη φιλοναζιστική του θέση. Αν ένα βιβλίο καταφέρει να εισχωρήσει στο ασυνείδητό μου, να με μάθει δυο τρία πράγματα για τον κόσμο και για μένα, αυτό είναι η μαγεία της ίδιας της τέχνης και δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στη συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα. Ούτε μπορεί να διορθωθεί με ύστερα λόγια του συγγραφέα- κακά ή καλά, αδιάφορο- η γεύση που μου άφησε το ίδιο το έργο.


Υ.Γ. 42 Όπως καταλαβαίνετε τα πρόσωπα έτυχε να είναι αυτά στη δεδομένη χρονική στιγμή. Δε θέλω να ανοίξει μια κουβέντα για τη Σώτη Τριανταφύλλου ξανά, ούτε φυσικά για τον Άρη Μαραγκόπουλο.


13/9/13

"Οι Αριθμοί και άλλες ιστορίες", Victor Pelevin




Μισώ, μισώ, μισώ τον πρόλογο της μεταφράστριας του βιβλίου του Βίκτορ Πελέβιν «Οι αριθμοί και άλλες ιστορίες». Μα είναι δυνατόν σε κείμενο που προορίζεται για αρχή έκδοσης να μας δίνεις πλήρη περίληψη της ιστορίας, στάδιο προς στάδιο μέχρι και το φινάλε, σπιθαμή προς σπιθαμή;  Στο πρώτο και μεσαίο κομμάτι λοιπόν του βιβλίου διάβαζα ανόρεκτα, ήξερα τι θα γίνει παρακάτω, η γραφή μου φαινόταν κάπως μπερδεμένη και μεταφυσική για τα γούστα μου, είχα και τον εκνευρισμό μου για τον πρόλογο που δεν έλεγε να σταματήσει∙ αν ήθελα να διαβάσω σε 2 σελίδες την ιστορία ποιος ο λόγος να διαβάσω το βιβλίο. Εκεί και τη μέση κατάφερε η γραφή να με συνεπάρει, δεν είχε πια σημασία που ήξερα τι θα γίνει παρακάτω, αν και η πλοκή περιέχει μια έκπληξη που καλό θα ήταν να μην την ήξερα.

Ήρωας του μυθιστορήματος ο Στιόπα Μιχαήλοφ, ένα από αυτά τα τρομερά παιδία που ξεφύτρωσαν στην νεότερη Ρωσία και πλούτισαν χωρίς καν να το καταλάβουν. Από μικρός είχε μανία με τους αριθμούς και κατέληξε πως το 34 ήταν ο δικός του τυχερός φύλακας άγγελος. Βασισμένος σε αυτό – σπούδασε οικονομικά μόνο και μόνο επειδή η πληροφορία για αυτόν τον κλάδο ήταν στη σελίδα 34- έχτισε μια μικρή αυτοκρατορία, το χρήμα έτρεχε άφθονο. Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου μια μάγισσα η Μπίνγκα του εξήγησε πως το 43 ήταν αυτό που θα τον κυνηγούσε, πως σε αυτήν την ηλικία θα άλλαζε ζωή, θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με καρμικό εχθρό του και μπορεί και να μην επιβίωνε. Τα όσα ακολουθούν όσο το 43 πλησιάζει μόνο τραγελαφικά μπορούν να χαρακτηριστούν, ενδεικτικά μιας Ρωσίας που έχει χάσει κάθε μπούσουλα και προορισμό.

Το βιβλίο εστιάζει αρκετά στο μεταφυσικό, κάτι που προσωπικά με κούρασε και σε σημεία με έβγαλε εκτός ρυθμού. Από την άλλη έχει τα κότσια να πει τα πράγματα με το όνομά τους ως προς την σημερινή κατάσταση με τους Ρώσους «μεγιστάνες» που ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια, ο κυνισμός φτάνει σε ένα επίπεδο εξωπραγματικό, εντελώς ασύλληπτο.

Οι μικρές ιστορίες που ακολουθούν το μυθιστόρημα θεωρώ πως είναι άνευ λόγου ύπαρξης για την έκδοση. Δεν το έχω ξαναδεί, ένα μεγάλο μυθιστόρημα να συμπληρώνεται με μικρά διηγήματα, δεν ξέρω αν φταίει για αυτό ο συγγραφέας ή ο Έλληνας επιμελητής, αλλά μου φάνηκε τελείως άτοπο. Από αυτές τις ιστορίες ξεχωρίζει με διαφορά «Η ομάδα Φόκους», όπου μια ομάδα «μεταστάντων» βρίσκεται μπροστά στο Υπέρλαμπρο Ον και συζητά για την κόλαση και τον παράδεισό του.

Παρ’ όλη πάντως την έντασή μου, που αφορά κυρίως την έκδοση- τον πρόλογο, την επιλογή των κειμένων και τα αρκετά ορθογραφικά (μεταφραστικά φυσικά και δεν μπορώ να το κρίνω)- νομίζω πως θα έπρεπε να δώσω στον Πελέβιν μια ακόμα ευκαιρία στο μέλλον.



