Χθες το απογευματάκι ανηφόρισα
(με κάποιο κόπο - δεν είμαι πια καμιά παιδούλα) στους Αέρηδες στην Πλάκα, γιατί
το Ελληνοβρετανικό Συμβούλιο και το ΕΚΕΒΙ οργάνωναν μια ανοιχτή συζήτηση με Άγγλους
και Έλληνες συγγραφείς για τη δημιουργική γραφή. Μέρος ενός διήμερου εργαστηρίου
(στο οποίο δε συμμετείχα) , η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από δυο άξονες. Ο πρώτος,
αν η δημιουργική γραφή διδάσκεται και αν βγαίνουν συγγραφείς άξιοι λόγου από
αυτή τη διαδικασία. Δεύτερον, γιατί και τέτοιο δεν υπάρχει στην Ελλάδα σε πανεπιστημιακό
επίπεδο όπως στην Αγγλία κι αν θα ήταν είναι σκόπιμο να γίνει μέρος της ανώτατης
εκπαίδευσης ένα τέτοιο αντικείμενο.
Οι δυο Άγγλοι συνομιλητές (Rachel Cusk και
Adam Baron)- καθηγητές και οι δυο
στο Κίνγκστον σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής- ήταν αναφανδόν υπέρ∙
μέχρι προσηλυτισμού. Το Κίνγκστον έχει άλλωστε ένα low residency course, όπου σπουδάζεις από
μακριά και πας στην Αγγλία μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο και ενθαρρύνει την
πολυπολιτισμικότητα –αρκεί να γράφεις στην αγγλική γλώσσα, καταλαβαίνετε…
Οι Έλληνες (ο Βαγγέλης Ραφτόπουλος και η Αμάντα Μιχαλοπούλου)
ήταν πιο προσγειωμένοι στην ελληνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας πάντως πως
το να κάνει κανείς δέκα τρίωρα σεμινάρια το εξάμηνο δεν ισοδυναμεί με «σπουδή
στο αντικείμενο» παρά με μια γεύση. Επίσης ξέροντας πως αυτά τα σεμινάρια καμιά
φορά προσελκύουν κόσμο που δεν ξέρει πώς να περάσει τον χρόνο του και γράφει λίγο
κρατούσαν πιο μικρό καλάθι.
Η γνώμη μου είναι πως ένα πανεπιστημιακού
επιπέδου τμήμα δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα μοιάζει στην παρούσα φάση με
επιστημονική φαντασία, όταν στα πανεπιστήμια λείπουν τα βασικά. Από την άλλη, ίσως
λόγω και της ροπής μας προς τη γαλλική κουλτούρα που προστάζει τους συγγραφείς
να κινηθούν μακριά από φόρμες και κανόνες στην τέχνη τους, αμελήσαμε να γίνει κάτι
τέτοιο όταν ήταν δυνατό. Πιστεύω πως αν η επιλογή υπήρχε το 1996 που έδινα πανελλήνιες
η ζωή μου θα είχε πάρει τώρα διαφορετική ρότα. Και για αυτό λυπάμαι…