31/10/14

"Το σπίτι", Γιώργος Μητάς





Βιβλίο αρκετά διαφορετικό από τις «Ιστορίες του Χαλ» που ήταν υψηλής συναισθηματικής θερμότητας μέσα στην καταχνιά της Αγγλίας, «Το σπίτι» του Γιώργου Μητά, στήνεται σε ένα ελληνικό νησί την Ύδρα, στηρίζεται πιότερο στο μυαλό και λιγότερο στο θυμικό, μοιάζει μια μάλλον περίεργη επιλογή για έναν συγγραφέα με τόσο ισχυρό πρώτο δείγμα γραφής. Αυτό που δεν αλλάζει σε αυτό το βιβλίο είναι η εξαιρετική χρήση της γλώσσας από τον συγγραφέα, που χαρακτήριζε και το Χαλ, σε βαθμό τέτοιο που καταντά ζηλευτή.

«Έκαμψε το σώμα του να ξεφύγει, αλλά τον πρόλαβα. Λάκτισα με όλη μου την δύναμη. Βρήκα τον γάτο στο πίσω μέρος της κοιλιάς και την λεκάνη- «Άρπα την καριόλη!»

Ο συγγραφέας Νίκος Βελισάρης, πρωταγωνιστής και αφηγητής του μυθιστορήματος, ζει αυτό που θα ονειρευόταν κάθε νέος δημιουργός. Τη στιγμή που αποφασίζει να αφήσει την δουλειά του για την συγγραφή, εμφανίζεται μια πιθανότητα για υποτροφία σε ένα μέρος που θα ζει απομονωμένος, θα ασχολείται μόνο με την συγγραφή και θα καλύπτονται όλες οι υλικές ανάγκες του. Ο κύριος Κάλφογλου, κάπως μυστηριώδης, είναι διατεθειμένος να φιλοξενήσει τον Βελισάρη στην Ύδρα, να του παρέχει στέγη και τροφή και ο,τι ζητά η καρδιά του, για να γράψει για τρεις-τέσσερις μήνες. Το μόνο που απαιτεί είναι μια περίοδος δοκιμαστική μίας εβδομάδας στον «Οίκο της Γραφής», για να αποφασίσει αν ο Βελισάρης πληρεί τα προσόντα.

Ο Βελισσάρης από την αρχή έχει ένα κράτημα για το εγχείρημα, τον υποψιάζει που ο οικοδεσπότης του θέλει απόλυτη μυστικότητα- να μην πει σε κανέναν για την παραμονή του εκεί, ούτε στους πιο οικείους του. Όταν φτάνει στο νησί, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σκοτεινά, οι προθέσεις του ανάπηρου κυρίου Κάλφογλου και του υπηρέτη-συντρόφου του Συμεών μοιάζουν άδηλες. Στο «σπίτι» δεν πιάνουν τα κινητά, οι βιβλιοθήκες είναι τεράστιες με σπάνια χειρόγραφα, μια ατμόσφαιρα θρίλερ αρχίζει να εξυφαίνεται. Ο Βελισάρης έχει μια εβδομάδα για να γράψει ένα διήγημα, να το παρουσιάσει στην «Αίθουσα των ακροάσεων» και να πάρει την υποτροφία.

Ο Γιώργος Μητάς έγραψε ένα απίστευτα βιβλιοφιλικό βιβλιοβιβλίο, με συνεχείς διακειμενικές αναφορές, σχεδόν σε κάθε πρόταση. Παρελαύνουν από τις σελίδες του ο Τόλκιν, ο Τζακ Λόντον, η Έμιλυ Μπροντέ, ο Παδούρα, ο Καχτίτσης, ο Λόρκα, ο Μπόρχες, ο Κλάιβ Μπάρκερ, ο Ντίκενς, η Περλ Μπακ, ο Πόε, ο Μπγιόρνσταντ, ο Χάιντερλιν, ο Τσβάιχ, ο Εμπειρίκος, ο Πολίτης, ο Χένρι Τζέημς, ο Θερβάντες, ο Ουέλς, ο Μπρούνο Σουλτς, ο Ιούλιος Βερν (σίγουρα κάποιοι θα μου ξέφυγαν). Οι μουσικές διαπερνούν την αφήγηση και της δίνουν έναν υποβλητικό ρυθμό- Κοέν και Σούμπερτ και Μάλερ. Από αυτή την άποψη, ο συγγραφέας κατάφερε ένα εξαιρετικό επίτευγμα.

Από την άλλη, τούτο το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε περισσότερο με την λογική, ο ρυθμός του θρίλερ δεν πείθει απόλυτα, σαν να είναι πρόσχημα η ιστορία για να μιλήσει ο Μητάς- ένας από πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς μας- για τα βιβλία που αγαπά. Ο χαρακτήρας του Βελισάρη είναι ολοκληρωμένος, αλλά τόσο ο κύριος Κάλφογλου, όσο και ο Συμεών μοιάζουν λιγάκι σχηματικοί, άψυχοι, προσχεδιασμένοι.

Το μυθιστόρημα είναι ευκολοδιάβαστο, δεν σε αφήνει να το παρατήσεις για την επόμενη μέρα, η γραφή του συγγραφέα βελτιώνεται εδώ, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν. Και τα όποια προβλήματα στην πλοκή τα αντισταθμίζει η αναφορά σε τόσα βιβλία, η αίσθηση- τουλάχιστον η δική μου- της οικειότητας με το θέμα, που αφορά την απομόνωση του συγγραφέα από την εξωτερική ζωή για να γράψει.

Λέει στην τελική αναμέτρηση με τον συγγραφέα ο Κάλφογλου: «Δεν θα αργήσει ο καιρός κύριε Βελισάρη, που θα σας είναι δύσκολο να θυμηθείτε την εποχή που ζούσατε χωρίς την γραφή, που σας εμψύχωνε και σας παρακινούσε το όνειρό της. Καινούργια, μικρότερα όνειρα, καινούργιες απογοητεύσεις θα έρθουν τότε∙ κι αργότερα, αν είστε τυχερός, ακόμα κάποια όνειρα θα ακολουθήσουν, ενώ οι απώλειες θα μεγαλώνουν. Κι εσείς θα πρέπει κάθε φορά να βρίσκετε την ισορροπία- ένας σχοινοβάτης στην κόψη του χρόνου! Βλέπετε, κύριε Βελισάρη, σε κάθε σταθμό η εικόνα αλλάζει, όπως αλλάζει συνεχώς και η αντίληψη που έχουμε για την διαδρομή, όσο πλησιάζουμε προς το τέρμα…». Κι ο Γιώργος Μητάς είμαι σίγουρη πια πως δεν θυμάται καν πως ήταν τότε που μόνο ονειρευόταν να γράψει, είναι ήδη σε άλλον σταθμό της διαδρομής.

«Το σπίτι», Γιώργος Μητάς, εκδ. Κίχλη, 2014, σελ. 135


Υ.Γ. 42 Η έκδοση της Κίχλης πάντα εξαιρετική. Δυο ενστάσεις. Τα πραγματολογικά στοιχεία στο πίσω μέρος θα προτιμούσα να λείπουν. Τις διακειμενικές αναφορές θα τις χαιρόμουν πιο πολύ όταν τις ανακάλυπτα μόνη μου, κι ας έχανα μερικές. Και η δεύτερη μόνιμη: προς τι το πολυτονικό σε έναν συγγραφέα της γενιάς μας.

Υ.Γ. 42-42 Την Κυριακή 2 Νοεμβρίου μαζί μας ο Γιώργος Μητάς στην εκπομπή Διαβάζοντας στον www.amagiradio.com στις 2μ.μ. Θα κληρώσουμε και τρία αντίτυπα του βιβλίου, οπότε δεν μένει παρά να συντονιστείτε.








29/10/14

"Διαβάστε προσεκτικά τις οδηγίες χρήσεως" του Μαραμπού

        


      Αυτή η προτροπή είναι χρήσιμη όταν θέλουμε να θέσουμε σε λειτουργία το καινούριο μας πλυντήριο ή όταν θέλουμε να συναρμολογήσουμε τα κομμάτια ενός μικρού δικινητήριου αεροπλάνου, μια περίοδο που μας κόλλησε ανεξήγητα και απροσδόκητα το μικρόβιο του μοντελισμού. Όμως, όταν οι οδηγίες χρήσεως αφορούν την ζωή, τότε ανακύπτουν κάτι μικροπροβλήματα με τάσεις γιγαντισμού και προδιαθέσεις γρίφου. Θα φτάσει μια ζωή για να διαβάσουμε τις οδηγίες χρήσεως; Θα είναι επαρκείς οι πληροφορίες έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία της ζωής; Αν αποδειχθούν βαρετές, όπως τόσες και τόσες οδηγίες χρήσεως, μπορούμε να τις παρακάμψουμε και να κάνουμε άμεση χρήση του αντικειμένου, που είναι πάντα το πιο διασκεδαστικό κομμάτι, με μεγάλο κίνδυνο όμως, λόγω της άγνοιάς μας να το καταστρέψουμε πριν καλά καλά μάθουμε να το χρησιμοποιούμε;


Ο Ζωρζ Περέκ τείνει να γίνει ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Σημαντικό μέλος του Ουλιπό (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας) που έδωσε νέα πνοή στην λογοτεχνία με τα σκαμπρόζικα λεκτικά παιχνίδια και την επιστράτευση του πάντα ετοιμοπόλεμου σαρκασμού. Οι “Ασκήσεις ύφους” του συνεμπνευστή του κινήματος Ραιμόν Κενώ, υπήρξαν αποκάλυψη για μένα και έκτοτε δεν παραλείπω να ασκούμαι εντατικά και αδιαλείπτως. Ο αγαπητός Καλβίνο πέρασε από εκεί και ένωσε τις δημιουργικές του ανάσες με τους υπόλοιπους. Μα, νομίζω εκείνος που φύσηξε με την περισσότερη δύναμη και με την καθαρότερη αναπνοή, ήταν ο Ζωρζ Περέκ, ο οποίος πέθανε μόλις στα 45 του χρόνια, πιθανόν εξαιτίας των κατεστραμμένων από το τσιγάρο πνευμόνων του!

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, υπάρχουν δέκα μικρά αποσπάσματα κριτικών, όπου τέσσερις εξ αυτών κάνουν σαφή αναφορά στον Τζόυς και σύγκριση με τα σπουδαιότερα έργα του. 40% τοις εκατό, δεν είναι αμελητέο ποσοστό για έναν αναγνώστη που ίσως έχει ήδη ασχοληθεί με τον Τζόυς και τα δύσκολα κείμενά του και γι' αυτό διστάζει να καταπιαστεί με έναν ακόμα συγγραφέα που (λένε!) ότι ομοιάζει τόσο πολύ στο αρχέτυπο. Ακόμα δεν έχω βγάλει άκρη, οι αναφορές στον Τζόυς λειτουργούν προτρεπτικά, ανασταλτικά, ή είναι απλώς μια κακή συνήθεια που δύσκολα κόβεται; Για μένα σίγουρα λειτουργούν προτρεπτικά, παρόλ' αυτά πιστεύω ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κακή συνήθεια που ευνοεί τους πάντες εκτός από τη φήμη του Τζόυς!  Ξεπεράστε το και αρχίστε την ανάγνωση. Δεν μοιάζει με κείμενα του Τζόυς, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που σας έρχεται πρώτος στο μυαλό όταν διαβάζετε το οπισθόφυλλο – βαρεμάρα, ακατανοησία, εγκεφαλικός θάνατος!

Η ιδέα είναι απλή, όπως άλλωστε και όλες οι ιδέες των Ουλιπογράφων. Το πρώτο που σε εντυπωσιάζει όταν διαβάζεις κείμενά τους είναι η απλότητα των ιδεών, μα κοίτα πόσο απλό ήταν, πώς δεν το σκέφτηκα εγώ, τι στο διάολο σκέφτομαι όλη μέρα! Νιώθεις ηλίθιος και όταν μάλιστα, δεις τον εκπληκτικό τρόπο εκτέλεσης της ιδέας, μένεις και μαλάκας! Σε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο ο Ζωρζ Περέκ κρυφοκοιτάζει τις ζωές των ενοίκων μιας παρισινής πολυκατοικίας. Τους παλιούς και τους νέους, τις κρυφές και φανερές ιστορίες που περιφέρουν σαν αποσκευές από εδώ και από κει, τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ τους.
Το βιβλίο του Περέκ είναι η χαρά του αρχειονόμου/ βιβλιοθηκονόμου! Καθώς και ο ίδιος εξάσκησε για μεγάλο διάστημα της ζωής του το επάγγελμα αυτό, γνωρίζει καλά την γοητεία που κρύβει και την λεπτοδουλειά που απαιτεί. Παράλληλα με την αρχειοθέτηση και ταξινόμηση των συναισθημάτων των ηρώων του, που ένας καλός συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται, ο Περέκ, καταγράφει και έναν απίστευτο όγκο πληροφοριών και αντικειμένων στο βιβλίο του και ο λόγος επ' ουδενί δεν εξαντλείται στην άσκοπη και ανώφελη επίδειξη γνώσεων. Πάνω στα αντικείμενα αντανακλάται η ζωή του κατόχου τους, όταν ένας οικείος άνθρωπος πεθαίνει αυτή η αίσθηση γίνεται πολύ έντονη. Οι αναμνήσεις του νεκρού επιβαρύνουν αποκλειστικά τον συγγενή, όμως το αντικείμενο έχει ήδη εμποτιστεί με ζωή, έτσι ώστε όταν περάσει σε νέο κάτοχο, φυσικά δεν θα μπορέσει να του μεταδώσει τις αναμνήσεις του παλιού κατόχου, αλλά θα του προσφέρει μια υποψία ζωντάνιας, μια αίσθηση οικειότητας. Όσοι τυχαίνει και έχετε μια παλιά γραφομηχανή στο σπίτι, το αντιλαμβάνεστε αυτό. Βέβαια, αναφέρομαι στα παλιά αντικείμενα που είχαν ένα προσδόκιμο ζωής μεγαλύτερο από εκείνο του ανθρώπου, τώρα πια, τα περισσότερα αντικείμενα δεν ξεπερνούν το προσδόκιμο ζωής μιας μύγας!

Ο Περέκ λοιπόν, προχωρά σε μια εξαντλητική καταγραφή αυτών των αντικειμένων, βοηθώντας τον αναγνώστη να ανασυνθέσει με παραστατικό τρόπο την ζωή των ηρώων. Το εύρημα αυτό στον σημερινό αναγνώστη δεν μοιάζει καινοφανές, όταν όμως γίνεται σε τόσο ευρεία κλίμακα και τόσο μεγάλη έκταση τότε είναι πραγματικά αξιοσημείωτο. Περιγράφονται πίνακες μέσα σε πίνακες, βιβλία με ένα μέρος της ιστορίας τους, σκακιστικές παρτίδες με τις κινήσεις τους, μισολυμένα σταυρόλεξα, αναπαραστάσεις πάνω σε μινιατούρες, και αντικείμενα, αντικείμενα, πολλά αντικείμενα!

Το πρώτο μέρος του βιβλίου (οι εκατό πρώτες σελίδες περίπου) ίσως ξενίσει τον αναγνώστη, ίσως ακόμα και να τον κουράσει, όμως όπως κάθε σπουδαίο βιβλίο, πρέπει να σιγουρευτεί ότι έχει απέναντί του έναν ανάλογο αναγνώστη που θα μπορέσει να τον ανταμείψει στην συνέχεια για την υπομονή του! Στην πορεία οι ιστορίες των ηρώων μεγαλώνουν και εμπλουτίζονται και συναρπάζουν. Κοινό στοιχείο όλων των ιστοριών είναι μια πικρία που έχουν οι καταλήξεις τους, χωρίς όμως ο αναγνώστης τους να νιώθει βαρύθυμα διαβάζοντάς τες. Λες και ο συγγραφέας, που αρεσκόταν σε ευφάνταστες επινοήσεις, να ήθελε να αποδείξει αυτό που λέγεται συνήθως για την ζωή, ότι δηλαδή είναι γλυκόπικρη, επιλέγοντας να εγχύσει όλη την πίκρα στους ήρωές του και όλη την γλύκα στους αναγνώστες!

Είναι πολύ δύσκολο να απομονώσεις ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο. Όσοι το έχουν διαβάσει ή πρόκειται να το διαβάσουν καταλαβαίνουν/ θα καταλάβουν τον λόγο, όσοι πάλι δεν έχουν σκοπό να το διαβάσουν δεν αξίζει και να μάθουν! Το μονό απόσπασμα που μπορεί κάποιος να επιλέξει (το οποίο χρησιμοποιεί και ο συγγραφέας ως προοίμιο αλλά θα το συναντήσεις ξανά και στο κυρίως σώμα του βιβλίου) είναι το παρακάτω, το οποίο συμπυκνώνει την ουσία όλου του βιβλίου, το ανάπτυγμα του οποίου θα θαυμάσεις σε σχεδόν 600 πυκνογραμμένες σελίδες λογοτεχνικής ομορφιάς!


(...) το στοιχείο δεν προϋπάρχει του συνόλου, δεν είναι μήτε προγενέστερο μήτε μεταγενέστερο, δεν είναι τα στοιχεία που καθορίζουν το σύνολο, αλλά το σύνολο που καθορίζει τα στοιχεία: η γνώση του όλου και των νόμων του, του συνόλου και της δομής του, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γνώση των επιμέρους στοιχείων που το απαρτίζουν: αυτό σημαίνει πως μπορεί κανείς να κοιτάζει ένα κομμάτι παζλ επί τρεις μέρες και να νομίζει πως ξέρει τα πάντα για το σχήμα και το χρώμα του, χωρίς να έχει την παραμικρή πρόοδο: το μόνο που μετράει είναι η δυνατότητα σύνδεσης αυτού του κομματιού με άλλα κομμάτια (...)τα δυο θαυμαστά ενωμένα κομμάτια έχουν γίνει τώρα ένα, το οποίο με τη σειρά του, είναι μια νέα πηγή λαθών, δισταγμών, σύγχυσης και αναμονής.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι πολλοί, όμως ο βασικός ήρωας, χωρίς να αξιώνει περισσότερη προβολή από τους υπόλοιπους, φαίνεται να είναι ο Μπάρτελμπουθ, όπου η ενασχόλησή του με τα παζλ προσφέρει μια εσωτερική συνεκτικότητα στο βιβλίο. Ο Μπάρτελμπουθ μου θύμισε (και μόνο σε αυτό το σημείο!) τον Ταιρόν Σλόθροπ από το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” του Τόμας Πύντσον, όπου και εκεί έκλινες προς την αναγόρευσή του ως βασικού ήρωα ενώ τον έχανες από μπροστά σου για σελίδες επί σελίδων, χωρίς όμως να χάνεις και την βεβαιότητά σου ότι θα τον ξαναβρείς στην πορεία!

Το βιβλίο είναι σαφέστατα μυθιστόρημα(τα), όπως μας πληροφορεί η σελίδα τίτλου, όμως εκείνη η άκομψη παρενθετική πλεονεξία, σε κεντρίζει από την αρχή. Τι σημαίνει μυθιστόρημα(τα), πολλή σιγουριά στον εαυτό του δείχνει, ίσως στο τέλος να αποδειχθεί ότι δεν ήταν καν μυθιστόρημα! Πορεύεσαι με αυτή την αμφιβολία μέχρι το βιβλίο σιγά σιγά να την εξαλείψει εντελώς και στην θέση της να εγκαθιδρύσει μια βεβαιότητα, ότι ναι, διάβασες μυθιστορήματα, δίχως παρενθέσεις, πολλά συναρπαστικά μυθιστορήματα!

Η δουλειά του μεταφραστή μού φέρνει στο νου ένα ρητό που λέγεται συνήθως για τους διαιτητές στο ποδόσφαιρο: όσο πιο απαρατήρητος περνά ο διαιτητής τόσο πιο καλό αγώνα παρακολουθείς. Ο διαιτητής, αν γίνει για λίγο πρωταγωνιστής του αγώνα, τότε θα γίνει σίγουρα για τους λάθος λόγους. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης λοιπόν, περνά απαρατήρητος, κάνει αθόρυβα τη δουλειά του, ελέγχει ικανοποιητικά τη ροή του λόγου του Περέκ, φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος τις χιλιάδες αναφορές του συγγραφέα που θα γέμιζαν άνετα ένα μικρό λεξικό και γενικά, δεν υποκύπτει σε κάποιο οφθαλμοφανές παράπτωμα που θα μπορούσε να επισύρει πειθαρχική ποινή ενός ανώτατου εκδοτικού “δικαστηρίου”, αλλά ούτε και δημιουργεί μικροεντάσεις και αναθέματα στη μερίδα των παθιασμένων θεατών-αναγνωστών. Αν, τώρα, αναρωτιέστε για την έκβαση του αγώνα, το αποτέλεσμα είναι καθαρά υπέρ του αναγνώστη. Νίκη! 

"Ζωή.Οδηγίες χρήσεως", Ζώρζ Πέρεκ, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ύψιλον, 1991, σελ. 620


                                                                                                     Μαραμπού






27/10/14

"Ιερουσαλήμ", Gonçalo M. Tavares



Βιβλίο που απαιτεί την προσοχή σου όσο το διαβάζεις και δυσκολεύει την ταύτιση με τους ήρωες του, η «Ιερουσαλήμ», είναι ένα γενναίο μυθιστόρημα. Ο Ταβάρες έγραψε αυτό το κείμενο μόλις στα 35 του χρόνια, τόλμησε να αποδομήσει τον χρόνο, τον χώρο, τους χαρακτήρες, να στηριχτεί σε ήρωες απεχθείς, να γράψει συμβολικά, να ασχοληθεί με την τρέλα και την φρίκη των ομαδικών βασανιστηρίων και με κάποιο μαγικό τρόπο να μπλέξει το ένα με το άλλο, το πρώτο πολύ προσωπικό και το δεύτερο προσωπικό και συλλογικό μαζί.

Ο Τεοντόρ Μπούσμπεκ είναι ένας ψυχίατρος με σοβαρό ερευνητικό έργο που παντρεύεται μια νεαρή ψυχασθενή του, την Μύλια. Κάποια χρόνια μετά η Μύλια βρίσκεται σε ένα πανάκριβο άσυλο, εντελώς εκτός καταλογισμού, κάνει έρωτα με έναν άλλο τρελό, τον Έρνστ και μένει έγκυος. Ο Τέοντορ την κλείνει στην απομόνωση, κάνει αίτηση διαζυγίου και κρατά το παιδί να το μεγαλώσει αυτός. Ο παιδί, ο Κάας, είναι ανάπηρο.

Ένα βράδυ δώδεκα χρόνια μετά, η Μύλια, ο Έρνστ, ο Τέοντορ, ο Κάας, μια πόρνη η Χάνα, και ο οπλισμένος νταβατζής της Χίνερκ, θα βρεθούν όλοι στους ίδιους δρόμους. Για να αποδώσουν δικαιοσύνη;, Να ασκήσουν βία; Ή απλά να ζήσουν. Και να πεθάνουν.

Η αποσπασματικότητα κάνει την φρίκη λιγότερο χειροπιαστή. Από την άλλη σε αφήνει να ψυχανεμιστείς μόνο ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός, σε βυθίζει σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, από όπου μπορείς κάλλιστα να αποσυνδεθείς. Όμως δεν μπορείς. Γιατί αναγκαστικά πρέπει να πάρεις θέση.

Η έρευνα του Τέοντορ πάνω στα κρεματόρια, την ψυχολογία του πλήθους, την σχέση με την ανεργία και τα θεία, περιπλέκει την πλοκή, την κάνει βασανιστική.

«Σε οποιοδήποτε μέρος και οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να ακούσεις την κραυγή: Βασανιστήριο. Σε καλούν.
Μπορεί να σε προορίζουν για να βασανίσεις ή να βασανιστείς. Δεν είναι απαραίτητο να έσφαλες. Μπορεί να σε επιλέξουν τυχαία για να υποφέρεις.
Όταν σου λένε: Βασανιστήριο, δεν ξέρεις αν σε καλούν για να βασανίσεις ή να βασανιστείς.»

Το κείμενο θέτει ερωτήματα για την ανθρώπινη ψυχή, την Ιστορία και την Ιατρική. Και μετά για την τρέλα, τον χειρισμό της από τους ψυχιάτρους, τις χαμένες ζωές. Για τον εγκλεισμό. Για το ποιοι πρέπει να είναι έγκλειστοι και ποιοι όχι. Για την πατρότητα και την συντροφικότητα με έναν τρόπο αλλόκοτο. Δεν σε αφήνει ποτέ να πιστέψεις πως ξέρεις ποιος ή τι θα μιλά στο επόμενο κεφάλαιο. Αν με ρωτήσεις αν απόλαυσα την «Ιερουσαλήμ» θα απαντήσω κατηγορηματικά «Όχι». Κι αυτό είναι το μεγαλύτερό της λογοτεχνικό πλεονέκτημα.



«Ιερουσαλήμ», Γκονσάλο Μ. Ταβάρες, μετ. Αθηνά Ψύλλια, εκδ. Καστανιώτη, 2011, σελ. 179


25/10/14

Διαβάζοντας@amagi Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014, με καλεσμένο τον Νέστορα Πουλάκο

Αύριο Κυριακή 26/10/2014 στην εκπομπή Διαβάζοντας@amagi στις 2μ.μ. θα έχουμε καλεσμένο τον Νέστορα Πουλάκο, συγγραφέα, (συν)εκδότη του περιοδικού Βακχικόν, συνιδιοκτήτη των εκδόσεων www.vakxikon.gr, του ομώνυμου βιβλιοπωλείου και ραδιοφωνικού σταθμού (έχει και δυο τρεις ακόμα ιδιότητες που θα σας τις αποκαλύψουμε on air  )
Συντονιστείτε www.amagiradio.com





Υ.Γ. 42 Θα κληρώσουμε 2 αντίτυπα της ποιητικής συλλογής Anima της Μαρίας Κατσοπούλου, ευγενική προσφορά των εκδόσεων www.vakxikon.gr



24/10/14

'The Truth is a Cave in the Black Mountains", Neil Gaiman του Παναγιώτη Κροκιδά





Ο Neil Gaiman είναι ένας σπουδαίος παραμυθάς. Με την ευρεία έννοια του όρου – πολυπράγμων, έχει ασχοληθεί με πάμπολλες φόρμες της μυθοπλασίας, από μυθιστορήματα και εφηβικές βιβλία, μέχρι παραμύθια, εικονογραφημένες νουβέλες και φυσικά τα κόμικς στα οποία έχει μια ξεχωριστή, μυθική σχεδόν παρουσία. Έχει το άγγιγμα του Μίδα. Καταφέρνει να πλάθει μύθους, να αναπλάθει παλιούς, διατηρώντας ένα μεγάλο εκδοτικό και παραγωγικό ρυθμό, δίχως να απογοητεύει τους αναγνώστες του, ενώ κερδίζει συνεχώς καινούριους.

Το The Truth is a Cave in the Black Mountains είναι μια ιστορία η οποία γράφτηκε για να παρουσιαστεί συνοδεία εικόνων και μουσικής σε ένα φεστιβάλ, στην Όπερα του Σύδνευ. Η ίδια ιστορία τώρα εκδίδεται, μαζί με τα σχέδιά της σε έναν τόμο. Σύντομη, απλή, μα πανέμορφη, σκοτεινή, κρυπτική και παραμυθένια, όπως μόνο ο Γκείμαν ξέρει να γράφει. Στα Σκοτσέζικα χάιλαντς, ένα άντρας μαζί με έναν ντόπιο οδηγό, σε αναζήτηση ενός μυθικού θησαυρού, σε μια σπηλιά στα βουνά. Ο ζόφος των ομιχλιασμένων τοπίων και η ανάβασή εναρμονίζονται με την καταβύθιση στα σκοτεινά ένστικτα της ψυχής των δύο αντρών, του παρελθόντος και των όμορφων πραγμάτων που κάποιοι αδυνατούν πια να ονειρευτούν.



Η διήγηση συνοδεύεται από τις όμορφες εικόνες του Eddie Cambell, που συγκρατημένα χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές - μικρά κάδρα, μεγάλες εικόνες, ένθετοι διάλογοι σε κόμικς παράθυρα και ενίοτε μοντάζ σκίτσων με φωτογραφία, καθώς και από ηχογραφημένα μέρη από τον ίδιο τον Neil Gaiman. Δυστυχώς, η έκδοση του βιβλίου στο Amazon για τα android τάμπλετ δεν στηρίζει τα ηχητικά αρχεία του βιβλίου -άγνωστο γιατί-, οπότε δεν έχω άποψη. Αν έχετε, όμως, το τάμπλετ της Άμαζον ή ipad, θα μπορείτε να έχετε μια ολοκληρωμένη εμπειρία, καθώς ο Gaiman είναι ένας εκπληκτικός αφηγητής (ακούστε τον να διαβάζει στο youtube).




Βέβαια, ο Gaiman είναι η κότα με τα χρυσά αυγά. Η βιομηχανία τον γράπωσε και εκμεταλλεύεται την χαρισματική του πένα. Πέραν ενός παιδικού παραμυθιού που εκδόθηκε πρόσφατα (Ευτυχώς ο μπαμπάς έφερε το γάλα), ήδη ετοιμάζεται η κυκλοφορία μια διασκευής του στο σκοτεινό μύθο του Χάνσελ και Γκρέτελ, καθώς και μια ιστορία που εφορμά από έναν συνδυασμό της ωραίας κοιμωμένης και την Χιονάτης (με καταπληκτικά σχέδια), για να πει μια σκοτεινή ιστορία, και έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις για τον υφέρπον σεξουαλισμό της. Μα ό,τι κάνει, το κάνει με σεβασμό στους αναγνώστες, αγάπη στην τέχνη της αφήγησης και ένα ταλέντο σπάνιο. Και τούτο εδώ το βιβλίο είναι μια γευστική καραμέλα για όσους αναζητούν λίγο ακόμα από την μαγεία του, μεταξύ των πιο εκτενών δουλειών του.

Πόσοι συγγραφείς μας δίνουν αυτοί τη χαρά;


                                                                                                    Παναγιώτης Κροκιδάς



'The Truth is a Cave in the Black Mountains", Neil Gaiman, ed.HarperAudio, 2014



22/10/14

"Η Κασσάνδρα και ο Λύκος", Μαργαρίτα Καραπάνου



Τρομακτικά όμορφο, απίστευτα διεστραμμένο, αναντίρρητα μακάβριο, μια ιδέα αποπνιχτικό, εντελώς τρελό και μοχθηρό. Ένα σίχαμα, μια ελεγεία, ένα ανάγνωσμα εθιστικό. Και εμετικό. Όλα αυτά κι άλλα τόσα είναι «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Μια ωδή στο παράλογο, ένα ποίημα από κείνα με τον πόνο. Και το χειρότερο από όλα- ή το καλύτερο- είναι η αφιέρωση : «Στην μητέρα μου, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, με αγάπη».

Η Κασσάνδρα είναι ένα τετράχρονο κοριτσάκι, είναι έφηβη, είναι γυναίκα, είναι ανήλικη ερωμένη ενός τραβεστί μπάτλερ, είναι ένα κορίτσι που ζει μες στα χρυσάφια απέναντι από το Μπάκινγκχαμ, μια κοπελούδα που η μάνα της ζει στο Παρίσι κι έχει φίλο τον Ιονέσκο. Είναι κακό και εκδικητικό παιδάκι, που σκοτώνει και σκοτώνεται, που βιάζει και βιάζεται, που δεν μιλά κι όλο φτιάχνει τις πιο φριχτές ιστορίες. Είναι ενήλικη και την κλείνουν στο τρελάδικο.

Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους.
Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει.
Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.

Η βιαιότητα της παιδικής ηλικίας, η ανεξήγητη- ή και εξηγημένη- βαρβαρότητα περνούν από αυτές τις σελίδες, και στην αδυναμία για επεξήγηση κρύβεται η γοητεία του. Η Καραπάνου λέει αυτά που κάποτε θα θέλαμε να πούμε  για τους εαυτούς μας αλλά ποτέ δεν θα τολμούσαμε. Καταβυθίζεται, στον εφιάλτη, γιατρεύει και γιατρεύεται, πεθαίνει και σκοτώνει. Ανελέητα.

«Έλα να δούμε το βιβλίο με τις εικόνες».
Έτρεχα στο δωμάτιό του με το βιβλίο κάτω από τη μασχάλη και του το έδινα με τρυφερότητα.
Η πρώτη εικόνα είχε ένα λύκο που άνοιγε το στόμα και κατάπινε εφτά ζουμερά γουρουνάκια.
Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πως θα τα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς; Πάντα του το έλεγα και τον ρωτούσα.
Έβαζε τότε το τριχωτό του χέρι μέσα στο άσπρο βρακάκι μου και με άγγιζε. Δεν αισθανόμουν τίποτε παρά μια ζέστη. Το δάχτυλο του πήγαινε κι ερχόταν κι εγώ κοιτούσα το λύκο. Λαχάνιαζε και ίδρωνε. Δεν με πείραζε πολύ.
Τώρα όταν με χαϊδεύουν, πάντα σκέπτομαι τον λύκο και τον λυπάμαι.


Θέλει κότσια για να αναμετρηθείς με την Καραπάνου. Θέλει τα μάτια της ψυχής ανοιχτά, και το σώμα έτοιμο να δεχτεί την αλήθειά της. Να είσαι προετοιμασμένος να κουλουριαστείς, αλλά να μην κλάψεις. Κατάδυση; Στην ευαισθησία και την αγριότητα, αξεδιάλυτες η μια από την άλλη, χωρίς φιόγκους και φιοριτούρες. Δίχως καν θλίψη. Μονάχα με την ατελείωτη αίσθηση πως βιβλίο σαν κι αυτό δεν θα ξανάβρεις.   


«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», Μαργαρίτα Καραπάνου, εκδ. Καστανιώτη, 1997, σελ.188



20/10/14

"Ο θάνατος και ο φίλος του", Pedro Antonio de Alarcon




Ήταν ένα πλάσμα γύρω στα τριάντα τρία, ψηλό, όμορφο, ωχρό, ντυμένο με έναν μακρύ χιτώνα και μια μαύρη κάπα∙ τα μακριά μαλλιά του κάλυπτε ένας μαύρος φρυγικός σκούφος. Δεν είχε ίχνος τριχοφυΐας, παρ’ όλα αυτά δεν έμοιαζε με γυναίκα. Ούτε με άντρα όμως έμοιαζε, παρά την αρρενωπή και δυναμική του έκφραση. Έδειχνε να είναι ένα πλάσμα άφυλο, ένα σώμα χωρίς ψυχή ή μάλλον μια ψυχή δίχως καθορισμένο φθαρτό σώμα. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μια άρνηση προσώπου.
 []
«Είμαι ο Θάνατος φίλε μου… Είμαι ο Θάνατος και με στέλνει ο Θεός»

Τι κάνεις όταν ο ίδιος ο Θάνατος αντί να σε πάρει όταν σε βρίσκει ρημαγμένο κι έτοιμο να αυτοκτονήσεις σου προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία, να σε κάνει δυνατό, να σου δώσει πίσω ό,τι σου πήραν μέσα από τα χέρια, όσα δικαιούσουν. Τι κάνεις όταν, από τη μια στιγμή στην άλλη έχεις όλα όσα ήθελες- και την γυναίκα που αγαπάς- αλλά αυτά στα προσφέρει ο Θάνατος. Μάλλον τα δέχεσαι. Μάλλον τα απολαμβάνεις, όσο συνεχίζεις να φοβάσαι.

«Άσπλαχνε. Αυτή είναι η φιλιά σου; Αυτή είναι μια φριχτή κοροϊδία! Μου χαρίζεις την ευτυχία κι αμέσως μετά μου την αρπάζεις μέσα από τα χέρια! Γιατί δεν με άφησες να πεθάνω εκείνη τη νύχτα; Γιατί;»
«Πάψε δυστυχισμένε!» απάντησε ο Θάνατος με σοβαρό και θλιμμένο ύφος. «Είπες ότι είσαι ευτυχισμένος. Πόσο λάθος κάνεις! Αυτή είναι η δική μου αποστολή: να βρεις την ευτυχία».

Ο ήρωας αυτής της μικρής νουβέλας είναι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, που ξαφνικά του δίνεται η δυνατότητα να ευτυχήσει. Η αλληγορία του μύθου είναι εμφανής. Η προσπάθεια ενός συγγραφέα του 19ου αιώνα όπως ο Αλαρκόν να διερευνήσει ένα παράλληλο σύμπαν, ένα από τα πολλά what ifs της ζωής είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όπως και η επιλογή του Θανάτου ως φορέα της ευτυχίας.

Το αν τελικά μπορούμε να ξεφύγουμε από την ειμαρμένη δεν θα σας το αποκαλύψω, για να μην ξεσκεπάσω το τέλος. Όμως αυτό το κείμενο, ενός ξεχασμένου στη λήθη Ισπανού συγγραφέα, που δεν ξέρω από ποια διαστροφή μεταφράστηκε  στα Ελληνικά, έχει μια δύναμη αλλόκοτη, περίπου σαν τον Φάουστ και προαναγγέλει κείμενα σαν του Μπόρχες. Σε αφήνει, μέσα από μια λεπτή ειρωνεία για τη μοίρα μας και την αδικία που ξεφυτρώνει παντού στις ανθρώπινες κοινωνίες, με γεύση γλυκόπικρη. Σχεδόν ηδονική.

"Ο θάνατος και ο φίλος του", Pedro Antonio de Alarcon, μετ. Δήμητρα Στυρίδου, εκδ. Ροές, 2014, σελ. 150



19/10/14

Διαβάζοντας@amagi 19 Οκτωβρίου 2014 με τον Μίνω Ευσταθιάδη



Σήμερα στην εκπομπή Διαβάζοντας@amagi στον www.amagiradio.com στις 2μ.μ. θα φιλοξενήσουμε τον Μίνω Ευσταθιάδη. Θα μιλήσουμε για το βιβλίο του "Το δεύτερο μέρος της νύχτας", ένα νουάρ αστυνομικό με σπάνια καθαρότητα για τα Ελληνικά - και τα Γερμανικά- δεδομένα, μιας και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Γερμανία. Θα διαβάσουμε αγαπημένα αποσπάσματα και των δυονών μας και στο τέλος- αν είστε καλά παιδιά- θα σας πούμε και ακριβώς 42 λογάκια για τον Ντάγκλας Άνταμς.

Κληρώνουμε 3 αντίτυπα "Το δεύτερο μέρος της νύχτας" στην έντυπη, ελληνική έκδοση ευγενική προσφορά των εκδόσεων Ωκεανίδα. Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση πατήστε like στην σχετική ανάρτηση στο group της εκπομπής στο Facebook

Για να ακούσετε την εκπομπή αρκεί να μπείτε στην σελίδα του σταθμού www.amagiradio.com , ενώ για ταμπλέτες, τηλέφωνα και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn Radio και βρείτε τον amagi. 

Υ.Γ. 42 Θα σας πούμε και πως συνδέεται το "84, Charing Cross Road" με τούτο δω το blog. Και με τον Μίνω. Κι εμένα. Και τον Παρασκευά Ακαμάτη. Και το 42. [σαν πολλοί να μαζευτήκαμε]

Υ.Γ. 42-42 Στα decks ο Παρασκευάς Ακαμάτης



17/10/14

"The Narrow road to the Deep North", Richard Flanagan του Παναγιώτη Κροκιδά





Αυτή τη στιγμή ο Φλάναγκαν, κατά πολλούς ο σημαντικότερος σύγχρονος Αυστραλός συγγραφέας, είναι και ένα όνομα που θα συζητηθεί πολύ αυτόν τον καιρό. Το βιβλίο του κέρδισε το εκκωφαντικό Μπούκερ, χαρίζοντάς του φήμη, όταν, όπως ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα, πριν ενάμιση χρόνο, έχοντας τελειώσει το βιβλίο του, βρισκόταν στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης, έτοιμος να ξεκινήσει να δουλεύει ως μεταλλωρύχος.

Η διήγηση εναλλάσσεται μεταξύ τριών χρονικών περιόδων. Στην πρώτη περίοδο, ο γιατρός Ντορίγκο Έβανς, αρραβωνιασμένος, με μια ήρεμη ζωή εξασφαλισμένη μπροστά του, γνωρίζει την γυναίκα του θείου του και ερωτεύονται παράφορα. Λίγο πριν τινάξει τα πάντα στον αέρα, διαλύοντας τον αρραβώνα του με την όμορφη και προσηλωμένη στα σχέδιά τους Έλλα, ο πόλεμος ξεσπάει και η επιστράτευση βάζει ένα φρένο στην παράνομη σχέση. Μα ο πόλεμος στον οποίο καταλήγει δεν είναι η ηρωική περιπέτεια που περιμένουμε, αλλά ένα από τα πιο απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην σύγχρονη ιστορία: αυτό της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής της Μπούρμα, γνωστή στην ιστορία και ως ο σιδηρόδρομος του θανάτου. Πάνω από εξήντα χιλιάδες Ευρωπαίοι αιχμάλωτοι πολέμου εργάστηκαν σε εκείνη την κόλαση· κοντά δεκαπέντε χιλιάδες δεν επέστρεψαν ποτέ, βρίσκοντας τον θάνατο από ασιτία, βασανιστήρια και ατυχήματα, στην προσπάθεια να ολοκληρωθεί εκείνο το τιτάνιο έργο. Ο Ντορίγκο επιστρατεύει τις ιατρικές του γνώσεις για να σώσει τους συντρόφους του, ενώ προσπαθεί να επιβιώσει. Στο παρόν, διακεκριμένος επιστήμονας, θυμάται το παρελθόν, αδυνατεί να βρει το οτιδήποτε ενδιαφέρον στην ζωή του, θεωρώντας δεδομένη την θαλπωρή της οικογένειας και την αγάπη και αφοσίωση της πιστής συζύγου του, αναζητά των έρωτα σε διαφορετικούς συντρόφους. Μάταια. Έχει καταλήξει ένας κυνικός, απεγνωσμένος ηλικιωμένος άντρας.

Προσωπικά, δεν το βρήκα ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο κεντρικός ήρωας είναι σχεδόν απωθητικός. Ο έρωτάς του, εμμονικός, ανθεί εις βάρος ενός ανθρώπου που ο αναγνώστης συμπαθεί. Επικινδύνως ο συγγραφέας προκαλεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον προδομένο θείο. Η δε εκδοχή του στο παρόν, μετά την κόλαση του πολέμου από την οποία έχει επιβιώσει, δεν έχει επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα πάνω του: κυνικός, κουρασμένος, απαρνιέται τις δάφνες του, αμφισβητεί τις ιατρικές του ικανότητες, σχεδόν απωθείται από την αφοσίωση της αξιαγάπητης, στα μάτια του αναγνώστη, συζύγου του, μέχρι που αδιαφορεί για τα παιδιά του. Το βιβλίο πολλές φορές με κούρασε, η αναγνωστική τέρψη έπιανε πάτο, οδηγούμενη από αυτόν τον εκνευρισμό που μπορεί να γίνει κακό οδηγός για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Και τελικά η όλη ανάγνωση ταράζεται μέσα σε ένα φαύλο κύκλο. 

Σίγουρα, όμως, ένα τέτοιο βιβλίο, προϊόν εμβριθούς έρευνας, απαιτεί χρόνο για να αναδείξει τις όποιες χάρες του. Ή τέλος πάντων χρειάστηκε χρόνος μέχρι να του αναγνωρίσω τα εξής: έμαθα για τα απάνθρωπα Ιαπωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία οδηγούμενα μέσα από την σχεδόν παρανοϊκή προσήλωση στον στόχο του Αυτοκράτορα, μεταμορφώνονται σε μια κόλαση. Το θέμα είναι βαρύ· η απόδοση κυνική, γίνεται ρεαλιστική, έχοντας μια σκληρή ποιητικότητα στις περιγραφές της, κάτι στο οποίο συμβάλλει ο χαρακτήρας ο οποίος δρα πολλές φορές οφελιμιστικά. Τελικά το βιβλίο λέει πως αυτό που ονομάζουμε ήρωας, είναι ένας άνθρωπος που επιβιώνει σε σκληρές στιγμές, μέσα από συγκυρίες τυχαίνει να πάρει τις σωστές αποφάσεις, να ξεχωρίσει από τον όχλο εν αγνοία του. Και πως, τελικά, και οι δύο πλευρές, τόσο των ηττημένων αδίστακτων Ιαπώνων όσο και των νικητών, φέρουν τις διπλές όψεις των θυμάτων και θυτών, αφού προς το τέλος του βιβλίου η διήγηση μεταφέρεται στις ζωές κάποιων σημαδιακών μορφών των δυναστών του στρατοπέδου – μετά το τέλος του πολέμου κάποιοι από τους βασανιστές καταλήγουν εξαθλιωμένοι, άλλοι με κρυφή ταυτότητα, ζουν μια άλλη ζωή, κουβαλώντας τις τύψεις τους, σε ένα κράτος που δεν αναγνώρισε την αφοσίωσή τους. Τελικά, ναι. Δεν θα περάσεις καλά διαβάζοντας τέτοια πράματα. Μα ίσως τελικά είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για δυσπρόσιτα θέματα: με την ψυχαγωγική απόλαυση σε δεύτερη μοίρα.

Πιθανώς.

Νομίζω πως το βιβλίο δεν γίνεται να σχολιαστεί αποσυνδεδεμένο από την βράβευση του, ειδικά τώρα που είναι φρέσκια. Γενικά θα έλεγα πως τα βιβλία των Μπούκερ δεν απευθύνονται πάντοτε στο ευρύ κοινό. Ωστόσο, είτε τα πιο προσιτά, όπως Η Ζωή του Πι, ο Λευκός Τίγρης, τα Απομεινάρια μιας Μέρας και ο Άγγλος Ασθενής, που διέγραψαν μια εμπορική πορεία και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο επιτυχώς, είτε τα πιο «απαιτητικά», με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα δύο βιβλία της Μάντελ, (Γεράκια και Wolf Hall) και το περσινό, ογκώδες, The Luminaries, είναι βιβλία που αν μη τι άλλο παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον. Έχουν κάτι το διδακτικό, που μπορεί να είναι απωθητικό για πολλούς, μα πιθανώς προοιωνίζουν τα υπόγεια ρεύματα των τάσεων που διαμορφώνουν την λογοτεχνία του αύριο. Ίσως για αυτό τον λόγο και μόνο να αξίζει να διαβαστεί το The Narrow Road to the Deep North.


                                                                                               Παναγιώτης Κροκιδάς



Υ.Γ. 42 Και για να σας προλάβω, όχι δεν είμαι ο γαμημένος ο Πεσσόα, τόσο ο Μαραμπού, όσο και ο Παναγιώτης είναι διαφορετικά από μένα πρόσωπα, με διαφορετικές από τις δικές μου απόψεις. Όμως το να δίνω βήμα στους ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν για τα βιβλία, έστω από ένα φτωχό πλην τίμιο μπλογκάκιο, είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μου. Αυτό, πως είμαι πολύ όμορφη, α και πως επιθυμώ την Παγκόσμια Ειρήνη. 


15/10/14

"84 Charing Cross Road", Helene Hanff




Αφήνει μια γλυκιά επίγευση το «84 Charing Cross Road», μια αίσθηση πως οι άνθρωποι που είναι φτιαγμένοι από το ίδιο καλούπι μπορούν να αγαπηθούν κι ας μην ιδωθούν ποτέ. Η Helene Hanff είναι μια συγγραφέας από την Νέα Υόρκη που αγαπά τα βιβλία με πάθος (όχι τα καινούργια, κι όχι τα μυθιστορήματα) αλλά της αρέσουν οι βιογραφίες, και η Βίβλος, αν και είναι Εβραία. Δεν βρίσκει αυτά που θέλει στα γειτονικά της βιβλιοπωλεία και έτσι γράφει σε ένα μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο στο Λονδίνο το 1949 κάνοντας παραγγελία.

Στην αρχή σοβαρή και μετρημένη, η αλληλογραφία που θα ξεκινήσει με τον υπάλληλο Frank Doel θα γίνει ζεστή και φιλική. Η Helene που έχει εκρηκτικό, αμερικάνικο χαρακτήρα και έντονο χιούμορ θα καταφέρει να χτίσει μια βαθιά φιλία με τον μετρημένο Άγγλο Doel, στα όρια του φλερτ, αλλά δίχως ποτέ να τα ξεπερνά. Κι άλλοι υπάλληλοι του μαγαζιού θα ανταλλάξουν γράμματα μαζί της, κυρίως γιατί στέλνει καλάθια με φαγητό τα Χριστούγεννα σε μια Αγγλία που μεταπολεμικά ζει ακόμα με το δελτίο.

Η Helene θέλει πολύ να δει το βιβλιοπωλείο της, αλλά όλο το αναβάλει, τα λεφτά δεν φτάνουν, χρειάζεται καινούργιο σπίτι, δόντια. Όταν τελικά θα πάει στην Αγγλία το 1969, ο Frank θα έχει ήδη πεθάνει από μια κρίση σκωληκοειδίτιδας.

Το μικρό βιβλιαράκι είναι σαν βούτημα για τον καφέ, χαριτωμένο, απολαυστικό. Κι αποπνέει μια αίσθηση χιούμορ και ματαίωσης, αγάπης και φροντίδας. Μιλά για δυο ανθρώπους που δεν είδαν ο ένας τον άλλο ποτέ κι όμως κατάφεραν να στηρίξουν ο ένας τον άλλο, να τον αγαπήσουν και κυρίως να τον κατανοήσουν.

Οι διακειμενικές βιβλιοφιλικές αναφορές είναι ένα πρόσθετο μπόνους. Καθώς και η ιδέα πως τα βιβλία μπορούν να μας ενώσουν, λίγες λέξεις για αυτά φανερώνουν πιο πολλά για μας από οτιδήποτε άλλο. Η εικόνα του Λονδίνου που σκιαγραφείται, μιας πόλης που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του Πολέμου είναι διακριτική, αλλά πανταχού παρούσα. Κι η σκέψη πως όλο αυτό ήταν αληθινό, δίνει στην συγκίνηση μια διαφορετική χροιά.

Αξίζει κανείς να διαβάσει το «84 Charing Cross Road», κάποιες επιστολές για παραγγελίες βιβλίων; Φυσικά, ακόμα και μόνον από βιβλιοφιλική διαστροφή, για να κρατήσει σημειώσεις. Αλλά και γιατί η φιλιά της Hanff με τον Doel έχει την βάση της εκεί που την έχουν όλες οι ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις∙ στις κοινές αναφορές. Κι ας είναι διαφορετικά όλα τα άλλα.


"84 Charing Cross Road", Helene Hanff, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, 2004, σελ. 146


13/10/14

Παρουσίαση των ιστοριών του Μιγέλ ντε Ουναμούνο στο Ινστιτούτο Θερβάντες

Σήμερα θα παρουσιάσουμε μαζί με τον Τάσο Ψάρρη, τον μεταφραστή του βιβλίου, το "Άγιος Μανουήλ ο μάρτυρας & Η θεία Τούλα" του Μιγέλ ντε Ουναμούνο, ενός σπουδαίου Ισπανού διανοητή και λογοτέχνη, που δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, αλλά θα άξιζε να είναι. 





Ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο ήταν φιλόσοφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, δάσκαλος, πολιτικός, λογοτέχνης, αντιφατικός και σαφής, αντιπαθής και συμπαθής, μια προσωπικότητα γεμάτη αμφισημίες. Καθόρισε ένα ολοκαίνουργιο λογοτεχνικό είδος που το ονόμασε nivola και αυτά τα δυο είναι από τα πιο σημαντικά έργα του. 


Το απόγευμα, σήμερα, στο Ινστιτούτο Θερβάντες (Μητροπόλεως 23) στις 7 μ.μ.






10/10/14

«Η λέσχη των νέων πιανιστών», Ketil Bjornstad





Εξαιρετικά ευκολοδιάβαστο και αφηγηματικά αρτιότατο, «Η λέσχη των νέων πιανιστών», ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν για να ξεμπλοκάρω αναγνωστικά, να βυθιστώ σε μια πλοκή, να ταυτιστώ με τον ήρωα και να ρουφήξω το βιβλίο.

Το μυθιστόρημα του Νορβηγού Ketil Bjornstad (που αρνούμαι να προφέρω το όνομά του) είναι γεμάτο μουσικές, ακολουθεί τον ήρωά του σε μια δύσκολη αλλά όχι παραδόξως σκοτεινή εποχή. Ο νεαρός Άξελ, που μόλις έχασε την μητέρα του σε ένα ατύχημα που δεν ήταν ακριβώς ατύχημα, αποφασίζει να παρατήσει το σχολείο και να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στις σπουδές του πιάνου. Είναι ένα σπουδαίο ταλέντο, έχει στόχο, όμως τα πράγματα δεν του έρχονται όπως τα υπολογίζει. Ίσως τελικά να μην είναι ο καλύτερος της γενιάς του.

Ο πατέρας και η αδελφή του Κατρίνε δυσκολεύονται κι αυτοί να τα βγάλουν πέρα με τον θάνατο της μάνας, που μοιάζει να επέλεξε την εύκολη λύση∙ την έξοδο. Οι νεαροί που πλαισιώνουν τον Άξελ είναι οι ανταγωνιστές του στο σκληρό παιχνίδι της επιβίωση στον κόσμο των σολίστ, η Ρεμπέκα, η Μαργκρέτε Ιρένε, ο Φέρντιναντ, πιανίστες που περιμένουν να μπουν στον διαγωνισμό και να γίνουν οι πρώτοι, να κερδίσουν. Όμως για τον Άξελ σημασία δεν έχει παρά μόνο ένα άτομο, η Άνια Σκουγκ, που την βλέπει κάθε μέρα καθώς πηγαίνει στο ιδιωτικό της σχολείο.

Η μουσική παίζει τον πρωταρχικό ρόλο εδώ, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς παρά να το διαβάσεις ακούγοντας. Όμως η ιστορία είναι εξίσου σημαντική. Δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς για την ψυχοσύνθεση των εφήβων, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εφήβους σαν κι αυτούς, συνέχεια στην πίεση, δίχως να τους επιτρέπεται ούτε ένα στραβοπάτημα. 

Η σεξουαλική αφύπνιση του Άξελ, η προσπάθειά του να διαχωρίσει τον έρωτα και την εμμονή του για την Άνια Σκουγκ από την εντελώς γήινη ευχαρίστηση του σεξ που νιώθει με την απωθητική κατά τα άλλα Μαργκρέτε Ιρένε είναι το άλλο κομμάτι του βιβλίου. Ενώ, το να παρακολουθεί κανείς την Άνια, από μακριά, να μην αντέχει και να σταματά να τρώει, είναι ιδιαίτερα επίπονο.

Η μετάφραση είναι από τα Νοβηγικά, η έκδοση  καλαίσθητη κι ο Μπγιόρνσταντ γράφει τελικά έτσι όπως θα έπρεπε να γράφουμε όλοι, απλά, κατανοητά και με συναίσθημα.



«Η λέσχη των νέων πιανιστών», Κετίλ Μπγιόρνσταντ, μετ΄Γιούλικα Σαμαρά, εκδ. Πόλις, σελ. 444, 2009 




9/10/14

And the Nobel goes to Patrick Modiano




Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne-Billancourt. Από το 1967 ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί με το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: "Οδός σκοτεινών μαγαζιών" (Κέδρος), "Κυριακές του Αυγούστου" (Καστανιώτης), "Ντόρα Μπρούντερ" (Πατάκης), "Η χαμένη γειτονιά" (Χατζηνικολή), "Άνθη ερειπίων" (Οδυσσέας) και "Το άρωμα της Υβόννης" (Λιβάνης). Έχει γράψει το σενάριο για την ταινία του Λουί Μαλ "Lacombe Lucien". Άλλα έργα του: "La place de l' etoile", "Livret de famille", "Une jeunesse", "De si braves garcons", "Vestiaire de l' enfance", "Voyage de noces", "Un cirque passe", "Du plus loin de l' oubli", "Des inconnues", "Paris tendresse".


(2013)Η μικρή Μπιζού, Πόλις
(2008)Στο café της χαμένης νιότης, Πόλις
(2005)Νυχτερινό ατύχημα, Πόλις
(2004)Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά..., Πόλις
(1999)Ντόρα Μπρούντερ, Εκδόσεις Πατάκη
(1996)Κυριακές του Αυγούστου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1995)Το άρωμα της Υβόννης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1992)Άνθη ερειπίων, Οδυσσέας
(1988)Οδός σκοτεινών μαγαζιών, Κέδρος
(1987)Η χαμένη γειτονιά, Χατζηνικολή


[Πηγή: http://www.biblionet.gr/author/8546/Modiano,_Patrick]

8/10/14

«Λίλιθ. Από γράμμα σε γράμμα», Ελένη Γκίκα



Με την Ελένη Γκίκα μας συνδέουν ένα σωρό εκλεκτικές συγγένειες, με πρώτη πρώτη αυτή της εμμονής με την ανάγνωση, της ακατάσχετης πολυφαγίας βιβλίων, της ανικανότητάς ίσως να υπάρξουμε δίχως ένα βιβλίο στο προσκεφάλι μας. Με τούτο το μυθιστόρημα ανακαλύψαμε πως μας συνδέει κι η Λίλιθ, η μαύρη πλευρά του φεγγαριού, η γυναίκα που στάθηκε ίσα πλάι στον Αδάμ, μέχρι να την κερδίσει ο σατανάς και να αντικατασταθεί από την πειθήνια Εύα, την φτιαγμένη από τα πλευρά του.

Η Λίλιθ, η ηρωίδα τούτου του βιβλίου που είναι και δεν είναι η συγγραφέας του, η γυναίκα που καθορίστηκε από το όνομα που διάλεξε η μητέρα της για αυτήν, είναι μια αρχαιολόγος που δέχεται να γράψει ένα βιβλίο, πρώτη φορά ερωτικό, μετά από πίεση του εκδότη της. Βασιζόμενη σε ένα πακέτο ερωτικές επιστολές που βρήκε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο (αληθινές επιστολές μας λέει η συγγραφέας) και στηριζόμενη πάνω στα διαβάσματά της, το μόνο αληθινό αποκούμπι, θα ψάξει να γράψει μια ιστορία έρωτα, να νιώσει, αυτό που ένιωσε η γυναίκα που έγραφε τα γράμματα, να υπάρξει αυτή, μέσα από τα κείμενα των άλλων.


                                                           Γράμμα 21

Χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, γνωρίζοντας τον κόσμο γύρω μου, χίλια μηνύματα. Θολά, απροσδιόριστα, μα πολλές φορές ξεκάθαρα, μου μιλούν για ένα αστέρι που καθοδηγεί το διάβα μας.
Είναι μοίρα, είναι τα παιχνίδια της ζωής, είναι το πεπρωμένο, δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι η παρουσία σου είναι αισθητή σε κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής μου που πρέπει να πάρω κάποιες αποφάσει. Εκείνες τις στιγμές τα λόγια σου και η μορφή σου κυριαρχούν στη σκέψη μου και καθορίζουν τις ενέργειες μου.
Η σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας θέλω να παραμείνει ερωτικά πλατωνική, να μην αλλοιωθεί και φθαρεί από τίποτε, να μην μπει ανάμεσά μας ο σεξουαλικός ή ο οικονομικός παράγοντας γιατί τελικά αυτά αλλοιώνουν τις σχέσεις, τις φθείρουν και τις τελειώνουν. Η πίεση του χρόνου, τα προβλήματα της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις, αλλά και οι διαφορετικοί κόσμοι που ζούμε κάνουν την επαφή μας δύσκολη, όμως είσαι σημαντικός για μένα και υπάρχεις πάντα μέσα στη σκέψη μου, μην το ξεχνάς.

Το βιβλίο είναι ένα εξαιρετικό υβρίδιο, γυρίζοντας την κάθε του σελίδα δεν ξέρεις αν θα βρεις ένα κομμάτι της Λίλιθ, μια επιστολή, μια κριτική λογοτεχνίας ή ένα κομμάτι ενδιαφέροντος από τον τύπο. Όλα όσα απασχολούν την συγγραφέα, η λογοτεχνία, πρωτίστως, ο έρωτας, δευτερευόντως, τα παιδιά, οι σχέσεις μας με τη Μάνα, το πώς και γιατί είναι έτσι δομημένη η κοινωνία μας και πάνω από όλα η αγάπη υφαίνουν έναν ιστό γύρω από τον αναγνώστη που στο τέλος νιώθει πως βγήκε από μια βουτιά στην ανθρώπινη ψυχή διαφορετική από τις άλλες.

Αλήθεια, μαμά, γιατί εσύ δεν έκανες άλλα παιδιά;
Κι εγώ; Γιατί δεν έτυχε ποτέ να γεννήσω; Τυχαίνει αυτό;
Κι είναι επειδή το επιθυμώ, ή δεν το επιθυμώ;
Και εγώ γιατί δεν το επιθυμώ; Ή μήπως όχι;

Το μυθιστόρημα, πέρα από ένα βιβλίο reference για κριτικές της Ελένης, έχει ενδιάμεσα κομμάτια εξαιρετικά λυρικά, που λειτουργούν, πέρα από τα ίδια τα ποιήματα, περίπου ως ποίηση. Σου ζητούν να αγαπήσεις την ομορφιά τους και να νιώσεις το ανείπωτο.


Για μένα πάντως το βασικό ατού του βιβλίου είναι η όρεξη που ανοίγει στον βιβλιόφιλο να διαβάσει κι άλλο, κι άλλο, να γνωρίσει κι έναν συγγραφέα ακόμα. Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν δεκάδες άλλα βιβλία και συγγραφείς, ο Μπολάνιο, ο Κασάρες, ο Φλωμπέρ, η Καραπάνου, ο Ντοστογιέφκι, ο Ντάρελ, ο Ροθ, η Λαφορετ, ο Ζέμπαλντ, ο Λεμ, ο Πεσσόα, η Ντίκινσον, ο Σεμπρουν, ο Ταμπούκι, η Πρου, η Ογκάουα, ο Μουρακάμι, ο Κάφκα, ο Μακ Γιούαν, η Πλαθ, η Τόνι Μόρισσον και τόσοι τόσοι άλλοι. Στο τέλος είχα βγάλει τεφτέρι και σημείωνα.

Με πολλές αυτοβιογραφικές αναφορές, η «Λίλιθ. Από γράμμα σε γράμμα» είναι και δεν είναι ένα «γυναικείο βιβλίο». Ναι, η θεματολογία του αφορά τις γυναίκες, ναι, οι γυναίκες μπορούν να ταυτιστούν με την ιστορία, να την νιώσουν στο πετσί τους. Όμως τούτο το νέο είδος λογοτεχνίας που τείνει πια να καθιερώσει η Ελένη Γκίκα, έχει να πει πολλά σε κάθε χτυπημένο βιβλιόφιλο.

«Ο ιδανικός αναγνώστης είναι ένας σωρευτικός αναγνώστης∙ κάθε ανάγνωση ενός βιβλίου προσθέτει ένα νέο στρώμα ανάμνησης στην αφήγηση.
Κάθε ιδανικός αναγνώστης είναι ένας συνειρμικός αναγνώστης και διαβάζει λες και όλα τα βιβλία είναι το έργο ενός αγέραστου και εξαιρετικά παραγωγικού συγγραφέα.
                                                                                    Αλμπέρτο Μανγκέλ



«Λίλιθ. Από γράμμα σε γράμμα», Ελένη Γκίκα, εκδ. Καλέντης, 2014, σελ. 661

Υ.Γ. Την Κυριακή 12/10/2014 στις 2 μ.μ. θα μιλήσουμε για την Λίλιθ με την Ελένη Γκίκα στον www.amagiradio.com στα πλαίσια της εκπομπής ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ@amagi

Υ.Γ. 42 Την Τετάρτη 15/10/2014 θα ανακρίνω την Ελένη ζωντανά στο Booktalks στις 7:30 μ.μ.


7/10/14

Παρουσίαση στην Αθήνα "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει".



Η προτελευταία παρουσίαση του "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" στην Αθήνα, σήμερα στο Revolt (Κωλέττη 25-27, Εξάρχεια). Θα ακολουθήσει μία ακόμα τον Νοέμβριο και μετά πάπαλα. Οπότε σπεύσατε :P

6/10/14

"Οικογενειακά μυστικά", Serge Tisseron




Κάνω σπάνια αναρτήσεις για βιβλία non-fiction- όχι γιατί δεν διαβάζω τέτοια, απλά γιατί νιώθω τελείως αναρμόδια να κρίνω. Μέχρι πριν από περίπου έναν χρόνο ο,τι δεν είχε την ετικέτα λογοτεχνία δεν περνούσε το κατώφλι του σπιτιού μου. Ίσως κάποια φιλοσοφικά κείμενα, και ως εκεί. Η βιβλιοθήκη μου έχει ποίηση, μυθιστορήματα και διηγήματα. Κυρίως.

Σήμερα όμως θα αποπειραθώ να σας μεταφέρω την εμπειρία μου με τα «Οικογενειακά Μυστικά», έτσι σαν άσκηση περισσότερο, σαν σκόρπια καταγραφή σκέψεων και όχι βέβαια σαν επιστημονική κριτική ενός εκλαϊκευμένου βιβλίου ψυχολογίας. Δεν έχω ούτε τα φόντα, ούτε και την όρεξη για αυτό.

Ο Serge Tisseron γνωστός ψυχαναλυτής στην Γαλλία από τότε που κατάφερε μελετώντας Τεν Τεν να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό του πατέρα του δημιουργού του, Ερζέ, ασχολείται χρόνια με την παθολογία των μυστικών, που μένουν ανείπωτα και επηρεάζουν την επόμενη, ίσως και την μεθεπόμενη γενιά. Ένα μυστικό- μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, μια εγκατάλειψη, μια υιοθεσία, μια τραυματική εμπειρία βασανισμού, σεξουαλικής κακοποίησης- που μένει κρυμμένο, καθρεφτίζεται στην συμπεριφορά του γονιού που επηρεάζει την μετέπειτα ζωή και συμπεριφορά του παιδιού του, κι αυτό την συμπεριφορά του δικού του παιδιού.  Το παιδί, που δεν ξέρει το μυστικό, ούτε τη φύση του, ούτε μερικές φορές την ύπαρξή του, λαμβάνει σήματα ακόμα και από την έκφραση του προσώπου του γονιού κι έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος τραύματος.

Τα τραύματα που η πρώτη γενιά δεν έχει επεξεργαστεί σωστά ευθύνονται για τις ανοίκειες συμπεριφορές στις οποίες τα παιδιά είναι μάρτυρες ή από τις οποίες πλήττονται και τα ίδια χωρίς να τους δίνεται καμία εξήγηση. Δεν ξέρουν πώς να ερμηνεύσουν αυτό που αντιλαμβάνονται, ως εκ τούτου δεν κατορθώνουν να συσχετίσουν αυτό που βλέπουν και ακούν με όσα γνωρίζουν εκ των προτέρων για τον γονιό τους. Αντιδρούν λοιπόν αναπτύσσοντας χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους και μοντέλα συμπεριφοράς που θα παραμείνουν, ακόμη κι αν οι ψυχικές κατασκευές που τα υποβαστάζουν ξεχαστούν στην συνέχεια. Μαθαίνουν κυρίως να λειτουργούν με διχασμένο ψυχισμό: από την μια οφείλουν να εντοπίσουν την ύπαρξη του Μυστικού με τέτοιο τρόπο ώστε να μην διακινδυνεύσουν να φέρουν τον γονιό τους αντιμέτωπο με κάτι που μοιάζει ότι θέλει να κρύψει∙ από την άλλη όμως, υποχρεώνονται να κάνουν σαν να μην έχουν δει και να μην έχουν ακούσει τίποτε.

Ο συγγραφέας έχει νηφαλιότητα στον τρόπο που αναλύει τα Οικογενειακά μυστικά, δεν διεκδικεί το αλάθητο του Ψυχολόγου, το κείμενο ρέει αβίαστα και δεν δημιουργεί σε καμία φάση απορίες και ερωτηματικά, πέρα από αυτά που εγείρονται από το περιεχόμενό του. Με λίγα λόγια, ακόμα κι εγώ η αδαής, το κατάλαβα.

Η χονδροειδής κατανόηση αυτών των μελετών, όπως ακριβώς και η βιαστική ανάγνωση των ερευνών των συστημικών, καταλήγει φυσικά σε κατάχρηση της θεωρίας. Η εξήγηση «επειδή ο παππούς σας(ή η γιαγιά σας) έκανε αυτό ή εκείνο», έγινε το δόγμα ορισμένων θεραπευτών. Όμοια με τον ήρωας του «Κατά φαντασίαν ασθενούς» του Μολιέρου, που επαναλαμβάνει αδιάκοπα «Ο πνεύμονας, σας λέω» για να εξηγήσει τα διάφορα και ποικίλα προβλήματα που βασανίζουν μια κοπέλα, έτσι κι αυτοί βάλθηκαν να επαναλαμβάνουν ασταμάτητα: «Ο πρόγονός σας, σας λέω».

Είχα καιρό να διαβάσω ολοκληρωμένο βιβλίο ψυχολογίας, αν και στο ίντερνετ τα άρθρα αυτά είναι που αναζητώ πρώτα. Ο Τισερόν κατάφερε να μου κρατήσει το ενδιαφέρον και να με κάνει να αναρωτηθώ «Βρε λες για όλα να φταίει ο παππούς που έφυγε με την καμπαρετζού;».

«Οικογενειακά μυστικά», Σερζ Τισερόν, μετ. Ματίνα Βασιλείου, εκδ. Άγρα, 2014, σελ.157 

5/10/14

Διαβάζοντας@amagi Κυριακή 5/10/2014 2-4μ.μ. με τον Αλέξη Δαμίγο



Διαβάζοντας@ amagi 2-4 μ.μ. σήμερα Κυριακή 5/10/2014 εκτάκτως χωρίς την Τίνα (μας) Μανδηλαρά αλλά με εκλεκτό καλεσμένο-συμπαρουσιαστή τον Αλέξη Δαμίγο, τον ιδρυτή του blog Ναυτίλος, τον άνθρωπο που έχει πάνω από 14.000 βιβλία, έναν από τους πιο "διαβασμένους" Έλληνες βιβλιόφιλους. Θα μιλήσουμε για σημαντικά βιβλία, για ενδιαφέρουσες εκδόσεις, για τον Τζόις, και τον Μπέρνχαρντ και τον Κορτάσαρ. Θα διαβάζουμε αποσπάσματα διαλεγμένα από τον Αλέξη και θα ακούσουμε φοβερές κινηματογραφικές μουσικές, κι αυτές επιλογή του καλεσμένου μας.

Κληρώνουμε 2 αντίτυπα του εμβληματικού έργου του Τσαρλς Ντίκενς, " Ο Ζοφερός Οίκος" ευγενική προσφορά των εκδόσεων Gutenberg. Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση θα πρέπει να κάνετε like στο αντίστοιχο ποστ στο group της εκπομπής στο facebook.

Υ.Γ. 42 Για να ακούσετε την εκπομπή αρκεί να μπείτε στην σελίδα του σταθμού www.amagiradio.com , ενώ για ταμπλέτες, τηλέφωνα και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn Radio και βρείτε τον amagi.