Όταν έφθασε στα χέρια μου, το μυθιστόρημα του Αμβρόσιου Μπηρς “Ο μοναχός και η κόρη του δημίου”, σκέφτηκα, ωραία, θα γράψω δύο λόγια για αυτό. Εξάλλου όλα τα υπόλοιπα κείμενά του είναι μικρά λογοτεχνικά θραύσματα και αυτό ξεχωρίζει γιατί είναι το εκτενέστερο μέχρι στιγμής αφηγηματικό έργο του Αμβρόσιου Μπηρς. Έλα όμως που η ιστορία του αυτή αποδείχθηκε κατώτερη των προσδοκιών μου; Άχρωμη και μίζερη; Όχι του γούστου** μου; Έτσι αποφάσισα, μαζί με την αρνητική εντύπωση που μου άφησε το συγκεκριμένο βιβλίο του, να παρουσιάσω και την θετική εντύπωση που μου άφησε η γνωριμία μου με έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα.
Σύγχρονος του Μαρκ Τουέην, είρωνας και δηκτικός όπως εκείνος, μοιάζει να ακολούθησε παράλληλη πορεία με τον σπουδαίο συγγραφέα του Χακ Φιν. Η γνωστή λογοτεχνική παραφιλολογία που λυμαίνεται τους βίους και τα έργα ετούτων των αγίων – των συγγραφέων! – τους θέλει άσπονδους φίλους και αιώνιους ανταγωνιστές. Ποιος ξέρει τι ήταν αλήθεια; Εξάλλου και η ζωή του Αμβρόσιου Μπηρς κινείται στα όρια του φανταστικού! Ξεκινά ως παραγιός σε τυπογραφείο, κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, παίρνοντας απανωτές προαγωγές και ανεβαίνοντας στην στρατιωτική ιεραρχία έως ότου ένα χτύπημα στο κεφάλι τον αναγκάζει να αποστρατευτεί, εργάζεται ως τελωνειακός και λίγο αργότερα σε ηλικία 26 ετών βρίσκεται αρχισυντάκτης σε μια εφημερίδα, αναζητά την περιπέτεια ως χρυσοθήρας στους «Μαύρους Λόφους» της Ντακότα, χάνει τους δύο γιούς του, διαλύει τον γάμο του και γνωρίζεται με τον εκδότη William Hearst με τον οποίο «ξεκινά μια εικοσαετή συνεργασία διανθισμένη από διενέξεις και παραιτήσεις». Και τότε που λες ότι δεν έχεις κάτι άλλο να περιμένεις από αυτόν, «το 1913 , διακόπτει τις σχέσεις του με τον Hearst καθώς και με τον αδελφό του Άλμπερτ, τον ύστατο υποστηρικτή του. Εβδομηνταενός ετών πλέον, αλκοολικός και ασθματικός, καταφεύγει στο Μεξικό, βυθισμένο τότε στον εμφύλιο πόλεμο, με την πρόθεση να προσχωρήσει στον στρατό του Πάντσο Βίγια. Εξαφανίζεται, αφού προηγουμένως γράφει ένα τελευταίο γράμμα, στο οποίο επιβεβαιώνει την επιθυμία του να βρει τον θάνατο στο μέτωπο. Το τέλος της ζωής του παραμένει αινιγματικό».
Στο προκείμενο τώρα, το μυθιστόρημά του “Ο μοναχός και η κόρη του δημίου” κατά την πρώτη εκδοσή του έφερε την συγγραφική ένδειξη «Υπό Gustav Adolphe Danziger & Ambrose Bierce». Ο Ντάνσιγκερ έδωσε στον Μπηρς ένα χειρόγραφο σε μετάφραση του ίδιου, μιας ιστορίας που αποδίδεται σε έναν Γερμανό ονόματι Voss, ζητώντας να επιμεληθεί την έκδοση. Ο Μπηρς έκρινε την μετάφραση ατελή – πώς αλλιώς! – και έκανε πολλές αλλαγές στο κείμενο. Παρά τις αντιδικίες για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, η Λογοτεχνία το κατοχύρωσε στον Μπηρς και το θέμα έληξε αμετάκλητα με τον φυσικό θάνατο του αντιδίκου και την εκνευριστική αιωνιότητα του δαιμόνιου Μπηρς!
