Ο Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ είναι ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές συγγραφείς της Τουρκίας. Το «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1954 και παρέμεινε αμετάφραστο στην Ελλάδα έως και το 2019. Σε αυτό ο Τάνπιναρ με ειρωνεία και πολλές φορές καυστικό χιούμορ σατιρίζει τη μετάβαση της Τουρκίας από το παραδοσιακό στο σύγχρονο κράτος, χρησιμοποιώντας έναν εν πολλοίς αναξιόπιστο, αν και αξιαγάπητο αφηγητή.
Ο Χαϊρί Ιρντάλ μάς αφηγείται τα απομνημονεύματά του. Ο Χαϊρί είναι ένας τύπος που αγαπά το να μην κάνει τίποτα. Στα πρώτα χρόνια του, αν εξαιρέσει κανείς μια ελαφρά κλίση προς την ωρολογοποιία που δεν καλλιέργησε ποτέ, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, άγεται και φέρεται από τη φτώχεια του, κάνει παιδιά χωρίς να το καταλάβει, παντρεύεται μια γυναίκα που δεν μπορεί να σώσει από τον θάνατο και τελικά κουτσοβολεύεται ως δημόσιος υπάλληλος στα ταχυδρομεία. Και τότε γνωρίζει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, έναν άνθρωπο larger than life (ελληνιστί), που οραματίζεται έναν δημόσιο οργανισμό, που τραβάει χρήματα από κάθε πολιτικό αξιωματούχο, και φτιάχνει ένα τεράστιο άχρηστο κτήριο σε σχήμα ρολογιού, όπου βολεύονται όλοι οι ημέτεροι και συγγενείς και σκοπό να έχει να ρυθμίσει τα ρολόγια της Πόλης στην ίδια ώρα και ρίχνει αβέρτα πρόστιμα για κάτι απροσδιόριστο. Μα, την ώρα στα ρολόγια τη ρυθμίζεις κι από το τηλέφωνο. Ε, και;
"Δεν αναφέρομαι στην πρώτη παράβαση. Η πρώτη παράβαση είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει τύψεις σε κάποιον, σαν ένας πρώτος γάμος. Είναι όμως προφανές πως στις αυξήσεις των προστίμων που επιβάλλονται στη δεύτερη παράβαση, επικρατεί η λογική της δημοπρασίας, που στο κλείσιμό της ωθεί την άλλη πλευρά στην απελπισία. Εμείς λοιπόν, μειώνοντας τα πρόστιμά μας έως και τριάντα τοις εκατό, αποτρέπαμε αυτό το φυσικό αποτέλεσμα και τις συνέπειές του. Έτσι το προσθετικό ακι αυξανόμενο σύστημα προστίμων θα έκανε το ίδρυμα μας να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Η συγκεκριμένη χρηματική ποινή, από την οποία ο δήμος μας είχε την καλοσύνη να μας αποδίδει ένα μέρος της, ήταν μορφή εμπορικής συναλλαγής. Υπάρχει άλλωστε εμπορικό κατάστημα που να μην κάνει προσφορές στους σταθερούς πελάτες του; Δεν είχα κάνει λάθος στην προκαταβολική μου σκέψη οτι κάτι τέτοιο θα ευχαριστούσε τον λαό της Ίνστανμπουλ, που ανέκαθεν ήταν μαθημένος στις εκπτώσεις λόγω τέλους εποχής, και μόνον τότε αντιλαμβανόταν τα τεράστια κέρδη των εμπορικών εταιρειών. Κανείς όμως δεν περίμενε κάτι ανάλογο από μια σχεδόν δημόσια υπηρεσία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το κοινό δεχόταν το σύστημα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την προσέλευση του κόσμου.
Κι έτσι έγινε τελικά Οι πολίτες, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια αυτή την αδιανόητη έκπτωση, που την περνούσαν για ανέκδοτο, αρχίσαν να σπεύδουν στα γραφεία μας με τα αρρύθμιστα ρολόγια τους στο χέρι ή να σταματούν τους ελεγκτές μας στον δρόμο για να τους κόψουν πρόστιμο. Η μόδα του προστίμου που ο κόσμος έδινε με τη θέλησή του και με το γέλιο στο στόμα κυρίευσε ξαφνικά όλη την πόλη. Δεν υπήρχε πια η ανάγκη να αγοράζουμε παιχνίδια στα παιδιά. Τα αξιαγάπητα μικρά πλάσματα είχαν βρει επιτέλους τον πιο όμορφο, τον πιο γαργαλιστικό τρόπο να συμμετέχουν στην χαρά των μεγάλων."
Ο Χαϊρί, παρ’ όλο που επιφανειακά αντιστέκεται στον παραλογισμό ενός τέτοιου Τίποτα, τελικά γλυκαίνεται από τα λεφτά και την άνεση, βολεύεται, βολεύει τα παιδιά, τη ανυπόφορη σύζυγο, την φρικτή θεία του, την παντρεμένη ερωμένη του, και κάπως τα μασάει. Όλη αυτή η αλληγορία δεν μοιάζει και τόσο αλληγορική, είναι απλά η απότομη μετάβαση –που συνέβη κι εδώ— από το περίπου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τα μπαχσίσια και τα τερτίπια, σε ένα κράτος με περίπου κεντρική διοίκηση. Ο παραλογισμός μοιάζει τόσο οικείος που είναι και δικός μας.
Ο αφηγητής του Τάνπιναρ είναι εξαιρετικά χαριτωμένος, φέρνει στο μυαλό τον Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο∙ αυτό είναι ένα από τα βιβλία του μοντερνισμού που δεν φέρνει προσκόμματα στην άνετη ανάγνωση. Τα ρολόγια και ο Χρόνος κυριαρχούν παντού, δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Μαζί, και η ματαιότητα της ζωής, το θέμα της ταυτότητας, ο Χαϊρί δεν έχει ιδέα ποιος είναι και πού πάει, δεν ξέρει αν κάποιον αγαπάει. Μιλάμε για μια απολαυστική αφήγηση-ποταμό, μερικές φορές χωρίς αρχή και τέλος, κι ούτε εμφανή σκοπό. Όπως το ίδιο το Ινστιτούτο. Το ίδιο το βιβλίο είναι το Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών και για αυτό με κάποιο τρόπο, είναι η ίδια η ζωή, παράλογη, αφόρητη, παράνομη και καταχρηστική αλλά μερικές φορές τόσο διασκεδαστική. Το «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών» είναι ένα βιβλίο του Κανόνα, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στα κομψοτεχνήματα του μοντερνισμού. Δεν είμαι σίγουρη πως είναι καθιερωμένο στη συνείδηση των αναγνωστών ως τέτοιο, αλλά μου είναι αδιάφορο. Εγώ απλά χαίρομαι που το διάβασα.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών", Αχμέτ Χαμντί Τάνπιναρ, μετ. Στέλλα Χρηστίδου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ.510
Ωραία κριτική και πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι και εγώ που διάβασα την κριτική σας, είχε πολλή δουλειά το βιβλίο, αλλά χαλάλι του, το αξίζει ο Τάνπιναρ. Στέλλα Χρηστίδου
ΑπάντησηΔιαγραφή