Θα ξεκινήσω από το συμπέρασμα: αυτός ο συγγραφέας είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει! Υπάρχουν συγγραφείς που μας είναι αγαπητοί για διάφορους λόγους, που κατά περιόδους τους αποκαλούμε αγαπημένους χωρίς να θέλουμε να εξηγήσουμε περισσότερα. Οι “αγαπημένοι” ενέχουν και μια υποψία τρυφερότητας, όμως εκείνοι που πραγματικά συνταράσσουν τον κόσμος μας πρέπει να είναι ολίγον οχληροί, μισητοί και προσβλητικοί. Πάντοτε, μου προκαλούσε θυμηδία η φράση “Αυτός ο συγγραφέας άλλαξε την ζωή μου!”, ίσως γιατί άκουγα τα ονόματα των συγγραφέων και κατ' επέκταση σχημάτιζα εντελώς προκατειλημμένος, μια εντύπωση για την ζωή (που μόλις είχε αλλάξει!) του αναγνώστη. Γενικά, θεωρούσα την φράση κάπως υπερβολική, να συμβάλει στην αλλαγή της ζωής μου, ναι, αλλά να αποτελέσει το σημείο καμπής, το μέγα γεγονός, αυτό με ενοχλούσε, ένιωθα κάπως χειραγωγημένος, θλιβερή μαριονέτα, καταλαβαίνετε!
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν αποτέλεσε εξαίρεση, αν και συνέβαλε πιο δραστικά στην “αλλαγή”, γιατί όπως συνήθως λέγεται για τα εξελιγμένα αναλγητικά, ήταν διπλής δράσεως! Η περίπτωση Μπέρνχαρντ είναι ιδιάζουσα γιατί καταφέρνει να γίνει ενοχλητικός και με τον τρόπο γραφής του αλλά και με τα γραφόμενά του. Ας ξεκινήσουμε όμως με τα εξωτερικά στοιχεία της γραφής του: ο λόγος του είναι τόσο χειμαρρώδης που θα σταματήσει μόνο στην τελευταία τελεία! Μην αυταπατάσαι, δεν ελέγχεις εσύ την ροή του λόγου, εκείνη σε ελέγχει, και αν νομίζεις ότι βγήκαμε για βαρκάδα, καλύτερα κατέβα πριν αρχίσει η ταραχή! Γι' αυτό εξάλλου και δεν χρειάζονται οι παράγραφοι! Η απουσία τους γίνεται οδυνηρά ενοχλητική όταν έρθει η ώρα να σταματήσεις την ανάγνωση για λόγους φυσικής αναγκαιότητας, θες να κοιμηθείς και το κείμενο σε περιπαίζει, γελάει μαζί σου, με την ανημπόρια σου, άντε στο διάολο, κρεμόμουν εξαντλημένος στην πρώτη τελεία της αριστερής σελίδας και έκλεινα το βιβλίο με θυμό. Τα βιβλία του έχουν εκατοντάδες επαναλήψεις λέξεων και ολόκληρων φράσεων, που προσδίδουν μια απίστευτη μουσικότητα και ρυθμό στο κείμενο, σχεδόν ακούς μουσική.
Σχεδόν όλα τα βιβλία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, έτσι ώστε έχεις την εντύπωση πως ό,τι λέγεται απηχεί τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Μπέρνχαρντ σπάνια αναφέρει (μπορεί και καθόλου) το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα, νομίζοντας ότι δεν δανείζει φωνή σε κανέναν, απλώς κάθεται και μας αραδιάζει τα πιστεύω του! Αυτό μπορεί να είναι θανάσιμη παγίδα για άλλους συγγραφείς, στον Μπέρνχαρντ όμως είναι απαράμιλλα γοητευτικό. Τα αποσπάσματα που μπορείς να επιλέξεις είναι πάμπολλα, αν και καταλαβαίνεις αμέσως ότι, έτσι κολοβό καθώς είναι, χάνει μεγάλο μέρος της γοητείας που του πρόσφερε η συνεκτικότητα που είχε με το προηγούμενο κείμενο καθώς και εκείνη που θα έχει με το επόμενο. Επέλεξα ένα απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου (μιλάω για τον Αφανισμό, που διάβασα τελευταίο) γιατί το βρήκα επίκαιρο με την ηλίθια μόδα των selfie που επικρατεί τελευταία.
...περιφρονώ τους ανθρώπους που διαρκώς φωτογραφίζουν και όλην την ώρα περιδιαβαίνουν με τη φωτογραφική τους μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό. Διαρκώς αναζητούν ένα θέμα και φωτογραφίζουν τα πάντα ανεξαιρέτως, ακόμα και τα πιο ανόητα. Διαρκώς δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους παρά μόνο να ποζάρουν και πάντοτε όσο αποκρουστικότερα γίνεται, πράγμα που όμως οι ίδιοι δεν τον συνειδητοποιούν. Φυλακίζουν στις φωτογραφίες τους ένα διεστραμμένα παραμορφωμένο κόσμο, που δεν έχει τίποτε κοινό με τον πραγματικό εκτός απ' αυτήν την διεστραμμένη παραμόρφωση, για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι. Το φωτογραφίζειν είναι μια ποταπή μανία, που έχει αγκαλιάσει σιγά σιγά ολόκληρη την ανθρωπότητα, επειδή η ανθρωπότητα είναι όχι μόνο ερωτευμένη αλλά ξετρελαμένη με την παραμόρφωση και τη διαστροφή, και πράγματι, φωτογραφίζοντας, αντιλαμβάνεται με τον καιρό ως πραγματικό τον παραμορφωμένο και διεστραμμένο κόσμο. Οι φωτογραφίζοντες διαπράττουν ένα από τα ποταπότερα εγκλήματα που μπορούν να διαπραχθούν, αφού στις φωτογραφίες τους κάνουν τη φύση διεστραμμένη γκροτέσκα εικόνα. Οι άνθρωποι είναι στις φωτογραφίες τους γελοίες, διεστραμμένα αγνώριστες, ναι, ακρωτηριασμένες κούκλες, που τρομαγμένες κοιτάζουν απλανώς τον ποταπό φακό τους, αμβλύνοα, αντιπαθητικά. Το φωτογραφίζειν είναι ένα χαμερπές πάθος, που έχει αγκαλιάσει όλες τις ζώνες της γης και όλα τα στρώματα του πληθυσμού, μια αρρώστια, από την οποία πάσχει ολόκληρη η ανθρωπότητα και από την οποία δεν πρόκειται ποτέ πια να γιατρευτεί.
Η πλοκή των βιβλίων του είναι μηδαμινή, η γραφή και η ανάγνωσή τους είναι μόνο εγκεφαλική, οι εικόνες που δημιουργούνται είναι ελάχιστες. Ο Μπέρνχαρντ ασκεί μια έντονη κριτική προς πάσα κατεύθυνση, καθιερώνει μια πολεμική, συντάσσει ένα πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο. Όπως ο Τζόυς τα έβαλε με την μισητή του Ιρλανδία, έτσι και ο Μπέρνχαρντ τα βάζει πρώτα με τα του (κάποτε αυτοκρατορικού) οίκου του για να μπορεί στην συνέχεια ανενόχλητος να τα βάλει με όλον τον κόσμο! Η Αυστρία και η μόνιμη κατάπτωσή της αποτελεί το μόνιμο θέμα του. Η οικουμενικότητα όμως των σκέψεών του θα αγγίξει πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο, και όχι μόνο τους Αυστριακούς, για τους οποίους εξάλλου, αμφιβάλλει αν μέσα στην αμβλύνοιά τους μπορούν να καταλάβουν το οτιδήποτε!
...ζούμε πάντοτε με την πλάνη ότι, όπως έχουμε εξελιχθεί εμείς, άσχετα προς τα πού, έχουν εξελιχθεί και οι άλλοι, μα αυτό είναι πλάνη, οι περισσότεροι έχουν μείνει στάσιμοι και δεν έχουν καθόλου εξελιχθεί, ούτε προς την μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση, δεν είναι ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, έχουν μόνο γίνει γέροι και, με τούτο, στον ύψιστο βαθμό αδιάφοροι. Πιστεύουμε ότι θα αιφνιδιαστούμε από την εξέλιξη ενός ανθρώπου που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε, μα, όταν τον ξαναβλέπουμε, αιφνιδιαζόμαστε μόνο από το ότι δεν έχει εξελιχθεί καθόλου, από το ότι είναι μόνο κατά είκοσι χρόνια πιο γέρος και αντί να έχει καλή μορφή, έχει τώρα χοντρή κοιλιά και μεγάλα κακόγουστα δαχτυλίδια στα χοντρά δάχτυλα, που μας φαίνονταν κάποτε πολύ όμορφα.
Οι λέξεις που επαναλαμβάνονται με την μεγαλύτερη συχνότητα στα βιβλία του είναι η “ποταπότητα” και η “αμβλύνοια”, αμφότερες ενδεικτικές της κοσμοθεώρησής του. Ειδικά, η λέξη “αμβλύνοια” με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, είναι πιο δυνατή από τις συνώνυμες “ηλιθιότητα” και “βλακεία”, ίσως γιατί πια απαντάται ελάχιστα, και αποτελεί έξυπνη επιλογή του μεταφραστή, που λειτουργεί εξόχως ιδανικά μέσα στον λόγο του Μπέρνχαρντ. Πολλοί μεταφραστές έχουν συνδυαστεί στο μυαλό μας με τα κείμενα που έχουν μεταφράσει, ως οι μόνοι ικανοί και αρμόδιοι για μια τέτοια απαιτητική δουλειά. Ο Βασίλης Τομανάς είναι ένας τέτοιος μεταφραστής, διαβάζεις και αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι πέρα όλων των άλλων, αν μη τι άλλο και πάνω από όλα, απολαμβάνει πρώτος αυτός το κείμενο που μεταφράζει!
Υπάρχει μια φωτογραφία που απεικονίζει τον Τόμας Μπερνχαρντ να γλείφει ένα μικρό χωνάκι παγωτό. Αυτή η εικόνα είναι πολύ συνδηλωτική των γραπτών που έγραψε αυτός ο συγγραφέας. Το παγωτό, σύμβολο παιδικότητας, φανερώνει μια διάθεση να πει αλήθειες με την αφέλεια και την άγνοια που κουβαλά ένα μικρό παιδί, διατηρώντας όμως την πονηριά και την ειρωνεία ενός ενήλικα, που μας τις πετάει κατάμουτρα, ανενδοίαστα και ασταμάτητα, χωρίς να μπορούμε να του προσάψουμε τίποτε, όπως θα κάναμε απέναντι και σ' ένα παιδί.
H ανάγνωση του Μπέρνχανρτ είναι δύσκολη, απαιτεί υπομονή και έντονη και συνεχή συνειδητότητα. Η γραφή του από την άλλη, είναι πυρωμένη, καίει συνειδήσεις, συναισθήματα και εν τέλει πυρπολεί τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το λέει και ο Μίλτος Πασχαλίδης σε κάποιο από τα τραγούδια του, αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις.
Μαραμπού