26/8/20

"Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα", Julio Cortázar

 




Κάθε φορά που διαβάζω Κορτάσαρ επιβεβαιώνεται μέσα μου η πεποίθηση, χρόνια εδραιωμένη, ήδη από τότε που πρωτοδιάβασα το Αξολότλ, πως σε έναν ιδανικό κόσμο θα ήθελα να γράφω όπως εκείνος. Κι ας μην έγραφα ποτέ ένα αριστούργημα σαν το Κουτσό, θα μου αρκούσε το πανηγύρι των ιδεών στα διηγήματά του, ένας κόσμος φαντασμαγορικός και ταυτόχρονα ψιθυριστός. Ο Κορτάσαρ τα βλέπει και τα εκτιμά όλα, την παραμικρή λεπτομέρεια αλλά συνήθως δεν κάνει τίποτα για αυτό, ούτε οι ήρωες του. Ναι, μιλάμε για τόσο κουλ τύπο. 

Στα διηγήματα του Κορτάσαρ η φαντασία μπλέκεται με την πραγματικότητα με τρόπο αυθεντικό, τόσο που έχεις την αίσθηση πως το καθένα από αυτά είναι ολόκληρο μυθιστόρημα, το θυμάσαι για χρόνια. Αυτά που περιλαμβάνονται στο «Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα», με κορυφαίο και χαρακτηριστικότερο το ομώνυμο, είναι τα προτελευταία του, και για αυτό είναι όλα ώριμα και διασκεδαστικά. Η συγγραφική του δεινότητα απλώνεται και καταλαμβάνει το κείμενο --τότε πια και τον τηλεφωνικό κατάλογο να έγραφε ο Κορτάσαρ, θα το έκανε καλά. Αλλά αυτός είναι κι εδώ, στα ύστερα, ένας χείμαρρος ιστοριών, ένας άνθρωπος γεννημένος να γράφει. 

Κι αν στην Γκλέντα οι οπαδοί της θέλουν να βγάλουν κάθε σκιά από την υστεροφημία της, κι έτσι της στερούνε το παρόν της, κι αν σημασία έχει ο τρόπος που κοιτάς κι όχι τι κοιτάς, κι αν ο λόγος του συγγραφέα σε αυτά τα διηγήματα μοιάζει πιο πολύ πολιτικός από όσο ψυχολογικός ή κοινωνικός, η γραφή δεν χάνει τη σπιρτάδα της. Τη συλλογή διηγημάτων την καταβροχθίζεις άνετα σε ένα απόγευμα, όμως εγώ την άφησα για καιρό στο κομοδίνο μου, διαβάζοντας ένα ένα διήγημα, κάποια περισσότερες φορές ίσα ίσα για την απόλαυση. Άλλες υστερόβουλα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι κάνει το κάθε διήγημα σπουδαίο και φυσικά αποτυγχάνοντας οικτρά. 

Γιατί το μυστικό είναι ένα και το λέει ο ίδιος:

"Όταν έρχεται η ώρα, μου βγαίνει φυσικό να γράφω σαν κάποιος να μου υπαγόρευε· για αυτό και κάπου κάπου επιβάλλω αυστηρούς κανόνες στον εαυτό μου, δίκην παραλλαγών ενός πράγματος που μάλλον θα κατέληγε μονότονο. Σ' αυτό το αφήγημα, η δοκιμασία δεν ήταν άλλη από την προσαρμογή μιας εισέτι ανύπαρκτης αφήγησης στο καλούπι της Μουσικής Προσφοράς του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ" 



                            Κατερίνα Μαλακατέ 



"Πόσο αγαπάμε τη Γκλέντα", Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ.Opera, 2018, σ.170


 

23/8/20

Πώς να "φτιάξεις" έναν αναγνώστη




Είμαι σίγουρη πως αν κάποια σκέψη σχετικά με το διάβασμα απασχόλησε ποτέ τους γονείς μου, δεν ήταν για καλό. Δεν σκέφτηκαν ποτέ πώς να αρχίσω να διαβάζω, μάλλον το αντίθετο, κατά καιρούς προσπάθησαν να με σταματήσουν να διαβάζω εξωσχολικά. Γιατί με έκαναν αντικοινωνική, γιατί με έκαναν παράξενη και «γεροντοκόρη», γιατί πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να θέλω με κάποιον τρόπο να κάνω τα βιβλία επάγγελμα, όλα τα κακά σενάρια περνούσαν από το μυαλό τους, συγγραφέας, βιβλιοπώλης, φιλόλογος, και να μην γίνω γιατρός ή φαρμακοποιός, όπως εκείνοι. Και αφού μπορούσα, και είχα τους βαθμούς, και τη δυνατότητα, θα ήταν κρίμα, πολύ κρίμα, να χαραμιστώ στα βιβλία. Τελικά έγινα απ’ όλα και τίποτα, δεν είμαι ούτε γιατρός, ούτε φιλόλογος –κι αυτό είναι ανακουφιστικό– αλλά μάλλον είμαι όλα τα άλλα που αναφέρθηκαν, κι αυτό είναι μία τραγωδία. 

Όμως εμείς είμαστε τα παιδιά των εκπροσώπων της γενιάς της Ανάπτυξης, οι γονείς μας ζήσαν τον ίλιγγο του ‘80 και του ‘90 ως νεαροί ενήλικες, τα λεφτά φύτρωναν στα (ΠΑΣΟΚό)δεντρα. Εμείς είμαστε η περήφανη γενιά του Χ, άγνωστο πώς αλλά καταφέραμε χωρίς πολλά λεφτά να είμαστε όσο πιο ευτυχείς γίνεται στα σαράντα και τα πενήντα μας (όχι εγώ, το λένε οι μελέτες, κι ας μας λένε επίσης μηδενιστές και κυνικούς). Και μας νοιάζει τα παιδιά μας να διαβάζουν. Κι αναρωτιόμαστε, πώς θα κάνουμε τους γιους και τις κόρες μας αναγνώστες. 

«Όχι, όχι τα δοκίμια του Όργουελ, ούτε τα γεμάτα LSD παραληρήματα του Χάξλει στο Doors of perception and heaven and hell», είπα αυθάδικα σε έναν κύριο προχθές. «Να δώσετε 1984, ή τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο στον έφηβο γιο σας, να πάμε με το βαρύ πυροβολικό, να φτιάξουμε έναν αναγνώστη για πάντα». Μα φτιάχνονται οι αναγνώστες, κι αν φτιάχνονται, γίνονται από τα υλικά που θέλουμε εμείς; Πριν κανένα μήνα ρώτησα στο γκρουπ «Εσάς τι σας έκανε αναγνώστες;». Και οι 200 ιστορίες που γράφτηκαν εκεί μοιάζουν και δεν μοιάζουν, κάποιοι ήταν πολύ μοναχικοί όπως εγώ, και διάβαζαν για να σπάσουν την ανία της καλοκαιρινής σιέστας, άλλοι ήταν φουλ κοινωνικοί, άλλοι μάθαν από έναν φωτισμένο δάσκαλο, έναν φιλόλογο, έναν φίλο, μια γκόμενα, έναν γκόμενο. Οι ιστορίες έχουν κάτι κοινό: κάτι ή κάποιος υπήρξε η σκανδάλη, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα. Από αυτούς μερικοί μείναν στα ρηχά, διαβάζουν πού και πού. Άλλοι βυθίστηκαν στα βαθιά της έξης. 

Πιστεύω ακράδαντα πως ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς μυθοπλασία, για αυτό τραγουδούσαν έπη, για αυτό γράψαν Ιστορία, για αυτό κάνουν θέατρο, για αυτό λατρεύουν το σινεμά, για αυτό εθίζονται σε σειρές στην τηλεόραση, για αυτό αγαπάμε τα βιβλία. Οι άνθρωποι καταναλώνουμε ιστορίες, και είναι τόσο σημαντικές για μας, όσο το φαγητό. Το τι φαγητό θα καταναλώσεις εξαρτάται από τα μέσα και τους πόρους, την παιδεία και τη στιγμή σου. Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε μια καλή ιστορία. Ντε και καλά να την πάρουμε από τα βιβλία; Δεν είναι αυτός ο τρόπος για όλους. 

Δεν πιστεύω πως οι αναγνώστες φτιάχνονται. Όμως σίγουρα όσοι είναι ήδη αναγνώστες «φτιάχνονται» με την ανάγνωση. Αυτό είναι το κλειδί. Η απόλαυση. Από εκεί ξεκινάς. Η απόλαυση πρωτογενώς μπορεί να έρθει από μια απλή αλλά ιντριγκαδόρικη ιστορία, από ένα κόμικ, από ένα συγκινητικό παραμύθι. Τα επόμενα επίπεδα μπορούν να περιμένουν, είναι πιο βαθιά στον κόσμο των βιβλίων, δίνουν άλλα μεγέθη απόλαυσης, ναι, αλλά δεν είναι για τους πρωτάρηδες. Διάβαζα, και ακόμα διαβάζω όταν το επιτρέπει η πρεσβυωπία μου, ακόμα και τις ετικέτες από τα σαμπουάν. Αυτό προτείνω σε όλους. Να υπάρχουν βιβλία παντού, σε κάθε ράφι, σε κάθε τραπέζι, βιβλία σοβαρά, κι άλλα πολύ αστεία, για ενήλικες, για παιδιά, για νήπια. Και να τα φέρνουν τα παιδιά, να ζητιανεύουν την ανάγνωση, όπως ακριβώς ζητάνε το επεισόδιο του παιδικού ή τη μισή ώρα στο τάμπλετ. Οι ιστορίες είναι απόλαυση και ανταμοιβή, για τη σκληρότητα της ύπαρξης.


 


14/8/20

"Βερνόν Σουμπουτέξ 1", Virginie Despentes

 

Η βουπρενορφίνη (buprenorphine) είναι μερικός αγωνιστής/ανταγωνιστής των οπιοειδών, ο οποίος δεσμεύεται στους μ και κ υποδοχείς του εγκεφάλου. Η δράση της στη θεραπεία συντήρησης με οπιοειδή αποδίδεται στην βραδέως αναστρέψιμη δέσμευσή της με τους μ υποδοχείς, η οποία μπορεί για μακρό χρόνο να μειώσει την ανάγκη των εξαρτημένων ασθενών για ναρκωτικές ουσίες.


Το εμπορικό όνομα της βουπρενορφίνης είναι: SUBUTEX.

 

Ο ήρωας της Βιρζινί Ντεπάντ ονομάζει τον εαυτό του Βερνόν Σουμπουτέξ, είναι, το ξέρει κι ίδιος, ένα είδος μεθαδόνης, είναι το υποκατάστατο, ποτέ εντελώς αυθεντικός, ποτέ αρκετά ναρκωτικός, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει μια λύση. Η ζωή του μια συνεχής αναζήτηση παρηγοριάς, φιλικής, σεξουαλικής, οικονομικής. Ο Σουμπουτέξ ήταν ιδιοκτήτης ενός ψαγμένου δισκάδικου, και παρόλο που είχε όλα τα εχέγγυα για να δει πως η βιομηχανία θα βούλιαζε από το napster, δεν πρόλαβε τίποτα. Έμεινε άνεργος κι όταν πια πέθανε κι ο ροκ αστέρας Αλέξ που του πλήρωνε το νοίκι, έμεινε άστεγος. Στην αρχή, κατάφερνε όλο και κάποιον να βρει να τον φιλοξενήσει, παλιοί γνωστοί, άνθρωποι που τον ξέραν από τη μουσική, από το μαγαζί, από το facebook, γκόμενες διατεθειμένες να τον σπιτώσουν για τα όμορφα μάτια του, και την πείρα του στο γαμήσι. Πουθενά δεν κατάφερε να στεριώσει.

Σε αυτήν την τρελή κούρσα αναζήτησης στέγης, και κάποιας αυθεντικότητας, σκιαγραφείται όλο το Παρίσι, μια ολόκληρη εποχή, μια πλειάδα χαρακτήρων, ένα πανηγύρι πραγματικότητας. Θα μπορούσε το Βερνόν Σουμπουτέξ να είναι μια συλλογή διηγημάτων, ένα χαλαρό σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όμως τα μάλλον ασύνδετα επεισόδια του κάθε χαρακτήρα, ενώνονται από την παρουσία του Σουμπουτέξ. Για έξι άτομα που γνωρίζεις σε μια μεγαλούπολη, με έναν θα έχεις κοινούς δεσμούς, λέει ένας αστικός μύθος. Ο Σουμπουτέξ τον επιβεβαιώνει, το χαώδες σύστημα των γνωστών του, κανένας δεν είναι φίλος του, είναι αντιπροσωπευτικό της ζωής μας. Με κάποιον τρόπο αυτός ο τύπος, που μπορεί να περνάει αυθάδικα από το ένα είδος μουσικής στο άλλο, από τη μια γυναίκα στην άλλη, από τη μια ζωή στην άλλη, κι όλο και κάποιος γνωστός τον ξελασπώνει, είναι ένας από μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς, αν παραμέναμε στις εφηβικές μας αυταπάτες. Ο Σουμπουτέξ είναι κολλημένος στον προσωπικό του μύθο, είναι γέννημα και θρέμμα της πόλης και της εποχής. Ταυτόχρονα όμως είναι ο εαυτός του. Θα μπορούσε να είναι αντιπαθής, είναι εγωιστής, εκμεταλλευτής, ανίκανος στην ουσία να αγαπήσει. Όμως δεν είναι. Η Ντεπάντ βλέπει όλους της τους χαρακτήρες με βαθιά ενσυναίσθηση. Κατά κάποιον τρόπο τους συγχωρεί. Και για αυτό τους συγχωρεί κι αναγνώστης.

Είναι το Σουμπουτέξ ένα βιβλίο για σεξ, ντραγκς και ροκ εν ρολ; Ίσως, σε ένα επίπεδο πολύ πολύ επιφανειακό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βιβλίο χαρακτήρων, παρελαύνουν όλοι, φτωχοί που δεν έχουν να φάνε, κλοσάρ, απροσάρμοστοι ροκ σταρς, πορνοστάρ, τρανς γυναίκες και άντρες, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, στοργικές μανάδες, όμορφες milf, γυναίκες που έχουν ως επάγγελμα να καταστρέφουν τη φήμη κάποιου στο ίντερνετ, πάμπλουτοι μαικήνες, και εικοσάχρονα φασιστάκια των δρόμων. Μια τοιχογραφία. Όχι όμως κι αγιογραφία.

Η Ντεπάντ γράφει δίχως ιερό και όσιο. Αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημα του γραφής της. Δεν το κάνει για να σοκάρει, ποιος σοκάρεται πια; Το κάνει για να διερευνήσει τη σύγχρονη ανθρώπινη συνθήκη, κάπως σαν να ακολουθεί στα χνάρια του Μπαλζάκ, και του Βιάν ταυτόχρονα. Αυτοί είναι άλλωστε, εμφανώς, η συγγραφική κληρονομιά της.  

                                          Κατερίνα Μαλακατέ 




"Βερνόν Σουμπουτέξ 1", Βιρζινί Ντεπάντ, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Στερέωμα, 2020, σ.437

 

 





Υ.Γ. 42 Ακολουθούν το 2 και το 3

9/8/20

"Τα αγόρια του Νίκελ", Colson Whitehead

 

Πραγματικά σκληρό βιβλίο Τα αγόρια του Νίκελ του Colson Whitehead. O συγγραφέας, που και στο προηγούμενο βιβλίο του, τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο, είχε ασχοληθεί με τον ρατσισμό, έπεσε πάνω στην είδηση μόλις το 2014: φοιτητές αρχαιολογίας έκαναν ανασκαφή σε ένα άτυπο νεκροταφείο δίπλα σε ένα αναμορφωτήριο- σχολείο. Πολλά αταυτοποίητα κορμιά, αγοριών που το αναμορφωτήριο δήλωνε πως το «έσκασαν», κόκκαλα που δεν ήξερες σε ποιον ανήκουν, γεμάτα σημάδια βασανισμών. Δίπλα και οι χώροι των βασανιστηρίων. Όλα, αφορούσαν μαύρα αγόρια. Το αναμορφωτήριο δούλευε για εκατόν έντεκα χρόνια. Οι σκελετοί των αγοριών προέρχονταν από όλες τις εποχές του. Η δουλεία μπορεί έχει καταργηθεί κοντά διακόσια χρόνια πριν, οι φυλετικές διακρίσεις πάλι, όχι. Οι "μαύρες ζωές" ακόμα δεν είναι σίγουρο πως μετράνε.

Ο Whitehead έγραψε "Τα αγόρια του Νίκελ" για ένα φανταστικό μέρος, όμως το μυθιστόρημα στηρίζεται τόσο στην πραγματικότητα που σου κόβει την ανάσα. Όλα μεγεθύνονται, όσο έχεις στο μυαλό σου πως ήταν αληθινά. Πρωταγωνιστής ο Έλγουντ Κέρτις, ένα μαύρο, εξαιρετικά ευφυές αγόρι που ζει με τη γιαγιά του- οι γονείς εγκατέλειψαν την προσπάθεια και το παιδί τους κι έφυγαν μακριά όταν εκείνος ήταν πολύ μικρός. Είναι τόσο έξυπνος και υπάκουος, που την επόμενη χρονιά θα παρακολουθούσε κολεγιακά μαθήματα, κι ας πήγαινε σε Λύκειο για μαύρους. Ώσπου από μια άδικη στροφή της μοίρας, καταλήγει στο Νίκελ. Εκεί τα μαύρα αγόρια έχουν σαφώς άλλη αντιμετώπιση από τα λευκά – με κορυφαίο ένα αγόρι που ανάλογα το πόσο μαυρίζει από τον ήλιο του αλλάζουν πτέρυγα. Κι ο Έλγουντ μαθαίνει πώς να μην μιλάει, πώς να υπακούει τυφλά και παράλογα, πώς να βλέπει το άδικο και να μην αντιδρά, πώς να μην ψάχνει κάτι καλύτερο από πλευράς εκπαίδευσης και τύχης, πως είναι παιδί ενός κατώτερου θεού που η μόνη ευκαιρία που έχει είναι να επιβιώσει.  

Το βιβλίο είναι τοποθετημένο κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60, και μιλάει για μια πραγματικότητα που την ζούσαν οι έγχρωμοι τότε και δεν έχει αλλάξει πλήρως ακόμα στην Αμερική, ίσως ούτε κι αλλού. Ο Έλγουντ, που δεν ξεχνά τα λόγια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ζει μια κόλαση, δεν έχει καμία δυνατότητα αντίδρασης που δεν καταλήγει στον θάνατο. Η ζωή των μαύρων αγοριών του Νίκελ δεν μετράει, τα σεξουαλικά και άλλα βασανιστήρια είναι στην ημερήσια διάταξη, να βγεις από όλο αυτό ζωντανός μοιάζει θαύμα.

Στην αρχή, ειδικά διαβάζοντας την εισαγωγή, ένιωσα πως πνιγόμουν. Όμως γρήγορα το βιβλίο με ρούφηξε και το τελείωσα χωρίς καθυστερήσεις.  Ο τρόπος που περιγράφει τα γεγονότα, απλά, χωρίς πολύπλοκες αφηγηματικές τεχνικές ούτε φτιασίδια, κάνει τον πόνο εντονότερο, βάζει βαθύτερα το μαχαίρι στην πληγή του ρατσισμού. Γιατί αυτό κάνει και ο ρατσισμός, ο αποκλεισμός με βάσει μόνο το χρώμα του σώματός σου ή την καταγωγή, σε πνίγει, δεν αφήνει καμία διαφυγή. Θες να ουρλιάξεις από την αδικία, αλλά όσο ουρλιάζεις, τόσο περισσότερο σε πνίγουν. Μέχρι να μην έχεις φωνή πια.

Τα αγόρια του Νίκελ είναι καλύτερο βιβλίο από τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο που είχε προσχεδιασμένες σκηνές που σε έβγαζαν από τον ρυθμό της ανάγνωσης. Εδώ μιλάμε για ένα σφιχτοδεμένο και σπαρακτικό μυθιστόρημα, ίσως από τα καλύτερα που διάβασα αυτό το καλοκαίρι. Χειρίζεται το θέμα του με ένταση και ορμή, χωρίς διδακτισμό, με μόνο σκοπό να πει μια ιστορία. Μια ιστορία πολύ πονεμένη. Και δυστυχώς πιο επίκαιρη από ποτέ.

  


                                 Κατερίνα Μαλακατέ




"Τα αγόρια του Νίκελ", Κόλσον Γουάιτχεντ, μετ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ίκαρος, 2020, σελ. 264

1/8/20

"Νοέμβριος", Γιώργος Σκαμπαρδώνης



Πρώτος μου Σκαμπαρδώνης ο «Νοέμβριος». Λάθος, μέγα λάθος, πώς την πάτησα έτσι, τώρα θα πρέπει να αναζητήσω όλα τα βιβλία του σε αυτή την ώριμη ηλικία. Νόμιζα πως η εποχή που κολλούσα με συγγραφείς είχε περάσει ανεπιστρεπτί. 

Τα πρώτα διηγήματα της συλλογής με ενόχλησαν, αυτοαναφορικότητα, ίσως μια ιδέα ελιτισμός, η πραγματικότητα ιδωμένη μόνο από μια πλευρά, χειραγωγημένη. Αυτή η χειραγώγηση είναι που κάνει τελικά το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον και ολοκληρωμένο. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, που μοιάζουν να ανήκουν στην ίδια φωνή, αν και συχνά δεν αφορούν τον ίδιο άνθρωπο, έχουν κάτι κοινό, δίνουν μια αίσθηση πως πρόκειται για μυθιστόρημα, ή έστω για θραύσματα ενός μυθιστορήματος, που είναι πιο γοητευτικό ημιτελές, από ο,τι θα ήταν τελειωμένο. 

Η μνήμη, η προσωπική μυθολογία του συγγραφέα, ο τόπος, ο χρόνος, οι άνθρωποι, δίνουν πνοή στο βιβλίο, που διαβάζεται σχεδόν απνευστί. Τα διηγήματα είναι ολιγοσέλιδα, σπάνια ξεπερνούν τις τρεις σελίδες, και κάποια μοιάζουν με πεζή ποίηση. Όμως τα είδη δεν μπλέκονται. Ο Σκαμπαρδώνης γράφει με σιγουριά πεζογραφία, το ξέρει, και το κάνει ενσυνείδητα. Όλο αυτό γίνεται με συγγραφική μαεστρία, σχεδόν πρόκειται για επίδειξη δύναμης. Στα έγχρωμα μπουκαλάκια των φαρμακείων, στις παλιές βιτρίνες της Θεσσαλονίκης, στις ανεμογεννήτριες και τα αυτοκίνητα, ο Σκαμπαρδώνης βλέπει παντού λογοτεχνία, ανασαίνει για αυτήν. Μέσα στο βιβλίο παίζει συνεχώς το δίλημμα, με το σώμα ή το πνεύμα, κι η απάντηση είναι το ίδιο το βιβλίο. 

Στέκομαι και κοιτάζω άναυδος αυτά τα υπέροχα χρώματα, σαν αλχημιστής που έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη - το φως πολλαπλασιάζει αυτή την αίσθηση της μαγείας. Μεταμορφώνομαι κι εγώ και γίνομαι δεκαπεντάχρονος μαθητής με κοντά παντελόνια. Όλη η τρίτη τάξη επιστρέφει γύρω μου, ο πάγκος των πειραμάτων με τα γυάλινα αγγεία και μαζί και ο καθηγητής μας της Χημείας, ο κύριος Τσιτουρίδης. Το φως μπαίνει από δεξιά κι απ' τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονται, μακρινά, τα παιδιά της δευτέρας τάξης που έχουνε γυμναστική, να φωνάζουν στην αυλή του σχολείου παίζοντας μπάσκετ. 

Σηκώνομαι και πάω στην παλιά, εμαγιέ ζυγαριά. Ανεβαίνω κι ενώ είμαι ογδόντα ένα κιλά, με δείχνει τριάντα οκτώ, όπως ήμουν στα δεκαπέντε μου. Μάλλον, σίγουρα, είναι χαλασμένη από καιρό.  

Η μικρή φόρμα είναι μαυλίστρα. Αρκετοί την υπηρετούν μέτρια, έχει άλλωστε τις ευκολίες της. Για να απογειωθεί όμως απαιτεί έναν από τους βιρτρουόζους του είδους. Παγκόσμια είναι ελάχιστοι. Ο Σκαμπαρδώνης είναι φανερά ένας από αυτούς.



                                  Κατερίνα Μαλακατέ





"Νοέμβριος", Γιώργος Σκαμπαρδώνης, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ. 156