"Οι Αριθμοί και άλλες ιστορίες", Βίκτορ Πελέβιν, μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 390

11/9/13

O 4ος ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ «ΛόγωΤέχνης 2013»



Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία προώθησης πολιτισμού Artspot προκηρύσσει τον 4ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος «ΛογωΤέχνης 2013», με την υποστήριξη των Εκδόσεων Μεταίχμιο.
 Διάρκεια διαγωνισμού
Ως ημερομηνία έναρξης του Διαγωνισμού ορίζεται η 1η Σεπτεμβρίου 2013 και ως ημερομηνία λήξης η 15η Οκτωβρίου 2013. Κάθε συμμετοχή, που θα σταλεί εκτός των χρονικών πλαισίων θα θεωρείται εκπρόθεσμη και δεν θα γίνεται δεκτή.
 Το θέμα του διαγωνισμού
Το έτος 2013 είναι αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και ο φετινός διαγωνισμός «ΛόγωΤέχνης 2013» τιμά τη μνήμη του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή.
Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους τις ακόλουθες επτά συγκεκριμένες λέξεις (σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό):
Δρόμος, Ηδονή, Λιμάνι, Κεχριμπάρι, Ταξίδι, Γέρος, Καλοκαίρι   (Οι λέξεις περιέχονται στο ποίημα «Ιθάκη» του Κ.Π. Καβάφη).
Η Κριτική Επιτροπή θα αξιολογήσει την πρωτοτυπία, το λογοτεχνικό ύφος, την πλοκή, την δομή, τη σκιαγράφηση των ηρώων και τη δημιουργική σύνθεση ιστοριών που συμπεριλαμβάνουν τις επτά παραπάνω λέξεις.
Η ανάπτυξη του θέματος και της πλοκής των διηγημάτων είναι απολύτως ελεύθερη για τους συμμετέχοντες και δεν είναι απαραίτητο να σχετίζεται με τις ιδέες και το περιεχόμενο του ποιήματος «Ιθάκη» του Κ.Π. Καβάφη. Η επιλογή των επτά λέξεων στο θέμα του διαγωνισμού έγινε μόνο για να τιμηθεί ο ποιητής.

Έκταση κειμένων
Τα διηγήματα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε έκταση τις 1.000 λέξεις(Συνυπολογίζονται και οι λέξεις του τίτλου του συμμετέχοντος διηγήματος)
 Η Κριτική Επιτροπή
Η Κριτική Επιτροπή είναι εξαμελής και αποτελείται από καταξιωμένους συγγραφείς, εκπρόσωπο του εκδοτικού οίκου Μεταίχμιο και εκπρόσωπο του φορέα διοργάνωσης Artspot.
eleutheriouΜάνος Ελευθερίου
Συγγραφέας
katsoularisΚώστας Κατσουλάρης
Συγγραφέας
michalopoulou mpouraΕλένη Μπούρα
Υπεύθυνη ελληνικής πεζογραφίας Εκδόσεων Μεταίχμιο
triantafilouΣώτη Τριανταφύλλου
Συγγραφέας
farsarisΓιάννης Φαρσάρης
Συγγραφέας, εκπρόσωπος του φορέα διοργάνωσης ArtSpot

Οι Νικητές
Τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής, κατόπιν αξιολόγησης όλων των συμμετοχών, θα επιλέξουν τα 40 καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού που θα εκδοθούν σε βιβλίο από τιςΕκδόσεις Μεταίχμιο.
Metaixmio-Logo
Στους 6 πρώτους νικητές του διαγωνισμού θα απονεμηθεί τιμητικό δίπλωμα. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού θα γίνει σε ειδική τιμητική εκδήλωση βράβευσης.

10/9/13

"The Brooklyn Follies", Paul Auster




Μου χρειαζόταν ένας Όστερ για να θυμηθώ ξανά τη χαρά του διαβάσματος, τι όμορφα που είναι να μπορείς να απλώνεις την ανάγνωση μες στη μέρα, να τελειώνεις τις σελίδες και να αισθάνεσαι καθαρός, εναργής, σαν όλα να έχουν βρει τη θέση τους και τίποτα να μην είναι πια το ίδιο.

Το “Brooklyn Follies” είναι ένα υπέροχο βιβλίο, από έναν συγγραφέα που ακόμα και στις κακές στιγμές του δεν μπορεί να γράψει κακό μυθιστόρημα, στις καλές του όμως είναι απογειωτικός, καθηλωτικός, σχεδόν ύποπτα σαγηνευτικός. Και διαφορετικός. Παρ’ όλη την μεγάλη παραγωγή του μες στα χρόνια, ο Πολ Όστερ δεν πέφτει με τίποτα στην παγίδα της μανιέρας, ξέρει τα τρωτά και τα καλά του και τα χρησιμοποιεί αναλόγως αλλά ως τώρα δεν έχω συναντήσει δυο βιβλία του που να μου θυμίζει το ένα το άλλο.

Ήρωας σε αυτό το μυθιστόρημα είναι Νέιθαν, ένας άνθρωπος που μόλις ξεπέρασε τον καρκίνο των πνευμόνων και αποφασίζει να ξεφύγει από την παλιά του ζωή που περιλαμβάνει ένα πρόσφατο και οδυνηρό διαζύγιο από την επί πολλά χρόνια γυναίκα του και την πρόωρη συνταξιοδότησή του, και εγκαθίσταται στο Μπρούκλυν όπου δεν ξέρει κανέναν. Στην αρχή είναι απελπιστικά μοναχικός, σουλατσάρει άεργος, έτοιμος να πεθάνει. Έπειτα από έναν γερό καυγά με την κόρη του, αποφασίζει να ξεκινήσει διάφορα σημειωματάρια όπου διηγείται τα ευτράπελα επεισόδια και τις τρέλες της ζωής, της δικής του και των άλλων. Και μετά πέφτει πάνω στον ανιψιό του Τομ.

Ο Τομ ήταν κάποτε ο αγαπημένος του- ο Νέιθαν τον είχε μυήσει στην αγάπη της λογοτεχνίας- και την τελευταία φορά που συναντήθηκαν ήταν έτοιμος να κάνει τη διατριβή του πάνω σε αυτή. Με τα χρόνια είχαν χαθεί, κι όταν τον είδε στο ταμείο του τοπικού παλαιοβιβλιοπωλείου, κατάλαβε πως κάτι πήγε στραβά στη ζωή του νεαρού – υπέρβαρος, έχοντας παρατήσει τη διατριβή και την υποτροφία του, είχε δουλέψει κάποιον καιρό σαν ταξιτζής κι είχε χάσει την δυνατότητα να ονειρεύεται.

Γύρω από τους δυο αυτούς χαρακτήρες, τον Τομ και τον Νέιθαν στήνεται σιγά σιγά ένα γαϊτανάκι γεγονότων, που περιλαμβάνουν την αδελφή του Τομ και την ανήλικη κόρη της Λούσυ, το αφεντικό του Τομ, έναν χαρισματικό γκέι καιροσκόπο, τον Χάρυ, που είναι το αφεντικό του παλαιοβιβλιοπωλείου και φυσικά πολλά μικρά περιστατικά από αυτά που αλλάζουν την ζωή. Παρακολουθούμε τους δυο ήρωες να πορεύονται, να ανταλλάσσουν όνειρα, σιγά σιγά να κάνουν βήματα προς μια κατεύθυνση διαφορετική από την αρχική τους. Αν κάτι με ενόχλησε είναι το υπερβολικό happy end, δεν μπορεί όλα στο τέλος να πηγαίνουν κατ΄ ευχή, είναι ενάντια σε κάθε λογοτεχνικό ένστικτο. Αλλά με γέμισε η γραφή του Όστερ, ο τρόπος του να χειρίζεται την υπαρξιακή αγωνία κοντά στα υπαρκτά προβλήματα, η δυνατότητά του να εκφράζει με όρους απτούς το ανείπωτο. Και με καταγοήτευσε το όραμα του Τομ για ένα εσωτερικό καταφύγιο- «ένα μέρος που μπορεί να καταφύγει ο άνθρωπος όταν η ζωή στον πραγματικό κόσμο δεν είναι πια δυνατή».

Το «Brooklyn Follies» δε φτάνει τη μαγεία της Τριλογίας της Νέας Υόρκης, δεν έχει πρωτοποριακή φόρμα, δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Όστερ. Είναι όμως ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα χαρακτήρων. Ταυτίζεσαι με τους ήρωες, τους βλέπεις να ελίσσονται, να ξεπερνούν τα ελαττώματά τους, να αλλάζουν χωρίς να χάνουν αυτό που είναι. Κι αυτό τις περισσότερες φορές είναι ανακουφιστικό και μαγευτικό. Όπως περίπου η πραγματική ζωή.


"The Brooklyn Follies", Paul Auster, ed. Faber&Faber, 2005, pg. 304



8/9/13

"Tρόμος", Vladimir Makanin




Ο Βλαντιμίρ Μακάνιν ανήκει σε εκείνη τη γενιά των Ρώσων δημιουργών που έζησαν τη Σοβιετική κυριαρχία τόσο στην ακμή όσο και την παρακμή της. Υποθέτω πως αν η χώρα σου έχει τόσο εντυπωσιακή παράδοση στη λογοτεχνία και ταυτόχρονα τόσο έντονη πρόσφατη πολιτική ιστορία, το να καταφέρεις να αναμετρηθείς με τους δαίμονες σου, λογοτεχνικούς και πολιτικούς μετρά για άθλος. Σε τούτο το μυθιστόρημα, που στην αρχή του φαντάζεται κανείς πως η πολιτική δεν έχει καμία θέση, ο Μακάνιν τα καταφέρνει καλά. Όχι τόσο καλά όσο στο «Αντεργκράουντ» που αγγίζει τα όρια του αριστουργήματος, πάντως μας δίνει ένα μυθιστόρημα που κανείς κλείνοντάς το δεν θα αναρωτηθεί γιατί το διάβασε. Αρκεί να καταφέρει να φτάσει ως το τέλος.

Ήρωας του βιβλίου είναι ένας γεράκος, ο Πιοτρ Πετρόβιτς, ένα λάγνο άνθρωπάκι που συνεχώς ονειρεύεται τις νεαρές κοπελιές που φιλοξενούνται στις γειτονικές ντάτσες. Ζει σε ένα μέρος που για τους άλλους θεωρείται εξοχικό και τις καλοκαιρινές νύχτες με φεγγάρι μπουκάρει στα ξένα σπίτια για να χαζέψει νεανικά γυναικεία κορμιά να κοιμούνται, να τις αγγίξει, να τις χαϊδέψει και γιατί όχι να τις πηδήξει. Για αυτό το τελευταίο διατηρούμε φυσικά τις αμφιβολίες μας, γιατί ο γεράκος είναι και αφηγητής και είναι δύσκολο να τον εμπιστευτείς.

Ο Πιοτρ Πετρόβιτς με το βίτσιο του πηδήματος της νεανικής σάρκας μπαίνει σε ψυχιατρείο, έπειτα τον αναλαμβάνει εξωτερικός ψυχολόγος αλλά δε γιατρεύεται. Σε αντιδιαστολή ο νεαρός εγγονός του που μόλις γύρισε από τον πόλεμο δεν μπορεί να κοιμηθεί παρά σε λακκούβες στο χώμα που μοιάζουν με το χαράκωμα, και δεν του σηκώνεται με τίποτα.

Το βιβλίο κάνει μια μεγάλη κοιλιά περίπου στη μέση, νομίζεις πως πια τα έχεις ακούσει όλα για την μεγάλη ηλικία και τα κοριτσάκια, ώσπου μια νεαρή εικοσάχρονη ναρκομανής βουτά ένα αμάξι, χώνει και τον παππού μέσα και σε αναζήτηση της δόσης της βρίσκονται μαζί στον Λευκό Οίκο πάνω στη μέρα που τον ζώνουν τα τανκς το 1993, πάνω στην ανατροπή. Εκεί το ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται και παραμένει καυτό ως το τέλος, αν και ο αφηγητής μας κάπου κάπου ξεσκεπάζεται ως προς τη φερεγγυότητά του. Παρ’ όλα αυτά καταλαβαίνει με διαύγεια τι είναι αυτό που συμβαίνει στην πατρίδα του.

«Στον Λευκό Οίκο πυροβολούν παντού, χτυπολογούν τις (ιστορικές) ομοβροντίες τους, στους διαδρόμους χοροπηδάνε μισοσπασμένα τούβλα... Μπουμπουνητά… Βρέχει τζάμια από τα παράθυρα… Και σε μια γωνιά, σε μια μικρή γωνίτσα, βογκάει μια νεαρή γυναίκα, βασανίζεται από τον πόνο του στερητικού συνδρόμου.
            Μοιάζει λες κι εδώ βασανίζεται η νεαρή και όμορφη Ρωσία, προσπαθώντας να κατανικήσει μέσα της (στερητικό σύνδρομο!) τον αιώνιο εθισμό της στα ναρκωτικά. Στο ναρκωτικό της απολυταρχίας, εννοείται. Αμάν αυτό το στερητικό σύνδρομο. Αμάν και το σινεμά. Δίπλα στην κόρη βρίσκεται ένας γερούλιακας… Κι αυτός όμως κάποιο νόημα έχει…Ο γέρος είμαι εγώ, η προσωποποίηση της παλιάς Ρωσίας, που δεν εναντιώνεται στη νέα. Αλλά και να τη βοηθήσει δεν μπορεί- μόνο λίγο νεράκι από ένα ποτήρι της στάζει, μερικές σταγόνες ως αγίασμα από το γεροντικό, ξεραμένο χέρι. Ε; Τι πράγμα;»


Ο συγγραφέας χειρίζεται με επιδεξιότητα θέματα που συνήθως δεν θίγονται, τον πόνο της τρίτης ηλικίας που βλέπει την ακμή της να έχει περάσει, που ντρέπεται για τη ζαρωμένη σάρκα της και ταυτόχρονα θέλει ακόμα να ζήσει. Την ακατανόητη αφροντισιά των νέων για αυτό που έχουν. Κι ακουμπά με αγάπη, ίσως καν χωρίς να παίρνει θέση, ένα θέμα βαθιά πολιτικό, το κάνει προσωπικό και συλλογικό μαζί. Γιατί εκείνη τη μέρα με τα τανκς, χωρίς κανείς να τους έχει συντονίσει, στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Λευκό Οίκο βρέθηκαν ένα σωρό γέροι, χωρίς πανώ, συνθήματα, τίποτα. Απλά για να παρακολουθήσουν την Ιστορία. Ή ίσως από καθαρό Τρόμο.


"Τρόμος", Βλαντιμίρ Μακάνιν, μετ.Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτης, 2009, σελ. 432

6/9/13

Μα τέλος πάντων που ανήκομεν;



"Πέρασα τις τελευταίες μέρες αρκετό καιρό ανάμεσα στα βιβλία μου. Δεν είναι πως δεν τα βλέπω καθημερινά, είναι που σπάνια τα κατεβάζω όλα για να τους αλλάξω θέση. Πέρα από την κάπως ύποπτη απόλαυση –περιέχει ψήγματα αυτοθαυμασμού και φετιχισμού– του να αφουγκράζεσαι τον όγκο τους, τον αριθμό τους, να θυμάσαι πού διάβασες το καθένα, η ηδονή της αλλαγής του συστήματος ταξινόμησης περιέχει κι ένα έξτρα μπόνους· αδιάβαστα.

Μέσα στα διαβασμένα, παρεισφρέουν τριών λογιών βιβλία, αυτά που κάποτε παράτησα –στην αρχή, στη μέση, λίγο πριν το τέλος και τώρα φαντάζουν ξανά γοητευτικά–, αυτά που για κάποιο λόγο πήγαν στο ράφι χωρίς καν να τα ανοίξω και, τέλος, τα κατατρεγμένα, εκείνα που αναρωτιέμαι γιατί μπήκα στον κόπο να τα αγοράσω. Οι ήδη μεγάλες στάκες με αδιάβαστα βιβλία εμπλουτίστηκαν και βρέθηκα με καμιά εικοσαριά βιβλία που δεν έχω διαβάσει, είμαι δε σχεδόν βεβαία πως δεν θα ήθελα να διαβάσω ποτέ.

Το σχεδόν είναι η λέξη κλειδί. Έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, να γραφτώ στις λίστες του bookcrossing, να τα δωσω στις τοπικές βιβλιοθήκες, να στήσω ανταλλακτήριο με φίλους και γνωστούς; Κι αν κάποιο από αυτά μου γυαλίσει ξανά, το θέλω πάλι δικό μου, θα το αγοράσω, ενώ ήξερα πως το είχα μες στα χέρια μου; Το ήξερα, όμως; Δεν το ήξερα. Το βιβλίο δεν είναι ένα απλό αντικείμενο, η αίσθηση της κτητικότητας σε σχέση με τα προϊόντα του πολιτισμού είναι μια μεγάλη ιστορία, δυσκολότερη από το να αποχωριστείς ένα βάζο ή το σεμεδάκι πάνω από την τηλεόραση – αν και καταλαβαίνω πως κι αυτά δεν είναι εύκολο να τα ξεφορτωθεί η μέση γυναίκα. Ανήκω στα βιβλία μου, ανήκουν αυτά σε μένα. Μα και στα αδιάβαστα, αυτά που δεν θα ήθελα ποτέ, στα διαβασμένα που δεν αγάπησα; Σε όλα προφανώς.

Φτιάχνω δειλά δειλά μια μικρή στοίβα με βιβλία που σε κανονικές συνθήκες θα πήγαιναν στην αποθήκη. Και μια άλλη μικρότερη δίπλα με αδιάβαστα που θα έμεναν να τριγυρνούν σαν φαντάσματα στις βιβλιοθήκες μου για πάντα. Δεν έχω αποφασίσει τι θα τα κάνω. Για αρχή θα μείνω για πολύ καιρό να τα κοιτάω ξανά και ξανά, μάλλον. Έπειτα σκέφτομαι να τα βγάλω σε πλειστηριασμό. Ίσως κάπου κάποτε κάποιος κοιτάει με την ίδια αμηχανία το βιβλίο των ονείρων μου."

Αυτά έγραφα στο Bookstand κοντά πέντε μήνες πριν. Σε αυτούς τους πέντε μήνες, αν εξαιρέσει κανείς μια και μοναδική ανταλλαγή με τον Μαραμπού που δεν ξεκίνησα εγώ και αρκετά δανεισμένα βιβλία από εδώ κι από από κει, δεν έκανα τίποτα για αυτά τα αδιάβαστα που δεν με ελκύουν. Δεν κοίταξα να τα αγαπήσω (ίσα ίσα τα άφησα πριν λίγο καιρό να με μπλοκάρουν αναγνωστικά), δεν τα χάρισα, δεν τα έδωσα, δεν τα αντάλλαξα. Μένουν εκεί, στα ραφάκια τους τακτοποιημένα, να με κοιτούν κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, να μη με αφήνουν να πάρω καινούργια χωρίς τύψεις. Αλλά η εγκυμοσύνη έχει ένα καλό, κάποια στιγμή σε βάζει να εκκαθαρίσεις τα συρτάρια, τα σεντούκια και τα δωμάτια για να υποδεχτείς το καινούργιο μέλος. Έτσι μάλλον, κι αυτά τα βιβλιαράκια θα βρουν την τύχη που τους αξίζει. 



4/9/13

"Dolce agonia", Nancy Huston




Ντροπή μου, αλλά πριν βγει το Dolce agonia σε προσφορά κι αναγκαστώ να ρωτήσω φίλους και γνωστούς αν άξιζε ο κόπος του δεν είχα ακούσει ξανά για τη Nancy Huston. Δική μου η απώλεια γιατί αν κρίνω από αυτό το βιβλίο πρόκειται για μια μυθιστοριογράφο ολκής που ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, έστω και αν για 450 σελίδες δεν γίνεται τίποτα άλλο παρά ένα δείπνο ευχαριστιών.

Ο Σων, ένας εστέτ καθηγητής πανεπιστημίου και ποιητής καλεί εκείνους τους φίλους του που πιστεύει πως θα είναι πιο μοναχικοί εκείνοι τη μέρα σε ένα δείπνο Ευχαριστιών. Καθώς οι περισσότεροι είναι αγνωστικιστές κι όσοι δεν είναι, δεν είναι χριστιανοί, το δείπνο δεν έχει καμιά φοβερή θρησκευτική χροιά. Τότε γιατί στρέφει πάνω του το βλέμμα ο Θεός; Ένας θεός- αφηγητής στα κομμάτια που παρεμβάλονται, παντογνώστης και εγωιστής, κυνικός και τρυφερός, σύμφυτος με το θάνατο. Το εύρημα είναι πολύ ενδιαφέρον, κυρίως γιατί μαθαίνουμε για τον καθένα από τους συνδαιτυμόνες συνοπτικά το πότε και πως θα εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο.

Ο Σων έχει διαλέξει προσεκτικά τη συντροφιά του, έντεκα μεσήλικες φίλοι του, μια νεαρότατη σύζυγος ενός εξ αυτών που δεν την ξέρουν καθόλου κι ένα μωρό, και η συζήτηση δεν αργεί να ανάψει. Ο καθένας τους κουβαλά το φορτίο του, μπαγκάζια σκληρά που περιλαμβάνουν αλκοολίκια και χαμούς παιδιών, ναρκωτικά και πορνεία, διαζύγια και απιστίες, καρκίνους και αρρώστιες του μυαλού, βουλιμία και ανορεξία, το Τσέρνομπιλ και τον πόλεμο και κυρίως το θάνατο. Οι έντεκα ξέρουν μέσες άκρες ο ένας τον άλλο, δεν έχουν από πού να κρυφτούν, κυρίως από τη ζωή τους που τους κοιτά από τη μέση ηλικία κρυφογελώντας. Α, και τον θεό.


Μιλάμε για ένα πολύ καλογραμμένο μυθιστόρημα, που χειρίζεται ένα σωρό δύσκολα θέματα με χαρακτηριστική άνεση, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον γύρω από τους 12 χαρακτήρες (και το μωρό) και θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται στα μαθήματα δημιουργικής γραφής ως παράδειγμα προς μίμηση για το πώς πρέπει κανείς να χειρίζεται μια ιστορία∙ ή πολλές.   

"Dolce agonia", Νάνσυ Χιούστον, μετ.Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδ.Άγρα, 2005, σελ. 437


2/9/13

"Λογοτεχνία βραδείας καύσεως" του Μαραμπού

      

Διαβάζοντας τον Πύντσον αντιδράς όπως εκείνος που μαθαίνει ότι πάσχει από μία σπάνια ανίατη ασθένεια. Νιώθεις οργή, ανημπόρια να κατανοήσεις τι σου συνέβη, άγνοια για το πώς θα είναι η ζωή σου από κει και πέρα, έως ότου καταλήξεις να το αποδεχθείς και να προσπαθήσεις να το αντιμετωπίσεις με όσες δυνάμεις διαθέτεις. 

Δε θα αναφερθώ καθόλου στα διηγήματα της συλλογής, γιατί αν προσπαθήσω να περιγράψω τι συμβαίνει σε καθένα από αυτά, τότε ή θα υποτιμήσω την φαντασία του συγγραφέα τους ή θα υπερτιμήσω (που είναι και το πιθανότερο) τις περιγραφικές δυνατότητες του λόγου μου. Αυτό που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι η 30σέλιδη εισαγωγή του ίδιου του συγγραφέα που, με λίγη καλή θέληση από μέρους σου, πείθεσαι τελικά ότι ο Πύντσον είναι (μάλλον) υπαρκτός και άνθρωπος! Αν απολαμβάνω κάτι πολύ, παράλληλα με την απόλαυση της ανάγνωσης, είναι εκείνες οι μικρές παραξενιές, τα μυστικά των συγγραφέων, που πότε έχουν σχέση με την λογοτεχνία και πότε όχι, όπως ο Φώκνερ που λέγεται πως συνήθιζε να γράφει το καλοκαίρι φορώντας παπούτσια με μάλλινες κάλτσες ή ο Κάφκα που έγραψε το διήγημα “Η κρίση” μέσα σε δέκα ώρες ή ο απίθανος Όσκαρ Ουάιλντ που καυχιόταν ότι χρειάστηκε μόλις 14 μέρες για να “φιλοτεχνήσει” το “Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι”! Στην προκειμένη περίπτωση, το άλαλο φάντασμα, ο Τόμας Πύντσον, εκθέτει όλα τα μυστικά του. Στην ουσία προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα πρώιμα διηγήματά του και εν πολλοίς το κατορθώνει. Τι είναι τελικά ο λογοτεχνικός κόσμος του Πύντσον; Ένα συνονθύλευμα τόπων και χρόνων, ακατάσχετης νοσταλγίας για το παρελθόν, χιλιάδων αναφορών στην ποπ κουλτούρα κάθε εποχής και δεκάδων κουρασμένων σουρεαλιστικών χαρακτήρων που παρελαύνουν ακούραστα μέσα στις σελίδες του. Πολύ ταπεινά υλικά, νομίζω, για να καταφέρεις να οικοδομήσεις μια λογοτεχνία τόσο υψηλών απαιτήσεων. Ο ίδιος ο Πύντσον παραδέχεται για την επιρροή που του άσκησε τότε το κίνημα του Σουρεαλισμού και δεν εξαλείφθηκε παρά μάλλον εντάθηκε στα κατοπινά του έργα: <<... μην έχοντας ακόμα κυριολεκτικά καμία πρόσβαση στα ονειρικά μου βιώματα, ο βασικός στόχος του κινήματος μου διέφευγε, ενώ με γοήτευσε  τρομερά η απλούστατη ιδέα ότι μπορείς να συνδυάσεις μέσα στο ίδιο πλαίσιο στοιχεία που κανονικά δε θα συνυπήρχαν, δημιουργώντας έτσι παράλογα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Αυτό που υποχρεώθηκα να μάθω αργότερα στη ζωή μου ήταν η ανάγκη να χειρίζομαι αυτή τη διαδικασία με κάποιο βαθμό προσοχής και δεξιοτεχνίας: δε σημαίνει ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον οποιοδήποτε συνδυασμό από τυχαίες λεπτομέρειες όπως λάχει. Ο Σπάικ Τζόουνς Jr., που οι ορχηστρικές ηχογραφήσεις του πατέρα του με είχαν βαθιά και ανεξίτηλα σημαδέψει σαν παιδί, είπε κάποτε σε μια συνέντευξη, “Ένα από τα πράγματα που δεν αντιλαμβάνεται ο κόσμος για το είδος της μουσικής του μπαμπά είναι ότι, όταν αντικαθιστάς ένα Ντο δίεση με ένα πυροβολισμό, πρέπει ο πυροβολισμός να είναι σε Ντο δίεση, γιατί αλλιώς ακούγεται απαίσια”>>. 

Δεν είμαι τόσο φανατικός Πυντσονικός ώστε να αναζητώ στο διαδίκτυο τις χιλιάδες αναφορές που υπάρχουν στα βιβλία του, για μια ίσως καλύτερη κατανόηση του έργου του. Μου αρέσει να υπάρχουν διάσπαρτες φράσεις σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω, τοπία και μέρη που ίσως δεν υπάρχουν στον κόσμο. Η λογοτεχνία είναι μαγεία αλλά εγώ ποτέ δεν ήμουν από τους θεατές που αναρωτιόταν αν το καπέλο από όπου βγήκε το κουνέλι, έχει διπλό πάτο. Αν ωστόσο, είχα λίγη περιέργεια να μάθω μέρος αυτών των αναφορών, ο Πύντσον θα μου πρότεινε να μην μπω στον κόπο γιατί <<παρόλο που μπορεί να μην είναι  εντελώς λάθος να πλάθει κανείς διάφορα με τη φαντασία του, όπως κάνω εγώ ακόμα, για όσα δεν ξέρω ή από υπερβολική τεμπελιά δεν ψάχνω να βρω, τα πλαστά δεδομένα τείνουν με συντριπτική συχνότητα να χρησιμοποιούνται εν πλήρει αναπτύξει σε σημεία τόσο λεπτά που να έχει τελικά σημασία, χάνοντας έτσι αυτή την οριακή γοητεία που ίσως διέθεταν έξω από το συγκείμενο του διηγήματος. Παραθέτω ως μαρτυρία ένα παράδειγμα από την “Εντροπία”. Στο χαρακτήρα του Καλλίστο προσπάθησα να δημιιουργήσω την εντύπωση ενός αποκαμωμένου από την ζωή και τον κόσμο Κεντροευρωπαίου κι έτσι έβαλα τη φράση grippe espagnole, την οποία είχα δει πάνω στην ετικέτα του δίσκου μιας ηχογράφησης του L' Historie du Soldat του Στραβίνσκι. Πρέπει να θεώρησα ότι ήταν κάποιου είδους πνευματική δυσθυμία του μεταπολέμου ή κάτι ανάλογο. Έλα όμως που μετά ανακάλυψα ότι σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει, Ισπανική γρίπη... κι έτσι η αναφορά που είχα σφετεριστεί αφορούσε στην πραγματικότητα την παγκόσμια επιδημία της γρίπης που ακολούθησε τον πόλεμο>>. Υποθέτω ότι αργότερα έγινε πιο προσεκτικός με την προέλευση των αναφορών του. Αλλά ποιος νοιάζεται αν δεν έγινε; Εγώ πάντως όχι!

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στα βιβλία του Πύντσον, είναι η επιστημονική χρήση και ανάλυση, όρων, μηχανών, εφευρέσεων.  Επειδή είναι γνωστό(!) ότι είχε σπουδάσει στα νιάτα του μηχανολογία/αεροναυπηγική, πολλοί αναγνώστες τείνουν να πιστεύουν, εγώ τουλάχιστον σίγουρα, ότι όσα αναφέρονται στα έργα του, ας πάρουμε το σημαντικό “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας”, όσα λοιπόν αναφέρονται εκεί για τις βόμβες και τα αεροπλάνα είναι αληθή ή έστω έχουν ένα παχύ στρώμα αλήθειας κολλημένο πάνω τους. Όπως όμως συνέβη και παραπάνω με τις αναφορές, και εδώ ο Πύντσον αφήνει με χιούμορ να διαφανεί ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Αναφερόμενος στο διήγημα “Εντροπία” το οποίο καταπιάνεται με τον σχετικά καινούριο (τότε) και άγνωστο (ακόμα και τώρα) όρο “εντροπία” σημειώνει τα εξής: <<... επειδή το διήγημα έχει συμπεριληφθεί σε δυο-τρεις ανθολογίες, ο κόσμος νομίζει ότι ξέρω περισσότερα πράγματα για το θέμα της εντροπίας από όσα στην πραγματικότητα γνωρίζω. Ως και ο υπό κανονικές συνθήκες διαβόλου κάλτσα Donald Barthelme σε μια συνέντευξη που είχε δώσει σε κάποιο περιοδικό υπαινίχθηκε ότι μπορεί και να' χω βάλει το χεράκι μου στην αρχική επινόηση του όρου>>.  Με αφορμή το συγκεκριμένο διήγημα, δεν παραλείπει να δώσει μια συμβουλή προς τους αρχάριους συγγραφείς, εκθέτοντας σε όλους την πρώιμη άγνοιά του, <<για να το πω απλά: είναι λάθος να ξεκινάει κανείς από ένα θέμα ή κάποιον άλλο αφηρημένο ενοποιητικό παράγοντα και μετά να προσπαθεί να στριμώξει τους χαρακτήρες και τα γεγονότα να χωρέσουν σε αυτό το καλούπι. Αντίθετα, οι χαρακτήρες στο “Βαθύπεδα”, ας είναι κατά τα άλλα προβληματικοί, ήταν τουλάχιστον το σημείο εκκίνησής μου, ενώ τις θεωρητικούρες τις πρόσθεσα αργότερα, μόνο και μόνο για να δώσω στο έργο μιαν όψη καλλιεργημένου στυλ>>. 

Δε θα πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει ξαναδιαβάσει Πύντσον, να ξεκινήσει από αυτή την συλλογή διηγημάτων, αν δεν υπήρχε αυτή η κατατοπιστική εισαγωγή. Μπορεί τα διηγήματα να είναι λίγο άτεχνα (το παραδέχεται και ο ίδιος εξάλλου!) σε σχέση με τα επόμενα έργα του, και γι' αυτό το λόγο λίγο απωθητικά, ίσως περισσότερο από κάποια αντίστοιχα ενός άλλου άβγαλτου συγγραφέα, καθώς εδώ μιλάμε για Πύντσον, αλλά, αν καταφέρει κανείς και τα διαβάσει και ύστερα διαβάσει την εισαγωγή (που επ' ουδενί λόγω δεν πρέπει να διαβαστεί στην αρχή, είναι παντελώς άχρηστη, παρότι εισαγωγή), θα λύσει αρκετές απορίες σχετικά με το σύμπαν που χτίζει ο Πύντσον στα έργα του και αν αξίζει κατά την γνώμη του, να δοκιμαστεί σε ένα δυσκολότερο έργο του. 

Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο πολύ εύστοχο τίτλο της συλλογής. Το βιβλίο τιτλοφορείται “Βραδείας καύσεως” και δε θα μπορούσε να βρεθεί πιο ταιριαστή φράση για να περιγράψει τον τρόπο που επιδρά η λογοτεχνία του Πύντσον πάνω στο μυαλό σου. Πρόκειται για μια λογοτεχνία βραδείας καύσεως, που δεν διαθέτει την φλόγα και την θερμότητα ενός Αλεξανδρινού Κουαρτέτου αλλά ούτε την παγωμάρα ενός Καφκικού κειμένου. Σιγοκαίει στο κεφάλι σου για καιρό, πετώντας φλογίτσες και σπινθήρες και ύστερα, καταλαγιάζοντας την ένταση για μια επόμενη ανύποπτη στιγμή. Ο Τόμας Πύντσον, θαρρώ, είναι (ο) μοναδικός, γιατί κατάφερε τα σκουπίδια της ποπ κουλτούρας να τα ανακυκλώσει σε υψηλής ποιότητας λογοτεχνία. 

                                                                                    Μαραμπού


"Βραδείας καύσεως", Τόμας Πύντσον, μετ.Βίκυ Χατζοπούλου και Προκόπης Προκοπίδης, εκδ. Χατζηνικολή, 2000, σελ.259

Υ.Γ. 42  Το κείμενο για τον μισαγάπητο κύριο Πύντσον μου το έστειλε ο Μαραμπού. Δεν πείστηκα να διαβάσω τα πρώιμα διηγήματα, κυρίως γιατί δεν καταφέρνω ακόμα να διαβάσω τα ώριμα έργα του δημιουργού. Πάντως ο ακριβοθώρητος Τόμας πυροδοτεί πάντα τη φαντασία μας κι είμαι σίγουρη πως δεκάδες τόνοι ( και ηλεκτρονικού) μελανιού έχουν χυθεί για πάρτη του. Ελπίζω πως τα περισσότερα είναι τόσο απολαυστικά όπως αυτό.  

Υ.Γ. 42-2 Δράττομαι της ευκαιρίας με αφορμή το κείμενο του Μαραμπού να δηλώσω πως όποιος θέλει μπορεί να στείλει την κριτική ή το κείμενό του για τη λογοτεχνία και την ανάγνωση στο kmalakate@gmail.com. Το αν θα το ανεβάσω ή όχι εναπόκειται στην κρίση τριμελούς επιτροπής που αποτελείται από μένα.