Την περασμένη Κυριακή διανυκτέρευσα στο κοντινότερο πανεπιστημιακό νοσοκομείο, παρέα με τον πατέρα μου ο οποίος ετοιμάζεται να υποστεί μια, ενδεχομένως πολύ επώδυνη και αναπόφευκτη θεραπεία. Οι ώρες στο νοσοκομείο σταλάζουν αργά, με το ρυθμό του κρεμαστού κυλινδρικού ορού, περνώντας μέσα από το σώμα μιας “πεταλούδας” που δεν θες να φτερουγίσει γιατί θα σου προκαλέσει πόνο στην φλέβα.
Μέσα σε τέτοιους χώρους, το μάτι μου πάσχιζε να αιχμαλωτίσει κάτι οικείο σχεδόν όσο ο πατέρας μου. Η πρώτη εικόνα ήταν ένας κάτισχνος γεράκος στο βάθος του θαλάμου. Φορούσε μία λευκή μακριά γενειάδα στο πρόσωπό του και τα μαλλιά ήταν κομμένα κοντά. Φαινόταν πολύ στοχαστικός μέσα στην δύσπνοιά του και την ατελείωτη ενατένιση του ταβανιού. Κάτι μου θύμιζε και δεν άργησα να το βρω. Ήταν ο Μέλβιλ, ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ! Πιο γερασμένος και αδυνατισμένος από ότι οι κοκαλωμένες στο χρόνο, φωτογραφίες του μου τον έφερναν στο μυαλό, αλλά σίγουρα ήταν ο Μέλβιλ. Όταν αργά το απόγευμα πήρε εξιτήριο και η κόρη τού φόρεσε το εκκλησιαστικό ράσο και περνώντας πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι έδωσε την ευλογία στο ποίμνιο του θαλάμου, δε με ξένισε καθόλου. Αν υπήρξε ένας συγγραφέας που μου έδωσε την ευλογία του και εγώ την δέχθηκα με πραγματική κατάνυξη στην καρδιά, σίγουρα ήταν ο Μέλβιλ.
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του νοσοκομείου ένιωθα πως περιδιάβαζα σε μια γκαλερί, χαζεύοντας με ευχαρίστηση πίνακες του αγαπημένου μου ζωγράφου Πάουλ Κλέε, αναρωτώμενος λόγω του χώρου, αν τελικά η τέχνη αποτελεί την θεραπεία ή τη νόσο, για τους πόνους της ζωής.
Στο εξαντλητικό βάθος του νοσοκομείου, περί τα 300 μέτρα απόσταση από το θάλαμο, λες και ήταν μια προσεκτικά εκτελεσμένη κίνηση άπονου μάρκετινγκ, για να φθάσεις πεινασμένος σαν λύκος και να φύγεις βαρύς σαν ιπποπόταμος, έχασκε το εστιατόριο. Αφού έφαγα μερικές ψητές πατάτες και δύο άνοστα μπιφτέκια που το σχήμα τους μου θύμισε τα σκατά του σκύλου μου κατά την απογευματινή μας βόλτα (ας μην πω τίποτα για την γεύση!), κατευθύνθηκα στο χώρο με τα σοκολατοειδή, τα άπαχα γιαούρτια, τις πάνες ακράτειας, τα αμέτρητα σταυρόλεξα, τα αναρίθμητα σουντόκου, τα περιοδικά ποικίλης ύλης, τις εφημερίδες, τα βιβλία βίπερ. Και κάπου μέσα σε αυτόν το χαμό υπήρχαν μερικά λογοτεχνικά βιβλία για τα οποία αφιέρωσα δυσανάλογα πολλή ώρα σε σχέση με το μικρό τους πλήθος. Υπήρχαν μερικές δεμένες εκδόσεις λογοτεχνικών αριστουργημάτων, όπου η εταιρεία Ντι Αγκοστίνι ή άλλες παρόμοιες, αφού πρόσφεραν στο παθιασμένο με τις συλλογές, κοινό τους, από κοινότυπα κέρματα μέχρι σπάνια εξωτικά έντομα ενταφιασμένα σε διαφανή φέρετρα φυσικής ρητίνης, αποφάσισαν να στραφούν στον χώρο της λογοτεχνίας. Υπήρχε ο β' τόμος της Άννας Καρένινας, ο γ' τόμος των Άθλιων, ολόκληρη η Τζέιν Έυρ και διάφορα άλλα, όλα όμως κλεισμένα αεροστεγώς με πλαστικό που δεν επέτρεπε να τα επεξεργαστώ όπως θα άρμοζε σε έναν αναγνώστη. <<Αν δεν δεις μεταφραστή μην τολμήσεις να το αγοράσεις>>, έλεγα στον εαυτό μου. Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν είδα σε μια γωνιά, πάνω σε ένα χοντροκομμένο βιομηχανικό χαρτόνι δύο βιβλία πλάι πλάι τυλιγμένα με ευτελές νάιλον. Προσφορά! Ο Αόρατος άνθρωπος του Γουέλς μαζί με τον Τάρας Μπούλμπα του Γκόγκολ, μόνο 5.90 και Το νησί των Πιγκουίνων του Ανατόλ Φρανς μαζί με Τάρας Μπούλμπα (πάλι!) του Γκόγκολ, μόνο 6.90. Το εξώφυλλο πέρα από το τίτλο και το συγγραφέα, έγραφε στο κάτω μέρος “Νέα εποχή στο ελληνικό βιβλίο” και στα δυο από αυτά είχε στην άκρη την ένδειξη “Κινηματογραφική επιτυχία”. <<Αυτά είναι που δε θα αγοράσω με τίποτα!>>
Μα σαν συλλογίστηκα ότι μέσα στην τσάντα έχω μόνο το Περί φωτίσεως του Σαραμάγκου με έπιασε κρύος ιδρώτας! Αν στις 9 το πρωί, ο Σαραμάγκου ήταν μια αξιοπρεπής συντροφιά, τότε στις 9 το βράδυ ύστερα από ώρες αναμονής και κούρασης, οι περίπλοκες φράσεις του Πορτογάλου θύμιζαν τρικυμιώδες εγκεφαλογράφημα που με προειδοποιούσε καλοπροαίρετα για την επερχόμενη εγκεφαλική νηνεμία και άρα τον θάνατο. Πήρα το πακέτο των 5.90 και στάθηκα στο ταμείο.
<<Πάρε και το άλλο!>>
<<Τι είπατε;>>
<<Πάρε και το άλλο, στο χαρίζω>> μου είπε η πωλήτρια, με μια δόση εμφανούς ειρωνείας που μάλλον γεννήθηκε από την έντονη προσοχή που έπρεπε να δείχνει σε έναν πελάτη ο οποίος ψαχούλευε τόοοοση ώρα τα βιβλία.
<<Πώς και έτσι;>> ρωτάω.
<<Έχουν να πωληθούν χρόνια, δε θα τα πάρει κανείς άλλος>>.
<<Αν είναι έτσι το δέχομαι. Ευχαριστώ!>>
Πέταξα γρήγορα το περιτύλιγμα μαζί με τον επερχόμενο θυμό για την αγενή στάση της υπαλλήλου και κράτησα τα βιβλία στα χέρια μου. Γύρισα στο οπισθόφυλλο και μεταξύ των συνηθισμένων, διάβασα τα εξής: “Νέα έκδοση στο μονοτονικό σύστημα”, “Πιστή μετάφραση από το πρωτότυπο χωρίς αλλοιώσεις, συντομεύσεις και περικοπές”, “Ποιότητα στο ελληνικό βιβλίο”. Πιο κάτω η τιμή σε ευρώ. Μια σχετική ανακούφιση ότι πρόκειται όντως για έκδοση της νέας χιλιετίας! Στην σελίδα τίτλου αναγραφόταν ο εκδότης: Ελληνική Εκδοτική. Στο πίσω μέρος της υπήρχε ο τίτλος πρωτοτύπου, πρώτη έκδοση και τα σχετικά.
Εκδότης – Πέτρος Γαλούσης
Μετάφραση – Ηλίας Αναγνωστόπουλος (τουλάχιστον για το βιβλίο του Γουέλς που έχω εδώ πλάι μου)
Λογοτεχνική επιμέλεια – Μάρθα Ανεμελάκη (εδώ πραγματικά αναθάρρησα και ανατρίχιασα μαζί!)
Όταν αργότερα έκανα μια πρόχειρη αναζήτηση, το ίντερνετ δεν ήξερε τίποτα για τους μεταφραστές. Η μετάφραση του Αόρατου Ανθρώπου που ήδη ξεκίνησα να διαβάζω, είναι ορατά αξιοπρεπής και ενδιαφέρουσα, εκτός και αν η διαπίστωση έγινε υπό το κράτος της πνευματικής νωθρότητας που χορηγείται σε αόρατες δόσεις στους θαμώνες των νοσοκομείων.
Υπάρχουν λογοτεχνικές “παθογένειες” και πώς τις αναγνωρίζουμε; Εγώ θα μολυνθώ από την ανάγνωση αυτών των τριών λογοτεχνικών βιβλίων; Και πότε θα το καταλάβω; Όταν θα τύχει να τα ξαναδιαβάσω σε άλλες εκδόσεις και μεταφράσεις; Νιώθω άρρωστος. Θέλω ένα οπισθόφυλλο με τις παρενέργειες της ανάγνωσης.
Υ.Γ. 42 Το κείμενο μου το έστειλε ο αγαπητός φίλος Μαραμπού και δημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη του. Το βρήκα εξαιρετικό και πάνω από όλα βιβλιόφιλο. Επιφυλάσσομαι για μιαν απάντηση στο μάλλον ρητορικό ερώτημα της τελευταίας παραγράφου. Κι εύχομαι να μην πατήσει ξανά σε νοσοκομείο για καιρό.