Αγαπώ τη λογοτεχνία της Βίκυς Τσελεπίδου, τον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα, τα θέματα που διαλέγει, νιώθω πολύ κοντά της συγγραφικά, κι ας είναι μάλλον αυτή η αίσθηση ευσεβής πόθος. Διαβάσα τον «Μεγάλο σκύλο» μόλις έπεσε στα χέρια μου.
Δυο ιστορίες κινούν παράλληλα τα νήματα της πλοκής. Στη μια ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο Λονδίνο κάνει αιματηρές οικονομίες για να καταφέρει να κροσυντηρηθεί. Έχουν κι οι δυο ήδη προβλήματα υγείας, όχι όμως τόσο σοβαρά που να μην προλάβουν την προθεσμία, και να μην μαζέψουν το ποσό. Στην άλλη ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια ξυπνάει έπειτα από την κρυοσυντήρηση σε έναν περίπλοκο κτήριο, με ανθρώπoυς που τη βάζουν να μιλάει μια περίεργη γλώσσα, και που ο θάνατος πια έχει εκλείψει, υπάρχει μόνο η εξαφάνιση.
Η κρυοσυντήρηση είναι μόνο η αφορμή. Το θέμα είναι πάντα η μνήμη, η αίσθηση του εαυτού, η ταυτότητα, η ζωή και ο θάνατος. Οι ήρωες της Τσελεπίδου περνούν τη ζωή τους χωρίς να διερωτηθούν ενεργά για όλα αυτά. Η ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια μοιάζει με κάποιον τρόπο να είναι το αντίθετο της νεαρής. Η νεαρή βλέπει το θάνατο από την πλευρά αυτού που έχει ήδη πεθάνει, η ηλικιωμένη βλέπει τον έρωτα από την πλευρά αυτού που τον έχει ήδη ζήσει. Δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο, κι ας μοιάζουν τόσο αντιφατικές. Κι ας είχαν τόσο αντιθετικούς βίους. Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι ξακάθαροι.
Το βιβλίο μιλάει για όλα όσα με απασχολούν βαθιά και για αυτό το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, αν και δεν είναι μυθιστόρημα πλοκής, δεν νοιάζεται κανείς τι θα γίνει παρακάτω. Η ιδιοτυπία της γλώσσας που επιβάλλουν στη νεαρή οι «ανακριτές» της είναι πολύ ενδιαφέρουσα, το ίδιο και τα ερωτήματα που θέτουν, ο τρόπος της να τους αποφεύγει όσο ξανακλείνεται στην κάψουλα. Πρωταγωνίστριες είναι οι δυο γυναίκες, οι άντρες περιορίζονται μάλλον σε ρόλους περιφερειακούς, ο ηλικιωμένος σύζυγος μοιάζει τόσο με αυτή την αφηρημένη εικόνα που είχαμε παλιά για τον άντρα της οικογένειας, που δεν πήγαινε ποτέ κόντρα στη γυναίκα του, απλά για να την έχει να τον υπηρετεί και να περνάει καλά. Ένα σωρό άνθρωποι πέρασαν έτσι τη ζωή τους, πλαγιοπατώντας.
Αν και το θέμα μοιάζει κάπως φουτουριστικό, το μυθιστόρημα δεν ασχολείται καθόλου με τα επιστημονικά ή όχι του πράγματος, μόνο με τους ανθρώπους. Αυτό είναι το δυνατό σημείο του, οι χαρακτήρες, βασίζεται πάνω τους, τους ψυχογραφεί αν και μόνο τους δείχνει, τους αφήνει να μιλάνε για τον εαυτό τους ελάχιστα. Εκείνοι δεν μιλάνε, εμείς όμως νιώθουμε μια περίεργη ταύτιση με μια ηλικιωμένη στο Λονδίνο, και μια δεκαπεντάχρονη που πέθανε. Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας, όσο ξένη κι αν μοιάζει, γίνεται οικεία, κι αυτό είναι το στοίχημα που νοιάζεται να κερδίσει κάθε συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου