31/12/17

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2017




Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που δεν έγραψα εδώ για όλα τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβασα. Μου έκανε καλό η διακοπή, η απαλλαγή από την υποχρέωση. Όμως τώρα ο απολογισμός της χρονιάς μοιάζει περίεργος, δεν είμαι σίγουρη πως θέλω να βαθμολογήσω βιβλία για τα οποία δεν έχω γράψει, ο βαθμός θα είναι άδικος. Ούτε όμως θέλω να τα αφήσω τελείως εκτός. Οπότε θα συμβιβαστώ, θα τα βάλω στη λίστα, αλλά δεν θα δώσω βαθμό. Εξάλλου για κάποια από αυτά σίγουρα θα γράψω στο μέλλον. 



H χρονιά μου ήταν μάλλον φτωχή σε αριθμούς, όμως κάποια από τα βιβλία που διάβασα ήταν εκπληκτικά. "Ο Στόουνερ", Το "Καραβοφάναρο σε μαύρο νερό", "Η Ρεαλιστική Τριλογία", το "Illska", "Ο Γατόπαρδος", το "Δεν γίνονται αυτά εδώ", "Ο Μάστορας", "Οι Κονδυλοφόροι", "Οι τυφλοί", "Ο Αλλόκοτος Ελληνισμός", το "Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;", το "Εκουατόρια"  είναι βιβλία που θα μείνουν στη μνήμη μου, που θα τα κουβαλάω για καιρό. Ευτύχησα επίσης με τα δύο βιβλία που ξαναδιάβασα, την "Άννα Καρένινα" και το "Middlesex".
 
Το διάβασμα είναι ένδειξη ευτυχίας. Το 2017 δεν ήταν ιδιαίτερα αβρό μαζί μου από άποψη υγείας. Όμως με πλούτισε σε άλλους τομείς, με έκανε να σκεφτώ τις προτεραιότητές μου, να αναλογιστώ τη δύναμή μου. Το 2017 έγραψα και διάβασα καλά. 

Υ.Γ. 42 Όπου βλέπετε χρωματισμένο μπλε τον τίτλο του βιβλίου, μπορείτε να πατήσετε και να διαβάσετε την αντίστοιχη ανάρτηση για αυτό. 

Υ.Γ. 42-2  Ευχαριστώ όσους διάβασαν "Το Σχέδιο" και τους άρεσε και θέλησαν να μου στείλουν δυο κουβέντες. Αλλά και τους άλλους που δεν είπαν τίποτα. Κι αυτούς που το σιχάθηκαν· για τον χρόνο και τον κόπο τους. Και τους αναγνώστες του Διαβάζοντας. Για την ανοχή της γκρίνιας και της ακεφιάς μου τον τελευταίο καιρό. Τέλος ευχαριστώ τη μαμά μου και τον μπαμπά μου που με γέννησαν. 

Υ.Γ. 42-2-4 Όλο και κάποιο βιβλίο θα ξέχασα, ας με συγχωρέσει. 

  


29/12/17

"Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη", Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος




Όταν μπαίνεις στο ιδανικό βιβλιοπωλείο, ο υπάλληλος ή ο ιδιοκτήτης που θα σε δει δεν θα σε ρωτήσει αν χρειάζεσαι τη βοήθειά του ή αν ψάχνεις κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο· σε γνωρίζει και μόνο θα σε χαιρετίσει ευγενικά και θα συνεχίσει τη δουλειά του, η οποία θα είναι να διαβάζει κάποιο βιβλίο ανοιχτό μπροστά του. Αν σε γνωρίζει λίγο καλύτερα, θα σου πει: "Ήρθε το δεύτερο μέρος από το Βυζάντιο έχει ρεπό του Πεντζίκη", μα δεν θα σου αποκαλύψει σε ποιον πάγκο βρίσκεται.

Στο ιδανικό βιβλιοπωλείο συναντάς τους φίλους σου και όρθιοι γύρω από τους πάγκους συζητάτε για τα βιβλία, όχι όμως για άλλα θέματα. Όταν δεν έχεις διάθεση για κουβέντες, δεν τους βρίσκεις εκεί και μόνο χαζεύεις τα βιβλία.  


