30/6/15

«Ο χορός των λέμινγκς», Κωνσταντής Σταυρόπουλος



Μεγάλη φαν των αστυνομικών ιστοριών δεν είμαι, για την ακρίβεια συνήθως τα αποφεύγω. Ξεκίνησα τον «Χορό των λέμινγκς» για να αλλάξω λίγο λογοτεχνικό είδος και να ανανεωθώ. Δεν είναι σίγουρη πως τα κατάφερα, ήταν πάντως μια καλή προσπάθεια. 

Τα λέμινγκς είναι ένα έντιμο βιβλίο, με μια μάλλον προβλέψιμη αστυνομική ιστορία κι έναν κλασικό ήρωα για τέτοιου τύπου μυθιστορήματα. Ο Ντάριο είναι ένας ρέμπελος και άχρηστος ιδιωτικός ντετέκτιβ που τελικά συνεργάζεται με έναν καλό αστυνομικό για να λύσουν τα δυο εγκλήματα που τους προκύπτουν από το πουθενά. Τα υψηλά κλιμάκια τους διαμηνύουν να μην ασχοληθούν, αυτοί ατρόμητοι κυνηγοί της αλήθειας συνεχίζουν, ενώ διακινδυνεύουν ολομόναχοι το τομάρι τους. 

Γεμάτο από τα κλισέ του είδους- των τηλεοπτικών σειρών, των ταινιών και των βιβλίων- με μια ιστορία τραβηγμένη από τα μαλλιά αλλά ρονταρισμένη σχετικά καλά ως προς τις κορυφώσεις της, το μυθιστόρημα είναι μια ευχάριστη αναγνωστική απόδραση από τα πιο βαριά βιβλία. Αλλά ως εκεί. 

Ο Ντάριο είναι ένας τύπος που έχει το γραφείο του στην ψαραγορά, δεν πάει ποτέ σε μια κανονική ώρα κι είναι συνέχεια ρέστος από λεφτά. Η απλή παρακολούθηση μιας μοιχαλίδας συζύγου θα καταλήξει σε υπόθεση φόνου που θα μπλεχτεί με μιαν άλλη και θα καταλήξει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και μαφιόζικο στην Νάπολη. Ταυτοχρόνως ο ήρωας μας θα βρει και τον μεγάλο έρωτα. 

Οι γυναίκες είναι όλες θεογκόμενες με ατελείωτα πόδια, οι κακοί είναι προσχηματικοί, οι καλοί βρίσκονται σε οίστρο, δεν πεθαίνουν ποτέ και είναι τα πιο ηθικά πλάσματα της γης- μέσα στην ανηθικότητα της τεμπελιάς, της αφραγκιάς, των ποτών και των τσιγάρων τους. Θα ήταν ψέμα να πω πως δεν βαρέθηκα. Αλλά επίσης θα ήταν κι άδικο να είμαι εγώ κριτής αυτού του βιβλίου γιατί δεν απευθύνεται σε μένα. Είναι γραμμένο για τους αναγνώστες της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Κι εκεί είμαι σίγουρη πως θα βρει πολλούς αποδέκτες. 


«Ο χορός των λέμινγκς», Κωνσταντής Σταυρόπουλος, εκδ. Κριτική, 2015, σελ.289.

28/6/15

Season finale σήμερα στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com





Πανηγυρικό, γκραν φινάλε σεζόν για την εκπομπή Διαβάζοντας@amagi με καλεσμένη την αφεντομουτσουνάρα μου. Απολογισμός εκπομπής, αναγνωστικής χρονιάς, προτάσεις για το καλοκαίρι για όλη την οικογένεια, χαζά άρθρα για βιβλιόφιλους με κακή προφορά των ονομάτων των συγγραφέων, από όλα θα έχει ο μπαξές.


Εάν θέλετε να ρωτήξετε κάτι την ραδιοφωνική παραγωγό, τώρα είναι η ώρα. Επίσης αν έχετε όρεξη να μας στείλετε ποια βιβλιαράκια θα διαβάσετε εσείς το καλοκαίρι είστε ευπρόσδεκτοι να αφήσετε σχόλιο. Το αυτό για να μπείτε στην κλήρωση. Εναλλακτικά πατήστε ένα απλό κακομοίρικο λάικ σε τούτο δω το ποστ στο fb

Κληρώνουμε:
"Ένας θάνατος για την οικογένεια", Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ
"Η εσχάτη των ποινών", Σαντιάγο Ρονκαλιόλο
"Πως να είσαι δύο", Άλι Σμιθ
Όλα φρεσκότατα, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Προλάβετε, την Κυριακή 28/05/2015 στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com





Την προηγούμενη μας εκπομπή με την Μικέλα Χαρτουλάρη την ακούτε εδώ: 



27/6/15

«Πώς να είσαι δύο», Ali Smith



Εντυπωσιακό; Να το πω έτσι, γιατί ίσως να χρειαστώ κανέναν πιο βαρύγδουπο χαρακτηρισμό όσο προχωρά αυτή η ανάρτηση για το βιβλίο της Άλι Σμιθ «Πώς να είσαι δύο». Ή για να είμαστε ακριβέστεροι, πώς να είσαι και τα δύο, πώς να πεις δυο ιστορίες ταυτόχρονα, πώς να δεις αυτό που μες στο χρόνο χάθηκε και ξαναβρέθηκε και που συνεχίζει να αφορά τους ανθρώπους.

Το βιβλίο της Άλι Σμιθ είναι τυπωμένο με μια τσαχπινιά: επειδή οι ιστορίες του είναι δυο, σε κάποια αντίτυπα είναι πρώτη η μία και σε άλλα η άλλη. Έτσι, ο καθείς διαβάζει άλλο βιβλίο. Θα μου πεις αυτό δεν συμβαίνει έτσι κι αλλιώς; Συμβαίνει, αλλά που και που στην τέχνη είναι καλό οι συμβολισμοί να μας θυμίζουν τα αυτονόητα.

Το δικό μου αντίτυπο λοιπόν ξεκινά με την πιο πρόσφατη ιστορία. Ένα κορίτσι, η Τζορτζ έχει μόλις χάσει την μητέρα της και προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια και τις σχέσεις με τον πατέρα, τον αδελφό, την μάνα αλλά και τη φίλη της. Είναι ένα ιδιότυπο παιδί που φτιάχνει δικούς του κόσμους. Ίσως γιατί και η μάνα της ήταν έτσι, ακτιβίστρια, που κάποτε ξεσήκωσε τα παιδιά και τα πήγε στην Ιταλία μόνον και μόνον για να δουν μια νωπογραφία, άγνωστού της ζωγράφου, που της άρεσε.

Κι εδώ ξεκινά η πιο παλιά ιστορία. Ο ζωγράφος, που είναι γνωστός μονάχα από μια επιστολή του στον άρχοντα όπου ζητούσε περισσότερα χρήματα, αντάξια της συμπεριφοράς του, έχει ένα περίεργο μυστικό.

[] Δεν μπορώ να πω ψέματα, εγώ κατούρησα στο πηγάδι. Τώρα που έδειξα τόση ειλικρίνεια κάντε με πρότυπο. Όχι πρόστυχο, πρότυπο. Πρόστυχο πρότυπο. 
Αυτό ίσως να άξιζε πέντε λίρες σαν σύνθημα της Ανατροπής αν η μητέρα της ήταν εδώ τώρα. 
(Τώρα όμως που δεν είναι, το σύνθημα δεν αξίζει μία;)
Υπάρχουν ακόμα οι πιθανές λέξεις ΨΕΓΩ, ΨΕΙΡΑ, ΨΕΛΝΩ. Κατηγορώ, απευθύνω μομφή, ζωύφιο που έχει ως βιότοπο το τριχωτό των θηλαστικών, εκτέλεση ωδής με λατρευτικό χαρακτήρα (είναι ενδιαφέρον ότι η εκτέλεση ωδής στην καθομιλουμένη μπορεί να σημαίνει και κατσαδιάζω, άρα απευθύνω μομφή)/
Υπάρχει και η λέξη ΨΕΛΛΙΖΩ.
Υπάρχει και η λέξη ΨΕΓΑΔΙ.
(Πάω στοίχημα ότι είναι σε καμία πόλη με καθεδρικό και κρέμεται από το ταβάνι καμιά φανταχτερής εκκλησίας μαζί με τα σκαλίσματα των αγγέλων.
Πάω στοίχημα ότι
ότι)
Λάθος.
Είναι εξοργιστικό πόσο λάθος.
Η Τζορτζ του μετά μπορεί ακόμα να νιώσει την οργή του λάθους ν' ανοίγει βαθιές χαραγματιές μέσα στο στήθος της Τζορτζ του πρώτα.   

Ιστορίες ενηλικίωσης κι οι δυο, η μια το 1460, η άλλη το 1960. Δυο άνθρωποι που μεγαλώνουν με 500 χρόνια διαφορά και ψάχνουν να βρουν την θέση τους και την ταυτότητά τους σε έναν άδικο κόσμο. Όλες οι πτυχές αναπτύσσονται, η συναισθηματική και η σεξουαλική και η λογική, αλλά στην πραγματικότητα καμία δεν φαίνεται ξεκάθαρα. Γιατί το μεγάλο ατού της Άλι Σμιθ είναι ο υπαινιγμός.

Βιβλίο εξαιρετικά δύσκολο στην μετάφρασή του με συνεχή λογοπαίγνια απαραίτητα στην πλοκή, με λόγο ανάμεσα στον διάλογο και την πρόζα, συχνά χωρίς να τηρεί στίξη και παραγράφους. Ένας λόγος σπαρταριστός και σπαρακτικός συνάμα. Η Άλι Σμιθ αποδεικνύει με αυτό το βιβλίο πως είναι λίγα τα εφόδια που χρειάζεται κανείς για να γράψει λογοτεχνία αξιώσεων. Γνώση, ταλέντο, ιδέα, διάθεση να υπερβείς τα εσκαμμένα, οίστρος· απλά πράγματα, καθημερινά, που συμβαίνουν στον κάθε γραφιά. Ή όχι; 




«Πώς να είσαι δύο», Άλι Σμιθ, μετ. Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτης, 2015, σελ. 350

24/6/15

Η ηδονή



Γιατί δεν διαβάζουν λογοτεχνία οι άνθρωποι;

Γιατί, δεν γουστάρουν, για αυτό.

Γιατί δεν έμαθαν από τα μικράτα τους

Γιατί μιαν άλλη φαντασία κεντρίζει τις ανάγκες τους για μυθοπλασία. Βασικά αυτό.

Η εγγενής ανάγκη του ανθρώπου να ακούει και να φτιάχνει ιστορίες- αυτή που τον ξεχωρίζει από όλα τα άλλα ζώα- δεν παύει να υπάρχει. Όμως, όπως και σε άλλους καιρούς, ικανοποιείται μακριά από την ανάγνωση. Η ανάγνωση λογοτεχνίας, σπάνια, απλά τυχαίνει, σε ελάχιστες ιστορικές συγκυρίες τέλος πάντων, ήταν για τους πολλούς. Οι περισσότεροι θέλουν να ακούν τις ιστορίες τους, να τις βλέπουν. Το να τις διαβάζεις απαιτεί μιαν άλλη εκπαίδευση. Αυτό δεν αναιρεί την μαγεία όλων των άλλων εκφάνσεων του μύθου- κι οι αναγνώστες ακούνε μουσικές και βλέπουν ταινίες, και θέατρο και τις ειδήσεις των 9. Όμως, μάλλον, απαιτεί ιδιωτικότητα. Πολλά πράγματα μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι μαζί. Δεν μπορούν να διαβάσουν.

Η διαφορά της ανάγνωσης από όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας σε μια πλαστή ή και όχι τόσο πλαστή ιστορία, είναι η μοναχικότητα που απαιτεί. Και η προσωπική ματιά. Τα βιβλία ενεργοποιούν άλλες πλευρές της φαντασίας, ενίοτε εντελώς απάτητες. Απαιτούν να φτιάξεις το δικό σου ηλιοβασίλεμα και την δική σου σκηνή μαρτυρίου· να κρεμαστείς μαζί με τον αυτόχειρα μες στο μυαλό σου.





Η ηδονή της ανάγνωσης κρύβει μέσα της εν σπέρματι την ηδονή της οδύνης. Αυτό είναι και το μόνο κριτήριο για να ξέρει κανείς αν το κείμενο που διάβασε είναι απλά άρτιο ή ένα έργο τέχνης. Και για πετύχει αυτή η ταύτιση απαιτεί δυο, αναγνώστη και βιβλίο.


Η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων δεν είναι για όλους, γιατί απλά η λογοτεχνία είναι τέχνη. Δεν διαβάζουν οι άνθρωποι, και δεν ακούν μουσικές, και δεν πάνε δουν παραστάσεις και πίνακες. Αυτό δεν σημαίνει πως χάνουν την αγάπη τους για την κατασκευασμένη ιστορία. Απλά δεν ξέρουν και δεν θέλουν –γιατί όλοι δεν είναι ίδιοι- να την αναζητήσουν εκεί. Στο αφηρημένο. Την πληρώνουν αδρά στο απτό.





23/6/15

Κολ-γκερλς του Μαραμπού





Επειδή μου την είπατε τις προάλλες για την έλλειψη λογοτεχνικότητας που διέκρινα στο κατά τα άλλα σπουδαίο βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ “Το μηδέν και το άπειρο”, είπα να διαβάσω ένα ακόμα δικό του για να αποδείξω τα αυτονόητα! Ήδη ο τίτλος θέτει στέρεες βάσεις για μια εμπνευσμένη λογοτεχνία. Ο Καίσλερ παρομοιάζει ευφυώς τους επιστήμονες και διανοούμενους της κάθε εποχής με κολ-γκερλς που περιφέρονται από συνέδριο σε συνέδριο εκπορνεύοντας τις ιδέες τους και συμμετέχοντας απρόθυμα σε μια δυσάρεστη ιδεολογική παρτούζα.

[...] Τι νομίζετε πως έκανα; Χασμουριόμουν σ' ένα συμπόσιο για την Ιεραρχική Τάξη στις Κοινωνίες των Ανθρωποειδών Πιθήκων. Ήξερα τι θα' λεγε ο καθένας τους – ο Λόρενς κι εκείνη η Σκάλερ, ο Ρούσελ και οι υπόλοιποι – κι όλοι τους ήξεραν τι θα έλεγα κι εγώ, κι όμως έπρεπε να πάω. Γιατί; Επειδή είμαι ένα ακαδημαικό κολ-γκερλ. Όλοι μέσα στο λεωφορείο είμαστε κολ-γκερλς. Εσύ είσαι ακόμη νεαρός, το ίδιο θα γίνεις όταν θα έρθει η ώρα.

Σε ένα ειδυλλιακό χωριό των Άλπεων συναθροίζεται μια ντουζίνα διαπρεπών επιστημόνων των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, με σκοπό να διαγνώσει την ασθένεια και να προτείνει θεραπεία για τον άνθρωπο που φαίνεται πως διανύει το λυκόφως του είδους του. Το όνομα του συνεδρίου έχει στην αρχή τον εύγλωττο τίτλο SOS αλλά ύστερα από την παρέμβαση του διευθυντή του ιδρύματος, αλλάζει στο πιο μετριοπαθές “Προτάσεις προς επιβίωσιν”. Τα κολ-γκερλς καταφθάνουν κουρασμένα και αδιάλλακτα, ματαιόδοξα και προκατειλλημένα, ζηλόφθονα και προκλητικά, και ξεκινούν το καθένα την προσωπική του παράσταση χωρίς ίχνος σύγκλισης πέρα από το ότι καταδέχονται να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι!

Ο Καίσλερ χαρακτηρίζει το μυθιστόρημά του ιλαροτραγωδία και εκείνο δικαιώνει απόλυτα αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί εκπληκτικά και άκρως διασκεδαστικά (με πικρό χιούμορ, πάντα) την άνοδο αυτών των διανοιών με τα πολύτιμα συγγράμματά τους και την πτώση των συναισθηματικά στεγνωμένων ανθρώπων που αδυνατούν να αντιληφθούν τον άνθρωπο ως κάτι διαφορετικό πέρα από πεδίο πειραμάτων.

[...] Η πιο μνημειώδης δεισιδαιμονία του αιώνα μας, τραύλισε ο Μπλαντ, είναι η επιστήμη που μεταχειρίζεται τον άνθρωπο σαν ένα σαλιάρικο σκυλί του Παβλόφ ή σαν έναν τυφλοπόντικα ή σαν ένα ρομπότ προγραμματισμένο από το γενετικό του κώδικα. Η επιστήμη σας είναι μια μεθοδική μορφή παραφροσύνης.


Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Μπλάντ(!) το παράξενο κολ-γκερλ που είναι ποιητής και ταυτόχρονα ικανός γνώστης της φυσικής και της κβαντομηχανικής. Μέσα από τον χαρακτήρα του Μπλαντ και την ειρωνική και κυνική ρητορική του (και πάντα σε συνάφεια με την ιδιότητά του ως ποιητή) ο Καίσλερ φέρνει στην επιφάνεια τον άνθρωπο που συνήθως αγνοούν τα επιστημονικά συνέδρια τα οποία υποτίθεται ότι συνεδριάζουν στο όνομά του και για την ευημερία του! Η συναισθηματική πυκνότητα που συχνά κουβαλά ένας ποιητής μαζί με την κυνικότητα που του δημιουργούν οι βασανιστικές εικόνες της πραγματικότητας, μας επιτρέπει να διακινδυνέψουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένας δευτερεύον χαρακτήρας, η Κλαίρη, η οποία είναι η γυναίκα του διακεκριμένου φυσικού και εμπνευστή του συνεδρίου, Νικολάι Σολόβιεφ. Η Κλαίρη που είναι ο πιο ανθρώπινος από τους γυναικείους χαρακτήρες του βιβλίου – μια ζωολόγο, την παράξενη φίλη της “με το ξυρισμένο σβέρκο” και μια γραμματέα-πειραματόζωο του καθηγητή Βαλέντι - συζητά με τον κουρασμένο πνευματικά σύζυγό της σε διάφορους αναζωογονητικούς περιπάτους για την επιτυχία αυτού του συνεδρίου και ακόμα περισσότερο για την ενδεχόμενη χρησιμότητά του (σημειωτέον ότι ο Καίσλερ τοποθετεί την ιστορία του χρονικά συντονισμένη με τον πόλεμο του Βιετνάμ, κάνοντας έμμεσες αναφορές στην Ασία και βάζοντας το γιο της Κλαίρης και του Νικολάι να είναι κάπου χαμένος στα “ρυζοχώραφα”, εντείνοντας την πνευματική κατάπτωση του Νικολάι και κάνοντας, μέσω της κοινωνικής κριτικής την οποία δεν φείδεται στα βιβλία του, ακόμα ειρωνικότερη και συγκλονιστικότερη την ιστορία που περιγράφει).


– Τότε λοιπόν, τι είναι σοβαρό;

– Δεν ξέρεις; Ο πονόδοντος είναι σοβαρός. Όταν είναι δυνατός, ξεχνάς να λυπηθείς για το μέλλον της ανθρωπότητας.

– Τότε λοιπόν, εμπρός για πονόδοντο. Εσύ έχεις;

Ο συγγραφέας μυθοποιεί μόνο τους χαρακτήρες διατηρώντας πραγματικούς τους συγγραφείς και τα πειράματα που αναφέρονται εκτενώς στο βιβλίο. Έτσι ο αναγνώστης απολαμβάνει μία θαυμαστή περίληψη αληθινών επιστημονικών θεωριών, τις οποίες ο Καίσλερ διανθίζει με μαεστρία με σκέψεις για την αναγκαιότητα της επιστήμης, την ηθική της και την χρησιμότητά της. Ο λόγος του είναι γεμάτος με όμορφες μεταφορές που μετατρέπουν την επιστημοσύνη που καταλαμβάνει το μισό και πλέον βιβλίο σε έναν γοητευτικό αναστοχασμό που γαργαλάει το μυαλό σου με ερωτήματα άκρως σημαντικά και ενδιαφέροντα. Ανάμεσα στις “σοβαρές” συνεδρίες παρεμβάλλονται κοκτέιλ πάρτυ και γεύματα που αναδεικνύουν τις μικροκακίες και τα πάθη που ταλανίζουν αυτές τις σπουδαίες διάνοιες. Με έναν ιλαρό λόγο, ο συγγραφέας αφήνει σιγά σιγά τον αναγνώστη να ανακαλύψει την τραγωδία που γεννάται όταν επιτρέπει σε μια ντουζίνα ανθρώπων να καθορίσει το μέλλον του.

Αυτό το βιβλίο του είναι απείρως πιο σημαντικό από “Το μηδέν και το άπειρο”. Σαφώς και είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα πού μπορεί να οδηγήσει η ολοκληρωτική σκέψη, πολλά βιβλία μας βοηθάνε σ' αυτό, αρκεί βέβαια να τα διαβάζουμε – όμως, για μένα, εκείνο το βιβλίο στερούνταν ολοκληρωτικά την καλλιτεχνική δημιουργία. Μετά τα δυστοπικά σενάρια των Χάξλευ και Όργουελ (παρόλο που το 1984 έπεται χρονικά του βιβλίου του Καίσλερ!) κάθε ανάλογη προσπάθεια περιγραφής του ολοκληρωτισμού φιλτράρεται μέσα από αυτά και βγαίνει συνήθως αποδυναμωμένη και στεγνωμένη (ξέρω, αυθαίρετη η σκέψη μου, αλλά ας μου επιτραπεί σας παρακαλώ, δημοκρατία έχουμε!!). “Το μηδέν και το άπειρο” ήταν ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο αδιάφορα γραμμένο. Αντιθέτως, το “Κολ-γκερλς” καταπιάνεται με ένα θέμα εξίσου σημαντικό – ένα είδος σύγχρονου ολοκληρωτισμού είναι η εξουσία που δίνεται σε μια μερίδα ανθρώπων που σε πολλές περιπτώσεις κρύβεται κάτω από τη φενάκη της προόδου – σε μία γλώσσα όμως, που πρωτίστως απολαμβάνει η ίδια τις ιδέες που περιγράφει πριν τις απολαύσει εσχάτως και ο αναγνώστης.




Η μετάφραση είναι της Γεωργίας Αλεξίου-Πρωταίου και σε καμία περίπτωση δεν είναι ιλαροτραγωδία! Η έκδοση είναι αξιόλογη, με δυο όμορφους πίνακες στο εξώφυλλο, όπου σε έναν από αυτούς, διακρίνεται ένας ζητιάνος που με λίγη φαντασία (που εγώ διαθέτω!), θυμίζει τον Τζόυς! Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο που όταν το διαβάσετε, αναπόφευκτα θα σας φέρει στο νου διάφορα “γκρουπάκια των Βρυξελλών” στα οποία διάφοροι σπουδαίοι στύβουν το μυαλό τους για το πώς θα στύψουν τις ζωές των ανθρώπων! Ο Άρθουρ Καίσλερ αποδεικνύεται ένας σημαντικότατος διανοούμενος, ένα υποδειγματικά επαγγελματικό κολ-γκερλ που σου πηδάει ανελέητα το μυαλό με τις ιδέες του αλλά στο τέλος δεν αποκλείεται να σου χαρίσει και μια τρυφερή αγκαλιά!

                                                                                                       

                                                                                                       Μαραμπού


"Κολ-γκερλς", Άρθουρ Καίσλερ, μετ. Γεωργία Αλεξίου, εκδ. Άγκυρα, 1998

21/6/15

"Στην άκρη του γκρεμού", Rafael Chirbes



Δεν είχα ακούσει τίποτα για τον Ραφαέλ Τσίρμπες μέχρι τώρα. Μια κουβέντα στο βιβλιοπωλείο με έναν φίλο για τις «Σκηνές κυνηγιού» μου τον σύστησε. Από σύμπτωση, σχεδόν σατανική, μία εβδομάδα μετά εμφανίστηκε ολοκαίνουργιο βιβλίο του Τσίρμπες, «Στην άκρη του γκρεμού» από τις εκδόσεις Κέδρος, με εκπληκτικό εξώφυλλο. Το αγόρασα. 

Η αρχή του μυθιστορήματος είναι εντυπωσιακή. Λόγος μακροπερίοδος αλλά μεστός, ένας μετανάστης που βρίσκει ένα πτώμα μες στον βάλτο και δεν τολμά να το καταγγείλει για να μην μπλέξει. Και η κυρίως ιστορία έχει το ενδιαφέρον της, ένας άντρας, ο Εστέμπαν που έγινε ξυλουργός- όπως ο πατέρας του- αντί για γλύπτης χάνει την ξυλουργική επιχείρηση κι αφήνει άνεργους τους υπαλλήλους του εν μέσω κρίσης. Ως εδώ όλα μοιάζουν ιδανικά. 

Όμως το βιβλίο τραβάει σε μάκρος, οι ιδέες, οι φράσεις, οι καταστάσεις ανακυκλώνονται κι όλα αυτά χωρίς παραγράφους, με ελάχιστα σημεία στίξης, με ένα λόγο που κολλάει και ξανακολλάει, με επαναλήψεις νοημάτων. Από την μέση και μετά το βαρυγκώμησα σε μεγάλο βαθμό, σχεδόν δεν ήθελα να το βλέπω στο κομοδίνο μου. Αλλά το τελείωσα. 

Η Κρίση- η ισπανική αλλά κατ’ επέκταση κάθε καπιταλιστική κρίση του καιρού μας- αναλύεται διεξοδικά. Ο ήρωας βρίσκεται στα εξήντα του με μια ζωή σπαταλημένη στα όνειρα αλλωνών, να ξεσκατίζει το πατέρα του και να μην μπορεί να ξεκολλήσει τον λογισμό μου από την νεαρή μετανάστρια που τον φρόντιζε πριν χρεοκοπήσει. Ματαιωμένη όνειρα, ένας χαρακτήρας χωρίς ούτε καν κυνικότητα πια, παραιτημένος, που όλο χάνεται. Αλλά συνεχίζει να ζει. Μετανάστες που χάνουν την δουλειά τους, που δεν έχουν να φάνε, απολυμένοι που δεν συμπαραστέκονται στο αφεντικό τους, ένας φραγκάτος φίλος που παντρεύτηκε την γυναίκα της ζωής του Εστέμπαν. Πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, που σηματοδοτούν μια κρίση αξιών πρωτίστως και μια κρίση χρηματοπιστωτική δευτερευόντως. 

Δεν ξέρω αν όντως το «Στην άκρη του γκρεμού» θα αναδειχτεί σε κλασικό αριστούργημα τα επόμενα χρόνια. Για μένα πάντως, η μονοτονία της κρίσης- που την ζω σε ένα αντίστοιχο μεγαλείο- ήταν κουραστική, και ελαφρώς ενοχλητική. Σα να αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια για να μας τα κάνει λιανά· να μας τάιζε- χιλιολιωμένα και με το κουταλάκι, σαν μωρά- αυτά που ζούμε έτσι κι αλλιώς και τα βλέπουμε κάθε μέρα.

Έμεινα να αναρωτιέμαι τι θα περίμενα από μια «λογοτεχνία της κρίσης». Φαντάζομαι μια πιο διεισδυτική και μακρόπνοη προσέγγιση, ή έστω μια ματιά στην «μικροκοινωνία» κάθε διαφορετικής κρίσης. ‘Η τελικά ίσως να μην περίμενα τίποτα. Να πρέπει να βρεις αυτό το βιβλίο που σε αντιπροσωπεύει για να αναφωνήσεις, να εδώ είμαστε, εδώ θα θελα να είμαι, αυτό θα ήθελα να διαβάσω.

"Στην άκρη του γκρεμού", Ραφαέλ Τσίρμπες, μετ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 438
















16/6/15

Λογοτεχνικές ημερομηνίες που μας σημάδεψαν


Είμαι από κείνους τους περίεργους ανθρώπους που έχουν κόλλημα με τους αριθμούς, που κοιτάν λάγνα τα ρολόγια να τους δώσουν ένα σήμα και τις ημερομηνίες να τους πουν μια ιστορία. Ίσως να έχει να κάνει με το γεγονός πως γεννήθηκα στις 28/08/1978. Και ναι, το 8 είναι ο αγαπημένος μου αριθμός. Πείτε ημερομηνίες λογοτεχνικές που σας σημάδεψαν- μέσα από μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, ποιήματα και κυρίως μέσα από το κεφάλι σας. Κι αριθμοί παίζουν, θα σας πω εγώ έναν. 42. 


Υ.Γ. Τούτο το ποστ βασίστηκε σε μια ιδέα του Μαραμπού με αφορμή την Bloomsday today.


15/6/15

«Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», Günter Grass



Ένα αιρετικό αριστούργημα είναι "Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» που έγραψε ο Γκύντερ Γκρας το 1959 και δεν μπόρεσε ποτέ σε κανένα άλλο του βιβλίο να φτάσει. Ένα έργο συγκλονιστικό και βλάσφημο, αντιπολεμικό, με έναν ήρωα από αυτούς που ποτέ δεν θα ξεχάσεις και με κανέναν τρόπο. Ο Όσκαρ θα σε ακολουθεί. 

Ο Όσκαρ (Ματσεράτ ή Μπρόνσκι ή Κόλιατσεκ) είναι ένας νάνος από επιλογή. Στα τρία του χρόνια αποφάσισε πως δεν θέλει πια να μεγαλώσει, σταμάτησε την ανάπτυξή του,-την σωματική- κι άρχισε να μεγαλώνει πνευματικά και σεξουαλικά μόνο. Όπως περίπου κάνουν οι ίδιες οι κοινωνίες και δη η Γερμανική του Πολέμου. Ο Όσκαρ έμεινε στα 93 εκατοστά και δεν μιλούσε, παρά ολημερίς χτυπούσε ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο και μπορούσε με την τσιρίδα του να θρυμματίσει κάθε γυαλί· με την υαλοκτόνο φωνή του. Ο Όσκαρ είναι ένας φριχτός αφηγητής και πρωταγωνιστής, ένα εξάμβλωμα, που ούτε ο ίδιος ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του, που σκοτώνει όλους τους πιθανούς γονιούς του αν και αυτοί τον νοιάζονται, που διαπερνά την κοινωνία της Γερμανίας στο Ντάντσιχ και έπειτα Γκνταντσκ, σε αυτή την πόλη που άλλαξε τόσες φορές χέρια.

Κι αν ο Όσκαρ με το ταμπούρλο του, με την στρεβλή του φαντασία, τις σεξουαλικές ορέξεις ενός σάτυρου και την ικανότητα να αναρριχάται παντού και πάντα, να βγαίνει από τα σκατά αλώβητος, ενώ οι κοντινοί του πεθαίνουν και πεινάνε, δεν είναι ο ίδιος ολόκληρος μια αλληγορία, τότε τι είναι. 

Ο Όσκαρ δεν ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας του- ο σύζυγος ή ο εραστής της μάνας του- και δεν ξέρει αν το παιδί του είναι δικό του ή του πατέρα του. Και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τον θάνατο. Αλλά ξέρει πώς να διαχειριστεί τον εαυτό του. Ακόμα και στο τρελάδικο, μπήκε με δική του επιλογή. Όπου κι αν βρέθηκε, ο Όσκαρ, αυτός ο τριτο- πρωτοπρόσωπος αφηγητής του εαυτού του είναι όλος μια ιστορία. Κι αυτό τον κάνει συμπαθή. Κι αυτό είναι το τραγικότερο όλων. Πως για τις μέρες –και θα είναι πολλές- που αναγνώστης διαβάζει το ταμπούρλο θα ταυτιστεί με τον επαχθή νάνο και θα τον αγαπήσει. Μέχρι να καταλάβει πόσο αναξιόπιστος αφηγητής είναι και να τον μισήσει ξανά. Γιατί αυτός ο νάνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια καθαρή εικόνα της ίδιας μας της κοινωνίας. 

Η τεχνική της αφήγησης στο τενεκεδένιο ταμπούρλο είναι σαφές πως είναι νεωτερική. Ο κεντρικός ήρωας είναι κεντημένος αριστοτεχνικά. Η πρωτοτυπία αφορά σχεδόν σε όλα τα κομμάτια του κειμένου. Και δεν μπορεί παρά να πεις για το Ταμπούρλο πως είναι ένα βιβλίο που κάθε βιβλιόφιλος θα πρέπει να διαβάσει. Αν το βρει. Γιατί είναι εξαντλημένο. 





«Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», Γκύντερ Γκρας, μετ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας, 2001, σελ. 798.

14/6/15

Η Μικέλα Χαρτουλάρη σήμερα στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com




Καλημέρα, καλημέρα. Σήμερα μαζί μας στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com η Μικέλα Χαρτουλάρη. Θα μιλήσουμε για λογοτεχνία, για βιβλία, για την καριέρα της, για τις "Κεραίες της εποχής μας"- 2 ώρες έχουμε θα τα πούμε όλα. 

Κληρώνουμε 2 αντίτυπα "Οι πληροφοριοδότες", του Χ. Γκ. Βάσκεζ, ευγενική προσφορά των Εκδόσεις Ίκαρος - Ikaros Publishing. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε λάικ στο αντίστοιχο ποστ στο fb ή αφήστε σχόλιο εδώ. Για να ρωτήσετε κάτι την κυρία Χαρτουλάρη αφήστε σχόλιο στο αντίστοιχο ποστ στο γκρουπ της εκπομπής ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ.



Η προηγούμενή μας εκπομπή με τον Μαρίνο Λούρο είναι εδώ:




11/6/15

"We Others: New and Selected Stories", Steven Millhouser του Παναγιώτη Κροκιδά



Τον Μιλχάουζερ τον άκουσα πρόσφατα, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο του βιβλίο, Voices in the Night:Stories. Έχει κερδίσει Πούλιτζερ, καταφέρνει όμως την ίδια στιγμή να είναι ένα κρυμμένο μυστικό, με τους πιστούς ακόλουθούς του να πίνουν νερό σε ένα πλήθος συγγραφικών δεξιοτήτων που τον ξεχωρίζουν από το πλήθος των κοινών συγγραφέων.

Λοιπόν;

Κατά αρχάς, και εν είδει προλόγου, είναι σύνηθες μια συλλογή να είναι ένα σύμφυρμα άνισα απολαυστικών ιστοριών – κάποιες καλές, άλλες μέτριες και από πίσω ένα πλήθος προσπαθειών του συγγραφέα να πει κάτι ή να ανακαλύψει νέους εκφραστικούς δρόμους, που καλύτερα θα ήταν να είχαν μείνει στο συρτάρι του, αλλά τελικά τσουβαλιάστηκαν κι αυτές παρέα για να βασανίζουν τον αναγνώστη - ένα άνισο βιβλίο, φυσικά. Όταν, όμως, η συλλογή δεν χωλαίνει από τα παραπάνω, όταν έχει συνοχή και αρμόνια τότε, πέρα από την αναγνωστική τέρψη γίνεται το έξης: η συλλογή είναι ένα μέσο για τον αναγνώστη να δει τις εμμονές του συγγραφέα. Τι τον καθοδηγεί, ποιες συνισταμένες ορίζουν το συγγραφικό του όραμα. Ποια είναι η μούσα του.

Κι αυτό η συλλογή, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2011, εξυπηρετεί μια πρώτης τάξεως γνωριμία με τον συγγραφέα. Και αποτελεί ένα καταπληκτικό βιβλίο. Για κάποιους, όπως εγώ, θα είναι και μια αποκάλυψη.

Διαβάζοντας κανείς αυτές τις ιστορίες δεν μπορεί παρά να προσέξει αυτή την τόσο ιδιαίτερη φωνή που χρησιμοποιεί ο Μιλχάουζερ συχνά: η φωνή του πλήθους, της ομάδας, του συνόλου. Της κοινότητας. Η οποία εκφράζει το διαφορετικό να εισβάλλει στην ρουτίνα της, που συνήθως θα είναι κάτι αλλόκοτο, παράξενο, ίσως ανεξήγητο. Όπως στην πρώτη ιστορία, όπου η φιλήσυχη μικρή πόλη ταράζεται από τον άγνωστο που χαστουκίζει ανύποπτα θύματα, δίχως διακρίσεις, ως πράξη ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κλιμακούμενου πλάνου που η κοινότητα προσπαθεί να ερμηνεύσει - ή τον λόγο της μουδιασμένης πλειοψηφίας μιας πόλης που βιώνει την δημιουργία ενός τεράστιου πολυχώρου, ο οποίος προσφέροντας τα πάντα, παίρνει τελικά τα πάντα από τις ζωές των ατυχών πολιτών που καταλήγουν σκλάβοι στα έγκατα της γης. 

Ο Μιλχάουζερ έχει φαντασία. Μια φαντασία πρωτόγνωρης, λυρικής, ήρεμης πάντα αφήγησης. Όπου και το πιο καθημερινό είναι ικανό να παράγει ανείπωτη φαντασία, όπως στην μικρή επαρχιακή πόλη, που ο πρωταγωνιστής με τους φίλους βγαίνουν κάθε μέρα στους δρόμους για να δουν το χιόνι να δίνει μορφή σε φανταστικά πλάσματα από χιόνι, όμορφα, κρυστάλλινα μα και απόμακρα. Σαν κάποια άλλη πραγματικότητα να κάνει αισθητή την παρουσία της διακριτικά στην επικράτεια του χιονιού, εώς ότου αυτό να λιώσει κι όλα να γίνουν όπως πριν. Είναι κι εκείνη η ιστορία του Μουσείου, όπου αλλόκοτα, όμορφα μα ενοχλητικά καμιά φορά πράγματα συμβαίνουν εκεί μέσα. Οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι, το επισκέπτονται καθημερινά, είναι στοιχείο της ζωής τους, μα που διχάζει, μα και που όλοι το έχουν ανάγκη. Δεν θέλουν να μάθουν τι κινεί τα μυστήριά του, τι ζει στις κατακόμβες, τι ελλοχεύει στις σκιές και μουγκρίζει, πώς γίνεται πόρτες να οδηγούν κάθε μέρα σε άλλα δωμάτια. Αν μάθουν δεν θα έχει αξία η καθημερινότητά τους. Έτσι έρχεται το “άλλο” απρόσκλητο”. Μα είναι φορές που αυτό ορμά μέσα από τις επιδιώξεις κάποιων ανθρώπων, που ευφυΐα και οι εμμονικές ανησυχίες τους τους οδηγούν σε ανεξερεύνητα μονοπάτια του ανθρώπινου νου. Όπως στην περίπτωση του μάγου του Αίζνεχαιμ, όπου μέσα από μια αφήγηση σαν χρονογράφημα, στο μεγάλο του νούμερο αφήνει τα εγκόσμια, ενώ το τρομαγμένο κοινό γίνεται μάρτυρας φαινομένων από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας.

Νομίζω αυτό θέλει να πει μαζί με πολλά άλλα ο Μιλχάουζερ. Πως το φανταστικό είναι δίπλα μας, το έχουμε ανάγκη το αλλόκοτο, το απόκοσμο. Μα αυτού που θέλουμε κρύβει φοβερά, καμιά φορά επικίνδυνα πράματα.

Γράφει κι άλλα ωραία: για έναν νεαρό αριστοτέχνη των αυτόματων, ταγμένο στα δικά του οράματα και επιδιώξεις, μακριά από τις προσταγές της αγοράς και τον άβουλου κοινού που ζητά το εφήμερο και σαρκικό και χυδαίο. Τον ταχυδακτυλουργό που ξεπερνάει τα σύνορα του υλικού κόσμου, τις περιπέτειες του Σεβάχ σε μια τριφωνία ομοδιήγησης, ετεροδιήγησης και, ακαδημαικής ανάλυσης. Ο αναγνώστης θα διαβάσει την μαγευτική επιστημονική φαντασία της εισβολής μια άκακης εξωγήνιης ύπαρξης που αλλάζει μα τελικά αφήνει ίδια την καθημερινότητα της ανθρωπότητας. Θα διαβάσει και το ομώνυμο We Others, με την φωνή του αποπροσανατολισμένου νεκρού να μας μεταφέρει στην θλιβερή, νυχτερινή ζωή των πλάνητων φαντασμάτων – οι επικίνδυνες, απεγνωσμένες υπάρξεις, αποζητούν και την ίδια στιγμή αποστρέφονται εμάς τους ζωντανούς γιατί έχουμε αυτό που εκείνες έχουν χάσει για πάντα. Κι όλα αυτά τα γράφει με ξεχωριστή τεχνική, εξοργιστική εκφραστική ευελιξία και συγγραφική μαεστρία. Ταιριάζει ένα μεγάλο οπλοστάσιο αφηγηματικών τεχνικών με ένα ευρύ γνωστικό εύρος, μια πένα εξασκημένη όσο λίγων σύγχρονών του με την λαχτάρα του αγνού παραμυθά. Πάνω από όλα, θέλει να αφηγηθεί. Ορμάται από αυτή την ανάγκη να πει κάτι όμορφο, να το ακούσει ο κόσμος, να το διαβάσει και να μαγευτεί.

Κοντολογίς, δηλώνω μαγεμένος, υποταγμένος στα συγγραφικά θέλγητρα του Μιλχάουζερ, στο ονειρικό που παντρεύεται με το καθημερινό, στην όμορφη γλώσσα το, στην ικανότητά του να με εκπλήσσει με κάθε του ιστορία μα και να ικανοποιεί πάντα την ανάγκη μου για καλή λογοτεχνία. Και είναι τόσο καλή η ξεχωριστή λογοτεχνία του Μιλχάουζερ. 



Εγώ ανακάλυψα έναν καινούριο, αγαπημένο συγγραφέα.

                                                                                                   Παναγιώτης Κροκιδάς


"We Others: New and Selected Stories", Steven Millhouser, Vintage Books, 2014, pg. 387


9/6/15

«Το Θέατρο», Μαρίνος Λούρος




Μια κλασική αλληγορική ιστορία είναι «Το Θέατρο» του Μαρίνου Λούρου, ένα από κείνα τα βιβλία που χτίζουν νέους κόσμους, διαφορετικούς, στηριζόμενα και ορμώμενα από τον δικό μας. Σε μια πόλη, που δεν κατονομάζεται, και σε μια εποχή που παραμένει άδηλη, το Θέατρο είναι το μόνο θέατρο που έχει απομείνει, το κέντρο κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όλοι οι ηθοποιοί θέλουν να παίξουν εκεί, όλοι οι κοινοί θνητοί θέλουν να παραβρεθούν σε μια παράσταση ως θεατές. Όμως μόνον ο παντοδύναμος και παντογνώστης Ιδιοκτήτης του ξέρει κάθε φορά ποιον θα διαλέξει, πάνω και κάτω από τη σκηνή. Το σίγουρο είναι ένα, έτσι κι μπεις στο Θέατρο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου.

Οι αδύναμοι, αυτοί που δεν μπορούν να αντέξουν την ελευθερία, θα τρελαθούν. Οι άλλοι θα ζήσουν. Το θέατρο είναι η «ανωμαλία», η «Αίρεση» μέσα σε έναν κόσμο καλοκουρδισμένο, όπου ακόμα και απλά πράγματα όπως το αν κρατάς το σπίτι σου ταχτοποιημένο και σε καλή κατάσταση ελέγχεται από το κράτος. Το Θέατρο είναι η μαζική παράκρουση για ανυπακοή, η προσταγή για να βρεις τον εαυτό σου. Μια κοπέλα θα επιλεγεί ως πρωταγωνίστρια και η ζωή της έπειτα δεν θα είναι ποτέ η ίδια. 

Το βιβλίο είναι σχεδιασμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια, φαίνεται τίποτα να μην αφήνεται στην τύχη κι αυτό ξεκουράζει τον αναγνώστη, τον κάνει να το εμπιστευτεί και να το αγαπήσει. Η γραφή είναι αβίαστη, ρέει, και η τελική αίσθηση που σου αφήνει είναι πως θα ήθελες λίγο ακόμα. 

«Το Θέατρο», Μαρίνος Λούρος, εκδ. Χαραμάδα, 2014, σελ.168


Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για το Θέατρο ακούστε την εκπομπή της Κυριακής με καλεσμένο τον Μαρίνο Λούρο:







7/6/15

Σήμερα καλεσμένος μας ο Μαρίνος Λούρος στον www.amagiradio.com στις 2μ.μ.



Πρώτος καλεσμένος του καλοκαιριού στην εκπομπή Διαβάζοντας@amagi ο Marinos Marinos- το συγγραφικό μου αδελφάκι- να μας μιλήσει για Το Θέατρο. Θα πούμε για την εξαιρετική νουβέλα του, τις ευκολίες και τις δυσκολίες της έκδοσης, το πως είναι να βγαίνει το βιβλίο σου από έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Α, θα μιλήσουμε και για κόμικς.
Κληρώνουμε 3 αντίτυπα του βιβλίου, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Χαραμάδα / Haramada Publications. Για να μπείτε στην κλήρωση αφήστε  σχόλιο εδώ. Για να μας ρωτήσετε ό,τι θα θέλατε, να μας καλημερίσετε ή να μας πείτε πόσοι έχετε ημικρανία από αυτόν τον αλλοπρόσαλλο καιρό, αφήστε σχόλιο στο αντίστοιχο ποστ στο γκρούπ της εκπομπής ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ.
Συντονιστείτε στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com
Υ.Γ. 42 στα decks ο καλεσμένος μας

Η εκπομπή της προηγούμενης Κυραικής μς την Αναστασία Λαμπρία των εκδόσεων Ποταμός είναι εδώ:

5/6/15

Οι παρουσιάσεις μας στο Booktalks για τον Ιούνη 2015

Πρόγραμμα Παρουσιάσεων Ιουνίου 2015






Παρασκευή 5/6 Ισμήνη Μπάρακλη, "Λικέρ τριαντάφυλλο"(Μυθιστόρημα), 20.00

Δευτέρα 8/6 Αθηνά Χατζή, "Η θάλασσα έφυγε" (Μυθιστόρημα), 20.00

Τετάρτη 10/6 Δημοσθένης Παπαμάρκος, "Γκιάκ" (Διηγήματα), 20.00

Πέμπτη 11/6 Γιάννης Φιλιππίδης, "Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης" (Μυθιστόρημα), 20.00

Παρασκευή 12/6 Μαρώ Τριανταφύλλου, "Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ;" (Διηγήματα),20.00

Σάββατο 13/6 Γιάννης Κοτσιφός, «Ο πειρασμός της γραφής(ποιήματα), 11:00

Δευτέρα 15/6 Άλκη Ζέη, "Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο" (Μυθιστόρημα), 20.00

Τετάρτη 17/6 Γιώργος Δουατζής, "Κράτα την άνοιξη" (Ποίηση) και Χάρης Γούλης (Μουσική) , 20.00

Σάββατο 20/6 Αύγουστος Κορτώ, "Έρως ανίκατε μάσαν" (Ευθυμογραφήματα), 20.00

Δευτέρα 22/6 Θεόδωρος Γρηγοριάδης ,"Ζωή μεθόρια" (Μυθιστόρημα), 20.00

Τετάρτη 24/6 Φαίη Κοκκινοπούλου, "Η εξαπάτηση και άλλες μικροσκοπικές ιστορίες"(Διηγήματα),20.00

Σάββατο 27/6 Άγγελος Χαριάτης, "Το δάκτυλο" (Αστυνομικό μυθιστόρημα), 20.00

Πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/booktalkscafe








3/6/15

Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που παρατήσατε;

Κάποτε, παλιά, πολύ παλιά, όταν δεν ήμουν παρά μια νεαρή αναγνώστρια γεμάτη όνειρα κι ελπίδες πριν από κάθε άνοιγμα του εξωφύλλου, δεν άφηνα ποτέ βιβλίο στην μέση. Ήταν θέμα αρχής, παιδική διαστροφή, μια μάστιγα, ένα παιχνίδι του μυαλού. Πήγαινα τα βιβλία ως το τέλος ψυχαναγκαστικά περίπου όπως τρώγαμε το φαγητό μας όταν ήμασταν μικροί (οκ, όταν το φαί ήταν φασολάκια). Έπειτα κάποια στιγμή σαν να γύρισε ένας διακόπτης. Ήμουν εκεί γύρω στα 25 κι έπεσε στα χέρια μου το "Ένα ευρύ πεδίο" του Γκύντερ Γκρας. Όσο κι αν προσπάθησα, όσο κι αν θέλησα, ήταν αδύνατο. Το βιβλίο ήταν απλά αδιάβαστο, με μπλοκάριζε, το μισούσα. Και τελικά το ΠΑΡΑΤΗΣΑ. 

Έκτοτε παρατώ χωρίς τύψεις. Όχι με μεγάλη ευκολία. Δεν παρατάω στην σελίδα 10, ούτε καν στην 30η συνήθως. Αλλά στην 100η έχω παρατήσει πάμπολλα βιβλία. Είναι μικρή η ζωή μας, γεμάτη πρέπει. Η λογοτεχνία, η τέχνη δεν μπορεί να μπαίνει μες στις υποχρεώσεις. Ναι, ούτε καν για μένα που διαβάζω αρκετά βιβλία "αναγκαστικά" για την εκπομπή, για να γράψω σε κάποιο άλλο σάιτ ή να εμπλουτίσω την "φαρέτρα του συγγραφέα". Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως απόλαυση, ακόμα κι η δύσκολη, η στριφνή έχει την ώρα της. Και προσφέρει τέρψη. Αν δεν την προσφέρει, απλά δεν μου κάνει. Πια. 

Το μυθιστόρημα, γιατί κυρίως αυτό παρατάμε- τα άλλα είναι εύκολο να τα βάλει κανείς στην άκρη και να τα ξαναπιάσει- απαιτεί χρόνο, να ταυτιστούμε με τους ήρωες, να ζήσουμε μαζί τους μια άλλη ζωή. Αυτή η ζωή οφείλει να αξίζει τον κόπο ή έστω να μας ταιριάζει την δεδομένη στιγμή. Πώς θα θέλεις να δεις το όνειρο αν είναι εφιάλτης. Έχω παρατήσει βιβλία ανάξια λόγου και παγκόσμια αριστουργήματα, κείμενα που μετά δεν τους χάρισα ούτε μια σκέψη, κι άλλα που με στοίχειωσε η αποτυχία μου με δαύτα και ξαναγύρισα ή θα ξαναγυρίσω. Πάντως πάντα, την δεδομένη στιγμή που παρατάω ένα βιβλίο νιώθω κάποια ενοχή, σαν να με πιάσαν στο γλυκό με το βάζο. Και μια κάποια ανακούφιση, που είμαι μεγάλη πια και μπορώ να γλείψω τα δάχτυλα μου, πριν το παραδώσω. Το βάζο- ε, σόρυ, το βιβλίο. 






Υ.Γ. 42 Μολογάτε λοιπόν, ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που παρατήσατε εσείς. Και στο τέλος θα πω κι εγώ. Κι ας ντρέπομαι λιγάκι.