30/11/20

"μέσα πέτρα", Μαρία Μανωλέλη

 




Με μια ιστορία που θυμίζει το «Η αγάπη άργησε μια μέρα» κάνει το συγγραφικό της ντεπούτο η Μαρία Μανωλέλη. Σε ένα χωριό της Κρήτης, ένας ηλικιωμένος πέφτει νεκρός έξω από το αγροτικό ιατρείο. Κανένας δεν φαίνεται να νοιάζεται για αυτόν παρά μονον η τοπική κουτσομπόλα, η Χρυσώ, και μια αγαθή γειτόνισσα του, η «Ξαγρυπνού» (αυτή δηλαδή που κάνει τις ξαγρύπνιες στις κηδείες), η Βιργινία. Ο νεαρός γιατρός αναγκάζεται να συνοδεύει ο ίδιος τη σορό ως το νοσοκομείο, και ρωτώντας σιγά σιγά ανασυθέτει την ιστορία του «ξεχασμένου» ανθρώπου, που τα τρία του παιδιά έχουν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους και κανείς δεν θέλει να παρευρεθεί στην κηδεία του. 

Έτσι λέγεται και το χωριό, «Πέτρα». Πρόκειται για μια χαρακτηριστική κλειστή κοινωνία, όπου η βία της πατριαρχίας κουκουλώνεται, όπου σημασία δεν έχει ο έρωτας αλλά η προίκα, όπου οι πατεράδες δεν ξερουν καν πως έκαναν παιδιά αν λείψει η μητέρα. Όπου οι φόνοι κρύβονται στα υπόγεια. Η βία, και μάλιστα κατά των γυναικών, από ανθρώπους σκληρούς, "πέτρα", συγχωρείται και μένει ατιμώρητη.

Το βιβλίο της Μανωλέλη θα μπορούσε να προκαλεί μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, όμως αποδυναμώνεται από τις παράλληλες ιστορίες, δεν εστιάζει στην κεντρική πλοκή, χάνεται στις βιογραφίες των δευτεραγωνιστών που αναγκαστικά τις μαθαίνουμε επί τροχάδην, λίγο σαν να μας κάνει περίληψη της καθεμιάς. Αυτό δυσκολεύει τον αναγνώστη να ταυτιστεί. Η ιστορία στην αρχή μοιάζει κοινότοπη, αλλά τελικά δεν είναι. Την αλλάζει η μοίρα των τριών παιδιών του νεκρού, που ενώ θα έπρεπε να είναι ζοφερή, δίνει ελπίδα. 

Δεν πολυσυμπαθώ τη σύγχρονη ηθογραφία, θεωρώ πως κρατά την ελληνική πεζογραφία πίσω σε μια άλλη εποχή. Όμως, αν και το φόντο του «μέσα πέτρα» είναι ένα χωριό, το πραγματικό του θέμα είναι η αγάπη κι η βία, η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ζωής, το πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει το τραύμα. Κι αυτό μας αφορά όλους. Η Μαρία Μανωλέλη πιάνει ένα βαρύ θέμα, αυτό της κλειστής κοινωνίας που ποτέ δεν μιλάει για τους δολοφόνους που ήταν καλά παιδιά και η γυναίκα τους έπεσε πάνω στο μαχαίρι. Και καταφέρνει να μας αφυπνίσει. 

                      

                                                Κατερίνα Μαλακατέ


"μέσα πέτρα", Μαρία Μανωλέλη, εκδ. Ποταμός, 2020, σ.293

 








21/11/20

Τα μισοτελειωμένα


 

Για χρόνια, τελείωνα όλα τα βιβλία. Επρόκειτο για θέμα αρχής, μα αν άρχιζα να διαβάζω ένα βιβλίο, τότε το τελείωνα, ακόμα και με το ζόρι, παθαίνοντας κάποιες φορές αναγνωστικό μπλοκάρισμα για εβδομάδες έπειτα. Χρειάστηκε μόνο μια φορά, μια ευλογημένη ώρα που παράτησα το πρώτο κι από εκεί δεν έχω σταματημό. 

Τι άλλαξε; Ίσως μεγάλωσα και δεν ανέχομαι ανθρώπους και βιβλία που δεν με αγγίζουν. Πάντως σαν να γύρισε ένας διακόπτης και παρατάω με τέτοια ευκολία τα βιβλία που μοιάζει ανησυχητικό. Στο προσκεφάλι μου αυτή τη στιγμή έχω εννιά βιβλία μισοτελειωμένα. Από αυτά θα τελειώσω τα δύο, ίσως κι ένα τρίτο, αλλά αυτό καθαρά για επαγγελματικούς λόγους.


Αφήνω μισοτελειωμένα βιβλία γιατί με ζορίζουν. 

Η πρώτη κατηγορία είναι τα παγκόσμια αριστουργήματα. Εκεί αξίζει να επιμείνεις, κι αν δεν το τελειώσεις τώρα, θα επανέλθεις. Κι αν αποτύχεις και τη δεύτερη φορά, ίσως τα καταφέρεις την τρίτη. Κι αν δεν σου αρέσει τελικά, χαμένος δεν θα βγεις. Αυτά τα φυλάω στη βιβλιοθήκη μαζί με τα διαβασμένα, όταν έρθει ο καιρός τους, η σχέση μας θα γίνει καλύτερη. Ποτέ δεν είναι ντροπή να έχεις παρατημένο έναν Μούζιλ, έναν Μαν, μια Γουλφ, έναν Φλωμπερ. Ούτε καν τον Μόμπι Ντικ αν έχεις παρατημένο δεν είναι ντροπή (ναι, ξέρω, ντροπή μου).

Η δεύτερη είναι τα κακά βιβλία. Βιβλία που κάνουν την ανάγνωση δύσκολη, χωρίς λόγο, δίχως πραγματικά δεύτερα και τρίτα επίπεδα. Τα δήθεν. Αυτά τα παρατάω χωρίς τύψεις και συνήθως τα δίνω σε άλλους, δεν τους χαλαλίζω καν ράφι. Βέβαια το γούστο είναι υποκειμενικό, αλλά όποιος προσπαθεί να με ταλαιπωρήσει σαν να είναι ο Φώκνερ, ο Προυστ ή ο Τζόυς ενώ δεν είναι, έχει φύγει ανεπιστρεπτί. 

Τρίτη κατηγορία τα εύκολα. Αυτά που στα δίνουν αμέσως όλα στο πιάτο και μετά συνεχίζουν να δίνουν και δίνουν ανατροπές στην πλοκή για να γυρίσεις την επόμενη σελίδα. Τα βιβλία φαστ φουντ με λίγα λόγια. Αυτά τα αφήνω μόλις επιτελέσουν τον σκοπό τους, με ψυχαγωγήσουν για ένα βράδυ∙ σπανίως τα τελειώνω. Αλλά είναι κάποιες νύχτες που με παρηγορούν, τα ξεκινάω μόνο και μόνο για τη χαρά να δω μια ιστορία να στήνεται. Και τα παρατάω εν γνώσει μου. Κι αυτά τα χαρίζω ή τα στέλνω στα μεταχειρισμένα του Booktalks. 

Τέταρτα, τελευταία, καταϊδρωμένα, είναι τα βιβλία που αντικειμενικά είναι μια χαρά. Αλλά κάτι δεν ταίριαξε στη μεταξύ μας σχέση. Η ανάγνωση εξάλλου είναι πολύ προσωπική εμπειρία. Με αυτά η σχέση μου είναι αμφίθυμη, καταλαβαίνω την αξία τους, αλλά νιώθω κάπως σαν τα πρόδωσα και να με πρόδωσαν. Δεν είναι σαν να αφήνεις στη μέση τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες», δεν νιώθεις πως το πάθαν κι άλλοι. Αντιθέτως, οι άλλοι θριαμβολογούν. Αυτός είναι ο λόγος που θα ξαναπιάσω τον Ζέμπαλντ, ας πούμε. Κρατώ τις αμφιβολίες μου για το «Ενάντια στη Μέρα» του Πύντσον (παρατημένο στη σελίδα 504), αλλά ποτέ δεν ξέρεις. 

Το ερώτημα είναι, δικαιούσαι να μιλάς για τα μισοτελειωμένα σου, να έχεις άποψη για ένα βιβλίο που δεν ξέρεις το τέλος; Δεν υπάρχουν βιβλία που στο τέλος καταλαβαίνεις το μεγαλείο τους; Δεν υπάρχουν βιβλία που τα αγαπάς μετά τη διακοσιοστή σελίδα; Προφανώς υπάρχουν. Όμως όπως σε όλα στη ζωή σημασία έχει ο συγχρονισμός (ελληνιστί τάιμινγκ). Σημασία έχει η σχέση τη δεδομένη στιγμή. Κι οι στιγμές μας είναι ρευστές. Η λογοτεχνία δεν είναι φιλολογία, όταν μιλάμε για τέχνη μπλέκεται το συναίσθημα με τη γνώση. Η γνώση δεν φτάνει για να εκτιμήσεις ένα βιβλίο. Μερικές φορές δεν χρειάζεται καν. Όμως το συναίσθημα είναι κάθε φορά παρόν. Και καθορίζει τη στιγμή. Κι αν εγώ σήμερα ταυτιστώ με την ηρωίδα ενός κακού βιβλίου, θα μου το συγχωρήσω. 


                         Κατερίνα Μαλακατέ 



Υ.Γ. 42 Στη φωτογραφία βλέπουμε τα μισοτελειωμένα στο προσκεφάλι μου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε προχθές. Σε αυτά έχουν προστεθεί το καινούργιο του Μπαρνς, και το νέο του Μπρυκνέρ. Στην πραγματικότητα διαβάζω Μπαρνς και Κάκου σήμερα. 

17/11/20

"Ένας διαφορετικός τυμπανιστής", William Melvin Kelley



Είναι το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» ο νέος Στόουνερ, όπως διαφημίζεται στο εξωτερικό; Το χαμένο αριστούργημα ενός ιδιοφυούς αφροαμερικανού συγγραφέα (ανάλογου αναστήματος με τον Φώκνερ) που περιέπεσε στην αφάνεια για να τον ανακαλύψουν μόλις πρόσφατα ξανά στην Αμερική; Είναι και δεν είναι. Πρόκειται σίγουρα για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο. Αλλά Φώκνερ; Δεν είναι. Ο Κέλλυ, που γεννήθηκε το 1937 και πέθανε το 2017, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Τυμπανιστή, το 1962, πάνω στη φλόγα του ζητήματος των φυλετικών διακρίσεων. Έπειτα ο ίδιος και το βιβλίο ξεχάστηκαν. Αν κι εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. 

Σε μια φανταστική πολιτεία του Νότου (κι εδώ τελειώνουν οι συγκρίσεις με τον Φώκνερ), ένας νέγρος ονόματι Τάκερ Κάλιμπαν αποφασίζει να ρίξει αλάτι στο χωράφι του, να σκοτώσει τα ζωντανά του, να κάψει το σπίτι του και να φύγει. Ταυτόχρονα έγχρωμοι από όλη την Πολιτεία, χωρίς καν να οργανωθούν, από στόμα σε στόμα, ξεκινάν να φεύγουν. Πίσω τους αφήνουν τα πάντα, παίρνουν μόνον την οικογένεια και τα καλά τους ρούχα. Και σε λίγο η Πολιτεία έχει μόνο λευκούς. Την ιστορία τη βλέπουμε τριτοπρόσωπα μέσα από τα μάτια των λευκών, και κυρίως του κύριου Λίλαντ, ενός μικρού αγοριού. Αφηγητές πρωτοπρόσωπα είναι ακόμα και κάποια από τα μέλη της οικογένειας Γουίλσον, που υπήρξαν αφεντάδες των προγόνων του Τάκερ, και δικά του αφεντικά. Αλλά κανένας μαύρος δεν μιλάει, ούτε βλέπουμε τι σκέφτεται. Κι αυτό αφηγηματικά είναι πραγματικά εντυπωσιακό. 

Το βασικό θέμα είναι ο ρατσισμός στην μετεμφυλιακή Αμερική. Και ο σεξισμός. Πρωταγωνιστές άνθρωποι που θυμούνται τους παππούδες τους σκλάβους, και με κάποιο τρόπο συνεχίζουν να είναι κι αυτοί. Αλλά και άλλοι, που θυμούνται πώς ήταν να έχουν σκλάβους, που δεν κάθονται στα ίδια μαγαζιά, ούτε στην ίδια θέση στο λεωφορείο με έγχρωμους, που αρνούνται τη μόρφωση, τη φιλία, την ελπίδα σε συνανθρώπους τους. Που νομίζουν πως παραχωρούν δικαιώματα, αν λένε τους Αφρομερικανούς νέγρους (negro) κι όχι αράπηδες (nigger). 

Ο Κέλλυ φτάνει το θέμα βαθιά, ως εκεί που πονάει προσωπικά τον καθένα. Δεν μασάει τα λόγια του, δεν ανέχεται ευφημισμούς. Ολοκληρώνει τις σκέψεις των ηρώων, δεν αφήνει αμφιβολία για τις προθέσεις και το ποιόν τους. Η λευκή Αμερική του ’60 δεν του συγχώρεσε πως προσπάθησε να μιλήσει εξ ονόματος της και για αυτόν τον καταδίκασε στην λήθη. Το συγκλονιστικότερο είναι πως εξήντα χρόνια μετά, το βιβλίο είναι για την Αμερική, αλλά και για όλον τον κόσμο, επίκαιρο. Ο ρατσισμός, αυτός που υφέρπει στην καθημερινή ζωή, ακόμα μας καταδυναστεύει. Και για αυτό, το βιβλίο του Κέλλυ, που λογοτεχνικά είναι εξαιρετικό, μοιάζει και από πλευράς θεματολογίας πιο ενδιαφέρον από ποτέ. 
   



                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Ένας διαφορετικός τυμπανιστής", William Melvin Kelley, μετ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σ. 325

10/11/20

"Χίλια φεγγάρια", Sebastian Barry






Αγαπώ τον Σεμπάστιαν Μπάρυ, την κάποιες φορές υπερβολικά χαμηλότονη και υποβλητική γραφή του, που σπάνια καταφεύγει σε εντυπωσιασμούς∙ εκτός απ’ όταν το απαιτεί η ιστορία. Ένα τέτοιο εντυπωσιακό βιβλίο ήταν το προηγούμενό του, οι "Μέρες δίχως τέλος». Καταπιάστηκε εκεί με ένα σωρό θέματα ταμπού, την εξόντωση των γηγενών Ινδιάνων στην Αμερική, την ομοφυλοφιλία, την παρενδυσία, τη δυσφορία φύλου, τη φρίκη του πολέμου, το ρατσισμό και τον Αμερικάνικο Εμφύλιο. Πρόκειται πραγματικά για ένα μεγάλο βιβλίο. 

Τα «Χίλια φεγγάρια» είναι η συνέχεια αυτού του μυθιστορήματος. Ομολογώ πως με εξέπληξε η επιλογή του να ξαναγυρίσει στους ίδιους ήρωες και το ίδιο σκηνικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Μπάρυ ξαναβρίσκει των χαμηλών εντάσεων εαυτό του, τα θέματα που πραγματεύεται είναι λιγότερα κι από άλλη πλευρά. Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια, ένας μάλλον δεύτερος χαρακτήρας του πρώτου βιβλίου, η μικρή Ινδιάνα της φυλής Λακότα που έσωσαν και υιοθέτησαν ο Τζον Κόουλ και ο Τόμας ΜακΝάλτυ. Η Γουινόνα, που προέρχεται από τους «πιο δυστυχισμένους ανθρώπους που πάτησαν ποτέ στη γη», είναι πια μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της σε έναν κόσμο που δεν την θεωρεί καν άνθρωπο. Όταν την κακοποιούν, δεν υπάρχει νόμος για να την προστατέψει, τα άτομα της φυλής της δεν είναι πολίτες. Αλλά κι ο Τζον Κόουλ, που χει λιγάκι μόνο ινδιάνικο αίμα, ίσως ένα όγδοο, κινδυνεύει κι αυτός, όπως και τα έγχρωμα αδέλφια Μπουγκρό που ζουν μαζί τους στη φάρμα. 

Κυρίαρχα ζητήματα στο μυθιστόρημα είναι ο ρατσισμός κι ο σεξισμός στην Αμερική αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Το να είσαι έγχρωμος, Ινδιάνος, γυναίκα ή ακόμα και υποστηρικτής τους, σε βάζει σε άμεσο κίνδυνο. Δεν είναι μόνο πως σε υποτιμούν, οι λευκοί άντρες μπορούν να σου κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να βρεις το δίκιο σου ποτέ. 

Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ γράφει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αυτή τη φορά με γυναίκα ηρωίδα. Βάζει ζητήματα σεξουαλικότητας και φύλου. Η Γουινόνα ψάχνει να βρει την ταυτότητά της, να ορίσει τον εαυτό της ως άνθρωπο. Είναι εδώ ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, που τον αγαπάς βαθιά. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για αυτούς που την περιτριγυρίζουν. Ακόμα και οι Τζον Κόουλ και Τόμας ΜακΝάλτι μοιάζουν άψυχοι. Κι είναι κρίμα. 

Το «Χίλια φεγγάρια μεταφράστηκε στη χώρα μας πολύ σύντομα, γιατί τόσοι αναγνώστες αγάπησαν το «Μέρες δίχως τέλος». Τα δύο βιβλία δεν είναι ισάξια, τα φεγγάρια είναι ένα ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα, γραμμένο όμορφα και λυρικά, αλλά δεν έχει την σπιρτάδα του προηγούμενου, ούτε τη λογοτεχνική αξία. Ο Μπάρυ δεν γράφει ποτέ άσχημα, και ποτέ ως τώρα δεν με έχει απογοητεύσει. Ούτε κι αυτό μετάνιωσα που διάβασα, παραμένει πάντως, για τα δικά του δεδομένα, ένα μέτριο βιβλίο, που δεν είμαι καθόλου σίγουρη πως μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα χωρίς το προηγούμενο και να γίνει πλήρως κατανοητό. 




                     Κατερίνα Μαλακατέ




"Χίλια φεγγάρια", Σεμπάστιαν Μπάρυ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, σ.275, 2020