Αγάπησα τον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο ένα βράδυ πριν πολλά χρόνια. Μόλις είχα συμπληρώσει το Ερωτηματολόγιο Αναγνωστικής Συμπεριφοράς στο Ημερολόγιο Ανάγνωσης- το πολύ αγαπημένο μπλογκ του- και με είχε βγάλει: βιβλιομανή. Έκτοτε παρακολουθούσα με λύσσα το Ημερολόγιο Ανάγνωσης κι έπειτα άρχισα να ανακαλύπτω και τα άλλα blogs. And the rest is history, που λένε και στην πόλη μου. 

Κάποτε ο Μπάμπης αποφάσισε να κατεβάσει το blog- ήταν για πολύ καιρό ανενεργό αλλά εγώ συνήθιζα να μπαίνω τα βράδια και να ξαναδιαβάζω τα κείμενά του για συντροφιά. Την πρώτη φορά που είδα εκείνη τη σκληρή οθόνη του Wordpress που έλεγε «Το blog που αναζητείτε δεν υπάρχει» ένιωσα προδομένη. 

Ο καιρός το έφερε και κάποια από τα κείμενα εκείνα, τα βιβλιοφιλικά μόνο, επανεμφανίστηκαν στο Bookstand. Μετά μας άφησε και το Bookstand. (Υπάρχουν τα αρχεία των κειμένων εδώ). Και μετά κάποια, μαζί με άλλα καινούργια εμφανίστηκαν στο site του amagi. Κι έπειτα αυτά τα κείμενα μαζεύτηκαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Πόλις. 

Με αυτά και μ’ αυτά «Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη» δεν έχει ούτε ένα κείμενο μέσα που κάπως κάπου κάποτε να μην το έχω διαβάσει. Και με κάποιο μαγικό τρόπο μοιάζει οι πορείες μας με τον Μπάμπη όλο να συγκλίνουν, κι ας ξεκίνησα εγώ μια φανατική αναγνώστρια του. Στον Μπάμπη ανακοινώσαμε πρώτα από όλους πως θα κάνουμε το Booktalks. Μόνο αφού πήραμε την ευχή του, αποφασίσαμε να το υλοποιήσουμε. 

Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη είναι ένα μαγικό βιβλίο. Δεν ξέρω κανέναν συστηματικό αναγνώστη που δεν θα νιώσει οικεία, που δεν θα αισθανθεί έστω πως τέτοιος αναγνώστης θα ήθελε κάποτε να γίνει. Η σχέση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τα βιβλία είναι αυτή ενός ιδανικού εραστή με την πιο υπέροχη ερωμένη. Περιγράφει με ακρίβεια πώς η ζωή μας καταδυναστεύεται από τα βιβλία, πώς τα βιβλία ορίζουν τον κόσμο μας, πώς όλο αυτό ομορφαίνει τη ζωή μας. 

Στο τέλος, επετειακά απάντησα ξανά στο Ερωτηματολόγιο. 


και με ξαναέβγαλε Βιβλιομανή. 



                                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



«Το εικοσιτετράωρο ενός Αναγνώστη», Ηδονές και πάθη της Ανάγνωσης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 251 





25/12/17

"Οι Καλοί", Hannah Kent



Λένε πως οι καλοί συγγραφείς γράφουν και ξαναγράφουν την ίδια ιστορία, πως δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ύφος ή τις εμμονές τους. Η Χάνα Κέντ είναι αναμφίβολα καλή συγγραφέας- και μόνον το πρωτόλειό της, τα «Έθιμα ταφής», θα αρκούσαν για να της αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Με το δεύτερο, τους «Καλούς», απλά το επιβεβαιώνει. Με σιγουριά όμως δεν το απογειώνει. Γιατί μένει προσκολλημένη στον τρόπο και το θέμα.

«Οι Καλοί» μοιάζουν πολύ με τα «Έθιμα ταφής» κι ας αλλάζουμε τόπο και χρόνο. Διαδραματίζονται στην Ιρλανδία, το 1825 και το 1826, σε ένα χωριό της Κοιλάδας, λίγο πριν τον μεγάλο λιμό. Οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί, ζουν με το γάλα μιας κατσίκας ή μιας γελάδας και πατάτες. Είναι αμόρφωτοι, δεν έχουν πρόσβαση στον γιατρό και συνήθως τους καθοδηγεί ο παπάς. Κεντρική ηρωίδα είναι η Νόρα Χίλι, μια γυναίκα που μένει χήρα και αναγκάζεται να φροντίζει το παράλυτο εγγόνι της, γιατί η κόρη της έχει πεθάνει λίγο καιρό πριν. Ο μικρός Μίχολ έχει ανεξήγητα οπισθοχωρήσει σε ανάπτυξη. Κάποτε ήταν ένα κανονικό δίχρονο παιδάκι, στα τέσσερά του όμως δεν μιλάει, δεν περπατάει, δεν καταλαβαίνει κι όλο γρυλίζει. Για να τον φροντίσει η χήρα Χίλι αναγκάζεται να προσλάβει μια παραδουλεύτρα, τη δεκαεξάχρονη Μαίρη. Η χήρα ντρέπεται φοβερά για την κατάσταση του εγγονού της και δεν τον δείχνει στον κόσμο. Το χωριό μαστίζεται από κακοτυχία και οι χωριανοί αρχίζουν να πιστεύουν πως φταίει το σακάτικο παιδί, πως είναι νεραϊδοπαρμένο, πως το πήραν οι Καλοί κι άφησαν ένα τελώνιο στη θέση του.

Οι Νεράιδες – οι «Καλοί»- της Ιρλανδίας είναι πνεύματα μοχθηρά, που παίρνουν τους καλούς ανθρώπους και στη θέση τους αφήνουν ζαβά δαιμόνια, που δημιουργούν αρρώστιες και βάσανα. Οι άνθρωποι του χωριού πιστεύουν ακράδαντα σε αυτούς. Βοηθάει κι η παρουσία της γριάς Νανς Ρόουτς, που θεωρούν πως έχει τη «γνώση» και τη χρησιμοποιούν για μαμή και «γιάτρισσα». Όταν η Νανς θα βεβαιώσει πως ο εγγονός της Χίλι είναι τελώνιο, θα μπουν τα θεμέλια για την καταστροφή. 

Η Χάνα Κεντ ξέρει με σιγουριά να φτιάχνει ατμόσφαιρα, να περιγράφει καταστάσεις. Νιώθεις σαν να είσαι εκεί, σαν να ζεις μαζί τους, με τις σβουνιές, τα κάτουρα, το βούτυρο και τα ξωτικά. Επίσης είναι φανερό πως έχει κάνει φοβερή έρευνα και πως στα πραγματολογικά δεν της παραβγαίνει κανείς. Της αρέσουν οι ζοφερές περιγραφές, οι μακάβριες καταστάσεις, να ασχολείται με το θάνατο και τη μοίρα. Αυτά τα σκηνικά τα στήνει εξαιρετικά. 

Όμως σε αυτό το βιβλίο απέτυχε σε κάτι πολύ βασικό, η ιστορία της δεν ρέει, οι ήρωες πνίγονται, μοιάζουν χάρτινοι και σχηματικοί. Μόνο ένας χαρακτήρας ξεφεύγει κάπως από τα τετριμμένα, η μικρή παραδουλεύτρα Μαίρη, οι υπόλοιποι είναι εκεί για να επιτελέσουν έναν σκοπό, να εκτελέσουν τον ρόλο τους σαν μαριονέτες. Λείπει το στοιχείο της έκπληξης, λείπει η πλοκή, λείπει και με κάποιο τρόπο το βάθος. Παρ’ όλα αυτά, « Οι Καλοί» δεν είναι είναι ένα κακό δεύτερο βήμα. Είναι απλά λιγότερο σημαντικό και ενδιαφέρον από τα εντυπωσιακά «Έθιμα ταφής». Πιθανολογώ πως αν δεν ήταν τόσο μεγάλες οι προσδοκίες μου, δεν θα ένιωθα απογοήτευση, θα έλεγα μέσα μου, «α, ένα καλό μυθιστόρημα» και θα προχωρούσα παρακάτω. 

    
                                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ



«Οι Καλοί», Χάνα Κεντ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2017, σελ. 486












Υ.Γ. Θαύμασα ειλικρινά τη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, η γλώσσα είναι τέτοια που σε αναγκάζει να ψάξεις το πρωτότυπο, να δεις πώς το είπε ο συγγραφέας. Θεωρώ πως οι λύσεις που βρήκε ήταν οι πιο ενδεδειγμένες. 

22/12/17

«Ο Μάστορας», Bernard Malamud




Παρ’ όλο που ο Bernard Malamud θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς- εβραϊκής καταγωγής- συγγραφείς του 20ου αιώνα, εγώ δεν είχα διαβάσει κανένα του βιβλίο ως τώρα. Ξεκίνησα την ανάγνωση του Μάστορα με υψηλές προσδοκίες και δεν διαψεύστηκα. Πρόκειται για δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, για μυθιστόρημα που προχωρά στο βάθος των πραγμάτων και μπορεί να αλλάξει τη φιλοσοφία αυτού που το διαβάζει, να τον επηρεάσει. 

Κεντρικός ήρωας ο Γιακόβ Μποκ, ένας Εβραίος γεννημένος στα στελτ, πάμφτωχος, που μόλις τον έχει αφήσει η γυναίκα του και για αυτό αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Κίεβο. Όταν φτάνει εκεί βρίσκει δουλειά στο πλινθοποιείο ενός μέλους των «Μαύρων Εκατονταρχιών» - σκληρή αντισημιτική οργάνωση της τσαρικής Ρωσίας των αρχών του αιώνα- και εγκαθίσταται σε μια γειτονιά που απαγορεύεται να μένουν Εβραίοι χωρίς άδεια, δηλώνοντας ψεύτικο όνομα. Ο Γιακόβ είναι ένας απολίτικος και μάλλον άθρησκος άνθρωπος, αμόρφωτος, που του αρέσει όμως να διαβάζει και να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. Για κακή του τύχη την εποχή που μένει με πλαστό όνομα στο πλινθοποιείο δολοφονείται βάναυσα ένα αγοράκι. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν πως το έκαναν τελετουργικά οι Εβραίοι για να πάρουν το αίμα του αγοριού και να το πιουν, ο Γιακόβ κατηγορείται πως το έκανε αυτός και όλη η Εβραϊκή κοινότητα απειλείται με πογκρόμ. Ο Γιακόβ περνά δυο χρόνια στη φυλακή, στην απομόνωση, χωρίς καν να του απαγγέλλεται κατηγορητήριο. 

Το μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε πραγματική ιστορία, δείχνει με πολύ γλαφυρό τρόπο την διαφθορά και την απανθρωπιά του συστήματος, που δεν υπολογίζει το άτομο που βρέθηκε στα δίχτυα του και απλά χρειάζεται ένα εξιλαστήριο θύμα. Το μίσος και ο αντισημιτισμός κινητοποιούν τα πλήθη, ο Γιακόβ βρίσκεται μπλεγμένος σε μια κατάσταση τελείως καφκική και το μόνο που του μένει να κάνει είναι υπομονή. Πόση υπομονή να κάνεις στην απομόνωση της φυλακής, πεινασμένος, άρρωστος και συνεχώς εξευτελιζόμενος; Ο ήρωας του Μάλαμουντ είναι ένα απολίτικο ον στην αρχή, που όμως ενδιαφέρεται ενεργά για την έννοια της ατομικής ελευθερίας- διαβάζει Σπινόζα, αρνείται τη θρησκεία. Στο τέλος αυτής της περιπέτειας είναι σαφώς ένα πολιτικό ον, είναι ένας άντρας που συνειδητοποιεί πόσο βαθιά η πολιτική επηρεάζει τη ζωή του θέλει δεν θέλει. 

Ο Γιακόβ Μποκ διατρανώνει την αθωότητά του, όσα βασανιστήρια κι αν περνά, όσο κι αν τον εκβιάζουν, όσο κι αν κουρελιάζεται. Ψάχνει μέσα από όλο τον παραλογισμό να βρει την ταυτότητά του: είναι Εβραίος, πιστεύει στον θεό, αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει το γένος του, τον νοιάζει αν θα γίνει πογκρόμ, τον νοιάζει που δεν έχει τίποτα να κάνει, μπορεί «να φτιάξει» τον κόσμο; Είναι ένα άτομο σε απόγνωση βυθισμένο σε μια πολιτική θύελλα. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ διαλέγει τα χαρακτηριστικά του ήρωα του- ξεφεύγοντας από την αληθινή ιστορία- για να μπορέσει να δώσει βάθος και ένταση στα γραφόμενα. Το μυθιστόρημα μοιάζει κάποιες στιγμές απάλευτο, είναι αδύνατο ο ανθρώπινος νους να κατανοήσει τόση φρίκη. Όμως ακριβώς αυτό είναι που το κάνει σπουδαίο και σημαντικό, σταθμό στη λογοτεχνία. 

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ ήταν ολιγογράφος, έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα και πενήντα πέντε διηγήματα σε όλη του τη ζωή. Στα ελληνικά κυκλοφορεί μόνο ένα ακόμα μυθιστόρημά του: «Η τελευταία χάρη». Με σιγουριά θα αναζητήσω και τα υπόλοιπα βιβλία του- έστω στα Αγγλικά- στο μέλλον.



                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ



«Ο Μάστορας», Bernard Malamud, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ.416

20/12/17

Το Διαβάζοντας στην ΕΡΤ2

        





Δείτε εδώ το απόσπασμα Νέες Τάσεις της εκπομπής Το Βιβλίο – κανόνες πλοήγησης στο πέλαγος του βιβλίου, που προβλήθηκε στην ΕΡΤ2 την Κυριακή, 17-12-17. Ο Νέστορας Πουλάκος παίρνει συνέντευξη από 4 bloggers. Ανάμεσά τους κι εγώ:





11/12/17

"Οι σκλάβοι της μοναξιάς", Patrick Hamilton





Οι σκλάβοι της μοναξιάς του Πάτρικ Χάμιλτον είναι ένα ξεχασμένο βιβλίο, ο ίδιος ο συγγραφέας -που στην εποχή του έκανε αίσθηση με το θεατρικό Rope κι έγινε πάμπλουτος από αυτό- είναι κι αυτός λησμονημένος. Η Ντόρις Λέσινγκ στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ισχυρίζεται πως αυτό συμβαίνει γιατί οι ήρωες του προέρχονται από ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια. Εγώ δεν πιστεύω πως υπάρχει δικαιολογία, οι συγγραφείς πέφτουν στη λήθη ή γίνονται κλασικοί γιατί έτσι είναι να γίνει.

Μετά από αυτή την εισαγωγή θα περίμενε κανείς πως θεωρώ τους Σκλάβους της μοναξιάς ένα αδιάφορο μυθιστόρημα· κάθε άλλο. Το θεωρώ ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος, ταυτίστηκα σε σημεία με την ηρωίδα του, τη δεσποινίδα Ρόουτς, σε τέτοιο βαθμό που ένιωθα να πονάω όταν πονούσε, και να λυσσάω όταν λυσσούσε, κι έπιασα τον εαυτό μου να το ευχαριστιέται όταν παίρνει εκδίκηση. Σπανίως οι κατατρεγμένοι χαρακτήρες μού προκαλούν τέτοιας έντασης συναισθήματα, όμως ετούτη η αγγλίδα δεσποινίδα του πολέμου το κατάφερε.

Η μις Ρόουτς- ποτέ σχεδόν ο συγγραφέας δεν αναφέρει το μικρό της όνομα, Ένιντ, γιατί η ηρωίδα μας το σιχαίνεται- είναι μια τριανταεννιάχρονη γραμματέας σε εκδοτικό οίκο στο Λονδίνο, που εν μέσω του πολέμου έχει μετακομίσει σε μια πανσιόν σε μια γειτονική πόλη, γιατί φοβάται τους βομβαρδισμούς. Κάθε μέρα κάνει το ταξίδι προς το Λονδίνο για τη δουλειά της, ενώ στην πανσιόν, που θυμίζει περισσότερο οικοτροφείο, πρέπει να ανεχτεί στα γεύματα τον θορυβώδη, σωβινιστή, ανόητο μπούλη κ. Θουέιτς, που της επιτίθεται συνεχώς. Είναι μια λεπτή και μάλλον άχρωμη γυναίκα που έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες να παντρευτεί. Τότε εμφανίζεται ένας Αμερικάνος Υπολοχαγός που την προσέχει και εμμέσως της προτείνει γάμο. Όλα παίρνουν άσχημη τροπή όταν στην πανσιόν μετακομίζει η Γερμανίδα Βίκυ. Στην αρχή η δεσποινίδα Ρόουτς τη θεωρεί φίλη της και την υπερασπίζεται, μέχρι που συνειδητοποιεί πως έτρεφε ένα φίδι στον κόρφο της.

Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτο σεβασμό και αγάπη στην ηρωίδα του, κάποτε κάποτε με ένα λεπτό, αγγλικό χιούμορ ειρωνεύεται τις καταστάσεις αλλά ποτέ δεν χλευάζει. Η δεσποινίδα Ρόουτς καταλήγει να είναι το λεκτικό θύμα του κ. Θουέιτς αλλά και της φίλης της Βίκυς. Ό,τι και να κάνει, εκείνη βγαίνει χαμένη και παρεξηγημένη. Θυμάται πως πάντα έτσι ήταν, ακόμα και στο σχολείο, ή στα χρόνια που ήταν διευθύντρια εκείνη σε ένα οικοτροφείο, τότε που τη φώναζαν Κατσαρίδα. 

Η λυκοφιλία των δύο γυναικών, με τη Βίκυ να μπλέκεται και να παίρνει τη ζωή, τον αγαπημένο και τους φίλους της δεσποινίδος Ρόουτς, είναι πολύ χαρακτηριστική. Εγώ τουλάχιστον στα νιάτα μου την έχω ζήσει σε όλο της το μεγαλείο μια φορά. Και το συναίσθημα που σου αφήνει: του παραγκωνισμού, της γελοιότητας, του βαθύτατου μίσους για αυτή τη γυναίκα που σου πήρε τη ζωή και τώρα σε κοροϊδεύει κι από πάνω, εκφράζεται από τον άντρα Πάτρικ Χάμιλτον με μεγάλη ακρίβεια. Πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι κάνουν κι οι άντρες μεταξύ τους, απλά με άλλες αποχρώσεις. 

Η δεσποινίδα Ρόουτς εκδικήθηκε για όλες μας. Αυτό είναι ίσως και το πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, πως υπάρχει άμεση και σταθερή νίκη. Καταλαβαίνω τον συγγραφέα, μάλλον ήθελε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Όμως στη ζωή σπανίως παίρνουμε αυτό που επιθυμούμε. Σπανίως καταφέρνουμε να εκδικηθούμε όταν πρέπει. Στο φόντο όλων αυτών ο Πόλεμος. Ένας πόλεμος σιγανός, που μόνο στο τέλος κάνει την εμφάνισή του, όμως είναι πανταχού παρόν, επηρεάζει ύπουλα την καθημερινότητα, αδειάζει τα μαγαζιά, αλλάζει τους ανθρώπους. Και η μονοτονία κι η πλήξη, ανθρώπων που δεν ταιριάζουν αλλά βρέθηκαν τυχαία να συναγελάζονται και να ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Και το πώς, η προσωπική μας φούσκα, η εγγύτητα στα γεγονότα, μας κάνει να δηλητηριάζουμε τη ζωή μας από καταστάσεις που άλλοτε ούτε θα τους χαριζαμε μια δεύτερη σκέψη.  

Οι σκλάβοι της μοναξιάς δεν είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους, για τις σχέσεις και τις συγκυρίες. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ξανά και να βγει από την αφάνεια. Εγώ πάντως τώρα που ανακάλυψα τον Πάτρικ Χάμιλτον θα τον ακολουθήσω, νιώθω παρόμοια χαρά, όπως τότε την πρώτη φορά που διάβασα Γκράχαμ Γκρην. 


                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



«Οι σκλάβοι της μοναξιάς», Patrick Hamilton, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα, 2017, σελ. 346

6/12/17

"Ανατομία κόρης", Μαρία Φακίνου



Τον τελευταίο καιρό είμαι κάπως καχύποπτη με τα λιανά βιβλιαράκια με μικρά έως πολύ μικρά αφηγήματα-διηγήματα που βγαίνουν αφειδώς από Έλληνες συγγραφείς. Κι αυτό γιατί έχω συχνά την αίσθηση πως βρέθηκε μια εύκολη λύση για να μην γράφουν κάτι μεγαλύτερο και πιθανώς σπουδαιότερο. Η «Ανατομία κόρης», πάντως, της Μαρίας Φακίνου δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι ένα κείμενο που έχει λόγο ύπαρξης, που προέρχεται από εκείνη την αφηγηματική δεξαμενή, από εκείνο τον τόπο που πηγάζουν όλα τα έργα τέχνης. Αλλά ας αφήσω το κείμενο να τα πει καλύτερα:

Από νωρίς άφησα τα πράγματα να με διαλέξουν. Οι άνθρωποι, οι σκέψεις, οι συνθήκες. Υπήρχε, ωστόσο, μέσα μου ένας σκοτεινός τόπος που με τα χρόνια βάθαινε, ένας εσωτερικός μικρόκοσμος δαιδαλώδης, που δεν ήξερα ότι έτρεφα, μόνο με γέμιζε με μια απροσδιόριστη ανησυχία, και στο τέλος θα βρισκόμουν να γνωρίζω τον παραμικρό του παράδρομο, στενό και αδιέξοδο. Θα κατέφευγα σε αυτόν κάθε φορά που το έξω απειλούσε το μέσα.

Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια της μικρής αποσπασματικής νουβέλας είναι μια κοπέλα, από τότε που ήταν παιδί, ως περίπου τα 25 χρόνια της. Ο φακός της Μαρίας Φακίνου εστιάζει κάποτε σε μικρές ακρότητες της καθημερινότητας, κι άλλοτε σε σπουδαίες, γιγάντιες στιγμές. Μιλάει ευθαρσώς για τη ζωή, και το θάνατο, τον πόνο της ενηλικίωσης, το βάρος της οικογένειας, τη σχέση με τη μητέρα- πρωτίστως-, με τον πατέρα, τον αδελφό, τις φίλες, τους άντρες. Μοιάζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση να είναι βαθιά αυτοβιογραφική, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν ενισχύει. Η ψευδαίσθηση πάντως αυτή οδηγεί στην ταύτιση- πιθανώς να βοηθάει πως είμαι γυναίκα πολύ κοντά στην ηλικία της Φακίνου αλλά και της ηρωίδας. 

Μάτια φωτογραφική μηχανή: Καλοκαίρι στον Κήπο της Εδέμ. Η μαμά λιάζεται σε μια καρέκλα με ξεθωριασμένο πανί. Ξάφνου τη βλέπω να ξεκαρδίζεται σ’ ένα γάργαρο γέλιο. Φέρνει τα γόνατα κοντά στο πρόσωπο για να προστατευτεί. Ο μπαμπάς τη σημαδεύει με το ανοιχτό λάστιχο του ποτίσματος. Ο μπαμπάς ψιχαλίζει τη μαμά. 

Απόλαυσα την «Ανατομία κόρης». Πολλά κομμάτια τα διάβασα και τα ξαναδιάβασα, είναι ένα διαμαντάκι εξαιρετικά καλοδουλεμένο, με γλώσσα απλή, με ρυθμό· που δεν του λείπει ούτε του περισσεύει τίποτα. Η συγγραφέας χειρίστηκε το θέμα της- τη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας στα παιδικά και εφηβικά χρόνια- με αγάπη αλλά και σκληρότητα, το είδε από κοντά αλλά και από μακριά, το παίδεψε και το δυσκόλεψε και τελικά πήρε τον αναγνώστη μαζί της.

Το βιβλίο είναι μικρό, τα κείμενα θα μπορούσαν να σταθούν το καθένα σαν ένα μικρό διήγημα, όμως ολοκληρώνοντάς το δεν μένει το αίσθημα της αποσπασματικότητας, αλλά της ολοκλήρωσης. Η μικρή φόρμα κρύβει παγίδες, μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά χασμουρητά, σε βιβλία βίαια λησμονημένα λίγες μόνο μέρες μετά την ανάγνωση. Όταν όμως η προσπάθεια είναι επιτυχημένη, τότε αφήνει την καλύτερη επίγευση στο στόμα.



                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Ανατομία κόρης", Μαρία Φακίνου, εκδ. Αντίποδες, 2017, σελ.73












Ακούστε τη συνέντευξη της Μαρίας Φακίνου στο Διαβάζοντας@amagi εδώ: 


3/12/17

Εκατοστό ραδιοφωνικό Διαβάζοντας@amagi




Κλήρωση! Και εκπομπή! Μαζί μας σήμερα στο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας@amagi o συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Νίκος Ξένιος

Κληρώνουμε 2 αντίτυπα "Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Κριτική. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή/ και σχολιάστε αυτό το ποστ στο φβ. Εναλλακτικά αφήστε ένα σχόλιο εδώ από κάτω. Οι νικητές θα ανακοινωθούν γύρω στις 7:50μ.μ. on air. 

Μη χάσετε την 100η εκπομπή Διαβάζοντας, σήμερα 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr.


Τις προηγούμενες 99 εκπομπές μπορείτε να τις ακούσετε εδώ: 

Κι αν δεν είστε ακόμα στο γκρουπ της εκπομπής εσείς χάνετε: