Το Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι ένα βιβλίο γεμάτο αναληθοφάνειες, μελό στα όρια, που εκβιάζει το συναίσθημα του αναγνώστη, βάναυσο, σκληρό, που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια και παρεμβαίνει στα όνειρά σου. Η συγγραφέας του διαπράττει σχεδόν όλα τα λάθη που κάνει συνήθως ένας πρωτοεμφανιζόμενος, αν και είναι το δεύτερο της βιβλίο. Και με το δεύτερο βιβλίο καταφέρνει κάτι σχεδόν απίστευτο, να συγκλονίσει τον αναγνώστη. Το Λίγη Ζωή είναι η βροντερή απόδειξη πως κανόνες στην πεζογραφία δεν υπάρχουν, τα μεγάλα βιβλία είναι τέτοια γιατί καταφέρνουν να μας ταρακουνήσουν και να μας συνταράξουν. Το Λίγη Ζωή είναι ένα μεγάλο βιβλίο.
Η ιστορία που εκτείνεται σε περίπου 900 σελίδες, ξεκινά να παρακολουθεί τη ζωή τεσσάρων φίλων, του Τζέι Μπι, του Μάλκομ, του Γουίλεμ και του Τζουντ. Γνωρίζονται τυχαία στο Πανεπιστήμιο γιατί μένουν στο ίδιο δωμάτιο στην εστία και παραμένουν έκτοτε οι καλύτεροι φίλοι. Όσο τους γνωρίζουμε όμως, συνειδητοποιούμε πως το ενδιαφέρον της συγγραφέως στέκεται τελικά σε έναν μόνον ήρωα, τον ωραίο, αν και σακάτη, νεαρό δικηγόρο Τζουντ, με το ένοχο παρελθόν.
Οι τέσσερεις φίλοι γίνονται όλοι φοβερά επιτυχημένοι. Ο Τζέι Μπι, αν και μαύρος από μονογονεική οικογένεια, εκθέτει τους πίνακες του στο Moma πριν γίνει καν 30, ο Μάλκομ, αρχιτέκτονας από πάμπλουτη οικογένεια, αψηφά τον πατέρα του, αφήνει τη σιγουριά της μεγάλης εταιρείας και με μια δική του ανεξάρτητη εταιρία κάνει τέχνη μέσω της αρχιτεκτονικής. Ο Γουίλεμ μετατρέπεται σε κινηματογραφικό σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, ενώ ο Τζουντ, ορφανό από τα ιδρύματα, καταλήγει μεγαλοστέλεχος σε δικηγορική εταιρεία.
Αν το χρήμα ήταν πρόβλημα στην αρχή, πολύ σύντομα δεν είναι. Το πρόβλημα είναι ο Τζουντ, που μας αποκαλύπτεται πως χαρακώνεται συστηματικά. Και πως πάσχει από ανίατους πόνους και δυσκολία στη βάδιση λόγω ενός ατυχήματος. Και πως όλα αυτά ίσως να οφείλονται στο πώς έζησε την παιδική του ηλικία. Όλα και όλοι περιστρέφονται γύρω από τον Τζουντ, οι υπόλοιποι φίλοι γίνονται δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ο Τζουντ, ο,τι κι αν έζησε παλιά, τώρα λαμβάνει μόνο αγάπη, απεριόριστη και ατελείωτη. Αλλά αυτή δεν φτάνει. Δεν φτάνει για να συγχωρέσει- τον εαυτό του κυρίως-, για να σταματήσει να πονάει, να σταματήσει να κόβεται, να αποδεχτεί την αγάπη των άλλων, να υπάρξει.
Εκεί γύρω στη μέση του μυθιστορήματος οι ιστορίες για την παιδική ηλικία του Τζουντ και την κακοποίηση που υπέστη γίνονται τόσο βάναυσες που με έβαλαν σε σκέψεις να παρατήσω το βιβλίο. Μια νύχτα σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Όπως καταλαβαίνετε δεν το παράτησα, βιβλία που διεισδύουν μέσα σου με αυτόν τον τρόπο δεν τα παρατάς. Το αντίθετο, τα αγαπάς για πάντα.
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο επαναλήψεις, που γίνονται αφόρητες και αναγνωστικά και συναισθηματικά. Αυτό το τελευταίο είναι ο σκοπός τους. Οι χαρακτήρες του είναι ακραία κακοί ή ακραία καλοί, χωρίς πολλά πολλά ενδιάμεσα στάδια. Η φιλία των τεσσάρων παραμένει το κεντρικό θέμα όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ όλοι ασχολούνται με τον Τζουντ όσο άδικος κι αν γίνεται. Το θέμα αλλά κι ο τρόπος της αφήγησης μοιάζουν πολύ με Ντίκενς, αλλά έναν Ντίκενς σε μοντέρνα, σημερινή εκδοχή, που σοκάρει και τρομάζει.
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα έγραψε ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Δεν θα μπω στην διαδικασία να γράψω πως χρειαζόταν μια γερή επιμέλεια για να λείψουν ίσως κάποιες περιττές σελίδες- αυτό πια δεν αφορά την αναγνώστρια, αλλά τη συγγραφέα μέσα μου. Διάβασα το βιβλίο με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ταυτίστηκα και συγκινήθηκα, αξίζει όλα τα επαινετικά σχόλια. Κι όλους τους ψόγους. Για να αποδείξει τελικά πως τα σημαντικά βιβλία – τα σημαντικά για τον καθένα- δεν επιδέχονται φιλολογικής ανάλυσης. Είναι άλλα αυτά που μετρούν πραγματικά στη λογοτεχνία.
"Λίγη Ζωή", Hanya Yanagihara, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 890, 2016
Είχα λίγο πολύ την ίδια συναισθηματική διαδρομή στη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου. Σε περιόδους με συγκλόνιζε σε άλλες ένοιωθα την ανάγκη το το παρατήσω. Είναι από τα αμφιλεγόμενα βιβλία της χρονιάς που έλαβαν ενίοτε διθυραμβικές κριτικές ενίοτε μαινομενούς λαίλαπες όπως αυτή του Mendhelsohn (με τον οποίο είχα και διαδικτυακή διαφωνία). Το βρήκε πολύ μελό για το δικό του γούστο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο τέλος το βιβλίο με άφησε συγκλωνισμένο με τη δύναμη της αφήγησης της παρότι ήταν επαναλαμβανόμενη σε τακτά διαστήματα. Αυτό που αποκόμισα προσωπικά είναι οι αιχμές για μια κοινωνία που παραμελεί να προστατέψει τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας, τα παιδιά. Πληγές που ξεκινάνε στην τρυφερή ηλικία σπάνια επουλώνουν.
Το θέμα της παιδικής κακοποίησης είναι έντονο και στα δύο της βιβλία, από όσο κατάλαβα. Την ίδια αντίδραση είχα κι εγώ. Καταλαβαίνω γιατί ειδικά οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μπορεί να το θεωρήσουν κακό. Αλλά θα θεωρούσαν κακό και τον Ντίκενς, αυτοί.
ΔιαγραφήΕιναι αριστουργημα,παρα τις επαναληψεις,το μελο του,την βια του,τη συναισθηματικη πιεση για τον αναγνωστη.Και εγω δυσκολευομουν τα βραδια.Τα βιβλια ομως που με προκαλουν
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα συμφωνήσω με όλα τα παραπάνω .. επιπλέον μελαγχόλησα, δάκρυσα κουράστηκα, θύμωσα… πολλά συναισθήματα ανάμεικτα αλλά μου έμειναν και πολλά ερωτηματικά ως προς τα συμφραζόμενα (θεωρώ πως ο αναγνώστης οφείλει να ερμηνεύσει από μόνος του κάποια στοιχεία που δίνονται κατά την αφήγηση) όπως… σε ποιο ατύχημα του Τζουντ συγκεκριμένα αναφερόταν, ή τελικά ο Χάρολντ είχε συναισθήματα και για τον Γουιλεμ; Πίστεψα πως δεν θα το τελειώσω αλλά τελικά το κατάφερα. Θα μπορούσε να βγει και σε λιγότερες σελίδες το ίδιο νόημα
ΑπάντησηΔιαγραφή