Δεν ξέρω αν οι αμαρτίες των γονιών μας θα μας παιδεύουν μια ολόκληρη ζωή. Αν μπορούμε να φάμε τις τύψεις, το θυμό, τα πάθη μας, να γίνουμε τόσο μεγαλόσωμοι που να μην έχει πια καμία σημασία ο πόνος. Δεν ξέρω πώς μπορείς να συγχωρήσεις και πότε. Ξέρω μονάχα πως η Μαρία Φακίνου, με τη αυτή τη μικρή νουβέλα, προσπαθεί να το διερευνήσει. Χωρίς να χαρίζεται στον αναγνώστη ή να του χαϊδεύει τα αυτιά, χωρίς να του λέει «δεν πειράζει», «κι αυτό θα περάσει». Κάποια τραύματα δεν κλείνουν ποτέ.
Μάνα
λέξη που μόνο το παιδί σου σε λέει, ιδιότητα που μόνο αν έχεις παιδί αποκτάς, μάνα κανενός ίσον λήμμα που λείπει από το προσωπικό σου λεξικό, πάει και τελείωσε, η μάνα σου ο πατέρας σου ο εφοριακός ποτέ δεν μπορούνε να σε πούνε
Μάνα
Η "Κλίμακα Μπόγκαρτ" αγγίζει πολλά θέματα, τη μητρότητα, την υποταγή στην αντρική φιγούρα, το "έτσι μας μάθανε", την πατριαρχία που μπαίνει σε κάθε μικρή πτυχή της καθημερινότητας, ανεπαισθήτως, και μας μπουκώνει. Την αλήθεια του καθενός. Όλα τα βλέπουμε από την πλευρά ενός άντρα. Ή περίπου.
εκεί μέσα, στην Παλόμα, κάθετί δυσάρεστο που μπορεί να είχε συμβεί στο σπίτι, κάθε κακό όνειρο που μπορεί να σ' είχε ξυπνήσει στις τέσσερις παρά τέταρτο μαζί με το σκουπιδιάρικο
Απορριματοφόρο
δεν εξαφανιζόταν, αλλά υποχωρούσε, φωνή που ξεμακραίνει, βάρκα που την παίρνει το κύμα, πρώτος πάντα ο ιδιοκτήτητης του καταστήματος στη γωνία με τα παπούτσια, τσακωνόσασταν για τη μπάλα, η ταμίας της τράπεζας, μικρή κύφωση από το μέτρα μέτρα, γράφε διπλότυπα, κίτρινο χαρτάκι ο πελάτης, άσπρο η τράπεζα, ένας
Μυστήριος τύπος
με ένα μαγαζάκι που πουλούσε πράγματα μόνο για αριστερόχειρες, έπειτα ό,τι έφερνε η μέρα, οχτώ το βράδυ κλείδωνες και με τα πόδια Ψαρών 21
Πάντα μυστήριος αυτός που ξεχωρίζει έστω και λίγο. Αλλά αυτός που θα έπρεπε να ξεχωρίζει πολύ, ο βασανιστής, ο θύτης, ποτέ δεν ξεχωρίζει, αυτός ενσωματώνεται, γίνεται ένα με τους υπολοίπους. Όλοι άλλωστε βασανιζόμαστε. Κεντρικοί ήρωες μια οικογένεια, η μητέρα, η κόρη, ο πατέρας. Αυτός ο πατέρας που θαρρεί πως μπορείς να ξεχάσεις. Που νομίζει πως αρκεί να είσαι «καλός οικογενειάρχης και κουβαλητής» μετά, όταν όλα έχουν τελειώσει. Μια μητέρα που αγνοεί τον πόνο, χωρίς κανέναν συγκεκριμένο λόγο. Και μια κόρη που στο τέλος τούς έφαγε όλους.
Το κείμενο είναι μαυλιστικό, σε παρασέρνει στον ρυθμό του από την αρχή, μακροσκελείς περιγραφές, μακροπερίοδος λόγος, σχεδόν παντελής απουσία κάθε τελείας, προσδίδουν ύφος και την αίσθηση του χάους. Για ώρα δεν ξέρεις ποιος μιλάει, αν ιστορεί κάτι άξιο λόγου, χάνεσαι σε μαιάνδρους. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί το δεύτερο πρόσωπο, πραγματικά δύσκολο στη σχετικά μεγάλη φόρμα∙ εδώ φαίνεται σαν να είναι η αυτονόητη επιλογή. Δεν υπάρχει σασπένς βεβαίως. Ξέρεις με σιγουριά πως το τραύμα είναι εδώ. Το πολιτικό μπλέκεται με το προσωπικό. Η μνήμη, η ανάμνηση, γίνεται προσωπική και χάνει κάθε αντικειμενικότητα. Όλα βαίνουν προς τον θάνατο. Και η ιστορία με την Ιστορία κάνουν μαζί πάρτυ με τις ζωές μας. Ζωές στον αυτόματο.
Κατερίνα Μαλακατέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου