30/10/12

"Δημιουργική γραφή" στο ελληνικό πανεπιστήμιο;


Χθες το απογευματάκι ανηφόρισα (με κάποιο κόπο - δεν είμαι πια καμιά παιδούλα) στους Αέρηδες στην Πλάκα, γιατί το Ελληνοβρετανικό Συμβούλιο και το ΕΚΕΒΙ οργάνωναν μια ανοιχτή συζήτηση με Άγγλους και Έλληνες συγγραφείς για τη δημιουργική γραφή. Μέρος ενός διήμερου εργαστηρίου (στο οποίο δε συμμετείχα) , η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από δυο άξονες. Ο πρώτος, αν η δημιουργική γραφή διδάσκεται και αν βγαίνουν συγγραφείς άξιοι λόγου από αυτή τη διαδικασία. Δεύτερον, γιατί και τέτοιο δεν υπάρχει στην Ελλάδα σε πανεπιστημιακό επίπεδο όπως στην Αγγλία κι αν θα ήταν είναι σκόπιμο να γίνει μέρος της ανώτατης εκπαίδευσης ένα τέτοιο αντικείμενο.

Οι δυο Άγγλοι συνομιλητές (Rachel Cusk και Adam Baron)- καθηγητές και οι δυο στο Κίνγκστον σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής- ήταν αναφανδόν υπέρ∙ μέχρι προσηλυτισμού. Το Κίνγκστον έχει άλλωστε ένα low residency course, όπου σπουδάζεις από μακριά και πας στην Αγγλία μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο και ενθαρρύνει την πολυπολιτισμικότητα –αρκεί να γράφεις στην αγγλική γλώσσα, καταλαβαίνετε…

Οι Έλληνες  (ο Βαγγέλης Ραφτόπουλος και η Αμάντα Μιχαλοπούλου) ήταν πιο προσγειωμένοι στην ελληνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας πάντως πως το να κάνει κανείς δέκα τρίωρα σεμινάρια το εξάμηνο δεν ισοδυναμεί με «σπουδή στο αντικείμενο» παρά με μια γεύση. Επίσης ξέροντας πως αυτά τα σεμινάρια καμιά φορά προσελκύουν κόσμο που δεν ξέρει πώς να περάσει τον χρόνο του και γράφει λίγο κρατούσαν πιο μικρό καλάθι.

Η γνώμη μου είναι πως ένα πανεπιστημιακού επιπέδου τμήμα δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα μοιάζει στην παρούσα φάση με επιστημονική φαντασία, όταν στα πανεπιστήμια λείπουν τα βασικά. Από την άλλη, ίσως λόγω και της ροπής μας προς τη γαλλική κουλτούρα που προστάζει τους συγγραφείς να κινηθούν μακριά από φόρμες και κανόνες στην τέχνη τους, αμελήσαμε να γίνει κάτι τέτοιο όταν ήταν δυνατό. Πιστεύω πως αν η επιλογή υπήρχε το 1996 που έδινα πανελλήνιες η ζωή μου θα είχε πάρει τώρα διαφορετική ρότα. Και για αυτό λυπάμαι…



28/10/12

Η σημαία μας...



Δυσκολεύομαι πολλές φορές να συμφιλιωθώ με την ιδέα, να το πάρω απόφαση πως ζω σε μια χώρα που τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται έφηβοι κι έπειτα ενήλικες χωρίς να έχουν πάρει καμία παιδεία, παρά αναμασώντας «ήθη και έθιμα», κοινοτοπίες που λέγανε οι γιαγιάδες μας, δεισιδαιμονίες για μάγισσες και βασκανίες, φανατίλα. Ναι, αυτή είναι η πηγή του φανατισμού που μπορεί να οδηγήσει ως το σημερινό φασισμό, η μικρόνοια και η απαιδευσιά.

Μαθαίνεις το παιδί σου να χαίρεται στις στρατιωτικές παρελάσεις, να υμνεί ένα κομμάτι πανί ως μέρος της ταυτότητάς του, γιατί πολύ απλά δεν έχεις τι άλλο να το μάθεις, δεν ξέρεις τίποτα άλλο να του δώσεις για να προσδιοριστεί παρά μόνον αυτό. Το χώνεις στα κουτάκια και στα στεγανά σου, γιατί η ελευθερία απαιτεί παιδεία που δεν διαθέτεις, ερωτήσεις που δεν μπορείς να διαχειριστείς, όπως ας πούμε τί είναι πατρίδα, τί είναι εθνική ταυτότητα, ποιός είναι αυτό που μας κυβερνά και γιατί. Αναλώνεσαι στην περηφάνια για τη σημαία, την παρέλαση, τη χρυσή μήτρα στο κεφάλι του παπά, γιατί αυτά είναι τα εύκολα. Κι έπειτα τα υπερασπίζεσαι με λύσσα μέχρι θανάτου∙ του δικού σου ή του παιδιού σου.

Μια αντιπαράθεση χθες στο τουίτερ με οδήγησε σε αυτό το παραλήρημα. Μια μάνα που νιώθει αποτροπιασμό που έχω παιδί γιατί δεν πιστεύω στην ιερότητα των εθνικών συμβόλων. Η “μέση ελληνίδα μάνα” λοιπόν ενίσταται μπρος στην απειθαρχία στη σημαία, την απόκλιση από τη νόρμα. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα, τη φοβίζει το διαφορετικό που δεν μπορεί να διαχειριστεί, προτιμά την προσκόλληση στην «περήφανη Ελληνίδα» για να αυτοπροσδιοριστεί, να υπάρξει. Αυτό ίσως είναι αναμενόμενο από τη γενιά των μανάδων μας, αλλά από γυναίκες στην ηλικία μου, που μεγαλώνουν τους νέους του 2030, είναι τρομακτικό και σοκαριστικό. Χάνεται η ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξει σε αυτή τη χώρα.   

Υ.Γ. Το screenshot είναι το σχετικά κόσμιο κομμάτι της συνομιλίας, που συνεχίστηκε κάπως άκομψα...


26/10/12

“The body artist”, Don Delillo




To The body artist” είναι ένα βιβλίο για την απώλεια, το πένθος, τον επανακαθορισμό του ατόμου μετά το θάνατο του συντρόφου, ένα βιβλίο που μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Delillo θα μπορούσε να γράψει με τόση κλινική σαφήνεια.

Μια γυναίκα γύρω στα 35 παίρνει το πρωινό της μαζί με τον μεσήλικο συγγραφέα άντρα της, με τις ίδιες μηχανικές κινήσεις όπως πάντα, ο καθένας ξέρει τη θέση του, τι του ανήκει, τι μπορεί να δανειστεί, ως που μπορεί να φτάσει. Ύστερα αυτός πηγαίνει μια βόλτα με το αμάξι και αυτοκτονεί. Η γυναίκα του γυρνά στο εξοχικό σπίτι που πέρασαν τον τελευταίο καιρό τη ζωή τους, απομονώνεται, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το άναρχο και άψυχο μικρό ανθρωπάκι που έχει μείνει μέσα της, φτιάχνει την ψευδαίσθησή του και τη στήνει εμπρός της. Μετά μετουσιώνει το κορμί της σε τέχνη, σε μια παράσταση που καταλαβαίνουν μόνο κάποιοι. Για να φτάσει μέσα από τη διάλυση στη γνώση αυτού του εαυτού που θα είναι από δω και μπρος χωρίς εκείνον.

Εκπληκτική στη σύλληψη νουβέλα, που ανθρωποποιεί όλο το λούκι του χαμού αυτού που μετρούσε περισσότερο στη ζωή∙ ο θάνατος δε φεύγει ποτέ, παραμένει σα σκιά που δεν μπορεί να αρθρώσει ούτε λέξη, ανάμεσα στις διαστάσεις και τα πιθανά σενάρια. Και τελικά η λύτρωση έρχεται μονάχα αν αδειάσεις, φτάσεις να μην είσαι αλλά φυσικά πάντα να είσαι εσύ, για να βρεθείς ξανά κοντά στην αυτογνωσία. Κι αν η επίμονη άσκηση της ανάγνωσης δεν έφερνε στο νου μου τόσο κοντινές εμπειρίες, πιθανώς το βιβλίο να το είχα ξεπετάξει. Όμως κλείνοντας την τελευταία σελίδα ήξερα πως αυτή η διαδικασία κάτι μου θυμίζει.

“The body artist”, Don Delillo, Picador, 2001, pg.132   


23/10/12

Εσείς διαβάζετε ελληνική λογοτεχνία;



Μου λένε συχνά πως είμαι προκατειλημμένη με την ελληνική λογοτεχνία, πως μεγαλοπιάνομαι με τους «ξένους» και δε δίνω σημασία στους δικούς μας. Εγώ αντίθετα, ποτέ δεν αμφισβήτησα τη γοητεία ενός κειμένου γραμμένου στη μητρική μου γλώσσα, όπου μπορώ χωρίς διαμεσολαβητές να απολαύσω τις λεπτές αποχρώσεις. Κακά τα ψέματα, τόσο το διάβασμα σε μια γλώσσα που δε μιλάς στην καθημερινότητα κι ας την ξέρεις καλά, όσο πολύ περισσότερο η μετάφραση, σε αναγκάζουν να χάσεις κάποιες από τις προθέσεις του συγγραφέα. Αν όμως με ρώταγαν την αναλογία θα έπρεπε να είμαι ειλικρινής, κατά 80% διαβάζω μεταφρασμένη λογοτεχνία.

Το γιατί είναι τόσο οφθαλμοφανές που στην αρχή πίστευα πως δεν πρέπει να απολογηθώ. Η ελληνική παραγωγή είναι βαλτωμένη - κι εδώ κανονικά θα έπρεπε να μπει το «πλην ελαχίστων εξαιρέσεων», αλλά δεν πιστεύω στις εξαιρέσεις. Θα εξηγηθώ. Στην τέχνη, πέρα από το ταλέντο και τη διάθεση, πρέπει να υπάρχει και μια περιρρέουσα κατάσταση, μια παρέα ανθρώπων με κοινό όραμα, που ακόμα και μέσα από τον ανταγωνισμό τους να περιχαρακωθούν ο ένας γύρω από τον άλλο για να πρωτοπορήσουν. Στην Ελλάδα, ακόμα κι οι αξιόλογες πένες, μετά από λίγο καιρό αρκούνται στις ευκολίες τους, στο να γράφουν σχετικά καλά πράγματα χιλιοειπωμένα. Αναρωτιέμαι συχνά αν κάποιοι από τους συγγραφείς μας είναι φανατικοί αναγνώστες, υποψιάζομαι πως διαβάζουν μόνο τη ντόπια παραγωγή- ο ανταγωνισμός που λέγαμε- και βαυκαλίζονται. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να δεχτώ πως δε θέλουν να εξελιχθούν. Απογοητεύονται από το σύστημα, από αυτά που τους ζητούν, αναλογίζονται την ασφάλεια των επόμενων- έστω και πενιχρών- πωλήσεων. Γιατί φυσικά δεν μιλάω για τις κυρίες της ροζ ευπώλητης σούπας, αυτές έχουν ολοφάνερες προθέσεις. Μιλάω για τους λογοτέχνες μας.

Αρνούμαι να πιστέψω πως δεν υπάρχει ταλέντο, γιατί βλέπω γύρω μου πολλούς καλούς παραμυθάδες. Στην Ελλάδα κατά κανόνα ξέρουμε να πούμε μια ιστορία. Στην λογοτεχνία αυτό πια δεν αρκεί. Πρέπει να ξέρεις να αποδομείς μια ιστορία κι έπειτα να την ανασυνθέτεις έτσι που να έχει την κρυστάλλινη διαύγεια της τέχνης. Σε αυτό υστερούμε, αυτό κάπου χάσαμε στην πορεία και δεν καταλαβαίνω τους καλούς τεχνίτες που δεν τρέχουν για να πηδήξουν μέσα στο τρένο. Για μένα θα αρκούσε μια καλή πένα, όραμα και πολλή αγάπη για την ανάγνωση της λογοτεχνίας∙ που δεν θα της βάλω προσδιορισμό, ξένη, ελληνική, γαλλική ή τούρκικη γιατί δεν της αξίζει.


21/10/12

"Ιστορίες του Χαλ", Γιώργος Μητάς





Σε γενικές γραμμές η βαριά και ρουστίκ γραφή του Γιώργου Μητά στις «Ιστορίες του Χαλ» δεν είναι my cup of tea,  ταίριαξε όμως με την ξαφνική αλλαγή του καιρού και με συντρόφεψε καλά στη μουντάδα μου. Τα τρία κείμενα – εκτεταμένα διηγήματα θα τα έλεγε κανείς- έχουν κοινό παρανομαστή την κρύα πόλη στο λιμάνι του Χαλ. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών, άνθρωποι βαθιά μοναχικοί, σπάνε με κάποιο τρόπο το κουκούλι της μοναξιάς τους, αλλά χωρίς στην ουσία αυτή να πάψει να τους ορίζει.

Στην πρώτη- και δική μου πιο αγαπημένη- ιστορία, μια γριά Αγγλίδα κυρία που ζει χρόνια μόνη δίχως καν μια φίλη, βρίσκει το σώμα της να την εγκαταλείπει και αισθάνεται ακόμα περισσότερο την μοναξιά της υπό το φάσμα της ανημποριάς. Στη δεύτερη- και για μένα πιο αδύναμη- ένας μοναχικός έλληνας φοιτητής γνωρίζει έναν νεαρό Άγγλο τυφλό πρωτοετή. Και στην Τρίτη, ο Αζίζ, τούρκος φοιτητής αναγκάζεται να συγκατοικήσει με έναν τεράστιο αλλά αγαθό γίγαντα, έναν παλαίμαχο της ζωής.

Δεν είμαι σίγουρη αν η γραφή του Μητά κομίζει γλαύκα∙ φέρει σίγουρα θύμισες από την παράδοση της ελληνικής πεζογραφίας, που αγαπά τις περιγραφές, τις στολισμένες και περίτεχνες εκφράσεις, κάποτε και τις περικοκλάδες. Όμως ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να δημιουργεί ατμόσφαιρα, ιστορίες γεμάτες ομίχλες και υπαινιγμούς- μερικές φορές τόσους ώστε να αναγκαστείς να γυρίσεις πίσω μια δυο σελίδες για να ξαναβρείς το νήμα της αφήγησης. Και το βιβλιαράκι αυτό είναι καλή συντροφιά, ειδικά ένα απόγευμα σαν το σημερινό.

"Ιστορίες του Χαλ", Γιώργος Μητάς, εκδ. Κίχλη, 2011, σελ.137

Υ.Γ. Το πολυτονικό με ενοχλεί και στα νεότερα βιβλία. Τελικά ευχάριστο μου είναι μονάχα στα παλιά βιβλία, που γράφτηκαν σε αυτό. 


17/10/12

"Sunset park", Paul Auster




Το 16ο βιβλίο του Paul Auster, “Sunset park”,  δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο τα υπόλοιπα  δικά του που έχω διαβάσει- με κορυφαίο ως τώρα το “New York Trilogy”- αν και  από οποιονδήποτε άλλο θα έλεγα πως πρόκειται για ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Όταν όμως έχεις μάθει να περιμένεις το ιδιοφυές, κάπως απογοητεύεσαι.

Τοποθετημένο στην εποχή της αμερικάνικης κρίσης το μυθιστόρημα πραγματεύεται την έλλειψη χρημάτων αλλά όχι μόνον. Κεντρικός ήρωας ο Μάιλς Χέλλερ, ένας 28χρονος που βρίσκεται να συγκατοικεί σε ένα καταπατημένο σπίτι στην Νέα Υόρκη με τον φίλο του Μπίνγκ Νέιθαν, που έχει ένα «Νοσοκομείο για σπασμένα πράγματα» του παλιού καιρού,  την Άλις, που τελειώνει το μεταπτυχιακό της στην φιλολογία και την Έλεν, που φιλοδοξεί να γίνει εικαστική καλλιτέχνης, αλλά δουλεύει ως μεσίτρια. Τους ενώνει η ένδεια σε μετρητό που τους αναγκάζει να μένουν στο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο κτήριο. Η ιστορία του Μάιλς, που βρέθηκε στη Νέα Υόρκη μετά από χρόνια αποξένωσης από τους γονείς του, την μητριά και τον πατριό του, ξετυλίγεται σταδιακά, αν και σχεδόν από την αρχή ξέρουμε τι ήταν αυτό που τον έκανε να εγκαταλείψει το κολέγιο και τους αγαπημένους του επτά χρόνια πριν και να γυρίσει από Πολιτεία σε Πολιτεία κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Ο Auster, μάστορας της γραφής, φροντίζει να αλλάζει συνεχώς την οπτική του αφηγητή, κρατώντας την τριτοπρόσωπη φωνή, κάθε φορά μας λέει την ιστορία από άλλο πρόσωπο, μας δείχνει την ωρίμανση του καθενός όσο προχωρά το βιβλίο.


Το μυθιστόρημα βουτά στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής, την ενοχή, την απώλεια, την αποδοχή του αναπότρεπτου. Ακόμα μας διηγείται το αδιέξοδο των νέων που δυσκολεύονται να βρουν μια σταθερά, να καταλάβουν ποιοι είναι, τι θα ήθελαν από τη ζωή τους. Μου άρεσαν οι βιβλιοφιλικές αναφορές,  η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, το ότι ασχολήθηκε με την κρίση. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που κλιμακώνεται η ιστορία, η γραμμική ροή της αφήγησης, το τέλος που σε αφήνει ξεκρέμαστο και που δεν κατάφερα να ταυτιστώ με κανέναν από τους ήρωες. Ή μάλλον κάνω λάθος, εντελώς ακατανόητα ταυτίστηκα με τον 63χρονο πατέρα του Μάιλς,  Μόρις.

Αυτό είναι το μόνο μυθιστόρημα του Auster ως τώρα που με άφησε με χλιαρή διάθεση. Μένουν πολλά ακόμα που δεν έχω διαβάσει και φυσικά αυτά που θα γράψει ο συγγραφέας στον μέλλον. Στην αναμονή του επόμενου, λοιπόν.


"Sunset park", Paul Auster, faber and faber, 2010, pg. 308




15/10/12

Αυτό το τούβλο, τί να το κάνω;






Σκέφτομαι συχνά αν ο όγκος των βιβλίων με απωθεί ή με εξιτάρει. Έχω περάσει κι από τις δυο φάσεις, παλιότερα όσο μεγαλύτερο ήταν ένα μυθιστόρημα, τόσο μεγαλύτερη η χαρά μου, θα μου κρατούσε περισσότερο. Μετά με έπιασε μια φοβία, μήπως βαρεθώ στη διάρκεια, μήπως χάσω το ρυθμό μου. Το διάβασμα, όπως όλα τα πράγματα, θέλει ρυθμό. Για αυτό σε πολλές φάσεις δε διαβάζω, σα να το ξεχνάω για μια-δυο εβδομάδες κι έπειτα πάλι να χώνομαι στην έξη, να εγκλωβίζομαι από κάποια ιστορία και να καταβροχθίζω και τις επόμενες με την ίδια μανία. Ένα μεγάλο ανιαρό βιβλίο μπορεί να με πετάξει έξω από τη συνήθεια.

Είναι σίγουρα ευκολότερο να παρακολουθήσω μια καλή ταινία, να χαζέψω στην τηλεόραση, να χαζολογήσω στο ίντερνετ, ένα σωρό σειρήνες με φωνάζουν, ένας τεράστιος τόμος που δεν μπορώ να τον πάρω στο κρεβάτι μου-  σχεδόν πάντα διαβάζω ξαπλωμένη- είναι απωθητικός. Με τα χρόνια ανακάλυψα πως δεν με νοιάζει. Σίγουρα θα εξαρτηθεί και από τον όγκο του βιβλίου το αν θα το πιάσω τώρα ή αργότερα, αλλά δεν με επηρεάζει καταλυτικά. Έχω διαβάσει λεπτεπίλεπτα μικρά αριστουργήματα και ανιαρούς ογκόλιθους, τεράστια τούβλα που με κράτησαν ξάγρυπνη και δεν μπορούσα να τα αφήσω από τα χέρια μου και μικρές χαζομάρες που ακόμα κι οι πέντε σελίδες μου φαινόντουσαν αγγαρεία.

Τώρα πια το μόνο βιβλίο που με τρομάζει είναι ο Οδυσσέας. Και δεν έχει να κάνει με το μέγεθός του. Ή μάλλον έχει να κάνει ακριβώς με αυτό. 


12/10/12

Ποιός πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας; Δεν τον ξέρω....





Η σχέση μου με τα Όσκαρ, ε…. συγγνώμη με τα Νόμπελ, είναι αν μη τι άλλο αντιφατική- και μιλώ φυσικά πάντα για το Νόμπελ λογοτεχνίας, γιατί για τα άλλα πλην του Ειρήνης δεν μπορώ να έχω άποψη.  Από την μια ως θεσμός μου δημιουργεί  δέος∙ η σκέψη πως ο Ελύτης και ο Σεφέρης είναι νομπελίστες με χαροποιεί. Από την άλλη όλο και συχνότερα τα χλευάζω. Δεν έχω καμία ιδέα ποιος είναι και τι έχει γράψει ο φετινός βραβευμένος, κινέζος Μο Γιάν, όμως έχω μια φριχτή υποψία πως πρόκειται πάλι για μια βράβευση με πολιτική και όχι με λογοτεχνική χροιά.
 Μέσα από τα Νόμπελ διάβασα Ντόρις Λέσινγκ, Ναντίν Γκόρντιμερ και Χέρτα Μύλερ, διάβασα όμως δυστυχώς και Λε Κλεζιό  Δεν μπορείς να διαφωνήσεις όταν δίνεται το βραβείο στον Πίντερ, τον Λιόσα ή τον Σαραμάγκου, από την άλλη είναι τόσοι αυτοί που το άξιζαν και δεν το πήραν ποτέ. Για να μη μιλήσουμε για το αντιαισθητικό σηματάκι του Καστανιώτη, σα στάμπα πάνω σε μοσχάρι, που χαλάει τα εξώφυλλα.
            Κακά τα ψέματα η ταμπέλα «Νόμπελ Λογοτεχνίας» πουλάει, τραβάει τα βλέμματα, οι βιβλιόφιλοι λίγο πολύ, έστω και από καθαρή περιέργεια, κάποιο βιβλίο του βραβευμένου θα διαβάσουν. Επίσης συνοδεύεται από ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό έπαθλο, που πιθανώς κάποιοι από τους βραβευθέντες να μην δουν ποτέ από τις πωλήσεις των βιβλίων τους. Όμως ο θεσμός ολοένα και φθίνει στη συνείδησή μου, γίνεται μέρος ενός συστήματος που δεν μου αρέσει – ποιός ξεχνά τη βράβευση του Κίσινγκερ- και κινδυνεύει να γίνει μια αστειότητα, ένα μέρος της πολιτικής μπίζνας που αφορά όλον τον πλανήτη, μια αξία καταφρονεμένη και λειψή. Και είναι κρίμα. 

Όλοι οι βραβευμένοι λογοτέχνες βρίσκονται εδώ


10/10/12

"Οι ξένες λέξεις", Βασίλης Αλεξάκης



Μου πήρε μέρες να τελειώσω το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη «Οι ξένες λέξεις», αλλά το ευχαριστήθηκα. Η εμμονή του συγγραφέα με τη λέξη, την πρόταση, τη γλώσσα, φαίνεται ανάγλυφα στο βιβλίο, είναι το θέμα του. Και η αργή ανάγνωση με βοήθησε να το εμπεδώσω, νομίζω πως κατάλαβα και στο τέλος τις λίγες αμετάφραστες φράσεις στα σάνγκο.
Η υπόθεση έχει ως εξής, ο Νικολαΐδης είναι ένας συγγραφέας γεννημένος στην Ελλάδα που μετανάστευσε στην Γαλλία επί Χούντας κι έκτοτε έμεινε εκεί, γράφει τα μυθιστορήματά του και στις δυο γλώσσες ανάλογα με το θέμα και τα κέφια του, ό,τι γράφει στη μια το μεταφράζει και στην άλλη. Μετά το θάνατο του πατέρα του- εδώ υποβόσκει και η απώλεια ως θέμα- αποφασίζει να μάθει μια καινούργια ξένη γλώσσα και διαλέγει τα σάνγκο, μια γλώσσα που μιλάει ο πληθυσμός στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που όμως δεν διδάσκεται επίσημα πουθενά, γιατί τα μικρά αφρικανάκια ακόμα και μετά την αναχώρηση των αποικιοκρατών, μαθαίνουν Γαλλικά στο σχολείο και μόνον. Τη διαλέγει τυχαία, σχεδόν από διαίσθηση, μάλλον γιατί μια αδελφή του πατέρα του ήταν μετανάστρια εκεί, αλλά καταλήγει να περνά πολύ χρόνο μαζί της, στην αρχή με το λεξικό και τη μέθοδο κι έπειτα στην ίδια την χώρα.
Η πλοκή είναι εσωτερική και πολύ αργή όσον αφορά τις καταστάσεις, είναι όμως ρέουσα σε σχέση με το πραγματικό θέμα που είναι η γλώσσα, πόσο επηρεάζεται από το ποιος τη μιλάει, και πόσο αλλάζει κι αυτή από τις εποχές, τις καταστάσεις, τους ανθρώπους. Ακόμα τη διαφορά ανάμεσα στην καθομιλουμένη και τη γραπτή εκδοχή, την αδυναμία να τη μάθεις ουσιαστικά αν δεν την ακούς. Και φυσικά το μεγάλο ερώτημα, μια γλώσσα που δεν έχει τα εφόδια να ανταποκριθεί στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο πρέπει να αποκλείεται από τα σχολεία, είναι δυνατόν τα μικρά να διδάσκονται κάτι που δεν ξέρουν να μιλούν και τελικά πόσα πράγματα επιβάλλει η ίδια η αίσθηση της κατωτερότητας για την κληρονομιά μας.
Ο συγγραφέας κατάφερε να με βάλει σε σκέψεις για τη δομή της πρότασης και τη χρήση της κάθε λέξης∙ σκέψεις που κάνει κάθε ενήλικας που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα, μου είχε συμβεί με τα γαλλικά που τα ξεκίνησα στο Πανεπιστήμιο, πόσο μάλλον μια γλώσσα τόσο διαφορετική σε νοοτροπία, προφορά και λεξιλόγιο. Α, και να με βάλει να κάνω αναζήτηση στο google για το αν τα σάνγκο υπάρχουν και δεν είναι επινόησή του. Ψάχνοντας βρήκα πως μετά το βιβλίο του Αλεξάκη τυπώθηκε κι ένα βιβλίο στα σάνγκο με διηγήματα, και χάρηκα.

"Οι ξένες λέξεις", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 2003, σελ.334

6/10/12

Οι ειδήσεις της νυφίτσας



Αυτόν τον καιρό βρέθηκα σπίτι μου παραπάνω ώρες από ό,τι συνήθως και επιδόθηκα σε ένα σπορ κάπως επικίνδυνο, είδα τηλεόραση. Πέρα λοιπόν από τη χαζοχαρούμενη σούπα, του τι φόρεσε ο κάθε ανθυποαστέρας της σόουμπιζ (της ποιάς;) είδα και ειδήσεις. Και τρόμαξα, και ενοχλήθηκα, και αηδίασα και τους μούτζωσα. Και την έκλεισα. Και μετά φοβήθηκα πιο πολύ. Γιατί σε ένα κράτος όπου όλα τα ΜΜΕ αποτελούνται από λαμόγια, εγκάθετους, προδότες, συνειδητούς ψεύτες και κατασκευαστές ειδήσεων υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να βρεθούμε με έναν από αυτούς και τους ομοίους του τυραννίσκο πάνω από το κεφάλι μας.
Όλες οι ειδήσεις λένε τα ίδια, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο μάτι, ανεξακρίβωτα πράγματα που δεν μπαίνουν στον κόπο να διασταυρώσουν, για τα οποία δεν ζητούν συγγνώμη μετά. Κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ είναι η ομοιότητα. Α, και αυτή η μάσκα που φοράνε οι νέοι άνθρωποι, γιατί από τους δεινοσαύρους το περίμενα. Όμως οι νέοι ρεπόρτερ έχουν μια μάσκα για πρόσωπο. Πιθανολογώ πως γνωρίζουν σε πολύ συνειδητό επίπεδο πως λένε ψέματα και ταυτόχρονα δε βγάζουν πολλά λεφτά από αυτό τους το ξεπούλημα, γι’ αυτό δεν έχουν τη φάτσα του καρχαρία αλλά της τρομοκρατημένης νυφίτσας.
Βαρέθηκα τους δημόσιους κατήγορους με στόμφο, που δεν ξέρουν γιατί μιλούν, που παπαγαλίζουν κείμενα που υπαγορεύει η «γραμμή του σταθμού». Όμως αυτός είναι ο σκοπός τους, να βαρεθώ, να μην ασχολούμαι, να τους αφήσω να κάνουν ανενόχλητοι τη «δουλειά» τους και μετά να βρεθώ καπελωμένη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γιατί υπάρχει πιθανότητα σε λίγο να πέσουν τα προσχήματα.
 Από την άλλη, αυτή η έμμεση και αποσπασματική πληροφόρηση που λαμβάνουμε από το ίντερνετ, μου θυμίζει τους πατεράδες μας που έψαχναν με το ραδιοφωνάκι μήπως βρουν κανέναν πειρατικό σταθμό για να ξεφύγουν από τα εμβατήρια της χούντας. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ίσως δέκα χρόνια πριν, αν διάβαζες δυο-τρεις εφημερίδες συνέθετες μέσες άκρες το πώς έχουν τα πράγματα, τώρα αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Μας αφήνουν σιγά σιγά απληροφόρητους, έρμαια στις διαθέσεις τους, μας ταΐζουν μίσος και έγκλημα, μας αηδιάζουν επίτηδες για να μάθουμε να μην ακούμε και να μην βλέπουμε, να κλείσουμε μόνοι μας τις αισθήσεις. Φοβάμαι για έναν καινούργιο πόλεμο και μια καινούργια χούντα. Μακάρι να βγω ψεύτρα.


4/10/12

"Η αρχή του Ντ' Αλαμπέρ", Andrew Crumey





Όσο διαβάζω βιβλία του, όλο και περισσότερο πείθομαι πως ο Andrew Crumey είναι  ο αγαπημένος μου σύγχρονος Αγγλοσάξονας συγγραφέας. Η γραφή του έχει μια εγκεφαλικότητα που με συνεπαίρνει∙ ενώ οι ιστορίες του βγαίνουν αβιάστα γιατί είναι γεννημένος παραμυθάς, ταυτόχρονα το λογοτεχνικό αλλά και επιστημονικό του υπόβαθρο των οδηγούν σε πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια. Τα κείμενά του είναι μοντέρνα κι αποδομημένα όσο πρέπει για να ενεργοποιούν το μυαλό- τη μνήμη, τη λογική και τη φαντασία. Η «Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ είναι μια τριλογία σε λίγες σελίδες, τρία κομμάτια πολύ χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους, που σε καμιά στιγμή δε σε κάνουν να αναρωτιέσαι το ένα για το άλλο, ακόμα και να μην ξέρεις, σου δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας τα εργαλεία για να μαντέψεις τη σύνδεσή τους.
Στο πρώτο κομμάτι πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Ντ’ Αλαμπέρ, φυσικός και φιλόσοφος του Διαφωτισμού, μια ιδιάζουσα προσωπικότητα, ένα εγκαταλελειμμένο ανθρωπάκι που δε γνώρισε καν τη μητρική αγάπη και που στο τέλος διαλύθηκε για τον ανεκπλήρωτο έρωτα μιας γυναίκας. Και συγχρόνως ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα όλων των εποχών, με την ομώνυμη αρχή που διεύρυνε την θεωρία του Νεύτωνα και τη συγγραφή της Εγκυκλοπαίδειας, μαζί με τον Ντιντερό, τον Ρουσσώ, τον Βολταίρο, στο ενεργητικό του. Ο Κρούμει είναι μάστορας στο στήσιμο του σκηνικού του 18ου αιώνα, η καθεμιά από τις ιστορικές προσωπικότητες ζωντανεύει σε όλο το μεγαλείο και τη μικρότητά της∙ κυριαρχούν η ατμόσφαιρα του Παρισιού τότε, τα λογοτεχνικά σαλόνια οπού πνέουν οι αρχές της αλλαγής και στον αντίποδα ο σκοταδισμός, η θρησκευτική μισαλλοδοξία και η απολυταρχία, το μπέρδεμα ανάμεσα στον παλιό κόσμο που πεθαίνει και τον καινούργιο που έρχεται.
Στο δεύτερο κομμάτι, την Κοσμογραφία του Μάγκνους Φέργκιουσον, ένας άντρας βρίσκει τον εαυτό του σε μιαν άλλη διάσταση, σε μια άλλη εκδοχή από τις πολλαπλές και άπειρες της πραγματικότητας για τον καθένα μας, προσγειώνεται σε μια ζωή που έχει ήδη πεθάνει, αλλά το αφεντικό του και η γυναίκα του τον δέχονται σαν να είναι ή σαν να μην είναι αυτός.
Στο τρίτο, τις Ιστορίες από το Ράινσταντ, ο Γκόλντμαν, ένας άντρας πλούσιος, βολεμένος και χοντρός, καταλήγει στο κρατητήριο από μια παρεξήγηση μαζί με έναν ζητιάνο, τον Πφιτζ, που σαν άλλη Χαλιμά, έχει ένα σωρό ιστορίες να του διηγηθεί, πλαστές ίσως κι αληθινές, μέσα κι έξω από τη φαντασία και το χρόνο.
Όπως καταλαβαίνετε μιλάμε για ένα κομψοτέχνημα, ένα δείγμα μεταμοντέρνας γραφής, με όλα τα στοιχεία για να συγκινήσει και να εξάψει τη φαντασία, ένα βιβλίο παρ’ όλα αυτά ευκολοδιάβαστο που απαιτεί την προσοχή και την κερδίζει.   

" Η αρχή του Ντ' Αλαμπέρ", Άντριου Κρούμει, μετ. Τεύκρος Μιχαηλίδης, εκδ. Πόλις, 2002, σελ. 283