Οι σκλάβοι της μοναξιάς του Πάτρικ Χάμιλτον είναι ένα ξεχασμένο βιβλίο, ο ίδιος ο συγγραφέας -που στην εποχή του έκανε αίσθηση με το θεατρικό Rope κι έγινε πάμπλουτος από αυτό- είναι κι αυτός λησμονημένος. Η Ντόρις Λέσινγκ στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ισχυρίζεται πως αυτό συμβαίνει γιατί οι ήρωες του προέρχονται από ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια. Εγώ δεν πιστεύω πως υπάρχει δικαιολογία, οι συγγραφείς πέφτουν στη λήθη ή γίνονται κλασικοί γιατί έτσι είναι να γίνει.
Μετά από αυτή την εισαγωγή θα περίμενε κανείς πως θεωρώ τους Σκλάβους της μοναξιάς ένα αδιάφορο μυθιστόρημα· κάθε άλλο. Το θεωρώ ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος, ταυτίστηκα σε σημεία με την ηρωίδα του, τη δεσποινίδα Ρόουτς, σε τέτοιο βαθμό που ένιωθα να πονάω όταν πονούσε, και να λυσσάω όταν λυσσούσε, κι έπιασα τον εαυτό μου να το ευχαριστιέται όταν παίρνει εκδίκηση. Σπανίως οι κατατρεγμένοι χαρακτήρες μού προκαλούν τέτοιας έντασης συναισθήματα, όμως ετούτη η αγγλίδα δεσποινίδα του πολέμου το κατάφερε.
Η μις Ρόουτς- ποτέ σχεδόν ο συγγραφέας δεν αναφέρει το μικρό της όνομα, Ένιντ, γιατί η ηρωίδα μας το σιχαίνεται- είναι μια τριανταεννιάχρονη γραμματέας σε εκδοτικό οίκο στο Λονδίνο, που εν μέσω του πολέμου έχει μετακομίσει σε μια πανσιόν σε μια γειτονική πόλη, γιατί φοβάται τους βομβαρδισμούς. Κάθε μέρα κάνει το ταξίδι προς το Λονδίνο για τη δουλειά της, ενώ στην πανσιόν, που θυμίζει περισσότερο οικοτροφείο, πρέπει να ανεχτεί στα γεύματα τον θορυβώδη, σωβινιστή, ανόητο μπούλη κ. Θουέιτς, που της επιτίθεται συνεχώς. Είναι μια λεπτή και μάλλον άχρωμη γυναίκα που έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες να παντρευτεί. Τότε εμφανίζεται ένας Αμερικάνος Υπολοχαγός που την προσέχει και εμμέσως της προτείνει γάμο. Όλα παίρνουν άσχημη τροπή όταν στην πανσιόν μετακομίζει η Γερμανίδα Βίκυ. Στην αρχή η δεσποινίδα Ρόουτς τη θεωρεί φίλη της και την υπερασπίζεται, μέχρι που συνειδητοποιεί πως έτρεφε ένα φίδι στον κόρφο της.
Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτο σεβασμό και αγάπη στην ηρωίδα του, κάποτε κάποτε με ένα λεπτό, αγγλικό χιούμορ ειρωνεύεται τις καταστάσεις αλλά ποτέ δεν χλευάζει. Η δεσποινίδα Ρόουτς καταλήγει να είναι το λεκτικό θύμα του κ. Θουέιτς αλλά και της φίλης της Βίκυς. Ό,τι και να κάνει, εκείνη βγαίνει χαμένη και παρεξηγημένη. Θυμάται πως πάντα έτσι ήταν, ακόμα και στο σχολείο, ή στα χρόνια που ήταν διευθύντρια εκείνη σε ένα οικοτροφείο, τότε που τη φώναζαν Κατσαρίδα.
Η λυκοφιλία των δύο γυναικών, με τη Βίκυ να μπλέκεται και να παίρνει τη ζωή, τον αγαπημένο και τους φίλους της δεσποινίδος Ρόουτς, είναι πολύ χαρακτηριστική. Εγώ τουλάχιστον στα νιάτα μου την έχω ζήσει σε όλο της το μεγαλείο μια φορά. Και το συναίσθημα που σου αφήνει: του παραγκωνισμού, της γελοιότητας, του βαθύτατου μίσους για αυτή τη γυναίκα που σου πήρε τη ζωή και τώρα σε κοροϊδεύει κι από πάνω, εκφράζεται από τον άντρα Πάτρικ Χάμιλτον με μεγάλη ακρίβεια. Πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι κάνουν κι οι άντρες μεταξύ τους, απλά με άλλες αποχρώσεις.
Η δεσποινίδα Ρόουτς εκδικήθηκε για όλες μας. Αυτό είναι ίσως και το πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, πως υπάρχει άμεση και σταθερή νίκη. Καταλαβαίνω τον συγγραφέα, μάλλον ήθελε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Όμως στη ζωή σπανίως παίρνουμε αυτό που επιθυμούμε. Σπανίως καταφέρνουμε να εκδικηθούμε όταν πρέπει. Στο φόντο όλων αυτών ο Πόλεμος. Ένας πόλεμος σιγανός, που μόνο στο τέλος κάνει την εμφάνισή του, όμως είναι πανταχού παρόν, επηρεάζει ύπουλα την καθημερινότητα, αδειάζει τα μαγαζιά, αλλάζει τους ανθρώπους. Και η μονοτονία κι η πλήξη, ανθρώπων που δεν ταιριάζουν αλλά βρέθηκαν τυχαία να συναγελάζονται και να ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Και το πώς, η προσωπική μας φούσκα, η εγγύτητα στα γεγονότα, μας κάνει να δηλητηριάζουμε τη ζωή μας από καταστάσεις που άλλοτε ούτε θα τους χαριζαμε μια δεύτερη σκέψη.
Οι σκλάβοι της μοναξιάς δεν είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους, για τις σχέσεις και τις συγκυρίες. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ξανά και να βγει από την αφάνεια. Εγώ πάντως τώρα που ανακάλυψα τον Πάτρικ Χάμιλτον θα τον ακολουθήσω, νιώθω παρόμοια χαρά, όπως τότε την πρώτη φορά που διάβασα Γκράχαμ Γκρην.
Κατερίνα Μαλακατέ
«Οι σκλάβοι της μοναξιάς», Patrick Hamilton, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα, 2017, σελ. 346
Καλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή"(...)οι συγγραφείς πέφτουν στη λήθη ή γίνονται κλασικοί γιατί έτσι είναι να γίνει.". Αυτό το "έτσι είναι να γίνει" νομίζω ότι διαμορφώνεται από πολλούς εσωτερικούς (του έργου) λόγους και επίσης εξωτερικούς (του ιστορικοκοινωνικού περιβάλλοντος) που θα είχε πολύ ενδιαφέρον να συζητηθεί.
(Ωραίο μου φάνηκε το βιβλίο, ευχαριστούμε για την παρουσίασή του)
Πολύ μεγάλη συζήτηση, μια ερώτηση πιθανότατα χωρίς απάντηση.
Διαγραφή