Ο Αμβρόσιος, φραγκισκανός μοναχός που περιμένει να πάρει το χρίσμα του, πηγαίνει μαζί με δυο συντρόφους του σε ένα δυσπρόσιτο μοναστήρι στο βουνό. Καθώς διασχίζουν την κοιλάδα, μια κρεμάλα είναι στημένη στην μέση του πουθενά και ένα κορίτσι χορεύει τριγύρω της για να αποθαρρύνει τα όρνια να γευματίσουν με το σώμα του απαγχονισμένου. Η κόρη του δημίου! Η Βενεδίκτη ζει σε μια καλύβα με τον πατέρα της, απομονωμένη από το υπόλοιπο χωριό και στιγματισμένη. Ο Αμβρόσιος την συμπαθεί αμέσως και προσπαθεί να την βοηθήσει να γίνει αποδεκτή από τους υπόλοιπους. Παράλληλα ο Ρόχιος, ο γιος του άρχοντα του χωριού, του οποίου καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί, καλοβλέπει το αγνό της σώμα ενώ και η Βενεδίκτη, τρέφει μια ανομολόγητη αγάπη προς εκείνον, καθώς καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί! Ο Αμβρόσιος αναλαμβάνει το έργο να σώσει την ψυχή της αλλά στην πορεία την αγαπά και προσπαθεί να την αποτρέψει να δοθεί στον Ρόχιο.
Όλο το μυθιστόρημα, βασίζεται στην εσωτερική σύγκρουση του ήρωα (να περιμένει να λάβει το χρίσμα του ώστε να βοηθήσει την ψυχή της Βενεδίκτης ή να υποκύψει στην σωματική αγάπη που δημιουργήθηκε σιγά σιγά μέσα του;) και η ψυχική διερεύνηση στην οποία προβαίνει ο συγγραφέας του είναι αξιοθαύμαστη. Ωστόσο, το αμπαλάζ της ιστορίας μού φάνηκε μίζερο και ο γνωστός προβοκάτορας Μπηρς που τόσο αγάπησα, διαφαίνεται μόνο στην ανατροπή της τελευταίας σελίδας και σε αποσπάσματα όπως:
«Το όρνιο! Το όρνιο!»
Κοίταξα ψηλά και είδα ένα μεγάλο γκρίζο πουλί να ζυγιάζεται πάνω από τις κορυφές των πεύκων και να χιμάει καταπάνω μας. Οι ψαλμουδιές, το σχήμα μας, η παρουσία μας η ίδια δεν φάνηκαν να το τρομάζουν. Οι αδελφοί μου, ωστόσο, ενοχλήθηκαν από την διακοπή κι ετοιμάστηκαν να επιπλήξουν την κοπέλα. Εγώ όμως μπήκα στη μέση.
«Φαίνεται πως είναι συγγενής του νεκρού, αδελφοί,» τους είπα. «Σκεφτείτε το. Αυτό το τρομερό πουλί έρχεται να κομματιάσει τις σάρκες του προσώπου του, να τραφεί με τα χέρια και τα πόδια του, να σπαράξει το κορμί του. Είναι απόλυτα φυσικό να φωνάζει η κοπέλα».
Ο Αμβρόσιος Μπηρς έχει τη φήμη του συγγραφέα του μακάβριου. Και δικαίως! Αν διαβάσετε τα διηγήματα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο θα πειστείτε ολοκληρωτικά. Ή μπορείτε να κάνετε μια δοκιμή με την “Λέσχη γονεοκτόνων” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, κοστίζει λίγο, αξίζει πολλά. Οι περισσότερες εκδόσεις των βιβλίων του τελούν υπό εξαφάνιση. Φυσικό, μιας και οι εκδόσεις Ηλέκτρα (αν δεν κάνω λάθος) έχουν κλείσει, ωστόσο οφείλω να δώσω εύσημα για αυτές τις καλαίσθητες εκδόσεις και αν, σιχαίνεστε τις κουβερτούρες των βιβλίων όπως εγώ, θα ανακαλύψετε από κάτω ένα όμορφο σκληρό μαύρο εξώφυλλο με κατακόκκινη αιμάτινη γραμματοσειρά που ντύνει υπέροχα τις μακάβριες ιστορίες που συνήθως περιέχει.
Το χαρακτηριστικό του Μπηρς πέρα από το στοιχείο του μακάβριου, είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός προς πάσα (κατεστημένη) κατεύθυνση. Γιατί ποιος ο λόγος του σαρκασμού αν δεν καταφέρεται προς κάθε κατεστημένο; Αν και, με πίκρα όπως διαπιστώνει και ίδιος και την διατυπώνει στο περιώνυμο και χρήσιμο προς όλους “Αλφαβητάρι του Διαβόλου”, σαρκασμός είναι μια αιχμηρή και έξυπνη φράση που μνημονεύεται συχνά, αλλά σπάνια της δίνουμε σημασία.
Περιδιαβάστε την λογοτεχνική πιάτσα και αναζητήστε τα βιβλία του Αμβρόσιου Μπηρς με κλειστά μάτια... θα σας ανοίξει τα μάτια!
* μακροβιότητα: ασυνήθιστη παράταση του φόβου για τον θάνατο (Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου, εκδόσεις Ηλέκτρα, μετάφραση Γιώργος Μπλανάς)
** «Ε, εσύ!», κραύγασε ένα χοντρό βόδι πίσω από το χώρισμά του στον στάβλο σ' έναν υγιή νεαρό γάιδαρο που γκάριζε έξω. «Αυτά τα πράγματα δεν είναι καλόγουστα».
«Με ποιανού το γούστο, λιπαρέ λογοκριτή μου;» ζήτησε να μάθει ο γάιδαρος, με όχι και πολύ σεβασμό.
«Μα... χμ... Ε! Εννοώ, εμένα δεν μου πάει. Θα έπρεπε να μουγκανίζεις».
«Μπορώ να μάθω τι σε νοιάζει εσένα αν μουγκανίζω ή αν γκαρίζω, αν κάνω και τα δυο μαζί ή τίποτε από αυτά;»
«Δεν μπορώ να σου πω», απάντησε ο επικριτής, κουνώντας το κεφάλι του αποθαρρυμένος. «Δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Μπορώ μόνο να πω πως έχω συνηθίσει ν' αποδοκιμάζω κάθε λαλιά που διαφέρει από την δική μου».
«Ακριβώς», είπε ο γάιδαρος. «Επιδιώκεις να κάνεις επίδειξη αναίδειας συγχέοντας τις προτιμήσεις με τις αρχές. Στο γούστο έχεις επινοήσει μια λέξη που δεν επιδέχεται ορισμό, για να καταδείξεις μιαν ιδέα που είναι αδύνατον να εκφραστεί. Και συνδέοντας τις λέξεις καλό και κακό, υποδεικνύεις απλώς και μόνο μιαν υποκειμενική μέθοδο με όρους μιας αντικειμενικής ποιότητας. Τέτοια αλαζονεία υπερβαίνει τα όρια του απλώς και μόνο απερίσκεπτου και περνά στο χωρίς σύνορα στερέωμα της καθαρής αυθάδειας!»
Με το κλείσιμο αυτής της αξιοσημείωτης δημηγορίας, ο βραδύνους επικριτής δεν έβρισκε λόγια κατάλληλα για να εκφράσει την αποδοκιμασία του. Έτσι, είπε απλώς πως η ομιλία ήταν κακόγουστη. (Ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία, εκδόσεις Ηλέκτρα, μετάφραση Σάντυ Παπαϊωάννου)
"Ο μοναχός και η κόρη του δημίου", Αμβρόσιος Μπήρς, μετ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ηλέκτρα, 2008, σελ.163
Μαραμπού
Υ.Γ. 42 Νομίζω πως αυτό το κείμενο του Μαραμπού είναι από τα πιο ολοκληρωμένα. Παρουσίαση τέτοιου τύπου είναι αδύνατο να κάνω εγώ.... Και ναι, το ομολογώ, δεν έχω διαβάσει Αμβρόσιο. Αλλά τώρα μπήκε στο πρόγραμμα. Τα ως τώρα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας μπορείτε να τα βρείτε
εδώ.