Ο Σαλβαδόρ Νταλί είναι για την ζωγραφική ο,τι είναι ο Τζέημς Τζόυς για την λογοτεχνία ή ο Μπόμπυ Φίσερ για το σκάκι. Αυτοί οι τρεις καλλιτέχνες ενσαρκώνουν – τουλάχιστον στην δική μου συνείδηση – το σώμα και το πνεύμα της μεγαλοφυΐας. Είναι άυλοι, άχρονοι, μορφές της ελευθερίας. Θεωρήθηκαν τρελοί, παρανοϊκοί, αντικοινωνικοί και ίσως (απαντάται συχνά όπου ενσκήπτουν θέματα μεγαλοφυΐας) και τσαρλατάνοι. Η συζήτηση περί μεγαλοφυΐας είναι μεγάλη και πάντοτε δεν καταλήγει πουθενά. Η δική μου θέση, η πιο διπλωματική που μπορώ να σκεφτώ, είναι ότι, όλοι είμαστε μεγαλοφυΐες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου! Ας περιοριστούμε όμως μόνο στον Νταλί.
Αλήθεια, τι ήταν αυτό άραγε, που με έκανε να διαβάσω ένα μυθιστόρημα του Νταλί; Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την περίπτωση ενός ζωγράφου που γράφει λογοτεχνία, ο Νταλί υπήρξε ο πλέον ευρηματικός ζωγράφος του 20 αιώνα και η πρόζα του θα πρέπει να είναι ανάλογης αισθητικής δυναμικής. Οι προσδοκίες μου γιγαντώθηκαν αναπόφευκτα. Παλαιότερα είχα ξεφυλλίσει την αυτοβιογραφία του Νταλί – με τον ταπεινό τίτλο “Ημερολόγιο μιας μεγαλοφυΐας”! – και εκεί μέσα, είχα συναντήσει με ναρκισσιστική επιμονή και διαρκή ανακύκλωση, πολλές αναφορές με την χρήση του επιθέτου “νταλικός“ – “Αυτό είναι νταλικό”, “Εκείνο είναι νταλικό!” – πράγμα που με διασκέδαζε αρκετά αφού προερχόταν από μια μεγαλοφυΐα της οποίας ξεφύλλιζα το ημερολόγιο!
Στην περίπτωση ενός μυθιστορήματος όμως, περιμένεις πολλά περισσότερα – ή μήπως όχι; Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή και με έκανε να το αγοράσω, είναι το οπισθόφυλλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί, έως και (τι άλλο;) “νταλικό”!
Γιατί έγραψα αυτή την νουβέλα;
Πρώτον, γιατί βρίσκω τον καιρό να κάνω όλα όσα επιθυμώ και μια από τις επιθυμίες μου ήταν να γράψω.
Δεύτερον, γιατί η σύγχρονη ιστορία αποτελεί ιδανικό πλαίσιο για ένα μυθιστόρημα που ασχολείται με την εξέλιξη και τις διαμάχες των μεγάλων ανθρώπινων παθών, και γιατί η ιστορία του πολέμου, και ιδιαίτερα της συγκλονιστικής μεταπολεμικής περιόδου, έπρεπε οπωσδήποτε να γραφτεί.
Τρίτον, γιατί, αν δεν την έγραφα, κάποιος άλλος θα το' κάνε στη θέση μου, και θα το έκανε κακά.
Τέταρτον, γιατί είναι πιο ενδιαφέρον, αντί “ν' αντιγράφεις την ιστορία”, να την αφήσεις να μιμηθεί όσο καλύτερα μπορεί αυτά που εσύ έχεις σκαρφιστεί.
... από κει και πέρα όμως, παρά τις διογκούμενες προσδοκίες μου, δεν ήξερα τι να περιμένω. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να περιμένω. Και απλώς ξεκίνησα να διαβάζω. Δε θα σας αποκαλύψω τι και πώς το πραγματεύεται. Θα σας πω μονό ότι, η γραφή είναι ντελικάτη (για να είμαι ακριβής, “νταλικάτη”), γεμάτη ευαισθησίες και λεπτές αποχρώσεις (ο ζωγράφος δεν κρύβεται!) του λόγου, τόσο που, αν διαβάζατε το μυθιστόρημα χωρίς να γνωρίζετε τον συγγραφέα του, θα κάνατε τόσο παράτολμες εικασίες για τις οποίες αργότερα θα ντρεπόσασταν!
Ένας παράλληλος προβληματισμός που προκύπτει από αυτήν την ανάγνωση, είναι τα εξώφυλλα στα οποία απεικονίζονται ζωγραφικοί πίνακες. Πόσα λογοτεχνικά εξώφυλλα δεν θυμάστε με πίνακες του Νταλί, του Μοντιλιάνι ή του Πικάσο; Εγώ αγάπησα την ζωγραφική ταυτόχρονα με την ανάγνωση και βρίσκω αυτά τα εξώφυλλα ιδιαιτέρως επιμορφωτικά και καλόγουστα. Μπορεί από πολλούς να θεωρούνται ως η εύκολη λύση των εκδοτών, για μένα ωστόσο, παραμένουν και μια σοφή επιλογή. Νομίζω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν ανατρεπτικό και ευχάριστο, το βιβλίο του Νταλί να μην είχε εξώφυλλο που απεικόνιζε πίνακά του! Αλλά, οι εκδότες, σπανίως σκέφτονται σουρεαλιστικά!
Το μυθιστόρημα του Σαλβαδόρ Νταλί “Κρυμμένα πρόσωπα”, ίσως επιβεβαιώνει τον ποιητή Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος, είχε προβλέψει ότι ήταν (ο Νταλί) προορισμένος για ν' ακολουθήσει τον δρόμο της φιλολογίας και μάλιστα του πρότεινε ν' ασχοληθεί αποκλειστικά με το μυθιστόρημα˙ ίσως πάλι, επιβεβαιώνει τον ίδιο τον Νταλί που ισχυριζόταν ότι με το σύνολο της τεράστιας σε όγκο και πολύμορφης δραστηριότητάς του θ' αφήσει στην επιδερμίδα της κυρτωμένης και τεμπέλικης “καλλιτεχνικής ράχης” της εποχής του, το αδιαφιλονίκητο σημάδι όλης της γόνιμης γενναιοδωρίας των “ποιητικών ευρημάτων” του. Άλλωστε, πόσοι και πόσοι δεν είν' αυτοί που ήδη τρέφονται πνευματικά από την δουλειά του! Όποιος, λοιπόν, έχει στο ενεργητικό του περισσότερα, “πρώτος τον λίθον βαλλέτω”. Ίσως ακόμα, επιβεβαιώνει και τους δυο μαζί!
Μαραμπού
"Κρυμμένα πρόσωπα", Σαλβαντόρ Νταλί, μετ.Νένια Γλύπτη, Εξάντας, 2009, σελ.240
Υ.Γ. 42 Αν και σε γενικές γραμμές θα μου φαινόταν σουρρεαλιστικό να διαβάσω κείμενο του Νταλί, νομίζω πως τελικά θα το δοκιμάσω.
Ευχαριστώ πολύ την librarian που με πήρε, προ δύο εβδομάδων, τηλεφωνική βόλτα στο παζάρι της πλατείας Κοτζιά και είδαμε/ακούσαμε ωραία βιβλία και εν τέλει, αγοράσαμε και μερικά από αυτά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧα! Όλο πρωτοτυπίες. Τηλεφωνική βόλτα στο παζάρι. Δεν μας γράφεις για την εμπειρία;
ΔιαγραφήΕ, δεν μπορείς να φανταστείς! Σουρεάλ καταστάσεις!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία έχει ως εξής, αρχικά βλέπω κάτι βιβλία από τις εκδόσεις Ύψιλον και σκέφτομαι ότι ίσως να αρέσουν στον Μαραμπού, του τηλεφωνώ, πιάνουμε την κουβέντα και αρχίζω να κάνω πάνω κάτω στην έκθεση (ανάμεσα στον κόσμο) και να μιλάμε χωρίς να κοιτάω βιβλία. Μετά όμως είχαν αρχίσει όλοι να με κοιτάνε περίεργα οπότε άρχισα να κοιτάω τους πάγκους και να λέω αλλοπρόσαλλα ό,τι βλέπω, μια τίτλους, μια ονόματα συγγραφέων, να κάνω ελιγμούς ανάμεσα στον κόσμο, να διαβάζω περιλήψεις και να προσπαθώ να περιγράψω τη βλέπω με πολύ κακό τρόπο αφού πρώτη φορά έκανα κάτι τέτοιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπου στο τέλος τα φτύσαμε κι εγώ και ο Μαραμπού και η μπαταρία του κινητού μου!
Χαχα, τώρα που το ξανασκέφτομαι η ιδέα μου δεν ήταν τόσο κακή, κάποια στιγμή είχαμε συγχρονιστεί καλά, ίσως τις φορές που ο Μαραμπού γνώριζε τα βιβλία.
Την επόμενη φορά θα έχουμε συγχρονιστεί κατάλληλα, να έχει δηλ. μπροστά του υπολογιστή και να βλέπει διαδικτυακώς τα βιβλία.
Θα το επαναλάμβανα!