Τον Μιλχάουζερ τον άκουσα πρόσφατα, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το καινούριο του βιβλίο, Voices in the Night:Stories. Έχει κερδίσει Πούλιτζερ, καταφέρνει όμως την ίδια στιγμή να είναι ένα κρυμμένο μυστικό, με τους πιστούς ακόλουθούς του να πίνουν νερό σε ένα πλήθος συγγραφικών δεξιοτήτων που τον ξεχωρίζουν από το πλήθος των κοινών συγγραφέων.
Λοιπόν;
Κατά αρχάς, και εν είδει προλόγου, είναι σύνηθες μια συλλογή να είναι ένα σύμφυρμα άνισα απολαυστικών ιστοριών – κάποιες καλές, άλλες μέτριες και από πίσω ένα πλήθος προσπαθειών του συγγραφέα να πει κάτι ή να ανακαλύψει νέους εκφραστικούς δρόμους, που καλύτερα θα ήταν να είχαν μείνει στο συρτάρι του, αλλά τελικά τσουβαλιάστηκαν κι αυτές παρέα για να βασανίζουν τον αναγνώστη - ένα άνισο βιβλίο, φυσικά. Όταν, όμως, η συλλογή δεν χωλαίνει από τα παραπάνω, όταν έχει συνοχή και αρμόνια τότε, πέρα από την αναγνωστική τέρψη γίνεται το έξης: η συλλογή είναι ένα μέσο για τον αναγνώστη να δει τις εμμονές του συγγραφέα. Τι τον καθοδηγεί, ποιες συνισταμένες ορίζουν το συγγραφικό του όραμα. Ποια είναι η μούσα του.
Κι αυτό η συλλογή, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2011, εξυπηρετεί μια πρώτης τάξεως γνωριμία με τον συγγραφέα. Και αποτελεί ένα καταπληκτικό βιβλίο. Για κάποιους, όπως εγώ, θα είναι και μια αποκάλυψη.
Διαβάζοντας κανείς αυτές τις ιστορίες δεν μπορεί παρά να προσέξει αυτή την τόσο ιδιαίτερη φωνή που χρησιμοποιεί ο Μιλχάουζερ συχνά: η φωνή του πλήθους, της ομάδας, του συνόλου. Της κοινότητας. Η οποία εκφράζει το διαφορετικό να εισβάλλει στην ρουτίνα της, που συνήθως θα είναι κάτι αλλόκοτο, παράξενο, ίσως ανεξήγητο. Όπως στην πρώτη ιστορία, όπου η φιλήσυχη μικρή πόλη ταράζεται από τον άγνωστο που χαστουκίζει ανύποπτα θύματα, δίχως διακρίσεις, ως πράξη ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κλιμακούμενου πλάνου που η κοινότητα προσπαθεί να ερμηνεύσει - ή τον λόγο της μουδιασμένης πλειοψηφίας μιας πόλης που βιώνει την δημιουργία ενός τεράστιου πολυχώρου, ο οποίος προσφέροντας τα πάντα, παίρνει τελικά τα πάντα από τις ζωές των ατυχών πολιτών που καταλήγουν σκλάβοι στα έγκατα της γης.
Ο Μιλχάουζερ έχει φαντασία. Μια φαντασία πρωτόγνωρης, λυρικής, ήρεμης πάντα αφήγησης. Όπου και το πιο καθημερινό είναι ικανό να παράγει ανείπωτη φαντασία, όπως στην μικρή επαρχιακή πόλη, που ο πρωταγωνιστής με τους φίλους βγαίνουν κάθε μέρα στους δρόμους για να δουν το χιόνι να δίνει μορφή σε φανταστικά πλάσματα από χιόνι, όμορφα, κρυστάλλινα μα και απόμακρα. Σαν κάποια άλλη πραγματικότητα να κάνει αισθητή την παρουσία της διακριτικά στην επικράτεια του χιονιού, εώς ότου αυτό να λιώσει κι όλα να γίνουν όπως πριν. Είναι κι εκείνη η ιστορία του Μουσείου, όπου αλλόκοτα, όμορφα μα ενοχλητικά καμιά φορά πράγματα συμβαίνουν εκεί μέσα. Οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι, το επισκέπτονται καθημερινά, είναι στοιχείο της ζωής τους, μα που διχάζει, μα και που όλοι το έχουν ανάγκη. Δεν θέλουν να μάθουν τι κινεί τα μυστήριά του, τι ζει στις κατακόμβες, τι ελλοχεύει στις σκιές και μουγκρίζει, πώς γίνεται πόρτες να οδηγούν κάθε μέρα σε άλλα δωμάτια. Αν μάθουν δεν θα έχει αξία η καθημερινότητά τους. Έτσι έρχεται το “άλλο” απρόσκλητο”. Μα είναι φορές που αυτό ορμά μέσα από τις επιδιώξεις κάποιων ανθρώπων, που ευφυΐα και οι εμμονικές ανησυχίες τους τους οδηγούν σε ανεξερεύνητα μονοπάτια του ανθρώπινου νου. Όπως στην περίπτωση του μάγου του Αίζνεχαιμ, όπου μέσα από μια αφήγηση σαν χρονογράφημα, στο μεγάλο του νούμερο αφήνει τα εγκόσμια, ενώ το τρομαγμένο κοινό γίνεται μάρτυρας φαινομένων από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας.
Νομίζω αυτό θέλει να πει μαζί με πολλά άλλα ο Μιλχάουζερ. Πως το φανταστικό είναι δίπλα μας, το έχουμε ανάγκη το αλλόκοτο, το απόκοσμο. Μα αυτού που θέλουμε κρύβει φοβερά, καμιά φορά επικίνδυνα πράματα.
Γράφει κι άλλα ωραία: για έναν νεαρό αριστοτέχνη των αυτόματων, ταγμένο στα δικά του οράματα και επιδιώξεις, μακριά από τις προσταγές της αγοράς και τον άβουλου κοινού που ζητά το εφήμερο και σαρκικό και χυδαίο. Τον ταχυδακτυλουργό που ξεπερνάει τα σύνορα του υλικού κόσμου, τις περιπέτειες του Σεβάχ σε μια τριφωνία ομοδιήγησης, ετεροδιήγησης και, ακαδημαικής ανάλυσης. Ο αναγνώστης θα διαβάσει την μαγευτική επιστημονική φαντασία της εισβολής μια άκακης εξωγήνιης ύπαρξης που αλλάζει μα τελικά αφήνει ίδια την καθημερινότητα της ανθρωπότητας. Θα διαβάσει και το ομώνυμο We Others, με την φωνή του αποπροσανατολισμένου νεκρού να μας μεταφέρει στην θλιβερή, νυχτερινή ζωή των πλάνητων φαντασμάτων – οι επικίνδυνες, απεγνωσμένες υπάρξεις, αποζητούν και την ίδια στιγμή αποστρέφονται εμάς τους ζωντανούς γιατί έχουμε αυτό που εκείνες έχουν χάσει για πάντα. Κι όλα αυτά τα γράφει με ξεχωριστή τεχνική, εξοργιστική εκφραστική ευελιξία και συγγραφική μαεστρία. Ταιριάζει ένα μεγάλο οπλοστάσιο αφηγηματικών τεχνικών με ένα ευρύ γνωστικό εύρος, μια πένα εξασκημένη όσο λίγων σύγχρονών του με την λαχτάρα του αγνού παραμυθά. Πάνω από όλα, θέλει να αφηγηθεί. Ορμάται από αυτή την ανάγκη να πει κάτι όμορφο, να το ακούσει ο κόσμος, να το διαβάσει και να μαγευτεί.
Κοντολογίς, δηλώνω μαγεμένος, υποταγμένος στα συγγραφικά θέλγητρα του Μιλχάουζερ, στο ονειρικό που παντρεύεται με το καθημερινό, στην όμορφη γλώσσα το, στην ικανότητά του να με εκπλήσσει με κάθε του ιστορία μα και να ικανοποιεί πάντα την ανάγκη μου για καλή λογοτεχνία. Και είναι τόσο καλή η ξεχωριστή λογοτεχνία του Μιλχάουζερ.
Εγώ ανακάλυψα έναν καινούριο, αγαπημένο συγγραφέα.
"We Others: New and Selected Stories", Steven Millhouser, Vintage Books, 2014, pg. 387