Έχοντας τελειώσει το πρώτο μέρος του βιβλίου, μπορώ πια με σιγουριά να πω πως δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω απιστίες, του είμαι πλήρως αφοσιωμένη, θέλω να ξυπνάω με αυτό τα πρωινά και να κοιμάμαι μαζί του τα βράδια. Είναι ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα που σχεδόν κάθε του σελίδα θα μπορούσε να είναι απόσπασμα άξιο θαυμασμού.
Ο Οράσιο Ολιβέιρα, Αργεντίνος στο Παρίσι, είναι ένας γοητευτικός μποέμ ήρωας στην αρχή, που όσο προχωρά η ιστορία γίνεται μια τραγική φιγούρα, χωρίς στιγμή να χάνει την ιδιοσυγκρασιακή του ταυτότητα. Του συμβαίνουν όσα του συμβαίνουν γιατί είναι αυτός που είναι, γιατί μπορεί να συζητά για την πραγματικότητα και να τη βλέπει κατάματα, πως αυτή δεν υπάρχει αλλά υπάρχει. Ο Ολιβέιρα είναι μέλος μιας άκρως καλλιτεχνικής Λέσχης, όπου τα βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα συζητιούνται εν μέσω κρασοκατανύξεων και είναι ζευγάρι με μια μεταφυσικά όμορφη γυναίκα, τη Μάγα. Όλα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους στο κεφάλαιο 23 πάνω από το ζεστό κουφάρι ενός βρέφους. Και καταποντίζονται όσο μια κλοσάρ του παίρνει πίπα.
«εκείνο που με σκοτίζει είναι πως η φυσικότητα και η πραγματικότητα, χωρίς να ξέρει κανείς γιατί, γίνονται αντίπαλες, υπάρχει μια στιγμή που το φυσικό ακούγεται φοβερά ψεύτικο, μια στιγμή που η πραγματικότητα των είκοσι χρόνων σκουντιέται με τους αγκώνες με την πραγματικότητα των σαράντα και σε κάθε αγκώνα υπάρχει ένα ξυράφι που σκίζει τα σακάκια. Ανακαλύπτω καινούργιους κόσμους ταυτόχρονους και ξένους κι όλο και πιο υποπτεύομαι πως το να συμφωνείς με κάτι είναι η χειρότερη αυταπάτη.»
Το βιβλίο διαβάζεται με δυο τρόπους κατά πως λέει ο συγγραφέας, μπορείς να το κάνεις γραμμικά, ακολουθώντας τη ροή των αριθμών, 1,2,3 και ανάκατα, καθ’ υπόδειξή του, να ξεκινήσεις από το κεφ 73 και να προχωρήσεις 73-1-2-116-3-84-4- κτλ. Εγώ το διαβάζω κανονικά, αλλά φαντάζομαι πως κάτι τόσο σημαντικό κάποτε θα θελήσω να το διαβάσω κι άνω κάτω.