Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς -λίγοι- που ξέρεις με το πρώτο πως σου ταιριάζουν, πως θα τους ακολουθείς στα χρόνια που θα έρθουν και θα διαβάζεις ό,τι γράψουν. Αυτό μου συνέβη όταν διάβασα πρώτη φορά τα Έθιμα ταφής της Χάνα Κέντ, ήξερα πως ποτέ δεν θα με απογοητεύσει, κι ας ήταν τότε πολύ μικρή ηλικιακά και άγνωστη. Η πεποίθησή μου εδραιώθηκε με τους Καλούς, που έμοιαζαν σε κάποια σημεία με τα Έθιμα ταφής. Και τώρα έχουμε τη Λατρεία.
Ενδιάμεσα άκουσα την Κεντ να μιλάει ζωντανά για τη λογοτεχνία και τα βιβλία της, για τη ζωή της και την κοσμοθεωρία της -μια νεαρή γυναίκα να μιλά με την ωριμότητα σοφής- και βεβαιώθηκα: μου ταιριάζει. Θα μου πεις είναι απαραίτητο; Πόσες φορές γνωρίσαμε συγγραφείς που αγαπάμε από κοντά και διαφωνήσαμε σφόδρα; Δεν είναι απαραίτητο. Είναι όμως ευτυχής η συγκυρία, όταν η συγγραφέας σε μαγεύει και ως ομιλήτρια.
Πρωταγωνίστρια στη Λατρεία είναι η Χάνε Νουσμπάουμ, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι που ζει μαζί με την οικογένειά της το 1836 σε μια κοινότητα Παλαιολουθηριανών στο Κάι της Πρωσίας. Προκειμένου να αποφύγουν τις διώξεις για την πίστη τους, όλη η κοινότητα μαζί αποφασίζει να μεταναστεύσει και να πάει στη Νότια Αυστραλία. Όσο η Χάνα ζει ακόμα στο Κάι, αποκτά μια νέα φίλη, την Τέα. Και η αγάπη τους ανθίζει. Μια αγάπη διαφορετική από των άλλων κοριτσιών, που ούτε και οι ίδιες μπορούν πλήρως να προσδιορίσουν, αλλά σιγά σιγά αρχίζει να ορίζει όλη τους την ύπαρξη.
Όλα όσα ήξεραν η Χάνα και η Τέα ανατρέπονται στο εξάμηνο ταξίδι για την Αυστραλία στα έγκατα της Κίρκης, ενός σαπιοκάραβου. Το πλοίο είναι πολύ μικρό για τόσους ανθρώπους, το φαγητό ελάχιστο, οι ασθένειες και οι κίνδυνοι πολλοί. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θα χαθούν σε αυτή την προσπάθεια, ούτε τα πράγματα θα είναι ρόδινα όταν φτάσουν. Βεβαίως ούτε οι ίδιοι, ως άποικοι, θα φερθούν καλά στις ιθαγενείς φυλές που ζουσαν εκεί εκατοντάδες χρόνια.
Η Λατρεία είναι ένα μυθιστόρημα για τη ζωή και τον θάνατο, αλλά κυρίως για το θαύμα της πίστης και της αγάπης. Μια περίεργη ιστορία αφοσίωσης (Devotion είναι ο αγγλικός τίτλος, αν και βέβαια υπάρχουν λόγοι που στα ελληνικά μετατράπηκε σε Λατρεία). Η κοινότητα των Παλαιολουθηριανών είναι φτωχή, αγροτική και κοινοτροφική, προσκολλώνται ο ένας στον άλλον, πιστεύουν άκαμπτα για την αλήθεια της δικής του πίστης. Είναι δουλευτάδες και αγαπούν την οικογένειά τους. Δεν είναι φυσικά ανεκτικοί σε μια queer αγάπη, όπως αυτή των κοριτσιών, όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούν και να την αποτρέψουν, ο έρωτας δεν ρωτά. Το βιβλίο δεν είναι τυχαία αφιερωμένο στη γυναίκα της Χάνα Κεντ και τα δυο τους παιδιά.
Η συγγραφέας δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν κάνει κανένας γραφιάς, στη μέση του βιβλίου της. Δεν μπορώ να σας αποκαλύψω τι, πρέπει να έχετε τη χαρά να το ανακαλύψετε μόνοι. Κι αφού το έκανε, δεν έχασε τη συγγραφική της δύναμη, κατάφερε να το φέρει σε πέρας, να χρησιμοποιήσει τη μεταφυσική προς το συγγραφικό της όφελος, και τελικά να βγει αφηγηματικά πιο δύνατη. Αυτό το βιβλίο, που έχει ιστορικό υπόβαθρο όπως και τα άλλα δυο, δεν τους μοιάζει. Πάει τη λογοτεχνική της υπόσταση του ένα βήμα παραπέρα.
Το κείμενο έχει λυρικά κομμάτια, ειδικά όσον αφορά τις εικόνες και τη φύση, που κανονικά θα με ξένιζαν, αλλά εδώ είναι οργανικό κομμάτι της ιστορίας. Η αφηγήτρια αφήνεται, δεν δημιουργεί γωνίες και αιχμές, μόνον κύκλους και κύματα, στο πώς χειρίζεται την ιστορία, στο πώς γυρίζει ξανά και ξανά στα αισθήματα των κοριτσιών. Δεν τη νοιάζει με λίγα λόγια να μιμηθεί μια γραφή που μοιάζει "αντρική", σφιχτή και κοφτή. Πρόκειται για μια ιστορία γραμμένη από γυναίκα, με πρωταγωνίστριες γυναίκες, που αφορά την αγάπη γυναικών, αλλά θα την απολάυσουν όλοι οι αναγνώστες ανεξαρτήτως φύλου. Κι αυτό είναι μεγάλο κέρδος.
Έχουν περάσει κάποιες μέρες από το πέρας της ανάγνωσης κι ακόμα δεν ξέρω που θα καταλήξει μέσα μου η Λατρεία, σε κάποια σημεία ήταν πραγματικά ιδιόμορφη, ίσως να μου άρεσε πιο πολύ κι από τα Έθιμα ταφής. Ή μπορεί τα Έθιμα να παραμείνουν πάντα πρώτα στην αναγνωστική καρδιά μου. Με σιγουριά πάντως είναι ένα μυθιστόρημα που αγάπησα όσο το διάβασα, με άγγιξε βαθιά, που το αναμασώ τώρα που τελείωσε. Κι ας σοκαρίστηκα στην μέση του, κι ας απογοητεύτηκα για μια στιγμή, θα το θυμάμαι για καιρό.
Κατερίνα Μαλακατέ