Σειρήνες
χωρίς τραγούδι και μουσική; Μαέστρο, πιάσε μια φούγκα!
[...] Τις τελευταίες μέρες τελείωσα το κεφάλαιο των Σειρήνων.
Μεγάλη δουλειά. Για να γράψω αυτό το κεφάλαιο χρησιμοποίησα τις τεχνικές της
μουσικής. Είναι μια φούγκα με όλη τη μουσική σημειογραφία: πιάνο, φόρτε, λέντο
και ούτω καθεξής. Υπάρχει ακόμη κι ένα κουιντέτο, όπως στους Αρχιτραγουδιστές,
την αγαπημένη μου όπερα του Βάγκνερ... Από τότε που άρχισα να ερευνώ τις πηγές
και τα τεχνάσματα της μουσικής και να τα αξιοποιώ σ' αυτό το κεφάλαιο, έπαψα να
ενδιαφέρομαι για τη μουσική. Εγώ, που αγαπούσα τόσο πολύ τη μουσική, δεν μπορώ
πια να την ακούσω. Διακρίνω όλα τα κόλπα και δεν μπορώ να την απολαύσω πια.
Ο
Τζόυς σε αυτό το απόσπασμα αφήνει και ένα μικρό παράπονο για όλους εκείνους τους
συγγραφείς που τεχνίτες πρωτίστως και αναγνώστες-μηχανικοί πλέον (αν όχι,
μηχανικοί αναγνώστες) στερούνται μοιραία ένα μερίδιο της αισθητικής πρόσληψης
ενός γραπτού έργου. Ας επιστρέψουμε στην μουσική, όμως. Οι κανόνες της φούγκας
περιγράφονται αρκετά αναλυτικά για έναν αμύητο σαν εμένα σε αυτό το άρθρο. Ο Τζόυς ενσωμάτωσε μερικές
από τις τεχνικές της στην γραφή και κάποιες άλλες στην πλοκή του κεφαλαίου. Το
σίγουρο είναι ότι το κεφάλαιο αυτό είναι γεμάτο μουσική!
Κάτι
που αξίζει στην ανάγνωση του Οδυσσέα είναι η στιγμιαία έκφραση έκπληξης και
ηλιθιότητας που παίρνει το πρόσωπο του αναγνώστη καθώς προσπαθεί να καταλάβει
τι ακριβώς διαβάζει. Θα μπορούσα να μην σας αποκαλύψω τίποτα αλλά αν δεν θέλατε
αποκαλύψεις, δε θα με διαβάζατε, οπότε το ίδιο κάνει! Έτσι και αλλιώς, με ή
χωρίς την συμβολή μου, οι εκπλήξεις θα είναι πολλές. Το κεφάλαιο “Σειρήνες”
ξεκινάει με τρεις ακατανόητες σελίδες οι οποίες συμπυκνώνουν όλο το ακόλουθο
κεφάλαιο εν είδει εισαγωγής στο θέμα της φούγκας. Η σύγχυση μεγαλώνει εξαιτίας
των υποσημειώσεων που αποκαλύπτουν πράγματα που αποκλείεται να αντιληφθεί ο
αναγνώστης από όσα περιγράφει ο Τζόυς στις σελίδες αυτές. Αυτή είναι και η
πρώτη μου ένσταση σχετικά με την μετάφραση του Ανευλαβή. Μια σημείωση θα
αρκούσε που να εξηγεί με γενικό τρόπο τι ακριβώς διαβάζουμε. Εξάλλου, στην
πορεία του κεφαλαίου, η σύγχυση μετριάζεται (ποτέ δεν εξαλείφεται από το βιβλίο
του Τζόυς – τουλάχιστον όχι με μία, δύο, τρεις αναγνώσεις!) και είναι σχεδόν
βέβαιο ότι ο αναγνώστης μετά το τέλος του κεφαλαίου θα γυρίσει στην αρχή για να
βρει εκεί την κατανόηση που του στέρησαν.
Το
συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο-ορόσημο του Οδυσσέα. Ο Μπλουμ μοιάζει
να αποκτά μεμιάς όλο το βάθος του χαρακτήρα που υποψιαζόμασταν σε όλα τα
προηγούμενα κεφάλαια. Η συγγραφική μεταστροφή είναι στρωτή αλλά η
συνειδητοποίηση από τον αναγνώστη είναι σαρωτική. Βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο
Όρμοντ όπου οι σερβιτόρες του μπαρ, Ντους και Κέννεντυ, μπρούντζος δίπλα σε χρυσό, αποτελούν τις εκμαυλιστικές Σειρήνες
του κεφαλαίου. Σταδιακά το μπαρ γεμίζει με διάφορους χαρακτήρες που ήδη
γνωρίσαμε σε προηγούμενα κεφάλαια που συνωθούνται γύρω από το πιάνο και επιδίδονται
σε χορό και τραγούδι, εθνικιστικές κορώνες και ανούσιες φιλοφρονήσεις. Ο Μπλουμ
περιμένει να παέι η ώρα τέσσερις – Να φάω πρώτα.
Θέλω. Όχι ακόμη. Στις τέσσερις, είπε αυτή. Ο χρόνος πάντα περνά. – και
ύστερα μπαίνει στο εστιατόριο να φάει με τον φίλο του Ρίτσι Γκουλντινγκ που
συναντά στην είσοδο. Ο χώρος που κάθεται είναι μια αίθουσα δίπλα στο μπαρ που
επικοινωνεί με μια πόρτα που κρατά μισάνοιχτη ένας πρόθυμος και κουφός(!)
σερβιτόρος, από την οποία ο Μπλουμ παρατηρεί τα τεκταινόμενα δίχως να γίνεται
αντιληπτός. Παράλληλα ακούει την μουσική και τα τραγούδια που πλημμυρίζουν
σταδιακά τις σκέψεις του. Τι, στο Όρμοντ; Το
καλύτερο στο Δουβλίνο. Αλήθεια; Η τραπεζαρία. Κάθεσαι ερμητικός εκεί. Βλέπεις,
δεν σε βλέπουν.
Η
Μόλλυ θα συναντήσει τον εραστή της Μπλέιζες Μπόυλαν στις 4 μ.μ. στο σπίτι της
στην οδό Εκκλς 7 και ο Μπλουμ το γνωρίζει αυτό – όπως και εμείς οι αναγνώστες
το γνωρίζουμε από διάφορες μικροαναφορές στην πορεία του βιβλίου. Ο Μπλουμ
επιλέγει να αποδεχτεί την απιστία και να μην αποτρέψει την προγραμματισμένη
συνάντηση. Όλο το κεφάλαιο είναι μια σχοινοτενής ανάκληση αναμνήσεων και
σκέψεων του Μπλουμ, που παρεμβάλλονται ανάμεσα από άριες και πατριωτικά
τραγούδια που ακούγονται από την παρέα του μπαρ. Οι σκέψεις του Μπλουμ
προοδευτικά πυκνώνουν, σοβαρεύουν και συμπλέκονται αρμονικά με τα τραγούδια που
ακούγονται από δίπλα, δίνοντας έναν ιδιαίτερο τόνο στην αφήγηση του Τζόυς. Ο
αναγνώστης θα χρειαστεί να αναζητήσει κάποιους από τους στίχους (ειδικά του
Croppy Boy) αν θέλει να κατανοήσει καλύτερα όσα συμβαίνουν στο μυαλό του
Μπλουμ.
Ο
Μπλέιζες Μπόυλαν θα κάνει ένα πέρασμα από το μπαρ για ένα ποτό πριν το ερωτικό
ραντεβού. Εκείνος σίγουρα δεν θα αντικρίσει τον Μπλουμ. Ο Μπλουμ από την άλλη,
μάλλον βλέπει τον Μπόυλαν από την αίθουσα που βρίσκεται. Ένα απόσπασμα ενισχύει
αυτή την άποψη. Στις τέσσερις. Το ξέχασε; Ίσως ένα
κόλπο. Αργοπορώντας: ανοίγει την όρεξη. Η στιγμιαία συνύπαρξη των δύο
αντρών στο ίδιο χώρο, η ορμητικότητα και η νεανικότητα του ενός, και η
παθητικότητα και η αποδοχή του άλλου, δίνουν ένα τόνο βαθιάς τραγικότητας στο
όλο επεισόδιο και χαρίζουν στον Μπλουμ όλο το εσωτερικό του βάθος. Στην
συνέχεια του κεφαλαίου, ο Μπλουμ θα σκέφτεται νοερά όλη την πορεία του Μπόυλαν
προς το σπίτι του και προς την Μόλλυ. Τι άρωμα
φοράει η γυναίκα σας; Θέλω να ξέρω. Κουδούνισμα. Στοπ. Χτύπος. Τελευταία ματιά
στον καθρέφτη πάντα πριν ανοίξει η πόρτα. Ο διάδρομος. Εκεί; Πώς είστε; Καλά.
Εκεί; Τι; Ή; Μπουκαλάκι με παστίλιες για τον λαιμό, καραμέλες για την αναπνοή,
στην τσάντα της. Ναι; Χέρια αναζητούν τις άφθονες καμπύλες.
