Είχα καιρό να διαβάσω whodunit αστυνομικό, εμπορικό και γρήγορο, όταν έπιασα το «Αρχίζουμε από το τέλος». Επίσης ίσως να είχα κι ελαφρύ πυρετό. Πάντως το μυθιστόρημα ανταποκρίθηκε πλήρως, με ξενύχτησε όταν έπρεπε και μου κράτησε συντροφιά, όχι για πολύ 2-3 μέρες, ίσα ίσα να μπορέσω να βγάλω το δύσκολο.
Φυσικά, όπως τα περισσότερα αντίστοιχα που έχω διαβάσει, πάσχει από την ασθένεια της υπερπλοκής, ήρωες εμφανίζονται, κι έπειτα πεθαίνουν εν ριπεί οφθαλμού, ακριβώς μόλις τους συμπαθήσεις, δολοφόνοι κάνουν σουλάτσο, λες και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου είναι να σκοτώσεις έναν άνθρωπο, έστω και τυχαία. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας αστυνομικός που δεν έχει λύσει ποτέ ούτε μια υπόθεση και πάσχει από ανίατη ασθένεια. Α, και ο πραγματικός δολοφόνος κάνει μπαμ αμέσως.
Δύο παιδιά, η Ντάτσες, δώδεκα χρονών και ο Ρόμπιν, έξι χρονών, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους με ελάχιστα χρήματα, γιατί η μητέρα τους είναι μια άσωτη που δουλεύει ενίοτε τραγουδίστρια σε κακόφημα μπαρ, κάνει σωρηδόν απόπειρες αυτοκτονίας και τα παραμελεί. Ο μόνος που νοιάζεται για αυτά είναι ο στρογγυλός, ροδαλός αστυνόμος Γουόκ, παιδικός φίλος της μαμάς τους. Κι αργότερα ο Βίνσεντ, ο κολλητός του Γουόκ, που μόλις βγήκε έπειτα από τριάντα χρόνια στη φυλακή
Άλλα σπόιλερ σε αστυνομικό, εγώ δεν κάνω.-
Το μυθιστόρημα έχει κάποιες νύξεις για τις διαλυμένες οικογένειες, για το τραύμα, για τη θανατική ποινή, για την ιδρυματοποίηση, για την οικολογία, χωρίς να φτάνει σε κάποιο βάθος κι αυτό είναι ξεκούραστο. Ενεργοποιεί την ταύτιση από την πρώτη στιγμή, με το πιο εύκολο τρικ, έχοντας για κεντρική πρωταγωνίστρια ένα παιδί δώδεκα χρονών και πιάνει σωστά όλες τις αποχρώσεις του μελό. Βέβαια πιθανολογώ πως ο συγγραφέας έχει χρόνια να συναναστραφεί με μια δωδεκάχρονη, κι έτσι η πρωταγωνίστρια άλλοτε μοιάζει οκτώ, κι άλλοτε σαράντα οκτώ ετών, χωρίς καμία συνέπεια.
Η πλοκή έχει κάποια παιδαριώδη λάθη, είναι δύσκολο να χειριστείς όλους αυτούς τους χαρακτήρες, κι η μετάφραση είναι μέτρια, γεμάτη αγγλισμούς και κυριολεξίες που σε κάνουν να γελάς και να χάνεις τον ρυθμό της αφήγησης. Αυτό είναι πάντα κακό σημάδι, σημαίνει πως ο μεταφραστής βαρέθηκε, «μπήκε στον αυτόματο» για να βγουν οι πολλές σελίδες. Γενικά, μόλις αρχίσει κανείς να ψάχνει τις «ραφές» του κείμενου, είναι κακά τα μαντάτα για ένα μυθιστόρημα που δεν διεκδικεί δάφνες μεταμοντερνισμού. Κι αν κατάφερα εγώ που είμαι εξαιρετικά επιρρεπής στο μελόδραμα, να αρχίσω να ασχολούμαι με τα δομικά στοιχεία της πλοκής, αντί να κλαίω για τους πεθαμένους, τότε μάλλον κάτι πήγε λάθος.
Κατερίνα Μαλακατέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου