31/8/13

"Το σώμα του ψέματος", M.J. Hyland




Τα βιβλία που έχουν πρωταγωνιστή και ταυτόχρονα αφηγητή ένα εντεκάχρονο παιδί κρύβουν δυο παγίδες, το ένα είναι το παιδί-αφηγητής να ακουστεί ένας μικρομέγαλος ψεύτης, το άλλο ένα τρίχρονο αυτιστικό. Η Μ.Τζ. Χάιλαντ, στο «Σώμα του ψέματος» καταφέρνει με επιδεξιότητα να αποφύγει και τους δυο αυτούς σκοπέλους. Ο Τζων είναι ένα αγόρι πολύ μεγαλόσωμο και αναπτυγμένο για την ηλικία του, που δεν έχει όμως παρά έναν και μοναδικό φίλο στο σχολείο και η οικογενειακή του ζωή είναι αρκετά διαταραγμένη. Έχει μανία με το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες και ονειρεύεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάποια στιγμή να μπει σε αυτό.

Μια μέρα συνειδητοποιεί πως όταν του λένε ψέματα μπορεί να το διακρίνει γιατί τον πιάνει ναυτία. Θέλει να εκμεταλλευτεί το «χάρισμα του», όμως η ζωή του είναι ανάστατη. Ο άεργος πατέρας του τσακώνεται άγρια με τη γιαγιά του που τους φιλοξενεί, αλλάζουν πόλη, ο Τζων αλλάζει σχολείο, γίνεται ακόμα πιο μοναχικός και προσκολλημένος στη μητέρα του, που η πρόωρη σωματική του ανάπτυξη την απασχολεί και τη φοβίζει ταυτόχρονα.

Το μυθιστόρημα είναι μια κατάδυση στην ψυχή του Τζων που πλέει στα νερά της προεφηβείας με ακόμα μεγαλύτερη ένταση από ότι συνήθως οι συνομήλικοι του, μια ψυχρή καταγραφή γεγονότων που ένα εντεκάχρονο παιδί δεν καταλαβαίνει, αλλά κατανοούμε εμείς. Έξυπνο και ευκολοδιάβαστο, είναι ένα βιβλίο παρ’ όλα αυτά συγκινητικό και βαθύ που αξίζει να διαβαστεί.

«Το σώμα του ψέματος», Μ.Τζ. Χάιλαντ, μετ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτης, 2009, σελ. 308



29/8/13

Άντε καλέ, κόβεται το διάβασμα; Δεν κόβεται...



Κάποτε φοβόμουν τις αναγνωστικές παύσεις, με έβγαζαν εκτός ρυθμού, αποσυντόνιζαν την μέρα μου, με έκαναν να νιώθω λιγότερο εγώ. Με τα χρόνια έμαθα να τις ανέχομαι, να ξέρω πότε έρχεται η «κρίση» από την ανικανότητά μου να διαλέξω βιβλίο, από το γεγονός πως το μεσημέρι ξεκινούσα 3 σελίδες από αυτό και το βράδυ έπιανα 3 σελίδες από το άλλο. Τώρα με κάποιο τρόπο ασυνείδητο τις καλωσορίζω. Για αρχή με κάνουν φυσιολογικό άνθρωπο και δεν με κοιτάει κανείς περίεργα στο δρόμο που τριγυρνάω με ένα βιβλίο στην τσάντα. Έπειτα μου δίνουν άπλετο χρόνο να αφοσιωθώ σε εποικοδομητικές δραστηριότητες (κάψιμο στο facebook, πιθανότητα να ανοίξω την τηλεόραση, ίσως κάνα καλό τουι, γιατί τα βιβλιοφιλικά μου της καθημερινότητας πάνε άπατα τα καημένα).

Ψεύδομαι ασύστολα, οι αναγνωστικές διακοπές με τρομάζουν ακόμα και τώρα. Είμαι ζωάκι της συνήθειας, όπως ακριβώς και με το γράψιμο, αν σταματήσω καιρό το σπορ μετά αναρωτιέμαι αν "το έχω", μήπως σταματήσω για πάντα να ενδιαφέρομαι. Με τρομάζει που ανάμεσα στα 70 μου αδιάβαστα δεν υπάρχει κάτι να με συγκινήσει. Και τότε υπάρχουν 2 λύσεις: είτε θα πρέπει να εκδράμω σε βιβλιοπωλείο και να κάνω πως τα 70 δεν υπάρχουν ή απλά να περιμένω να περάσει.


Τούτη τη φορά θα διαλέξω την πρώτη. Βέβαια υπάρχει ο κίνδυνος που ελλοχεύει και στο σούπερ μάρκετ, όταν πας νηστικός παίρνεις ένα σωρό αηδίες. Αλλά η διάθεσή μου είναι τέτοια που δεν επιτρέπει αναβολές. Θα πέσω ηρωικά στη μάχη. 


25/8/13

"Κάτω από το ηφαίστειο", Malcolm Lowry




Το  «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Ο Λόουρι που φέρει στη βιογραφία του πολλά στοιχεία των «καταραμένων» συγγραφέων- ποτό, ναρκωτικά, ένα μόνο ολοκληρωμένο βιβλίο-αριστούργημα- στήνει ένα εφιαλτικό σύμπαν που είναι δύσκολο να ακολουθήσεις αν δεν είσαι δοσμένος στο βιβλίο ή ψάχνεις να βρεις ψήγματα πλοκής για να κρατηθείς. Αν όμως αποφασίσεις πως η κάθε λέξη ή έστω κάποιες λέξεις και φράσεις μπορούν να μπουν μέσα σου, τότε μπορεί να δεις σιγά σιγά να ορθώνεται ένα οικοδόμημα που καταλήγει σε κάτι μεγαλειώδες.

