29/9/14

"Όλοι οι νεκροί έχουν το ίδιο χρώμα", Boris Vian




Πιθανότατα κάποιο θεματάκι είχα στην εφηβεία μου γιατί δεν διάβασα τότε, στην κατεξοχήν εποχή της επανάστασης Μπορίς Βιάν. Δεν πειράζει, έπιασα στην ώριμη τούτη ηλικία το «όλοι οι νεκροί έχουν το ίδιο χρώμα» και ομολογουμένως το ευχαριστήθηκα.

Ο Νταν είναι μπράβος σε ένα καταγώγιο που πουλά γυναίκες, έχει σόου, σεπαρέ για τα περαιτέρω και άλλα τέτοια νόμιμα και είναι σχετικά ευτυχισμένος. Είναι παντρεμένος με μια λευκή γυναίκα, το παιδί του είναι λευκό και ο ίδιος φαίνεται Λευκός. Όμως δεν είναι. Όταν εμφανίζεται ο κατάμαυρος νέγρος αδελφός του Ρίτσαρντ συνειδητοποιεί πως η ευτυχία του κινδυνεύει. Καταδιώκοντας τον Ρίτσαρντ θα πάρει μέρος σε μια παρτούζα με δυο νέγρες και θα συνειδητοποιήσει πως αυτός που όλο και κάποια πελάτισσα κανόνιζε μες στο βράδυ και πηδούσε και την γυναίκα του μετά, δεν μπορεί πια να κάνει σεξ με λευκή.

Υπό το βάρος του μυστικού του, τον φόβο μην αποκαλυφθεί πως είναι Μαύρος, και την ανικανότητα να του σηκωθεί με λευκές γυναίκες, θα οδηγηθεί στην ακρότητα και την τρέλα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε απολαυστικά καταιγιστικούς ρυθμούς, είναι φυσικά βαθιά αντιρατσιστικό όμως διαπνέεται από μια έντονη αύρα ερωτισμού και σεξουαλικής έντασης που ταιριάζει γάντι στην εποχή που γράφτηκε και ξανάβει τα αίματα.

Ο Βιάν υπήρξε αντιφατικός, μέλος των υπαρξιστών, γοητευτικός, τα βιβλία που έγραψε με τον ψευδώνυμο Βέρνον Σάλλιβαν είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση από αυτά που υπέγραφε με το κανονικό του όνομα∙ ήταν πολυτεχνίτης και πέθανε στα 39 του από ανακοπή όσο κινηματογραφούνταν η ταινία που βασίστηκε στο «Θα φτύσω στους τάφους σας», τη μεγάλη του εμπορική επιτυχία.


«Όλοι οι νεκροί έχουν το ίδιο χρώμα» Μπορίς Βιάν, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Νεφέλη, 2014, σελ. 178

28/9/14

Σήμερα στις 2μ.μ. Διαβάζοντας@amagi




Κυριακή 28/9/2014 στην εκπομπή Διαβάζοντας@amagi (κάθε Κυριακή 2-4 μ.μ.) με την Κατερίνα Μαλακατέ και την Τίνα Μανδηλαρά θα έχουμε την τιμή να φιλοξενήσουμε τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο, τον συγγραφέα που κατόρθωσε να γράψει μυθιστόρημα σε έναν μόλις μήνα και μάλιστα παρουσία κοινού, διαδικτυακά. Έπειτα το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε και σε χάρτινη μορφή από τις εκδόσεις Καστανιώτη και βρέθηκε υποψήφιο για τα Κρατικά βραβεία λογοτεχνίας. Περισσότερα για το εγχείρημα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Ο Θοδωρής έχει έντονη διαδικτυακή παρουσία τόσο στο προσωπικό του site, (ίσως να έχετε διαβάσει τούτο το άρθρο),  όσο και στην διαδικτυακή λέσχη ανάγνωσης www.bookworm.gr, όπου έχει συγκεντρώσει όλες τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Ελλάδος, μεταξύ άλλων.

Την πρώτη ώρα της εκπομπής θα μιλήσουμε για τον "Ζοφερό Οίκο" του Τσαρλς Ντίκενς και τους κλασικούς συγγραφείς που επανεκδίδονται, αν και κατά πόσο έχουν θέση πια στην ζωή μας.

Κληρώνονται 3 (χάρτινα) αντίτυπα του βιβλίου του Θοδωρή Γεωργακόπουλου "Φεβρουάριος" ευγενική προσφορά των εκδόσεων Καστανιώτης.

Σας περιμένουμε και καλή ακρόαση στον www.amagiradio.com

Υ.Γ. 42 Για να ακούσετε την εκπομπή αρκεί να μπείτε στην σελίδα του σταθμού, ενώ για ταμπλέτες, τηλέφωνα και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn Radio και βρείτε τον amagi. 

25/9/14

Παρουσίαση στην Πάτρα "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει"


Θα χαρώ πολύ να σας δω αύριο 26/09/2014  στις 6:30 μ.μ. στο Κοινωνικό Κέντρο Πάτρας (Ρήγα Φερραίου 167 και Τσαμαδού) στην Πάτρα. Για το "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" θα μιλήσει η Κατερίνα Σαμψώνα που την ευχαριστώ από καρδιάς.





23/9/14

"Ο Ζοφερός Οίκος", Charles Dickens






Ξεκινώντας κανείς να μιλήσει για ένα από τα κλασικά έργα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας έχει πάντα ένα κράτημα. Τι νόημα θα είχε μια παρουσίαση ακόμα του Ζοφερού Οίκου, ποιόν αφορά εν τέλει το ότι εγώ αποφάσισα στα 36 μου να ξαναγυρίσω στον Ντίκενς. Ίσως όμως να μην είναι τόσο μάταιη μια τέτοια ανάρτηση, να έχει ένα σκοπό, να κεντρίσει το ενδιαφέρον έστω κι ενός ακόμα αναγνώστη να ξαναπιάσει τους κλασικούς.

Στο προκείμενο, με δεδομένο ότι μιλάμε για ένα από τα αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, ο εμβληματικός «Ζοφερός Οίκος» του Τσαρλς Ντίκενς(sic) με τις 1400 σελίδες του είναι ένα ανάγνωσμα από αυτά που ξεχνάς δύσκολα. Η ιστορία του, κι οι υπο-ιστορίες μέσα στην ιστορία, οι δεκάδες κύριοι αλλά και δευτερεύοντες χαρακτήρες, αποτελούν έναν συγγραφικό άθλο. Και φυσικά αυτή η αίσθηση εντείνεται αν αναλογιστεί κανείς πως μιλάμε για ένα έργο που αρχικά δημοσιεύτηκε το 1852 ως το 1853 σε 20 μηνιαίες συνέχειες.

Ο Ντίκενς, που η ζωή του* θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για πολλά μυθιστορήματα και ταινίες, έχει αναμφίβολα χάρισμα στην αφήγηση και στο στήσιμο της πλοκής. Εντυπωσιάζει η επιλογή δυο αφηγητών για ένα τέτοιο μυθιστόρημα- ένας  σχεδόν παντογνώστης  που μας μιλά για τα γεγονότα χωρίς να εμβαθύνει στα αισθήματα των ηρώων και η νεαρή Έστερ Σάμερσον, πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια μαζί που μέσα σε όλα τα άλλα, μας λέει και για τον εαυτό της, το ταπεινό μυρμηγκάκι που γεννήθηκε για να υπηρετεί τους άλλους και να βλέπει πάντα το καλό. Που και που κανείς θέλει να χαστουκίσει την Έστερ ως αφηγήτρια, κι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατου του βιβλίου.

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με μεγάλωσε η νονά μου- όπως τις πριγκίπισσες στα παραμύθια, μόνο που εγώ δεν ήμουν όμορφη. Εγώ τουλάχιστον για νονά μου την ήξερα. Ήταν καλή, πολύ καλή γυναίκα! Πήγαινε στην εκκλησία τρεις φορές κάθε Κυριακή, στις πρωινές προσευχές κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, και στα κηρύγματα, όποτε είχε κηρύγματα∙ δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία. Ήταν αρχοντογυναίκα∙  κι αν χαμογελούσε κάπου κάπου θα έμοιαζε (σκεφτόμουν) με άγγελο- μα ποτέ της δεν χαμογελούσε. [] Στενοχωριόμουν πολύ όποτε σκεφτόμουν πόσο καλή ήταν εκείνη και πόσο ανάξια της ήμουν εγώ∙ κι ευχόμουν ολόψυχα να ήμουν πιο καλόκαρδη∙»

Κεντρικό σημείο της πλοκής είναι το Τσάνσερι, ένα αστικό δικαστήριο που δίκαζε με βάση το εθιμικό δίκαιο κι αν εγκλωβιζόσουν εκεί θα μπορούσες να περάσεις όλη σου την ζωή ελπίζοντας σε μια απόφαση. Η υπόθεση Τζάρντάις και Τζαρντάις είναι διάσημη γιατί κρατά πάρα πολλά χρόνια και το μόνο που βγαίνει από αυτήν είναι νομικά έξοδα.

«Ποιος τυχαίνει να βρίσκεται στην αίθουσα αυτό το μουντό απόγευμα εκτός από τον Αρχιδικαστή, τον συνήγορο της υπόθεσης, δυο τρεις δικηγόρους που δεν έχουν ποτέ σχέση με καμία υπόθεση και τους νομικούς συμβούλους που προαναφέρθηκαν;Κάτω από τον δικαστή κάθεται ο γραμματέας που φοράει περούκα και τήβεννο ∙ και υπάρχουν δυο ή τρία σκήπτρα, ή βαλάντια, ή πουγκιά, ή όπως αλλιώς λένε τους αξιωματούχους του Κράτους με τις επίσημες στολές τους.Όλοι αυτοί χασμιουρούνται∙ γιατί ποτέ δεν πέφτει ούτε ψίχουλο ευθυμίας από την ΤΖΑΡΝΤΑΙΣ ΚΑΙ ΤΖΑΡΝΤΑΙΣ(την υπό συζήτηση υπόθεση) που εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει ξεζουμιστεί εντελώς.»

Βασικοί χαρακτήρες η Έστερ Σάμερσον, μια κοπέλα που μεγάλωσε ορφανή με την στριμμένη νονά της κι έχει διαρκώς τύψεις ακόμα και που υπάρχει. Είναι ένα άξιο κορίτσι, όμορφο και ευγενικό, που καταφέρνει όταν ο Τζον Τζαρντάις αναλαμβάνει την κηδεμονία της να γίνει οικονόμος στο σπίτι του και να κρατά όλο τον «Ζοφερό Οίκο» σε τάξη.

Ο Τζον Τζαρντάις είναι ίσως ένας από τους πιο «καλούς» ήρωες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Πάντοτε έτοιμος να βοηθήσει τους αναξιοπαθούντες, να συγχωρέσει τους φίλους του, να ξεχάσει πως είναι διάδικος στο Τσάνσερι για να μην παρανοήσει. Γίνεται κηδεμόνας  τριών παιδιών, της Έστερ και δυο μακρινών ξαδέλφων του και αντίδικων του στην υπόθεση Τζαρντάις, της Έιντα και του Ρικ. Η Έιντα είναι ένα πανέμορφο κορίτσι που γίνεται κολλητή φίλη της Έστερ, ενώ συνάπτει σχέσεις ερωτικές με τον Ρικ. Ο Ρικ πάλι παρασύρεται από την υπόθεση του δικαστηρίου, ρουφιέται από αυτό και επιπόλαιος καθώς είναι αφήνεται να καταστραφεί.

Η λαίδη Ντεντλοκ είναι η επιτομή της κομψότητας και της αριστοκρατίας, ενώ ο βαρονέττος άντρας της Λέστερ, κοντά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της,  η ενσάρκωση όλων όσων θα μπορούσε να μισεί κανείς στην αριστοκρατία. Η λαίδη Ντέντλοκ έχει ένα μυστικό που αφορά την Έστερ.

Βασικό ρόλο έχει και ο κακός δικηγόρος Τάλκινγκχορν που ανακαλύπτει το μυστικό της λαίδης και την απειλεί, ενώ προς το τέλος η πλοκή αποκτά και  στυνομικό χαρακτήρα, μιας και εμφανίζεται ένας από τους πρώτους επιθεωρητές στην λογοτεχνία, ο αστυνόμος Μπάκετ.

Ακόμα και να ήθελε κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει για όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται στον «Ζοφερό Οίκο». Το καθένα από αυτά όμως έχει τη θέση του στην τοιχογραφία μιας κοινωνίας που παρακμάζει ταχύτατα. Πέρα από τις φιγούρες της αριστοκρατίας, που δεν μπορούν παρά να φανταστούν τον εαυτό τους ως αφέντη, έχουμε κι άλλες χαρακτηριστικές πρωσωπικότητες της εποχής- έναν άντρα εντελώς επιπόλαιο που απομυζά λεφτά από τους φίλους του και χαρακτηρίζει τον εαυτό του παιδί, έναν άλλον που τρέμει την γυναίκα του, μια κυρία που ενδιαφέρεται πιο πολύ για τις φιλανθρωπίες της στην Αφρική από ότι για το σπιτικό της που βρωμάει και ζέχνει και τα παιδιά της που είναι παραιτημένα.

Το βιβλίο ρέει αβίαστα (η Κλαίρη Παπαμιχαήλ έχει κάνει θαύματα με την μετάφραση και της αξίζουν ειλικρινή συγχαρητήρια), οι σελίδες κυλούν, δεν θέλει κανείς να το αφήσει από τα χέρια του. Η αφήγηση ποταμός θυμίζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο πως ήταν η λογοτεχνία κάποτε κι ίσως πως θα έπρεπε να είναι και σήμερα ενώ ταυτόχρονα τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τα σύγχρονα μυθιστορήματα- δυο αφηγητές, που ομιλούν σε διαφορετικό χρόνο και κρατούν ο καθείς την οπτική γωνία του(με την Έστερ να είναι ίσως μία από τους πρώτους αναξιόπιστους αφηγητές στην ιστορία της λογοτεχνίας), εγκιβωτισμένες ιστορίες μες στην ιστορία, ήρωες που εμφανίζονται κι έπειτα επανεμφανίζονται όταν θα είναι χρήσιμοι στην πλοκή.

Εννοείται πως κάποιες υπο-πλοκές είναι πιο ενδιαφέρουσες από άλλες, και πως σε 1400 σελίδες πολλά πράγματα επαναλαμβάνονται, όταν κανείς άλλωστε διαβάζει σε συνέχειες ένα τέτοιο έργο έχει άλλες απαιτήσεις. Ο Ντίκενς- αν και είναι λιγουλάκι διδακτικός και καταλήγει σε happy end- έχει εξαιρετικό χιούμορ και στηλιτεύει με απαράμιλλη κομψότητα τα κακώς κείμενα της εποχής του∙ την άδικη βικτωριανή κοινωνία που αφήνει παιδιά να πεθαίνουν στους δρόμους κι άλλα να τρώνε με χρυσά κουτάλια στην αγκαλιά του υπηρέτη τους, το αδιέξοδο νομικό σύστημα, την αριστοκρατία που βλέπει μονάχα την επιφάνεια κι όλα τα υπόλοιπα τα κουκουλώνει

Αλλά αυτό που εντυπωσιάζει είναι το προσωπικό άλγος των ηρώων του, η ανάγκη τους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, οι έννοιες του πάθους και της συμπόνιας, πέρα από τις επιταγές της κοινωνίας, οι προσωπικές επιδιώξεις και αγωνίες. Μέσα στην υποκρισία της πλουτοκρατίας και στην μιζέρια της πιο αφόρητης φτώχιας, οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι και έχουν πέρα από τις υλικές και συναισθηματικές ανάγκες.

Ομολογώ πως τα υπόλοιπα έργα του Ντίκενς τα έχω διαβάσει στην εφηβεία μου. Είχα όμως μια τελείως στρεβλή, ίσως και ελαφρά μελό εικόνα για αυτά τα μυθιστορήματα. Ο «Ζοφερός Οίκος» σμπαράλιασε όλες τι ψευδαισθήσεις μου. Ο χρόνος, παντοδύναμος, ξέρει τι είναι αυτό που θα μείνει ως κλασικό στην Ιστορία.

«Ο Ζοφερός Οίκος», Τσαρλς Ντίκενς, μετ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Gutenberg, 2008,  σελ. 1405


* Ο Ντίκενς ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ζωντανός, ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους. Σε μια τέτοια περιοδεία γνώρισε στα 45 του μια 18χρονη θεατρίνα που έγινε η μούσα του. Λένε πως για αυτήν αρχικά έχτισε μες στην κρεβατοκάμαρά τους κι έπειτα παράτησε την σύζυγό του Κάθριν, την υπέρβαρη μητέρα των δέκα του παιδιών. Η Κάθριν μαράζωσε, το έριξε στο ποτό και δεν ξαναείδε τα παιδιά της, ενώ υπήρχαν φήμες πως ο Ντίκενς ενδιάμεσα είχε ερωτικές σχέσεις και με την κουνιάδα του. Βικτωριανοί, τι περιμένεις... 
     

22/9/14

Τα podcasts των δυο πρώτων εκπομπών Διαβάζοντας@amagi.



Κυριακή 21/9/2014 Η δεύτερη εκπομπή με καλεσμένο τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη


Τα δυο πρώτα podcasts της εκπομπής Διαβάζοντας@amagi. Θα ακολουθήσουν κι άλλες Κυριακές με πολλή κουβέντα για βιβλία και γύρω από βιβλία και ωραίους καλεσμένους








Κυριακή 14/9/2014 Η Παγκόσμια πρώτη μας 





21/9/14

Σήμερα στις 2μ.μ. Διαβάζοντας@amagi με καλεσμένο τον Κων. Τζαμιώτη




Σήμερα στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com  στην εκπομπή Διαβάζοντας@amagi μαζί με την Τίνα Μανδηλαρά θα μιλήσουμε για όλες τις ξένες νέες κυκλοφορίες, για το ποιος έρχεται και πότε στην Ελλάδα, θα διαβάσουμε ωραία κείμενα και την δεύτερη ώρα θα φιλοξενήσουμε έναν από τους αξιολογότερους Έλληνες συγγραφείς, τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη. 

Θα κληρωθούν 3 αντίτυπα του τελευταίου βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη "Η πόλη και η σιωπή" ευγενική προσφορά των εκδόσεων Καστανιώτης.  Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση θα πρέπει να κάνετε like στο αντίστοιχο ποστ στο group της εκπομπής στο facebook.  


Υ.Γ. 42 Για να ακούσετε την εκπομπή αρκεί να μπείτε στην σελίδα του σταθμού, ενώ για ταμπλέτες, τηλέφωνα και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn Radio και βρείτε τον amagi. 

19/9/14

"Ο τελευταίος Παγκόσμιος Πόλεμος και Η μεγάλη Λάμψη", Norman Spinrad




Όταν ο Παρασκευάς Ακαμάτης μαζί με το καινούργιο του βιβλίο σου στέλνει και το δικό του (ελαφρά ξεκολλημένο) αντίτυπο του έγκριτου βιβλίου «Ο τελευταίος Παγκόσμιος Πόλεμος και Η μεγάλη Λάμψη», του Νόρμαν Σπίνραντ, δεν μπορεί παρά να διακρίνει μια αδήριτη ανάγκη να διαβάσεις τούτο το βιβλίο (κάποια στιγμή). Η στιγμή έφτασε κοντά έξι μήνες μετά, αλλά δεν θα το κάμνω θέμα.

Μπαφιασμένη από τον Γεοσούα, έτοιμη να ξεκινήσω τον Ζοφερό Οίκο, διάβασα την πρώτη (και βασική νουβέλα) του τομιδίου με χαρά να το πω, ας το πω με κέφι και αισιοδοξία. Κι έσπασα ατελείωτη πλάκα, και πέρασα εκπληκτικά καλά και θα σύστηνα τον Σπίνραντ σε όλους όσους έτσι λιγουλάκι τους αρέσει ο Ντάγκλας Άνταμς. Άντε και ο Ακαμάτης.

Ένα ημίτρελος Άραβας πνιγμένος στο πετρέλαιο, πάμπλουτος και κάτι τις εκκεντρικός (φανατικός θρησκόληπτος απαγορεύει το αλκοόλ, αλλά κάνει ειδικές μετρήσεις στους υπαλλήλους του κι όποιος πέφτει κάτω από συγκεκριμένη ποσότητα χασίς στο αίμα απολύεται) αποκτά μέσω Ισραήλ κάτι πυρηνικά της πλάκας και απειλεί πως θα τα εκτοξεύσει.  

Ούτε αλκοόλ. Ούτε κινηματογράφος. Ούτε τηλεόραση. Ούτε εφημερίδες. Ούτε φυλακές. Ακόμα και οι μικρές παρανομίες τιμωρούνταν με δημόσιο αποκεφαλισμό, εκτός αν ο Χασάν αισθανόταν ιδιαίτερα μειλίχιος εκείνη την ημέρα, οπότε κάποιος παραβάτης του κώδικα οδικής κυκλοφορίας μπορεί και να την γλίτωνε με έναν ακρωτηριασμό και μια αυστηρή προειδοποίηση.
Το χασίς όμως ήταν νόμιμο, τόσο που γινόταν υποχρεωτικό.

Το Ισραήλ άλλο που δεν θέλει, απειλεί με αντίποινα. Και τότε παρεμβαίνουν ΗΠΑ και Ρωσία. Με τους προέδρους τους. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ένας τύπος που πούλαγε αυτοκίνητα στην τιβι και έπειτα από μια συνάντηση με τρομοκράτες έχει γίνει ένας απίστευτος μουνάκιας.

Σ’ έναν από τους υπερμεγέθεις θρόνους ήταν αραγμένος νωχελικά ο Σάμουελ Τ. Καρούδερς, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ήταν ντυμένος με το κλασικό κοστούμι του θείου Σαμ. Τέσσερις πουτάνες με κόκκινες, άσπρες και μπλε  ζαρτιέρες και στρας κατάφερναν να τυλιχτούν σε διάφορα μέρη της ανατομίας του. Αυτός καθόταν χαϊδεύοντας το κόκκινο τηλέφωνο, με τα μαγαζιά του ανοιχτά και το εργαλείο μεσίστιο.

 Ο Ρώσος πρόεδρος πάλι απλά έχει πεθάνει οκτώ χρόνια τώρα και τον μεταχειρίζονται σαν ανδρείκελο.

«Η μύτη του Πιότρ Ιβάνοβιτς έπεσε», βόγγηξε ο Μπόρις.
Ήταν αλήθεια. Ο Πρόεδρος άρχιζε εμφανώς να αποσυντίθεται κάτω από τους προβολείς, μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Καταλαβαίνετε πως ομιλούμε για βιβλίο επικό, βαθύτατα πολιτικό, σάτιρα ανελέητη, οργιαστική, με φαντασία πλουσιότατη και ερεθιστική. Και ναι, ήταν ανάγκη, αδήριτος, να το διαβάσω.  

 «Ο τελευταίος Παγκόσμιος Πόλεμος και Η μεγάλη Λάμψη», Νόρμαν Σπίνραντ, μετ. Δημήτρης Αρβανίτης, 2006, σελ. 141



17/9/14

Γιατί να διαβάσω τους κλασικούς;


Ξεκινώντας κανείς να διαβάσει ένα βιβλίο σαν τον «Ζοφερό Οίκο» του Ντίκενς δεν μπορεί παρά να θέσει το εξής, όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο -τα είπε κι ο Καλβίνο εξάλλου καιρό τώρα- ερώτημα : «Γιατί να διαβάσω τους κλασικούς;». Τι έχει να μου προσδώσει ένα κείμενο γραμμένο δυο αιώνες πριν σε συνέχειες σε εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό που στο σύνολό του αριθμεί στην ελληνική έκδοση πάνω από 1400 σελίδες.

Πάντοτε τα βιβλία αυτού του όγκου μου δημιουργούν ενδόμυχα τον φόβο μήπως σπαταλήσω τον χρόνο μου σε κάτι που δεν θα μου αρέσει, θα με πιέσει και θα με βγάλει από τον αναγνωστικό ρυθμό. Ή μήπως πρόκειται για κείμενο ανεπίκαιρο, γραμμένο για την εποχή του που δεν έχει τίποτε να προσφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη. Εξάλλου τα περισσότερα από αυτά τα κλασικά οι συστηματικοί αναγνώστες όπως εγώ τα διάβασαν σε νεαρή ηλικία, τον Ντίκενς, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Κάφκα ας πούμε και σπανίως μπαίνουν στον κόπο να τα ξαναδιαβάσουν.

Με αυτά και με αυτά, αντιστεκόμουν σθεναρά στον Ζοφερό Οίκο κοντά έναν χρόνο τώρα. Θες από αντίδραση γιατί η Ε.Γ. μου έλεγε «Ζοφερός Οίκος» κάθε δεύτερη κουβέντα; Θες γιατί η Κλαίρη Παπαμιχαήλ η μεταφράστρια του άθλου είναι σε αυτή την φάση ένα από τα προσφιλέστερα μου πλάσματα σε τούτη την ρημάδα την γη; Είχα στυλώσει τα πόδια και δεν το διάβαζα. Ώσπου στα γενέθλια μου του Αυγούστου η Ε.Γ. αναγκάστηκε να μου το πάρει δώρο από το ίδιο μου το βιβλιοπωλείο. Σπίτι πια, εγώ και οι δυο τόμοι του Ζοφερού, αναμετρηθήκαμε και αποφασίσαμε να τα βρούμε.

Τολμώ να πω (χωρίς να έχω ακόμα ολοκληρώσει την ανάγνωση) πως ο Ντίκενς με μάγεψε όπως παλιά. Το Λονδίνο που σκιαγραφεί είναι τόσο οικείο από τα παιδικά μας αναγνώσματα, οι αφηγηματικές τεχνικές ενός ανθρώπου που γράφει το 1850 τόσο ίδιες με αυτές που ακολουθούμε ακόμα και σήμερα. Και η αφήγηση, αυτή η μεγάλη αφήγηση ποταμός που κάνει τα δεκάδες πρόσωπα της πλοκής τόσο οικεία, σαν να μπαίνουν σπίτι σου κάθε μέρα και σε χαιρετάνε, με τα καπέλα και τα βέλο τους, είναι από τα πιο ξεκούραστα πράγματα για την ψυχούλα μου εδώ και πολύ καιρό.


Πλατειάζει ο Ντίκενς; Φυσικά και πλατειάζει. Είναι κάποια θέματα και υποπλοκές πιο δυνατά από άλλα; Ε, μα, ναι. Το βιβλίο είναι γραμμένο για τα χούγια μιας άλλης εποχής. Όμως ένα τόσο μεγάλο μυθιστόρημα δεν με έχει αφήσει στιγμή να το αφήσω. Γυρίζω ξανά και ξανά στις σελίδες του, κουβαλώ τον τόμο πάντα μαζί μου. Και το βράδυ αργά, στις αγρύπνιες και τις νυχτερινές αφυπνίσεις που στοιχειώνουν σχεδόν τις μισές γυναίκες της ηλικίας μου, είναι απίστευτο βάλσαμο να ‘χεις μια τέτοια ιστορία να σε βάλει ξανά για ύπνο. 

15/9/14

"Ρετροσπεκτίβα", Abraham Yehoshua




Σε αντίθεση με την πολυαγαπημένη μου Βιβή της Λέσχης Ανάγνωσης Degas άργησα να συνειδητοποιήσω την αξία της «Ρετροσπεκτίβας» του Αβραάμ Γεοσούα. Για να γίνω σαφής, όσο το διάβαζα, ειδικά στο πρώτο μέρος, το βαρυγκώμησα αρκετά. Μου φάνηκε πως τράβηξαν σε μάκρος οι περιγραφές, πως σε ένα βαθμό ο Γεοσούα με εκμεταλλεύτηκε με τον τρόπο που κάνουν πολλοί αναγνωρισμένοι συγγραφείς, παραδόθηκε σε έναν αργόσυρτο ρυθμό γνωρίζοντας πως λόγω της φήμης του ο συστηματικός αναγνώστης δεν θα παρατήσει βιβλίο του τόσο εύκολα.

Τώρα πια, που από την ανάγνωση είμαι ήδη κοντά μήνα μακριά, νιώθω πως πρόκειται για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, με κάποιες άτυχες στιγμές ανιαρών περιγραφών που χρειάζονταν και δεν χρειάζονταν στην τόση τους λεπτομέρεια. Μιλάμε όμως για ένα ψυχογράφημα δομημένο στην εντέλεια, ενός ανθρώπου που και δικά του τραύματα φέρει πολλά αλλά προέρχεται και από μια χώρα νεόκοπη και βαθιά τραυματισμένη ποικιλοτρόπως, όπως το Ισραήλ.

Ο Γιαΐρ Μόζες είναι ένας καταξιωμένος ισραηλινός σκηνοθέτης μεγάλος σε ηλικίας που δέχεται να συμμετάσχει μαζί με την Ρουθ την γερασμένη πια μούσα του σε μια ρεπτροσπεκτίβα για το έργο του στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Στην μικρή αυτή και βαθιά καθολική πόλη θα συνειδητοποιήσει πως η αναδρομή αφορά τις πολύ πρώιμες ταινίες του, συγκεκριμένα τις ταινίες που είχε φτιάξει με τον πρώτο του σεναριογράφο, Τριγκάνο, έναν εμπνευσμένο σουρεαλιστή τύπο που ήταν ο πρώτος και πραγματικό έρωτας της Ρουθ. Παλεύοντας να θυμηθεί τις ταινίες, να κατανοήσει γιατί αυτές και όχι άλλες, κάνει μια αναδρομή στο ίδιο το παρελθόν του, στην καλλιτεχνική και προσωπική του διαδρομή.

Στο ξενοδοχείο που μένουν με την Ρουθ έχει έναν μικρό πίνακα που απεικονίζει μια πρωτότυπη σκηνή, την Ρωμαϊκή ευσπλαχνία, όπου μια νεαρή γυναίκα με γυμνό στήθος θηλάζει ένα γέρο αλυσοδεμένο άντρα. Ο πίνακας μοιάζει πολύ με την σκηνή για την οποία μάλωσαν εκείνος, η Ρουθ και ο Τριγκάνο και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ. Κι όλο το σκηνικό μοιάζει φορτισμένο με το παρελθόν.

Η περιγραφή της κάθε ταινίας χωριστά είναι που αφαιρεί από το βιβλίο την ζωντάνια του, αλλά που οδηγεί και την πλοκή παραπέρα στην ίδια την ζωή του σκηνοθέτη, τον κάνει να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει γύρω του. Γυρνώντας στο Ισραήλ θα προσπαθήσει να επισκεφτεί ξανά τα μέρη των γυρισμάτων αυτών των πρώιμων ταινιών και τελικά το βιβλίο θα φτάσει σε ένα προβλέψιμο αλλά τόσο καλοδουλεμένο φινάλε που θα αφήσει γλυκόπικρη γεύση στο στόμα.

Θα ήταν ψέμα να πω πως απόλαυσα την ανάγνωση της Ρετροσπεκτίβας. Όμως όσο ο καιρός περνά συνειδητοποιώ πως πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο βιβλίο, από αυτά που όλα τα επιμέρους στοιχεία, οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, οι σκηνές, οδηγούν κάπου. Ο Γεοσούα δεν φοβάται να περιγράψει την κατάσταση στο Ισραήλ που είναι συνεχώς σε πόλεμο, όμως δεν παίρνει ουσιαστική θέση. Ο ήρωας του φρονώ πως έχει κάτι από τον βασανισμό της χώρας, τον άλλοτε και τον τωρινό, είναι άδικος και αδικημένος, όπως και το ίδιο το Ισραήλ και ενσαρκώνει με ενάργεια έναν άθεο καλλιτέχνη που ψάχνει να βρει απάντηση στο βασικό ερώτημα, αν και κατά πόσον η τέχνη και η ζωή εξαρτώνται η μια από την άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται, είναι τελικά εκφάνσεις του ίδιου πράγματος.


«Ρετροσπεκτίβα», Αβραάμ Γεοσούα, μετ. Μάγκυ Κοέν, εκδ. Πόλις, 2014, σελ.569

14/9/14

Σήμερα στις 2μ.μ. Διαβάζοντας@amagi




Σήμερα λοιπόν, σε παγκόσμια πρώτη, με πολύ πολύ τρακ και μεγάλη αδεξιότητα. Αλλά με αγάπη. Μαζί με την Τίνα Μανδηλαρά, στον www.amagiradio.com

Θα κληρωθούν τρία αντίτυπα -ευγενική προσφορά των εκδόσεων Μεταίχμιο- από το βιβλίο της Τζούλιαν Φλιν "Tο κορίτσι που εξαφανίζεται" στην νέα έκδοση με το εξώφυλλο από την ταινία.Η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Οκτωβρίου από την Twentieth Century Fox, μία ημέρα νωρίτερα από την αμερικανική πρεμιέρα, με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο με Όσκαρ Μπεν Άφλεκ. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει η ίδια η συγγραφέας. Οι σινεφίλ και φανατικοί αναγνώστες της Φλιν θα έχουν την ευκαιρία να δουν την ταινία στο 20ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου, στις 7:30 μ.μ., στον κινηματογράφο Odeon – Όπερα, μετά την τελετή λήξης.


Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση θα πρέπει να κάνετε like στο αντίστοιχο ποστ στο group της εκπομπής στο facebook. 


Υ.Γ. 42 Για να ακούσετε την εκπομπή αρκεί να μπείτε στην σελίδα του σταθμού, ενώ για ταμπλέτες, τηλέφωνα και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn Radio και να βρείτε τον amagi.  





13/9/14

Διαβάζοντας@amagi κάθε Κυριακή 2-4 μ.μ.



Από αύριο 14/09/2014 και κάθε Κυριακή στις 2 το μεσημέρι Διαβάζοντας στον www.amagiradio.com μαζί με την αξιολογότατη και συμπαθέστατη φίλη Τίνα Μανδηλαρά. 

Αύριο θα μιλήσουμε για τα βιβλία που διαβάσαμε το καλοκαίρι, για το διάβασμα της ξαπλώστρας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (!), και για τα (ελληνικά) βιβλία που θα βγουν αυτό το Φθινόπωρο (και είναι πάρα πολλά πανάθεμά τα)

Θα κληρωθούν τρία αντίτυπα -ευγενική προσφορά των εκδόσεων Μεταίχμιο- από το βιβλίο της Τζούλιαν Φλιν "Tο κορίτσι που εξαφανίζεται" στην νέα έκδοση με το εξώφυλλο από την ταινία.Η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Οκτωβρίου από την Twentieth Century Fox, μία ημέρα νωρίτερα από την αμερικανική πρεμιέρα, με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο με Όσκαρ Μπεν Άφλεκ. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει η ίδια η συγγραφέας. Οι σινεφίλ και φανατικοί αναγνώστες της Φλιν θα έχουν την ευκαιρία να δουν την ταινία στο 20ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου, στις 7:30 μ.μ., στον κινηματογράφο Odeon – Όπερα, μετά την τελετή λήξης.


Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση θα πρέπει να κάνετε like στο αντίστοιχο ποστ στο group της εκπομπής στο facebook. Εκεί θα κάνουμε κουβέντα κατά την διάρκεια της εκπομπής και μπορείτε να τρολάρετε ασύστολα. 

11/9/14

Δίχως έλεος





Έμαθα να φοβάμαι
Έμαθα, να είμαι
Την φωνή μου να στραγγίζω
να τσιρίζει δίχως έλεος

Άλλοι τα έχουν όλα αφημένα στο πιάτο
Εγώ πάντοτε πάχαινα πολύ

Από τον κύκλο δεν φεύγεις ποτέ
Τότε τα παιδιά
Τώρα οι άντρες

Δίχως έλεος κυλιέμαι στις λάσπες του τίποτα
Δίχως έλεος δεν είμαι αυτή
που κάποτε φαντάστηκα

Κάποτε δεν ήσουν καν σέξι
μου είπες
Εγώ σε έκανα

Φύτρωσα
Όπως φυτρώνουν συνήθως∙
από κάποιο σπόρι

Από τα σπόρια μου
Γεννιέμαι
Κι όταν πέσω να πεθάνω
Θα είναι από βαθιά γεράματα.


10/9/14

"ΚΚ 000" του Μαραμπού




Όχι, δεν πρόκειται για κωμωδία με τον Θανάση Βέγγο, εδώ πρωταγωνιστής είναι ο θάνατος και παρά τα εκατομμύρια των κομπάρσων και των θεατών, στο τέλος, δεν γελούν παρά μόνο ελάχιστοι! Η κοκαΐνη, η κόκα, κυβερνά όλο τον κόσμο, και μόνο κατ' ευφημισμόν μπορείς  πια να την αποκαλείς άσπρη σκόνη, όταν αφήνει τόσο αίμα πίσω της!
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο κράτησε για τον εαυτό του την πιο τιμητική θέση που μπορεί να βιώσει ένας συγγραφέας, όμως την πλήρωσε με το πιο βαρύ τίμημα. Έγινε, ο ίδιος, μυθιστορηματικός ήρωας στην πραγματική ζωή – κάτι παρόμοιο έγινε και ο Σάλμαν Ρούσντι, περισσότερο εν αγνοία του αλλά με αντίστοιχο βαρύ τίμημα. Η περίπτωση Σαβιάνο εντυπωσιάζει. Συχνά, σκέφτομαι ότι, εξαιτίας των αποκαλύψεών του έχασε την ελευθερία του και πλέον ζει σε καθεστώς εθελούσιας ομηρίας. Όμως, καθώς διαβάζω τα βιβλία του, αρχίζω ν' αναρωτιέμαι εγώ για την κατάσταση της ελευθερίας μου και να διατηρώ βάσιμες αμφιβολίες για την ακεραιότητά της! Παλιότερα είχα δει την ταινία “Γόμορρα” που βασιζόταν στις αποκαλύψεις του Σαβιάνο για τη Μαφία και είχα απογοητευτεί οικτρά, τόσο που δεν μπήκα στο κόπο να διαβάσω και το βιβλίο. Στο τελευταίο του βιβλίο, ασχολείται με τα καρτέλ των ναρκωτικών και τον ανελέητο πόλεμο που έχει ξεσπάσει για την επικράτηση του ενός εναντίον των υπολοίπων και όλων εναντίον του κράτους και της αστυνομίας. Οι θάνατοι σε αυτόν τον σύγχρονο πόλεμο είναι πολλοί, αλλά τα νούμερα δεν λένε και πολλά από μόνα τους. Η απάντηση του Σαβιάνο είναι αποστομωτική: “Νούμερα και αριθμοί. Εγώ βλέπω μόνο αίμα και χρήμα”. Για να υπολογίσεις το αίμα, πρέπει πρώτα να υπολογίσεις το χρήμα. Πόσο χρήμα βλέπει λοιπόν;


Δεν υπάρχει αγορά στον κόσμο που να αποδίδει περισσότερο από αυτή της κοκαΐνης. Δεν υπάρχει οικονομική επένδυση στον κόσμο που να αποφέρει τόσα όπως όταν επενδύεις στην κοκαΐνη. Ακόμα και τα ρεκόρ που σημειώνονται στην άνοδο τιμών των μετοχών δεν μπορούν να συγκριθούν με τους “τόκους” που δίνει η κόκα. Το 2012, την χρονιά που βγήκαν στην αγορά το iPhone5 και το mini iPad, η Apple έγινε η πιο κεφαλαιοποιημένη εταιρία που εμφανίστηκε ποτέ σε δελτίο τιμών μετοχών. Οι μετοχές της Apple γνώρισαν άνοδο στο χρηματιστήριο της τάξης του 67 τοις εκατό σε ένα μόνο χρόνο. Μια αξιοσημείωτη άνοδος για τους αριθμούς της οικονομίας. Αν είχες επενδύσει χίλια ευρώ σε μετοχές της Apple στις αρχές του 2012, τώρα θα είχες χίλια εξακόσια εβδομήντα. Όχι κι άσχημα. Αν είχες επενδύσει όμως χίλια ευρώ σε κοκαΐνη στις αρχές του 2012, τώρα θα είχες εκατόν ογδόντα δύο χιλιάδες: εκατό φορές παραπάνω απ' ό,τι επενδύοντας στον μετοχικό τίτλο που σημείωσε το ρεκόρ της χρονιάς!

Άρα, πολύ αίμα! Δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση προς τα ναρκωτικά – το μόνο ναρκωτικό που επιτρέπω στον εαυτό μου είναι η λογοτεχνία (θυμάμαι την φράση του Πεσσόα ότι “η λογοτεχνία είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί”)! Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι την γοητεία που αυτά ασκούν πάνω στους ανθρώπους, η οποία εν πολλοίς, οφείλεται στην άγνοιά τους για τις επιπτώσεις στην υγεία και δευτερευόντως, στην άγνοιά τους γύρω από την ανηλεή εκμετάλλευση που αυτά κρύβουν πίσω από την “αθώα” εμφάνισή τους. Η χρήση ναρκωτικών λοιπόν, είναι μια έτερη, εύκολη και πανάρχαια, ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί. Οι άνθρωποι φαίνεται πως έχουν την ανάγκη τους και ο σύγχρονος τρόπος ζωής το επισημαίνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο.



Δεν είναι ηρωίνη, που σε κάνει σαν ζόμπι. Δεν είναι χόρτο, που σε χαλαρώνει και σου κοκκινίζει τα μάτια. Η κόκα είναι ναρκωτικό που σε ωθεί να δράσεις. Με την κόκα μπορείς να κάνεις οτιδήποτε. Προτού σκάσει η καρδιά σου, προτού το μυαλό σου γίνει πουρές, προτού το πουλί σου πλαδαρέψει για πάντα, προτού το στομάχι σου γίνει μια πληγή γεμάτη πύον, πριν απ' όλ' αυτά, θα δουλεύεις περισσότερο, θα διασκεδάζεις περισσότερο, θα πηδάς περισσότερο. Η κόκα είναι η εξαντλητική απάντηση στην πιο επιτακτική ανάγκη της σημερινής εποχής: την απουσία ορίων.

Η αφήγηση των ιστοριών του Σαβιάνο νιώθεις ότι έχει βγει από τις καλύτερες μυθιστορηματικές σελίδες του Μπολάνιο! Εγκλήματα, βασανιστήρια, μακιλαδόρες, φτωχές συνοικίες και μέρη του Μεξικού, Σονόρα, Τιχουάνα, Γκουανταλαχάρα, ένα σύμπαν κατευθείαν από την πηγή του 2666. Από τα μεγάλα καρτέλ της δεκαετίας του  ΄70 με τα παντοδύναμα μπος της κόκας μέχρι την σύγχρονη εποχή όπου οι πρακτικές του ναρκεμπορίου έχουν γίνει πιο ευέλικτες, τεχνολογικά εξοπλισμένες και ασύλληπτα πιο βίαιες, η συνταγή της επιτυχίας, παραμένει πάνω κάτω η ίδια: απόλυτη εξόντωση των αντιπάλων, λάδωμα των αστυνομικών/δικαστικών/πολιτικών,  εκμετάλλευση των φτωχών ανθρώπων που βρίσκουν στην παραγωγή κόκας μια ευκαιρία να ζήσουν υποφερτά και πολλή φιλανθρωπία, αγαθοεργίες, χτίσιμο σχολείων/εκκλησιών, ό,τι χρειάζεται έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι τύψεις, οι οποίες σε αυτές τις φτωχές και εξαθλιωμένες περιοχές του πλανήτη είναι ήδη πολύ ισχνές.

Το Μεξικό αποτελεί το μάτι του κυκλώνα του σύγχρονου ναρκεμπορίου. Πολλή βία που φέρνει δύναμη που φέρνει χρήμα. Πήρε την σκυτάλη από την Κολομβία ύστερα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Πάμπλο Εσκομπάρ – η βία μεταφέρθηκε στο Μεξικό αλλά η Κολομβία, με έναν πιο “ορθολογικό” τρόπο διαχείρισης, με πολλά μικρά αυτόνομα καρτέλ, συνεχίζει να παράγει παραπάνω από την μισή κοκαΐνη που διακινείται ανά τον κόσμο. Στο βιβλίο γίνεται επίσης λόγος για την ραφινάτη μαφία της Καλαβρίας καθώς και για την ψυχρή και βλοσυρή Ρώσικη μαφία. Τις αφηγήσεις του Σαβιάνο, προσπάθησα να τις αντιπαραβάλω με άλλες που έχω διαβάσει από το κόσμο της λογοτεχνίας. Συνεχώς, πετάριζαν στο μυαλό μου εικόνες και ονόματα συγγραφέων, που όμως δεν κατάφερα να κατονομάσω (για την Κολομβία θα μπορούσα να σκεφθώ το βιβλίο του Βάσκεζ,  το οποίο δεν έχω ακόμη διαβάσει και γι' αυτό το άφησα απ' έξω) πέρα από την αδιαμφισβήτητη παρουσία του Μπολάνιο, κυρίως στις αφηγήσεις που αφορούσαν το Μεξικό.
Το βιβλίο του Σαβιάνο, σαφώς και διαθέτει λογοτεχνικές αρετές. Δεν έχει την αυστηρότητα ενός ντοκουμέντου που διανθίζεται κατά τόπους με προσωπικές κρίσεις του γράφοντος (όπως συνέβη με το άλλο συγκλονιστικό ντοκουμέντο για την κρεατοφαγία, το “Τρώγοντας ζώα” του Τζόναθαν Φόερ), αλλά διαθέτει μια αφήγηση πάλλουσα και ζωντανή που σε κάνει να ξεχνιέσαι, να βυθίζεσαι στις ιστορίες του και τις βίαιες καταλήξεις τους. Τα μπος των ναρκωτικών, ετούτοι οι μυθιστοριοποιημένοι ήρωες των αφηγήσεων του Σαβιάνο, διατρέχουν τα στάδια ενός δυνατού μυθιστορηματικού ήρωα με τραγικές, ως επί το πλείστον, καταλήξεις. Όμως ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να ανακουφίσει την οργή που έχει συσσωρεύσει κατά την ανάγνωση, το κενό της εξουσίας καλύπτεται άμεσα, η οργή επανατροφοδοτείται, είναι πολλά τα λεφτά, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να λάβουμε υπόψιν την συναισθηματική του αποφόρτιση.  Όμως στην ουσία, διαβάζεις την πιο πετυχημένη συνταγή γρήγορου χρήματος και μερικά αποσπάσματα του βιβλίου, σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα και στα όσα δεν γνωρίζεις για αυτήν.

Η κόκα είναι εκείνο το συστατικό χωρίς το οποίο δε θα μπορούσε να υπάρχει καμία ζύμη. Ακριβώς όπως το αλεύρι που και στην Ιταλία και στη Νότιο Αμερική καταγράφεται με τόσο περισσότερα μηδενικά όσο μεγαλύτερη είναι η καθαρότητά του. Μηδενικά όπως οι πληγές διαμέσου των οποίων μπορείς να κοιτάξεις τον κόσμο. Μηδενικά σαν βάραθρα να γκρεμιστείς.
Μηδέν, όπως ο φακός στο κανοκιάλι με το οποίο παρατηρείς τον αντικατοπτρισμό του άσπρου χρυσού, της καλύτερης κόκας: 000.

Το παλιό ρητό “Ο,τι πληρώνεις, παίρνεις” δεν ισχύει στο εμπόριο της κοκαΐνης. Γιατί να πάνε χαμένα τόσα χρήματα για ένα άτομο που είναι βάναυσα εξαρτημένο από την κοκαΐνη και στην απελπισία του θα μπορούσε να σνιφάρει οτιδήποτε; Η κοκαΐνη νοθεύεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Η “κομμένη” κοκαΐνη είναι ασύλληπτα προσοδοφόρα και αποφέρει πολλαπλάσια κέρδους. Το σύγχρονο ρητό είναι πλέον “Ό,τι παίρνεις,  το πληρώνεις” και μάλιστα πολύ ακριβά σε σχέση με την ποιότητά του. Μια παγκόσμια κοροϊδία λοιπόν, την οποία οι άνθρωποι αποδέχονται και φαίνεται να αποζητούν μάλιστα, αν κρίνουμε από τα ποσοστά ζήτησης της κόκας.
Στο τέλος του (εξαιρετικού και υπεύθυνου για την απώλεια δυο/τριών βραδιών ήρεμου ύπνου!) βιβλίου, στις ευχαριστίες, ο συγγραφέας ευχαριστεί τους Έλληνες αναγνώστες που μπαίνουν σε τέτοιο κίνδυνο διαβάζοντας το βιβλίο του. Γιατί όπως δηλώνει, οι μαφίες δεν φοβούνται τόσο τους συγγραφείς όσο φοβούνται τους αναγνώστες.

Τι ρισκάρεις με το διάβασμα; Πάρα πολλά. Το να ανοίγεις ένα βιβλίο, να ξεφυλλίζεις τις σελίδες του είναι επικίνδυνο. Μόλις ανοίξουν οι σελίδες του Εμίλ Ζολά ή του Βαρλαάμ Σαλάμοφ, δεν μπορείς πια να γυρίσεις πίσω. Το πιστεύω ακράδαντα. Ο ίδιος ο αναγνώστης όμως συχνά αγνοεί ότι, μαθαίνοντας αυτές τις ιστορίες, κινδυνεύει. Δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Αν μπορούσα στ΄ αλήθεια να ποσοτικοποιήσω τη ζημιά που υφίστανται οι εξουσίες από τα μάτια που γνωρίζουν, από τα άτομα που θέλουν να μάθουν, θα προσπαθούσα να φτιάξω ένα διάγραμμα. Οι συλλήψεις, οι φυλακές και τα δικαστήρια ισοδυναμούν με το μισό του μισού σε σχέση με τον κίνδυνο που μπορεί να γεννήσει η γνώση των μηχανισμών, των γεγονότων, η αίσθηση να νιώθεις αυτές τις ιστορίες δικές σου, κοντινές σου.


Σοκαρίστηκα με τις ιστορίες του Σαβιάνο, εκνευρίστηκα με την εκμετάλλευση που υφίστανται οι άνθρωποι, αγανάκτησα με την ηλιθιότητα κάποιων άλλων και με την άγνοια των περισσοτέρων. Μα πιο πολύ ταυτίστηκα και βρήκα ανακούφιση, μέσα σ' αυτό το σκληρό βιβλίο, σε ετούτες τις λιγοστές φράσεις που ακολουθούν και συνοψίζουν την πιο σύντομη αλήθεια που θέλω να κουβαλώ σαν φυλαχτό στο πορτοφόλι μου.

Τρέφω όμως ακόμα σεβασμό. Σεβασμό για όποιον διαβάζει. Για όποιον αποσπά ένα σημαντικό κομμάτι του χρόνου της ζωής του για να χτίσει μια καινούρια ζωή. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την ανάγνωση, κανείς δεν είναι πιο ψεύτης απ' όποιον ισχυρίζεται ότι το να διαβάζεις ένα βιβλίο είναι μια παθητική πράξη. Το να διαβάζεις, να ακούς, να μελετάς, να καταλαβαίνεις είναι ο μόνος τρόπος για να χτίσεις μια ζωή πέρα απ' τη ζωή, μια ζωή στο πλάι της ζωής. Η ανάγνωση είναι μια επικίνδυνη πράξη, γιατί δίνει μορφή και διαστάσεις στα λόγια, τα ενσαρκώνει και τα σκορπίζει προς όλες τις κατευθύνσεις. Αναποδογυρίζει τα πάντα, κάνει να πέσουν απ' τις τσέπες του κόσμου κέρματα και εισιτήρια και σκόνη.

                                                                                                   Μαραμπού
         
 "Μηδέν μηδέν μηδέν : Πώς η κοκαΐνη κυβερνά τον κόσμο", Ρομπέρτο Σαβιάνο, μετ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ. 576

8/9/14

«Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ» και «Η Αόρατη Συλλογή», Stefan Zweig





Δυο εξαιρετικές νουβέλες σε ένα καλαίσθητο τομίδιο είναι «Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ» και «Η Αόρατη Συλλογή» του Στέφαν Τσβάιχ. Δυο έργα με πολλές ομοιότητες, αν και το πρώτο, που έπεται χρονικά στη γραφή του δεύτερου κατά δυο χρόνια, είναι σαφώς ανώτερο και πιο ολοκληρωμένο. Έχουν όμως και τα δυο αυτή την γλυκιά αύρα της πίκρας και της παρακμής, μιλούν για δυο γοητευτικούς ανθρώπους που δεν μπορούν να ενταχθούν στην εποχή τους, να κατανοήσουν πως υπάρχει κάτι άλλο πέρα από την υπέρτατη ηδονή του να συλλέγεις, στην πρώτη περίπτωση βιβλία και πληροφορίες για βιβλία, στην δεύτερη έργα τέχνης και γκραβούρες.

Στην πρώτη ο αφηγητής μπαίνει σε ένα καφέ λόγω της βροχής. Ο χώρος του φαίνεται ύποπτα οικείος, ώσπου συνειδητοποιεί πως εκεί έκανε τις δουλειές του ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ. Ρωτά για αυτόν, αλλά η μόνη που τον θυμάται είναι η γριά καθαρίστρια. Ο Μέντελ ήταν ένας άνθρωπος κινητή βιβλιοθήκη, αγαπούσε να βρίσκει βιβλία, να θυμάται λεπτομέρειες για αυτά, να φτιάχνει βιβλιογραφίες, να μπορεί να μιλήσει από μνήμης για την κάθε τους γωνιά. Ο παλιός ιδιοκτήτης της καφετέριας τον άφηνε να κάνει τις δουλειές του εκεί, ήταν μια φιγούρα ανθρώπινη μες στην απανθρωπιά, ένας άνθρωπος που έβρισκε μονάχα μες στην μονομανία του την ευτυχία. Κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος, αρνήθηκε να τον αντιληφθεί.

Στην «Αόρατη Συλλογή» ο ήρωας είναι ένας μανιακός συλλέκτης χαρακτικών. Όταν κατά τη διάρκεια του υπερπληθωρισμού μετά τον πόλεμο τον επισκέπτεται ένας έμπορος, συνειδητοποιεί πως είναι τυφλός, πως η γυναίκα κι η κόρη του έχουν εξανεμίσει την συλλογή του για να ζήσουν, κι όμως αυτός νομίζει πως ακόμα υπάρχει.

Ο Τσβάιχ γράφει φυσικά για τον φασισμό, για αυτό που συνέβη στη Γερμανία μετά, όμως γράφει και για την ψυχούλα του. Και οι δυο φιγούρες του, με την εμμονή τους με την τέχνη και την συλλογή μοιάζουν πιθανότατα στον ίδιο που ήταν μανιώδης συλλέκτης. Πρόκειται για ήρωες που δεν μπόρεσαν καν να αντιληφθούν την «νέα τάξη πραγμάτων», πόσο μάλλον να την συνηθίσουν και να ελιχθούν. Που έμειναν οδυνηρά και γοητευτικά στην εμμονή τους. Έχουν πίκρα και γλύκα μαζί αυτοί οι χαρακτήρες, αφήνουν μια γεύση τόσο ύποπτη στα χείλη όταν διαβάζεις για αυτούς, που μπορεί να μοιάζει και με συγκίνηση.





«Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η Αόρατη συλλογή», Στέφαν Τσβάιχ, μετ. Μαρία Τοπαλη, εκδ. Άγρα, 2010, σελ.159

4/9/14

"Σχέδιο διαφυγής", Adolfo Bioy Casares





Γνωστός κυρίως για την αδυναμία που έτρεφε στο πρόσωπό του ο Μπόρχες και για το μυθιστόρημά του «Η εφεύρεση του Μορέλ», ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες με στο «Σχέδιο διαφυγής» γράφει ένα βιβλίο που μοιάζει με την Εφεύρεση κι όμως δεν μοιάζει καθόλου. Τα βασικά στοιχεία, μια πλοκή επιστημονικής φαντασίας σε ένα αποκομμένο νησί, καθώς και ο υφέρπων τρόμος, είναι εκεί. Όμως οι ιστορίες διαφέρουν αρκετά.

Ο νεαρός υποπλοίαρχοις Ανρί Νεβερ φτάνει σ’ ένα σύμπλεγμα νησιών φυλακής για να βοηθήσει τον κυβερνήτη Καστέλ στην διαχείρισή τους. Πίσω αφήνει την αρραβωνιαστικιά του Ιρέν, που υπεραγαπά. Δεν ήθελε καθόλου να την αποχωριστεί, αλλά δεν γινόταν να κάνει αλλιώς γιατί έχει μπλέξει σε μια ιστορία υπεξαίρεσης εγγράφων  και ο θείος του του επέβαλλε την ιδιότυπη αυτή εξορία ως τιμωρία.

Από την αρχή υποψιάζεται πως κάτι περίεργο συμβαίνει σε αυτήν την φυλακή που όλα φαίνονται ιδανικά. Οι κρατούμενοι δεν έχουν βέβαια την ελευθερία τους, αλλά δεν καταπιέζονται εξαιρετικά. Όμως ο κυβερνήτης είναι ένας ιδιότροπος άνθρωπος, απομονωμένος στην νήσο του Διαβόλου και μοιάζει μαζί με λιγοστούς κρατούμενους να σχεδιάζει κάτι αποτρόπαιο.

Το βιβλίο, γραμμένο με την μορφή των επιστολών που έστελνε στον θείο του ο Ανρί, αλλά και με τα σχόλια του θείου-αφηγητή να παρεμβάλλονται, είναι ένα καλογραμμένο κείμενο που κατορθώνει να γραπώσει από την αρχή τον αναγνώστη από τον λαιμό, να τον βάλει να αναρωτιέται για το τι συμβαίνει, για την φύση του εγκλεισμού αλλά και της εξορίας.

Ταυτόχρονα, το «πείραμα» που διενεργεί ο Καστέλ θυμίζει πολύ τα ιατρικά πειράματα των ναζί κι έτσι ανεπαίσθητα εγείρονται ένα σωρό θέματα εξουσίας που μπορεί να έχει ο ένας άνθρωπος πάνω στον άλλο και βιοηθικής. Των ορίων με λίγα λόγια που πρέπει να θέσουμε αν θέλουμε η επιστήμη να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο.

Το βιβλίο έχει μια εξαιρετική γοητεία και χωρίς να είναι αριστούργημα καταφέρνει να αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον. Το διάβασα γρήγορα και απλά, θεώρησα πως το ξέχασα λιγάκι. Κι όμως είναι ακόμα μέσα στο μυαλό μου με καθαρότητα.

"Σχέδιο διαφυγής", Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, μετ. Παύλος Μάτεσις, εκδ. Πατάκη, σελ. 259, 2006

Υ.Γ. Όπως αποδεικνύει και το κακάσχημο αυτοκόλλητο το βιβλίο είναι σε προσφορά. 2,80 από το Booktalks.



2/9/14

"Εχθροί, μια ερωτική ιστορία", Isaac Bashevis Singer




Αριστουργηματικό είναι το μυθιστόρημα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία". Ένα βιβλίο που μιλά απαράμιλλα για την ανθρώπινη φύση, για την βία και την καλπιά της, την απόγνωση και την ειλικρίνειά της. Οι ήρωες του Σίνγκερ είναι όλοι Εβραίοι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος που προσπαθούν να στήσουν την ζωή τους από την αρχή, σε μια νέα ήπειρο, την Αμερική. Ζουν και κινούνται στην Νέα Υόρκη, αλλά μέσα τους μπορεί να μην ζουν και πουθενά. Γιατί όταν έχει δει τέτοια φρίκη κατάματα, είσαι πιότερο νεκρός παρά ζωντανός.

Ο Χέρμαν Μπρόντερ ζει με την Πολωνή χωριάτα γυναίκα του Γιάντβιγκα στην Νέα Υόρκη. Η Γιάντβιγκα δεν μιλά Αγγλικά, είναι η πρώην υπηρέτριά τους στην Πολωνία, που τον έκρυψε επί τρία χρόνια στην σοφίτα της για να αποφύγει το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην Αμερική είναι ευτυχισμένη που έχει διαμέρισμα κι έναν άντρα να φροντίζει. Είναι Εθνική, αλλά για χάρη του θα ήθελε να γινότανε Εβραία.

Ο Χέρμαν γράφει τα βιβλία και τα κηρύγματα για έναν ραβίνο και αμείβεται καλά για αυτά. Στην γυναίκα του λέει πως είναι πλασιέ βιβλίων για να μπορεί συχνά πυκνά να φεύγει από το σπίτι και να διανυκτερεύει με την ερωμένη του Μάσα και την μητέρα της. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη, νευρωτική γυναίκα που πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια γυναίκα που μπορεί να μιλά ταυτοχρόνως στα γίντις, στα Αγγλικά, στα Πολωνικά, στα Ρώσικα, καπνίζει σαν φουγάρο και δεν κοιμάται ποτέ.

Όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Ταμάρα, η γυναίκα του Χέρμαν στην Πολωνία που κατά τη διάρκεια του Πολέμου του είπαν πως είδαν να σκοτώνεται μαζί με τα δυο παιδιά τους, ο Χέρμαν νιώθει πως θέλει να κρατήσει κι αυτή. Βρίσκεται ξαφνικά δίγαμος, αλλά η Μάσα τον εκβιάζει και τελικά γίνεται πολύγαμος.

Το χιούμορ εναλλάσσεται με την πίκρα, οι φρικτές αναμνήσεις από το Ολοκαύτωμα με τις περιπέτειες του Χέρμαν που τραβιέται σαν το λάστιχο ανάμεσα στις τρεις γυναίκες όμως δεν μπορεί στην ουσία να παρατήσει καμιά, γιατί με τον τρόπο του τις αγαπά και τις τρεις και νιώθει πως τους χρωστάει, η αφήγηση είναι σπαρταριστή, παλλόμενη, δίνει ανάγλυφα μια ολόκληρη κοινωνία, σε κάνει κάποτε να απελπίζεσαι κι άλλοτε να γελάς, με την ίδια συχνότητα.

«Τις θέλω και τις τρεις, αυτή είναι η αναίσχυντη αλήθεια», παραδέχτηκε μέσα του. Η Ταμάρα είχε γίνει πιο όμορφη, πιο ήρεμη, πιο ενδιαφέρουσα. Η κόλαση που είχε περάσει ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ της Μάσα. Αν τη χώριζε θα ήταν σα να την εξωθεί να πάει με άλλους άντρες. Όσο για τον έρωτα, τέτοιο επαγγελματίες χρησιμοποιούσαν τη λέξη λες και ήταν σε θέση να της προσδώσουν ένα σαφή ορισμό, τη στιγμή που το πραγματικό της νόημα κανείς ακόμα δεν το είχε ανακαλύψει»

Το τέλος δεν είναι λυτρωτικό, πως θα μπορούσε να είναι όταν μιλάμε για τόσο σπασμένους ανθρώπους, που απατούν τους εαυτούς τους περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο για να μπορέσουν να επιβιώσουν κι όταν σπάνε οι αυταπάτες, δεν μένει πλέον τίποτα. Το μυθιστόρημα του Σίνγκερ είναι ένα βιβλίο που δεν σε αφήνει να το αφήσεις, μια απόδειξη πως η ζωή, πάντα, συνεχίζεται. Έστω και με τρεις συντρόφους. 

"Εχθροί, μια ερωτική ιστορία", Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, εκδ. Καστανιώτης, σελ. 302, 2009