Σε
κάποια φάση ο Μπλουμ ζητάει από τον κουφό σερβιτόρο ένα επιστολόχαρτο για να
απαντήσει στο πρωινό γράμμα της ερωμένης του Μάρθας. Παράλληλα, από το μπαρ
ακούγονται κομμάτια από την όπερα “Μάρθα”
ώστε η εντύπωση που προκαλείται στον αναγνώστη να είναι ακόμα πιο ισχυρή.
Ωστόσο, ο Μπλουμ δεν παύει στιγμή να σκέφτεται την Μόλλυ και μόνο αυτή, ακόμα
και όταν συντάσσει άκεφα το ερωτικό γράμμα προς την Μάρθα ως Χένρυ Φλάουερ. Μάλιστα,
η άγνοια του συνδαιτημόνα του Ρίτσι, τον κάνει να αισθάνεται ακόμα πιο μόνος.
- Απαντάς σε κάποια αγγελία; ρώτησαν τον Μπλουμ τα ενθουσιώδη
μάτια του Ρίτσι.
- Ναι, είπε ο κ. Μπλουμ. Πλασιέ. Δεν κάνει τίποτα, υποθέτω.
Τα
τραγούδια που επιλέγονται από την παρέα του μπαρ, μέσω της γραφής του Τζόυς,
δεν είναι διόλου τυχαία, ίσως ούτε καν η σειρά εμφάνισης, και όλα έχουν ως
σκοπό να μεγαλώσουν το αίσθημα μοναξιάς του Μπλουμ. “Αντίο, αγαπημένη, αντίο”,
“Αγάπη και πόλεμος”, “Όλα χάθηκαν τώρα” (από την όπερα «Η υπνοβάτισσα»), “Μάρθα”, “Croppy Boy”. Μακάρι να
τραγουδούσαν περισσότερο. Για να μη σκέφτομαι. Κάτι που φυσικά δεν
ισχύει, μιας και ο Μπλουμ με εντεινόμενη απελπισία μετατρέπει τα τραγούδια που
ακούει σε πικρές σκέψεις! Το κεφάλαιο είναι τόσο δύσκολο να περιγραφεί, όσο
δύσκολο θα ήταν να περιγράψεις τα αισθήματα που σου προκαλεί ένα τραγούδι. Η
μουσικότητά του είναι συναρπαστική και συνδυάζεται υπέροχα με την τραγικότητα
του Μπλουμ ως ήρωα που υπομενει μόνος μέχρι τέλους το βάσανό του.
Όμως
και οι θαμώνες του μπαρ, μέσω της μουσικής ξορκίζουν και αυτοί τις θλίψεις τους
– θλίψη για τις άχαρες ζωές τους, θλίψη
για τις αποτυχίες τους, θλίψη για την ταπεινωμένη Ιρλανδία που αποζητά την
ελευθερία της. Παρασύρονται σε ανούσιες φαλλοκρατικές αποψείς και επικίνδυνες
εθνικιστικές κορώνες, με αποκορύφωμα τα πατριωτικά τραγούδια του τέλους. Ο
Μπλουμ μένει αμέτοχος σε όλα αυτά, επιλέγοντας τον δρόμο της αποδοχής και της
αγάπης και όταν η σαγήνη του εύκολου εθνικισμού πολιορκεί τον χώρο, αποφασίζει
να φύγει. (...) Έφευγε ο Μπλουμ, ο μαλακός Μπλουμ,
ο αισθάνομαι τόσο μόνος Μπλουμ. Καθώς αποχωρεί, αρχίζει να πέρδεται
καταθέτοντας το δικό του εύστοχο σχόλιο για τις εθνικιστικές αντιλήψεις των
θαμώνων, ενισχύοντας με την δεδομένη μουσικότητα των πορδών, την μουσική όλου
αυτού του υπέροχου κεφαλαίου.
[...] Ο θαλασσομπλούμ, ο λιγδομπλούμ, κοίταζε τις τελευταίες
λέξεις. Μαλακά. Όταν η πατρίδα πάρει τη θέση της ανάμεσα.
Πρρπρρ.
Πρέπει να φταίει το κρασί Βουργ.
Φφφ! Ωω. Πρπρ.
Η
σύνταξη του κεφαλαίου υποτάσσεται πρόθυμα στην μουσική που το πλημμυρίζει και
οι κομμένες λέξεις αλλάζουν το τέμπο της και τα αισθήματα που νιώθει ο
αναγνώστης καθώς το διαβάζει. Σίγουρα αξίζει να ρίξετε μια ματιά στο πρωτότυπο
κείμενο, όπως επίσης αξίζει να διαβάσετε δυνατά μερικά κομμάτια του. Με δυο
λόγια και με μια διάθεση να λογοπαίξω, θα πω μόνο ότι... είναι ένα κεφάλαιο που
την ακούς!
"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098