Πρωταγωνιστής ο Πρόξενος, ένας σαραντάρης πρώην πρόξενος του Μεξικού που τον έχει παρατήσει η γυναίκα του, βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και νιώθει μέσα του βαθιά την ανάσα του Ηφαιστείου και του Πολέμου σε ένα σύμπαν που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εκραγεί. Η πλοκή λαμβάνει όλη χώρα σε μια και μοναδική μέρα, τη γιορτή των Νεκρών. Εκείνη επιλέγει η γυναίκα του Υβόν να ξαναγυρίσει κοντά του, να δει αν μπορούν να είναι πάλι μαζί. Εκεί και ο αδελφός του Πρόξενου, ο Χιού, ένας γοητευτικός τυχοδιώκτης, ένας ήρωας Δονκιχωτικός, αλλά και ο παιδικός του φίλος κ. Λαρυέλ, το τρίτο πρόσωπο που προκάλεσε τον χωρισμό με την γυναίκα του.

Η πορεία του- συνεχώς στην κόψη- Προξένου (δεν μένει σχεδόν στιγμή χωρίς ποτό, αλλά κάθε στιγμή νομίζει πως συγκρατείται, πως κάτι έχει αλλάξει, κι έπειτα τους σιχτιρίζει όλους και πίνει ένα ποτηράκι) αλλά και της Υβόν και του Χίου που τον ακολουθούν σε μια ξέφρενη εκδρομή κάτω από το Ποποκατεπέλτ, είναι τελικά τόσο ανθρώπινη και φιλοσοφική που καταντά σπαρακτική. Πέρα από το θέμα του αλκοολισμού που ο Λόουρι το ξέρει εκ των έσω και δίνει εδώ μια φρικιαστική μαρτυρία, οι τρεις άνθρωποι αυτοί συμβολίζουν με τραγικό τρόπο την ανησυχία του κάθε ατόμου για τον εαυτό τους, τον κόσμο που τους περιβάλει, την ματαιότητα όλων όσων απαρτίζουν τα βάσανα του καθενός. Είναι ένα βύθισμα, στην αρχή αργό κι έπειτα ολοένα πιο γρήγορο σε μια άβυσσο δίχως τέλος. Ή τέλος πάντων στο μοναδικό τέλος που μπορεί να έχει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στα πρότυπα του μοντερνισμού- και μόνο η ιδέα της μιας μόνο μέρας πλοκής το επιβεβαιώνει- όμως μοιάζει να τον έχει με κάποιο τρόπο ξεπεράσει. Ο αφηγητής αλλάζει συχνά οπτική γωνία, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στο κεφάλι του κάθε ήρωα, αλλά όχι ανά πάσα στιγμή, η γραφή είναι πυρετώδης κι αν κανείς υπερβεί την αρχική αμηχανία νομίζω πως τελικά θα καταλήξει να το σκέφτεται συχνά. Να θέλει να ξαναγυρίσει σε αυτό, με κάποιο τρόπο να το αποκηρύξει. Κι έπειτα πάλι να το αγαπήσει.

"Κάτω από το Ηφαίστειο", Μάλκολμ Λόουρι, μετ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. Αστάρτη, σελ. 380



22/8/13

"Χωρίς αίσιο τέλος", Paco Ignacio Taibo II




Με αυτό το βιβλίο αρχίζω κάπως να καταλαβαίνω την τρέλα με τον Τάιμπο ΙΙ και τον μονόφθαλμο ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν. Σε αυτή τη νουβέλα ο θάνατος είναι συνεχώς τριγύρω του, ξαφνικά βρίσκεται ένα Ρωμαίος νεκρός στις τουαλέτες του γραφείου του, του στέλνουν μια φωτογραφία με έναν νεκρό, ένας ακόμα σκοτώνεται στην πορεία ενώ κι ο ίδιος εντελώς άθελα του (το ότι είναι μονόφθαλμος βοηθά στο να σκοπεύει καλύτερα) σκοτώνει ένα σωρό ανθρώπους, χωρίς να ξέρει το γιατί, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τίποτα.Στην πορεία των ερευνών θα μπλεχτεί σε μια πολιτική ιστορία, θα προσπαθήσει να καταλάβει, θα κοντέψει να παντρευτεί για δεύτερη φορά και τελικά….


Η γραφή του Τάιμπο ΙΙ έχει κάτι το ανάλαφρο και το σοβαρό μαζί. Η πολιτική διαπερνά το βιβλίο εκεί που δεν το περιμένεις, το σωστό γίνεται λάθος, και τίθενται ένα σωρό ερωτήματα με βασικό το «οι Κακοί» είναι οι άλλοι, αλλά οι καλοί ποιοι είναι;  Το μικρό βιβλιαράκι είναι μια χαρά συντροφιά για μια μέρα, άντε δυο που θα χρειαστεί κανείς για να το διαβάσει. Μια ανάπαυλα θαρρείς χωρίς βάρος, που τελικά καταλήγεις να τη σκέφτεσαι για καιρό.  

"Χωρίς αίσιο τέλος", Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα, 2000, σελ. 192 


19/8/13

"Το μηδέν και το άπειρο", Arthur Koestler




Διαβάζοντας την τελευταία λέξη του μυθιστορήματος του Άρθουρ Καίσλερ "Το μηδέν και το άπειρο", δεν μπορείς παρά να αναφωνήσεις "Τι βιβλιάρα είναι αυτή". Και μετά; Τί γράφει κανείς για ένα βιβλίο σαν κι αυτό; Πώς μπορεί να ανταποκριθεί και να περιγράψει τα συναισθήματα και τις σκέψεις, χωρίς να παπαγαλίσει κάποιον από τους προηγούμενους, χωρίς να μπει στον πειρασμό να διαβάσει τις αναλύσεις των ειδικών; 

Ο Νικολάι Σαλμάνοβιτς Ρουμπασόφ, ένα από τα ηγετικά στελέχη της Σοβιετικής Επανάστασης, πρόσωπο θρυλικό που άλλοτε το πορτραίτο του κρεμόταν σε κάθε σπίτι όπως και του "Πρώτου", συλλαμβάνεται με την κατηγορία πως μετέχει στην αντιπολίτευση και σχεδίαζε να δολοφονήσει τον αρχηγό. Μέσα στη φυλακή θα βρει το χρόνο να αναμετρηθεί με τις πράξεις του αλλά και το καθεστώς που βοήθησε να δημιουργηθεί, να κατανοήσει κάποιες αλήθειες, να ταυτιστεί με τους ανακριτές του, να μπει στη λογική τους, να βγει από τη δική του.

Ο Ρουμπασόφ υπήρξε για πολλά χρόνια θύτης και τώρα βρέθηκε στη θέση του θύματος. Είναι ένας επαγγελματίας επαναστάτης, που αντικατέστησε την πίστη με τη λογική, που αφιέρωσε τη ζωή του στο κόμμα, που δε δίστασε να θυσιάσει συντρόφους, με τον ίδιο τρόπο που του ζητάνε τώρα να θυσιαστεί εκείνος, που βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα σύστημα σκληρό και ξεδιάντροπο που όμως ο ίδιος οικοδόμησε.

Μέσα στη φυλακή θα συνειδητοποιήσει την έννοια του Εγώ, ένα "γραμματικό αποκύημα" όπως λέει χαρακτηριστικά, αλλά ό,τι κι αν κάνει δεν θα καταφέρει να γλιτώσει από τον ίδιο του τον εαυτό. Το σύστημα θα καταφέρει να τον κάνει να πιστέψει πώς είναι ένοχος, ακόμα και αν δεν ξέρει για τί πεθαίνει.

Μιλάμε για ένα μυθιστόρημα που θέτει πολλά ερωτήματα, φιλοσοφικά, πολιτικά, προσωπικά. Ο Ρουμπασόφ είναι ένας χαρακτήρας αντιφατικός, έξυπνος, εγκληματικός, τραγικός. 

"Σαράντα χρόνια είχε ζήσει με αυστηρή συμφωνία με τους κανόνες του Μοναστικού του τάγματος, του Κόμματος. Είχε μείνει προσκολλημένος στους Κανόνες του λογικού Υπολογισμού. Είχε κάψει με το οξύ της λογικής τα απομεινάρια της παλιάς ανορθολογικής ηθικής που υπήρχαν στη συνείδηση του. Δεν είχε υποκύψει στον πειρασμό του σιωπηλού εταίρου και είχε καταπολεμήσει με όλο του το σθένος το ωκεάνιο συναίσθημα. Και πού τον είχαν οδηγήσει όλα αυτά; Αξιώματα αδιαφιλονίκητης αλήθειας είχαν οδηγήσει σε ένα τελείως παράλογο αποτέλεσμα. Οι ακαταμάχητοι λογικοί παραγωγικοί συλλογισμοί των ανακριτών του τον είχαν πάει γραμμή στο αλλόκοτο και στοιχειωμένο θέατρο της δημόσιας δίκης"

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου δεν κρίνεται μονάχα το Κομμουνιστικό καθεστώς, ο τρόπος που το οραματίστηκαν κι έπειτα η τρομακτική τροπή που πήρε η υλοποίησή του. Είναι μια πραγματεία στη φύση της εξουσίας και του ανθρώπου, μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε θέματα που φτιάχνουν ή τερματίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Δυνατό και σπαρακτικό, κάποια στιγμή πρέπει να διαβαστεί από όλους τους βιβλιόφιλους.  

"Το μηδέν και το άπειρο", Άρθουρ Καίσλερ, μετ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες, 2003, σελ. 213


Υ.Γ. Αν και η μετάφραση μου φάνηκε εξαιρετική, η έκδοση είναι μάλλον βιαστική και άσχημη, ανάξια ενός τέτοιου βιβλίου. 




  

16/8/13

Μάλλον δε θα αλλάξουμε ποτέ....



Θα σας πω μια μικρή ιστοριούλα που δείχνει γιατί τα πράγματα στην Ελλάδα δεν θα αλλάξουν ποτέ. Πρόσφατα χρειάστηκε να δώσω μια κατάθεση στην αστυνομία. Ο 25χρονος συμπαθέστατος και πολύ χαμογελαστός αξιωματικός υπηρεσίας που είχε φορτωθεί όλο το Τμήμα μόνος του και παρ’ όλα αυτά δεν το βαρυγκωμούσε, μου πήρε την κατάθεση στον υπολογιστή, ήταν μαζί μου αβρότατος και ευγενικός, με χαλάρωσε με ιστορίες παρόμοιες με αυτό που μου είχε συμβεί και στο τέλος με ευχαρίστησε για το χαμόγελό μου και ευχήθηκε να έχει έναν πελάτη σαν κι εμένα τη μέρα.

Περιγράφω την κατάσταση για να μη νομίσετε πως αυτά που θα πω παρακάτω έγιναν υπό καθεστώς πίεσης. Αφού έγραψε τα βασικά με ρώτησε ρουτινιάρικα αν είμαι Χ.Ο., εγώ απάντησα χαζοχαρούμενα ναι. Τελείωσε η κατάθεση και μου τη δίνει να τη διαβάσω. Πάνω λοιπόν στο δημόσιο έγγραφο της χώρας μας έλεγε «Έτεινε το χέρι πάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο και ορκίστηκε πως τα παρακάτω είναι αληθή:». Όταν με είδε να γελάω με ρώτησε ευγενικότατα αν είχα κάποια άλλη θρησκεία κι αν ήθελε να το αλλάξω. Δεν τον έβαλα στη διαδικασία, εξάλλου το τμήμα είχε έλλειψη στα βασικά και μάλλον το χαρτί και το μελάνι δεν ήταν σε αφθονία.

Αλλά… Λάθος πρώτο με ρώτησαν τη θρησκεία μου κι εγώ κώλωσα  να δηλώσω άθεη. Δευτερευόντως πάνω στο δημόσιο έγγραφο της χώρας μας παραμένει αυτή η απαράδεκτη φράση. Δηλαδή αν είχα δηλώσει μουσουλμάνα θα έλεγε «στο ιερό Κοράνι»; Κι αν ήμουν βουδίστρια, βραχμάνα, δερβίσης Σούφι; Είναι δυνατόν σε μια χώρα του 21ου αιώνα τα δημόσια έγγραφα να περιλαμβάνουν το Ευαγγέλιο, την Παναγία και τους τρεις Αποστόλους;


Κάποια πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ, γιατί εμείς που διακηρύττουμε τάχαμου την αντίθεσή μας τα αφήνουμε να διαιωνίζονται. Και οι πρακτικές αιώνων, απολιθωμένες, άγριες και ιεραρχικές παραμένουν ανάμεσά μας, να μας θυμίζουν πως όταν η Ευρώπη ζούσε τον Διαφωτισμό εμείς ακόμα σκαρφαλώναμε στα δέντρα.  


13/8/13

"Κλέα"- "Αλεξανδρινό κουαρτέτο", Lawrence Durrell




Η «Κλέα» είναι το εκπληκτικό φινάλε μιας τετραλογίας που αξίζει τον αναγνωστικό της κόπο. Σε αυτό το βιβλίο η πλοκή εξελίσσεται, ενώ τα τρία πρώτα σε γενικές γραμμές παραμένουν στα ίδια γεγονότα ιδωμένα από διαφορετική σκοπιά. Εδώ ο μύθος λαμβάνει τις τελευταίες του διαστάσεις, τα πρόσωπα πια, που τα γνωρίζουμε από την καλή και την ανάποδη, τοποθετούνται στο πάνθεον της λογοτεχνίας.

Ο αφηγητής είναι πιο ώριμος και κατατοπισμένος από ποτέ, τοποθετεί σωστά τον εαυτό του στον χρόνο και τον χώρο, ανδρώνεται και ως συγγραφέας. Αν και διάβασα σε πολλά μέρη πως ο Ντάρλι αποτελεί το συγγραφικό άλτερ έγκο του Ντάρελ, τείνω να διαφωνήσω. Ίσως μονάχα στα πλαίσια της ωρίμανσης του χαρακτήρα να ισχύει κάτι τέτοιο- η αρχική αφέλεια του ερωτευμένου Ντάρλι στη «Τζαστίν», δίνει τη θέση της σιγά σιγά σε μια ήπια διορατικότητα στην «Κλέα». Όμως αν διάλεγα κάποιον να με εκπροσωπήσει, ως φορέα του λόγου, ως κυνικού επαναστάτη της πένας και τελικά ως εμπνευσμένου τοποτηρητή της αλήθειας της συγγραφικής τέχνης, δεν θα ήταν ο Ντάρλι, αλλά ο -ήδη αυτόχειρας από το πρώτο βιβλίο- Πρεσγουόρντεν, που απών αλλά πανταχού παρών μέσα στο Κουαρτέτο, γράφει πολλά βιβλία μέσα στο βιβλίο- αιρετικά, βλάσφημα και στιγματισμένα από το ταλέντο του.


Στο «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» ο Ντάρελ επιδεικνύει μια τέχνη θαυμαστή που ίσως να μην έχει να κάνει με την Αλεξάνδρεια. Ναι, είναι εκπληκτικός ο τρόπος που περιγράφει την νωχέλεια της πόλης και τον αισθησιασμό κι αυτή την αίσθηση του κολλώδους από τον ιδρώτα. Όμως ο Καβάφης το κάνει καλύτερα και με λιγότερα λόγια- σε κάποιες φάσεις οι περιγραφές με κούραζαν. Για μένα η δύναμη του είναι η αφηγηματική τεχνική, που δεν διαφημίζεται ως τέτοια. Δεν μιλάμε για ένα αμιγώς «μοντέρνο μυθιστόρημα», αλλά με κάποιο ύπουλο τρόπο ο Ντάρελ θυμίζει Προυστ. Και ναι, πολλοί επιχείρησαν την διάσπαση του χρόνου, τον αναξιόπιστο αφηγητή, αλλά λίγοι τόλμησαν στην τελική να δώσουν αξιοπιστία σε αυτόν τον αφελή. Αυτό είναι το τελικό επίτευγμα, μαζί με την αίσθηση πως διάβασες ένα βιβλίο που θα αντέξει στον χρόνο.


"Κλέα", "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο", Λώρενς Ντάρελ, μετ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 740-997

Οι αναρτήσεις για τα τρία πρώτα βιβλία του Κουαρτέτου είναι εδώ:
 "Τζαστίν" 
 "Μπαλτάζαρ"
"Μαουντόλιβ"


11/8/13

"Τα λημέρια του λύκου", Javier Marias




Το εντυπωσιακό με «Τα λημέρια του λύκου» είναι πως ο Χαβιέρ Μαρίας το έγραψε όταν ήταν μόλις 18 χρονών, είναι το πρωτόλειο του κι όμως είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα μέσα στην πολυδιάσπασή του.  Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ένα επικό βιβλίο όπως το «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», αλλά δεν θα μπορούσε να είναι, τέτοια βιβλία όσο ταλαντούχος κι αν είσαι δεν μπορείς να τα γράψεις στα 18.

Το βασικό είναι πως είναι ένα βιβλίο γραμμένο το 1971, από Ισπανό κι όμως δεν τοποθετείται στην Ισπανία κι ούτε αφορά τον Φράνκο. Είναι επηρεασμένο από τις Αμερικάνικες ταινίες, η δράση εξάλλου τοποθετείται στην Αμερική, έχει ένα έντονο, διαβρωτικό χιούμορ και μια ικανότητα αφηγηματική που μαρτυρά πως μιλάμε για έναν μεγάλο τεχνίτη του λόγου.

Τα στιγμιότυπα που παρακολουθούμε αφορούν την οικογένεια Τάγκερ που διαλύθηκε σχεδόν μέσα σε ένα χρόνο εκεί στη δεκαετία του 20. Δεν είναι ένα δεμένο μυθιστόρημα με αρχή μέση και τέλος, ενδιάμεσα στα στιγμιότυπα που αφορούν τους γιους Τάγκερ παρεμβάλονται κι άλλα, που ξεκινούν από τον Αμερικάνικο εμφύλιο, και φτάνουν ως τους γκάνγκστερ, την ποτοαπαγόρευση, το Χόλιγουντ.


«Τα λημέρια του λύκου» δεν είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, νομίζω πως θα απογοήτευε όποιον προσπαθούσε μέσα από αυτό να προσεγγίσει τον Μαρίας. Είναι όμως εικολοδιάβαστο και διασκεδαστικό, δείχνει ικανότητα στη γραφή και μια παράλογη συγγραφική ωριμότητα, ίδιον φαίνεται των πραγματικά ταλαντούχων.  

"Τα λημέρια του λύκου", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2000, σελ. 290

8/8/13

"Μαουντόλιβ"- "Αλεξανδρινό κουαρτέτο", Lawrence Durrell



Πολύ διαφορετικό από το εσωστρεφές «Μπαλτάζαρ», το «Μαουντόλιβ» επικεντρώνεται στην αρχή τουλάχιστον στον έρωτα της μητέρας του Νεσίμ, Λάιλα με τον νεαρό διπλωμάτη Μαουντόλιβ και μας βάζει βαθιά πια στην πολιτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Ό,τι ξέραμε για τον έρωτα της Τζαστίν και του Ντάρλι κατακρημνίζεται, οι σχέσεις δεν είναι όπως φαίνονταν ερωτικές και νωχελικές, είναι ιδεολογικές και πολιτικές. Το ζευγάρι Νεσίμ- Τζαστίν φωτίζεται πια κι όλοι οι ήρωες φαίνονται από ένα πρίσμα διαφορετικό.

Χωρίς να χάσει την Αλεξάνδρεια ως πρωταγωνίστρια, τουναντίον, ο Ντάρελ μας δείχνει την άλλη της πλευρά, επιχειρεί να αποδομήσει όλα όσα έχτιζε, να τα προχωρήσει και να τα διαστρέψει. Η πλοκή μοιάζει πάλι σημαντική, αν και δεν χάνεται η ατμόσφαιρα, ούτε η ενότητα ανάμεσα στα τρία βιβλία. Το τέλος, ανατρεπτικό σε ένα βαθμό, και συγκινητικό σε αφήνει γεμάτο προσδοκία για το επόμενο και τελευταίο βιβλίο που δεν κινείται πια στον ίδιο χρόνο με τα άλλα τρία, αλλά τελειώνει την ιστορία.

Ο Ντάρελ στα τρία πρώτα βιβλία του Κουαρτέτου επιχειρεί μια διάσπαση του μυθιστορηματικού χρόνου, της αφήγησης και κυρίως της αντικειμενικότητας που πολλοί λίγοι συγγραφείς έχουν πετύχει σε τόσο μεγάλη έκταση. Τα βιβλία αυτά από μόνα τους θα μπορούσαν να σταθούν ως καλά μυθιστορήματα. Όμως η συνοχή και η συνενοχή μεταξύ τους τα καθιστά σχεδόν μοναδικά. Και το παιχνίδι της εναλλαγής της αφηγηματικής ματιάς, χωρίς να αλλάξει αφηγητή, ένα από τα πιο γοητευτικά που έχω συναντήσει. 

"Μαουντόλιβ", "Αλεξανδρινό κουαρτέτο, Λώρενς Ντάρελ, μετ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2008, σελ. 449-739

6/8/13

Αυγουστιάτικος μποναμάς

"Οι αριθμοί", Β. Πελέβιν

"Τα λημέρια του λύκου", Χ. Μαρίας

"Χλομή φωτιά", Β. Ναμπόκοφ

"Η οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε", Κ.Χ. Θέλα

"Τρόμος", Β. Μακάνιν

"Το σώμα του ψέματος", Μ.Τζ. Χάιλαντ






Κοινώς, πόσο να κρατηθώ η γυναίκα και να μην κάνω μια τόση δα παραγγελιούλα. Όπως θα προσέξατε η "σοδειά" δεν περιέχει κανένα βιβλίο διετίας- κι όσο να πεις, έναν Μπολάνιο, έναν Ροτ, μια Χέρτα Μύλερ θα την ήθελα. Ο γρίφος θα λυθεί λίαν συντόμως...

"Κάτω από το ηφαίστειο", Μ.Λόοουρι

"Το μηδέν και το άπειρο", Α. Καίσλερ

"Χωρίς αίσιο τέλος", Π. Ι. Τάιμπο ΙΙ

"Τελευταίο έρχεται το κοράκι", Ι.Καλβίνο

4/8/13

"Ο Ύστερος αστικός κόσμος", Nadine Gordimer




Το μικρό βιβλιαράκι το βούτηξα από τη βιβλιοθήκη μου αστραπιαία καθώς πηγαίναμε σε έναν παιδότοπο, σχεδόν δεν είδα τι πήρα. ( Ε, ναι, το να κουβαλήσεις το Αλεξανδρινό κουαρτέτο σε παιδότοπο ούσα 6 μηνών έγκυος είναι κάπως χμμμμ, απαγορευτικό). Μόλις βολευτήκαμε και άρχισα να διαβάζω, συνειδητοποίησα πως είναι τυχερός όποιος μπορεί να απλώσει το χέρι και να πέσει στην Γκόρντιμερ.

Έχω αδυναμία στην Νοτιοαφρικάνα συγγραφέα γιατί -πέρα από τα κότσια που απαιτεί να γράψεις για το Απαρτχάιντ την εποχή που αυτό ήταν ακόμα στην ακμή του -δεν κρύβεται ποτέ πίσω από το δάχτυλο της και για άλλα θέματα. Δεν αγιοποιεί κανέναν, ούτε μαύρους, ούτε λευκούς, ούτε εραστές, ούτε φίλους. Οι ήρωες της με λίγα λόγια δεν είναι «ήρωες της αντίστασης» είναι άνθρωποι ζωντανοί γεμάτοι πάθη και μικροπρέπειες, αγένειες κι εγωισμούς που στη δεδομένη όμως κατάσταση αποφάσισαν να κάνουν κάτι.

Στον «Ύστερο αστικό κόσμο»- έσπασα το κεφάλι μου να βρω μια μετάφραση για το «The late bourgeois World» που δεν θα ακουγόταν τόσο κακόηχο στα ελληνικά, αλλά δεν τα κατάφερα, οπότε θα δηλώσω απλά πως σιχαίνομαι τον τίτλο του μεταφραστή και θα "βγω λάδι"- αφηγήτρια και ηρωίδα είναι μια γυναίκα, η Λιζ, ενεργά πολιτικοποιημένη, που μαθαίνει πως ο πρώην άντρας της έβαλε τέλος στη ζωή του. Η δική της ζωή βρίσκεται σχετικά τακτοποιημένη, έχει έναν καλό εραστή που του αρέσουν τα ξεκάθαρα πράγματα, ο μικρός γιος της είναι εσωτερικός σε ένα σχολείο, έχει μια αξιοπρεπή δουλειά που δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ λευκών και μαύρων. Συνεχώς επαναλαμβάνει πως δεν έχει αισθήματα για τον αποτυχημένο επαναστάτη Μαξ που υπήρξε ο πρώτος της έρωτας, ο πατέρας του παιδιού της, ένας μαχητής κατά του Απαρτχάιντ χρώματος λευκού αλλά ταυτόχρονα κι ένας αδύναμος άνθρωπος, γεμάτος ανασφάλειες.

Με αφορμή το παρόν αλλά και το παρελθόν της Λιζ, το μικρό βιβλιαράκι αποτελεί ένα σχόλιο έντονα πολιτικό για τις αντιφάσεις ακόμα και των λευκών που συμμετείχαν στον αγώνα κατά του Απαρτχάιντ, για τη δυσκολία –ίσως πια από την ανάποδη- να συμμετάσχεις σε αυτόν τον αγώνα αν δεν ήσουν μαύρος. Είναι διαφορετικό να απαιτείς την ελευθερία σου και τα δικαιώματά σου κι άλλο να απαιτείς τα διακαιώματα ενός άλλου ενώ τόσο εμφανώς λόγω χρώματος θα έπρεπε να ανήκεις στην ομάδα του δυνάστη.

Η ψύχραιμη γραφή της γιαγιάς Ναντίν μου αρέσει, η στάση της στα πράγματα με γοητεύει και αναγνωρίζω στο πρόσωπό της μια γυναίκα δυναμική, αστείρευτη, πρότυπο για τα πράγματα που πρέπει να γίνουν. 

Η Ναντίν Γκόρντιμερ γεννήθηκε το 1923 στην Νότια Αφρική, υπήρξε πολιτική ακτιβίστρια από πολύ νωρίς, μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου από τότε που αυτό ήταν παράνομο. Βιβλία της απαγορεύτηκαν για πολλά χρόνια στη χώρα της - "Ο ύστερος αστικός κόσμος" ήταν απαγορευμένο για μια δεκαετία. Από την κατάρρευση του Απαρτχάιντ και μετά παρέμεινε πολιτικά ενεργή σε ένα σωρό άλλα θέματα. Αλλά το βασικό είναι πως μίλησε για την κατάσταση με όρους λογοτεχνικούς, έγραψε βιβλία που πέρα από επαναστατικά μανιφέστα είχαν την χάρη και την χαρά της τέχνης της. 



"Ο Ύστερος αστικός κόσμος", Ναντίν Γκόρντιμερ, μετ. Θανάσης Γεωργίου, εκδ. Μέδουσα, 1988, σελ. 144


1/8/13

"Ασθενή βιβλία" του Μαραμπού






Την περασμένη Κυριακή διανυκτέρευσα στο κοντινότερο πανεπιστημιακό νοσοκομείο, παρέα με τον πατέρα μου ο οποίος ετοιμάζεται να υποστεί μια, ενδεχομένως πολύ επώδυνη και αναπόφευκτη θεραπεία. Οι ώρες στο νοσοκομείο σταλάζουν αργά, με το ρυθμό του κρεμαστού κυλινδρικού ορού, περνώντας μέσα από το σώμα μιας “πεταλούδας” που δεν θες να φτερουγίσει γιατί θα σου προκαλέσει πόνο στην φλέβα.
Μέσα σε τέτοιους χώρους, το μάτι μου πάσχιζε να αιχμαλωτίσει κάτι οικείο σχεδόν όσο ο πατέρας μου. Η πρώτη εικόνα ήταν ένας κάτισχνος γεράκος στο βάθος του θαλάμου. Φορούσε μία λευκή μακριά γενειάδα στο πρόσωπό του και τα μαλλιά ήταν κομμένα κοντά. Φαινόταν πολύ στοχαστικός μέσα στην δύσπνοιά του και την ατελείωτη ενατένιση του ταβανιού. Κάτι μου θύμιζε και δεν άργησα να το βρω. Ήταν ο Μέλβιλ, ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ! Πιο γερασμένος και αδυνατισμένος από ότι οι κοκαλωμένες στο χρόνο, φωτογραφίες του μου τον έφερναν στο μυαλό, αλλά σίγουρα ήταν ο Μέλβιλ. Όταν αργά το απόγευμα πήρε εξιτήριο και η κόρη τού φόρεσε το εκκλησιαστικό ράσο και περνώντας πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι έδωσε την ευλογία στο ποίμνιο του θαλάμου, δε με ξένισε καθόλου. Αν υπήρξε ένας συγγραφέας που μου έδωσε την ευλογία του και εγώ την δέχθηκα με πραγματική κατάνυξη στην καρδιά, σίγουρα ήταν ο Μέλβιλ.

Διασχίζοντας τους διαδρόμους του νοσοκομείου ένιωθα πως περιδιάβαζα σε μια γκαλερί, χαζεύοντας με ευχαρίστηση πίνακες του αγαπημένου μου ζωγράφου Πάουλ Κλέε, αναρωτώμενος λόγω του χώρου, αν τελικά η τέχνη αποτελεί την θεραπεία ή τη νόσο, για τους πόνους της ζωής.

Στο εξαντλητικό βάθος του νοσοκομείου, περί τα 300 μέτρα απόσταση από το θάλαμο, λες και ήταν μια προσεκτικά εκτελεσμένη κίνηση άπονου μάρκετινγκ, για να φθάσεις πεινασμένος σαν λύκος και να φύγεις βαρύς σαν ιπποπόταμος, έχασκε το εστιατόριο.  Αφού έφαγα μερικές ψητές πατάτες και δύο άνοστα μπιφτέκια που το σχήμα τους μου θύμισε τα σκατά του σκύλου μου κατά την απογευματινή μας βόλτα (ας μην πω τίποτα για την γεύση!), κατευθύνθηκα στο χώρο με τα σοκολατοειδή, τα άπαχα γιαούρτια, τις πάνες ακράτειας, τα αμέτρητα σταυρόλεξα, τα αναρίθμητα σουντόκου, τα περιοδικά ποικίλης ύλης, τις εφημερίδες, τα βιβλία βίπερ. Και κάπου μέσα σε αυτόν το χαμό υπήρχαν μερικά λογοτεχνικά βιβλία για τα οποία αφιέρωσα δυσανάλογα πολλή ώρα σε σχέση με το μικρό τους πλήθος. Υπήρχαν μερικές δεμένες εκδόσεις λογοτεχνικών αριστουργημάτων, όπου η εταιρεία Ντι Αγκοστίνι ή άλλες παρόμοιες, αφού πρόσφεραν στο παθιασμένο με τις συλλογές, κοινό τους, από κοινότυπα κέρματα μέχρι σπάνια εξωτικά έντομα ενταφιασμένα σε διαφανή φέρετρα φυσικής ρητίνης, αποφάσισαν να στραφούν στον χώρο της λογοτεχνίας. Υπήρχε ο β' τόμος της Άννας Καρένινας, ο γ' τόμος των Άθλιων, ολόκληρη η Τζέιν Έυρ και διάφορα άλλα, όλα όμως κλεισμένα αεροστεγώς με πλαστικό που δεν επέτρεπε να τα επεξεργαστώ όπως θα άρμοζε σε έναν αναγνώστη. <<Αν δεν δεις μεταφραστή μην τολμήσεις να το αγοράσεις>>, έλεγα στον εαυτό μου. Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν είδα σε μια γωνιά, πάνω σε ένα χοντροκομμένο βιομηχανικό χαρτόνι δύο βιβλία πλάι πλάι τυλιγμένα με ευτελές νάιλον. Προσφορά! Ο Αόρατος άνθρωπος του Γουέλς μαζί με τον Τάρας Μπούλμπα του Γκόγκολ, μόνο 5.90 και Το νησί των Πιγκουίνων του Ανατόλ Φρανς μαζί με Τάρας Μπούλμπα (πάλι!) του Γκόγκολ, μόνο 6.90. Το εξώφυλλο πέρα από το τίτλο και το συγγραφέα, έγραφε στο κάτω μέρος “Νέα εποχή στο ελληνικό βιβλίο” και στα δυο από αυτά είχε στην άκρη την ένδειξη “Κινηματογραφική επιτυχία”. <<Αυτά είναι που δε θα αγοράσω με τίποτα!>>
Μα σαν συλλογίστηκα ότι μέσα στην τσάντα έχω μόνο το Περί φωτίσεως του Σαραμάγκου με έπιασε κρύος ιδρώτας! Αν στις 9 το πρωί, ο Σαραμάγκου ήταν μια αξιοπρεπής συντροφιά, τότε στις 9 το βράδυ ύστερα από ώρες αναμονής και κούρασης, οι περίπλοκες φράσεις του Πορτογάλου θύμιζαν τρικυμιώδες εγκεφαλογράφημα που με προειδοποιούσε καλοπροαίρετα για την επερχόμενη εγκεφαλική νηνεμία και άρα τον θάνατο.  Πήρα το πακέτο των 5.90 και στάθηκα στο ταμείο.
<<Πάρε και το άλλο!>>
<<Τι είπατε;>>
<<Πάρε και το άλλο, στο χαρίζω>> μου είπε η πωλήτρια, με μια δόση εμφανούς ειρωνείας που μάλλον γεννήθηκε από την έντονη προσοχή που έπρεπε να δείχνει σε έναν πελάτη ο οποίος ψαχούλευε τόοοοση ώρα τα βιβλία.
<<Πώς και έτσι;>> ρωτάω.
<<Έχουν να πωληθούν χρόνια, δε θα τα πάρει κανείς άλλος>>.
<<Αν είναι έτσι το δέχομαι. Ευχαριστώ!>>

Πέταξα γρήγορα το περιτύλιγμα μαζί με τον επερχόμενο θυμό για την αγενή στάση της υπαλλήλου και κράτησα τα βιβλία στα χέρια μου. Γύρισα στο οπισθόφυλλο και μεταξύ των συνηθισμένων, διάβασα τα εξής: “Νέα έκδοση στο μονοτονικό σύστημα”, “Πιστή μετάφραση από το πρωτότυπο χωρίς αλλοιώσεις, συντομεύσεις και περικοπές”, “Ποιότητα στο ελληνικό βιβλίο”. Πιο κάτω η τιμή σε ευρώ. Μια σχετική ανακούφιση ότι πρόκειται όντως για έκδοση της νέας χιλιετίας! Στην σελίδα τίτλου αναγραφόταν ο εκδότης: Ελληνική Εκδοτική. Στο πίσω μέρος της υπήρχε ο τίτλος πρωτοτύπου, πρώτη έκδοση και τα σχετικά.
Εκδότης – Πέτρος Γαλούσης
Μετάφραση – Ηλίας Αναγνωστόπουλος (τουλάχιστον για το βιβλίο του Γουέλς που έχω εδώ πλάι μου)
Λογοτεχνική επιμέλεια – Μάρθα Ανεμελάκη (εδώ πραγματικά αναθάρρησα και ανατρίχιασα μαζί!)

Όταν αργότερα έκανα μια πρόχειρη αναζήτηση, το ίντερνετ δεν ήξερε τίποτα για τους μεταφραστές. Η μετάφραση του Αόρατου Ανθρώπου που ήδη ξεκίνησα να διαβάζω, είναι ορατά αξιοπρεπής και ενδιαφέρουσα, εκτός και αν η διαπίστωση έγινε υπό το κράτος της πνευματικής νωθρότητας που χορηγείται σε αόρατες δόσεις στους θαμώνες των νοσοκομείων.

Υπάρχουν λογοτεχνικές “παθογένειες” και πώς τις αναγνωρίζουμε; Εγώ θα μολυνθώ από την ανάγνωση αυτών των τριών λογοτεχνικών βιβλίων; Και πότε θα το καταλάβω; Όταν θα τύχει να τα ξαναδιαβάσω σε άλλες εκδόσεις και μεταφράσεις; Νιώθω άρρωστος. Θέλω ένα οπισθόφυλλο με τις παρενέργειες της ανάγνωσης.

                                                                                        
                                                                                                                Μαραμπού


Υ.Γ. 42 Το κείμενο μου το έστειλε ο αγαπητός φίλος Μαραμπού και δημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη του. Το βρήκα εξαιρετικό και πάνω από όλα βιβλιόφιλο. Επιφυλάσσομαι για μιαν απάντηση στο μάλλον ρητορικό ερώτημα της τελευταίας παραγράφου. Κι εύχομαι να μην πατήσει ξανά σε νοσοκομείο για καιρό.