19/9/24

"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου






Τρία πράγματα θαυμάζει κανείς στη γραφή της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Το πρώτο είναι οι ολοκληρωμένες ιδέες, οι ιστορίες της όσο περίπλοκες κι αν είναι, τελικά καταλήγουν κυκλικά να τρώνε την ουρά τους και να τρώνε κι εσένα που τις σκέφτεσαι ξανά και ξανά και μερικές φορές θέλεις να αρχίσεις το βιβλίο από την αρχή για να καταλάβεις την ψιλοβελονιά του στην πλοκή. Το δεύτερο είναι η ελευθερία της, ενώ γράφει κατά βάση επιστημονική φαντασία ή φάντασι, δεν φοβάται να καταπατήσει συστηματικά τα όρια του ενός και του άλλου, να καταστρατηγήσει με μεγάλη άνεση τα όρια του κάθε είδους, να αφεθεί στη δική της λογοτεχνική φαντασία, χωρίς τις αγκυλώσεις του genre. Και το τρίτο είναι η γλώσσα, ο λυρισμός της, κάποτε «παλιομοδίτικος» και κάποτε εντελώς μεταμοντέρνος και αποσπασματικός, δίνει εικόνες απίστευτης ομορφιάς, σε κυλάει στη λάσπη, και σε τρίβει στην άμμο της ερήμου.

Αυτά τα τρία με γοήτευαν πάντα, από τότε που διάβασα πρώτη φορά τη «Γυναίκα του Λωτ» και δεν μπόρεσα να την ξεχάσω. Από τότε που πήρα όλα της τα βιβλία με τη σειρά, από τότε που την έβαλα μια μέρα να τα υπογράψει ένα -ένα πριν κάνουμε ραδιοφωνική εκπομπή και την μπλόκαρα εντελώς, τόσο που οριακά απάντησε στις ερωτήσεις μου στον αέρα, από τότε που της είπα «Θέλω να γίνω Μπουραζοπούλου όταν μεγαλώσω» (σχετικά πρόσφατα αυτό, πριν από κανένα εξάμηνο). Τα γράφω αυτά, για να είναι ξεκάθαρο πως είμαι φαν. Είμαι φαν του είδους, της γραφής της, της γυναίκας, της λογοτέχνιδας, κ.ο.κ. και ως τέτοια με κανέναν τρόπο δεν είμαι αντικειμενική, ούτε και θα έπρεπε να είμαι. «Όσο ζω, Μπουραζό» που λέει και μια ψυχή που τυχαίνει να είναι κολλητή μου.

Μιας και πρέπει να σας μιλήσω πάντως για μια Τριλογία κοντά 1800 σελίδων, λέω να σταματήσω τους προλόγους. «Ο Δράκος της Πρέσπας» είναι ένα αναγνωστικό επίτευγμα. Έτσι νιώθει μια αναγνώστρια όταν τελειώνει την περιπέτεια και των τριών βιβλίων, οπότε μόνο μπορώ να φανταστώ πώς νιώθει μια συγγραφέας όταν το τελειώνει. Ο πρώτος τόμος, «Η κοιλάδα της λάσπης» εκδόθηκε το 2014, και ο τελευταίος το 2023, οπότε υπολογίζω πως η σκέψη του Δράκου και της Τριλογίας πρέπει να βασάνισε τη Μπουραζοπούλου 10-12 χρόνια, χονδρικά, και να ήταν στη σκέψη της άλλα τόσα.

Πρωταγωνίστρια αδιαμφισβήτητη η Πρέσπα, (οι Πρέσπες), οι λίμνες στο τρίστρατο μεταξύ τριών χωρών, της Ελλάδας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, σε έναν χώρο που μοιάζει κυκλικός, αδελφικός και ενιαίος αλλά στην πράξη χωρίζεται από τα σύνορα σε ένα Ύψιλον μέσα στον κύκλο, ή ένα πεζό λ, φτιάχνοντας και δεν φτιάχνοντας ένα νοητό σήμα της Ειρήνης. λ, όπως η αντίστοιχη ραψωδία της Οδύσσειας, μια κατεβασιά στον Άδη. Ως εδώ θα φτάσω και θα σταματήσω τα σπόιλερ.




Πρώτος τόμος, από την πλευρά της Ελλάδας. Ένας Δράκος έχει εμφανιστεί στη λίμνη της Πρέσπας, ένας δράκος μοβόρος που σκοτώνει και βιάζει γυναίκες, κι έχει αλλάξει τελείως το μικροκλίμα της περιοχής, συνέχεια βρέχει, τα πάντα έχουν βυθιστεί στη λάσπη. Στην ελληνική όχθη, έχει δημιουργηθεί μια ομάδα δρακολόγων— αποκλειστικά ανδρών μιας και ο Δράκος είναι άκρως σεξουαλικό ον και αρέσκεται να ξεσκίζει γυναίκες—, που κατασκηνώνουν μες στις λάσπες και προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Έχουν σχηματίσει μικροομάδες των τριών, τακτικά και βολεμένα, και έχουμε από όλα τα είδη, υπερεθνικιστές, αστρολόγους, Ορφιστές, επιστήμονες και δαιμονολόγους. Η φυσική με τη μεταφυσική, μπλέκονται, όχι αγαστά, μπας και δώσουν μια λύση.

Η εμφάνιση του Δράκου είχε τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο στην περιοχή, τα πάντα καταστράφηκαν και η χώρα αναγκάστηκε να στραφεί στην παντοδύναμη Παγκόσμια Τράπεζα για δάνεια και εποπτεία. Στην ουσία οι Αρχές της χώρας έχουν χάσει πια κάθε διοικητική δύναμη, και τη διοικούν οι Τελωνειακές αρχές κάθε Περιφέρειας, διορισμένες αυτοπροσώπως από τον Έκτορα Μόζερ, τον Ύπατο αρμοστή της Τράπεζας.

Στον δεύτερο τόμο, την Κεχριμπαρένια Έρημο, βρισκόμαστε από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Εδώ ο Δράκος δρα μόνο Νύχτα. Τα πάντα είναι καυτά, η έρημος έχει καταλάβει τα πάντα, οι δρακολόγοι, άντρες και γυναίκες, δεν τολμούν καν να πατήσουν την άμμο, ζουν πάνω σε ξύλινες εξέδρες.

Στον τρίτο τόμο, τα πάντα πάγωσαν στην Αλβανία. Οι γυναίκες δρακολογίνες (αυτό το δρακολόγοι με πέταγε συνέχεια έξω), μισές τοξότριες, μισές ιέρειες, μοιάζουν με αμαζόνες, υπόσχονται να είναι αειπάρθενες, είτε θέλουν να σκοτώσουν τον Δράκο, είτε θέλουν να σαγηνεύσουν τον Δράκο. Αν δεις τον δράκο, ο δράκος πεθαίνει.

Τις τρεις ιστορίες διαπερνά το λ, η διαφθορά της εξουσίας, μια γυναίκα καλλιτέχνης, ένας άντρας μονόχειρας, οι τρίδυμοι Δράκοι-φύλακες και η έχθρα μεταξύ αδελφών και φίλων, η συνεχής έριδα που φτιάχνουν τα ίδια τα σύνορα κι ο νους μας, όσο η Πρέσπα αντιστέκεται και γίνεται από δυο λίμνες, μία.

Κορυφαίες φιγούρες ο Έκτορας Μόζερ, απόλυτος άρχων και ταυτόχρονα πιόνι της Τράπεζας, η καρικατούρα του Κακού αλλά και το Κακό προσωποποιημένο. Μην πούμε σε ποιον μοιάζει και μας πιάσουν στον στόμα τους (σπόιλερ αλερτ, στον Σόιμπλε). Η Μάνα κουράγιο, Μοίρα, η γυναίκα φίδι, η γυναίκα που μεταμορφώνεται κι είναι πάντα λ, οι τρίδυμοι αδελφοί Δράκοι. Και η δύναμη του νου, της προκατάληψης, της παραπληροφόρησης, η δύναμη του Κατεστημένου να σε ορίσει, η Δύναμη της αγοράς, η Αγορά και η Τράπεζα, παντοδύναμες. Όλα είναι εξουσία. Η Εξουσία. Αυτό είναι το βασικό. Αυτό προσπαθεί κάθε μια από τις φιγούρες να αποδείξει, σε αυτό προσπαθούν να αντισταθούν οι Άνθρωποι. Η Τριλογία βρωμάει πολιτική κυνικότητα και ελπίδα. Η Ελπίδα είναι ο Δράκος. Κι η Εξουσία είναι ο Δράκος. Όλα μέσα στο μυαλό μας, αξεδιάλυτα, να μας καθορίζουν.

Ένιωσα τον νου μου να εκρήγνυται, τελειώνοντας την τελευταία σελίδα του Πάγου. Πριν δέκα χρόνια που διάβασα την Κοιλάδα της Λάσπης, ένιωσα κάτι να μου λείπει, «η πλοκή δεν είναι τόσο σφιχτοδεμένη όσο συνήθως», έγραψα.Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, όπως είμαστε και οι άνθρωποι, σφιχτοδεμένοι, αλλά πάντα παραπαίοντας μέσα στο χάος. Για μένα η λογοτεχνία βάζει όρια στο χάος της καθημερινότητας και του εγκεφάλου μας για να απελευθερώσει την φαντασία. Αυτό καταφέρνει εδώ η Μπουραζοπούλου, να κινητοποιήσει τη φαντασία και να της αλλάξει ρότα∙ γιατί το ταξίδι του Δράκου της Πρέσπας έχει ένα χαρακτηριστικό, σε βοηθάει να γεννηθείς αγνός σαν μωρό μες στα υγρά και τη βροχή, σε παίρνει από το χέρι και σε στεγνώνει σαν παιδί, και σε παραδίδει ενήλικο, στον πάγο της πραγματικότητας.

                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ


"Ο Δράκος της Πρέσπας", Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2014-2023

Ο Δράκος Της Πρέσπας Ι: Η Κοιλάδα Της Λάσπης



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙ: Κεχριμπαρένια Έρημος



Ο Δράκος Της Πρέσπας ΙΙΙ: Η μνήμη του πάγου





Αν θελήσετε να λάβετε μέρος στο zoom της Κυριακής, κάμετε register εδώ: 




16/9/24

"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι




Οι «Δαιμονισμένοι» εκδόθηκαν πρώτη φορά το 1872, πέντε χρόνια μετά το «Έγκλημα και τιμωρία» και δέκα πριν τους «Αδελφούς Καραμαζώφ». Το να προσπαθήσει κανείς να αποτιμήσει την ανάγνωση ενός τέτοιου μυθιστορήματος θέλει ή πολλά κότσια ή άγνοια κινδύνου. Τίποτα από τα δυο δεν διαθέτω, οπότε θα με συγχωρέσετε, θα πω όσα μπορώ, όσα είναι ανθρωπίνως δυνατόν χωρίς να κάνει κάποιος διατριβή— ειρήσθω εν παρόδω, υπάρχουν άπειρες, και λογοτεχνικές και φιλολογικές προσπάθειες προσέγγισης του έργου, με πιο γνωστές αυτές του Μπαχτίν και του Καμί.

Ο Ντοστογιέφσκι προτίθετο να γράψει ένα μυθιστόρημα-προκήρυξη κατά τον Μηδενιστών κι ορμώμενος από την Υπόθεση Νετσάγιεφ (ένας πυρήνας μηδενιστών σκότωσε ένα πρώην μέλος τους, τον φοιτητή Ιβάνωφ) έχτισε ένα ολόκληρο σύμπαν, όπου η πολιτική και η φιλοσοφία έχουν κυρίαρχο ρόλο. Πάνω από όλα βέβαια εντυπωσιάζει η ψυχογραφική και η αφηγηματική του ικανότητα∙ όπως πάντα. Οι «Δαιμονισμένοι» διαβάζονται «νερό» παρά τον όγκο και την πολυπλοκότητά τους. Ο Νετσάγιεφ ήταν μάλλον σκοτεινή φιγούρα, είχε προσωπικές σχέσεις με τον Μπαχτίν και ο ίδιος ο Μαρξ τον είχε κατηγορήσει για πράκτορα.

Σε αυτόν τον τύπο στήριξε έναν από τους κεντρικούς του χαρακτήρες, τον Πιοτρ Στεπάνοβιτς Βερχοβένσκι∙ και στον δικό του καθοδηγητή στα νιάτα του στην ομάδα Πετρασιέφσκι στήριξε την αινιγματική προσωπικότητα του Σταβρόγκιν. Μα ας μην προτρέχω, γιατί δεν βιάζεται κι ο συγγραφέας. Σε μια εμβληματική σκηνή, μόλις στη σελίδα 300, μας συστήνει τους δύο βασικούς ήρωες του, εντελώς θεατρικά, αναγγέλοντας τον έναν και παρουσιάζοντας τελικά τον άλλον. Μέχρι τότε, μας μιλά για τη Βαρβάρα Πετρόβνα, τη μητέρα του Σταβρόγκιν και τον Στεπάν Τροφίμοβιτς, τον πατέρα του Πιοτρ Στεπάνοβιτς, κι είναι σαν να μας μιλά για τους πρόδρομους του μηδενισμού. Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς ήταν ένας χαλαρός φιλελεύθερος διανοούμενος που είχε τα φόντα να γίνει καθηγητής Πανεπιστημίου, μα προτίμησε να γίνει παιδαγωγός στο σπίτι της Βαρβάρας Σταβρόγκινα και να ζει παρασιτικά από τα λεφτά της για είκοσι χρόνια. Αυτός μόρφωσε τον γιο της, αυτός την ψυχοκόρη της Ντάρια και τον αδελφό της Σάτοφ, αυτός και μια συγγενή αρχοντοπούλα τη Λιζέτα Νικολάβιεγνα∙ μολαταύτα τον δικό του γιο ΠιοτρΣτεπάνοβιτς τον έστειλε μακριά με μια ταχυδρομική άμαξα σε κάτι μακρινούς συγγενείς.
Ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς είναι κυνικός, αδίστακτος, θρασύς, ένας άντρας ορφανός, που δεν τον συνέτρεξε κανείς, που μιλά ακατάπαυστα και εκμεταλλεύεται τους πάντες για να δημιουργήσει χάος. Όμως λατρεύει τον Σταβρόγκιν και τον χρειάζεται για καθοδήγηση. 

Ο Σταβρόγκιν πάλι είναι ίσως ο πιο αμφίσημος και περίπλοκος χαρακτήρας από καταβολής της λογοτεχνίας. Ευγενής, κι όμως διατεθειμένος να αλλάξει τον κόσμο, ταυτόχρονα νάρκισσος και βαθιά ανασφαλής, ένα τέρας που οι πράξεις του θα ανατρίχιαζαν τον καθένα και οδηγούν ανθρώπους στην ατίμωση και στον θάνατο, που λειτουργεί παρορμητικά και κάνει τα πιο ακραία πράγματα την πιο ακατάλληλη στιγμή, που μετά τα κρίματά του αυτοτιμωρείται φρικτά, ένας άνθρωπος σπασμένος, χωρίς αίσθηση εαυτού, και συνάμα τόσο γοητευτικός που όλες οι γυναίκες διαλύουν τη ζωή τους για χάρη του. Το αίνιγμα και η λύση του γρίφου μαζί.

Το μυθιστόρημα βασίζεται πολύ στον διάλογο για να περάσει τα πολιτικά και φιλοσοφικά του μηνύματα, όπως και οι «Αδελφοί Καραμαζώφ». Την εποχή που το γράφει ο Ντοστογιέφσκι είναι πια βαθιά θρησκευόμενος και σλαβόφιλος, αν και αφήνει τους ήρωες να μιλήσουν ανοιχτά ο καθένας για το όραμα και την ηθική του συγκρότηση, δίνοντας σε μας την ευκαιρία να βγάλουμε συμπεράσματα. Η σύγκρουση είναι ανοιχτή, αθεισμός εναντίον θρησκείας, σοσιαλιστικές και μηδενιστικές θεωρίες που έρχονται από το εξωτερικό απέναντι στην λατρεία του ρώσικου λαού και την σλαβοφιλία.

Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει το χάος, το διαισθάνεται, το περιγράφει, καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που έρχεται από τους διανοούμενος και αυτό που προέρχεται από τους εργάτες και τους μουζίκους. Προσπαθεί να το κατανοήσει –φυσικά παρεμβαίνει κι η δική του προσωπική εμπειρία, η εικονική εκτέλεση, τα τέσσερα χρόνια στα κάτεργα, άλλα τόσα στην εξορία, για τη συμμετοχή του στην ομάδα Πετρασιέφσκι. Κι όταν κάποιος έχει βρεθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα κι του έχει δοθεί χάρη την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, την ώρα που οπλίζουν οι στρατιώτες, έχει διαφορετική οπτική για τα πράγματα.

Λογοτεχνικά, το έργο είναι ποταμός, 900+ σελίδες, 42 χαρακτήρες, όλοι με τα τραύματα και τις ιδιαιτερότητές τους, οι 16 πεθαίνουν, ένας συγκλονιστικός πρωταγωνιστής που ο συγγραφέας τού αφιερώνει τις λιγότερες σελίδες, κι ας μας καθηλώνει. Εδώ έχουμε κι έναν πολύ ενδιαφέροντα αφηγητή, έναν τριετεύοντα χαρακτήρα, τον Αντόν Λαβρίεβιτς, φίλο του Στεπάν Τροφίμοβιτς, που αναγκάζεται αρκετές φορές να δικαιολογηθεί γιατί μας αφηγείται πράγματα από δεύτερο χέρι, μιας και δεν έχει δουλειά ας πούμε να παρευρίσκεται στις συνελεύσεις της μηδενιστικής ομάδας. Έτσι δημιουργεί μια αφηγηματική πολυφωνία, πολύ πρωτότυπη για την εποχή, όπου κυριαρχούσε ακόμα ο παντογνώστης αφηγητής.

Οι ηρωίδες του, όλες δευτερεύουσες, είναι πολύ δυναμικές. Συνάμα έχουμε σχόλια όπως «οι γυναίκες είναι υστερικές», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται», και σκηνές όπου συγκροτημένοι γυναικείοι χαρακτήρες λιποθυμούν για τα μάτια ενός άντρα. Οι δυο μεγαλύτερες σε ηλικία φιγούρες, η Βαρβάρα Πετρόβνα και η Γιούλια Μιχαήλοβα είναι υπερβολικά φιλόδοξες και στο τέλος, ειδικά η δεύτερη γελοιοποιείται πλήρως. Ο συγγραφέας πάντως κοιτάζει μάλλονμε συμπάθεια άλλες, την αγαθή και κουτσή Μαρία Λεμπιάτκινα που παντρεύεται ο Σταβρόγκιν σε μια παρόρμηση, τη γυναίκα του Σάτοφ που γυρνά έγκυος από τον Σταβρόγκιν στον άντρα της.

Ο Ντοστογιέφσκι, που εδώ γράφει μια τραγωδία στη μορφή σάτιρας, με στιγμές ακραίου χιούμορ, δεν διστάζει να σπάσει πλάκα και με το σινάφι του, έχοντας ως ήρωα μια καρικατούρα συγγραφέα, που αρέσκεται στο εγώ του, με συνεχή σχόλια για έργα της εποχής, του Τουργκένιεφ, του Φουριέ, του Τσερνισέφσκι. Ιδιαίτερα σκωπτικός είναι για το «Πατέρες και Γιοι», αν και ο Στεπαν Τροφίμοβιτς και ο Πιοτρ Στεπάνοβιτς μοιάζει να είναι βασισμένοι στο έργο του Τουργκένιεφ. Το οικοδόμημα είναι τόσο καλά συγκροτημένο, που ταυτίζεσαι με την πάλη των (εν πολλοίς) αντιπαθητικών ηρώων να βρουν τον εαυτό τους και τη θέση τους σε μια κοινωνία που αλλάζει συνεχώς. Μερικές φορές συμπαθείς ακόμα κι ένα τέρας όπως ο Σταβρόγκιν, τον συμπονάς και νιώθεις κοντά του. Η ζωή, το ποιοι είμαστε, η κοινωνία, η πολιτική, η έννοια του Θεού, η σκέψη της αυτοκτονίας, ο θάνατος, όλα γυρίζουν μεγαλειωδώς στο μυαλό του αναγνώστη, χωρίς καν να το καταλάβει. Υπήρξαν στιγμές που έκλεινα για λίγο το ογκώδες τούβλο κι αναφωνούσα «Τι έγραψε ο άνθρωπος». Ένας άνθρωπος- θεός της λογοτεχνίας— που όμοιο του δεν έχουμε γνωρίσει. Που τολμά να πει πως τόσο αν ακολουθήσεις και ενστερνιστείς πλήρως τον αθεισμό, όσο και την πίστη στα θεία, τότε γίνεσαι Θεός κι η μόνη λύση που σου μένει είναι να αυτοκτονήσεις.

Οι «Δαιμονισμένοι» ή «Δαίμονες» όπως μεταφράζονται συχνά στα αγγλικά, είναι ένα βιβλίο για τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα και τις στιγμές μεγαλείου. Μας μιλά για ταραγμένους πολιτικά και κοινωνικά καιρούς, μα κυρίως μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Κι έτσι μεταμορφώνεται ένα έργο-πολιτική προκήρυξη σε ένα έργο παγκόσμιο λογοτεχνικό αριστούργημα.

                                          Κατερίνα Μαλακατέ


"Οι Δαιμονισμένοι", Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μετ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα