29/6/16

«The storied life of Α.J. Fikry», Gabrielle Zevin




Ένα εξαιρετικά ευχάριστο βιβλιοβιβλίο είναι το The storied life of A.J Fikry, για το οποίο δεν θα είχα ιδέα αν δεν είχε την καλοσύνη να μου το στείλει η Penelope, αναγνώστρια του blog από την Αμερική. Όταν το είδα στο ταχυδρομείο, τα έχασα, το ομολογώ. Έκανε την μέρα, ίσως και τoν μήνα μου -που πήγαινε κατά διαόλου-, λίγο πιο φωτεινά.

«Έπεσε στα χέρια μου εντελώς κατά λάθος όταν δούλευα – το είδα, σε σκέφτηκα, το πήρα και στο στέλνω. Ίσως να έχει κάτι από σένα, ίσως να δεις κάτι δικό σου», μου γράφει η Πηνελόπη στην αφιέρωση και διαβάζοντάς το κατάλαβα με ευκρίνεια γιατί. Είναι ένα μυθιστόρημα για βιβλιόφιλους, γεμάτο αναφορές και με ήρωα έναν αντισυμβατικό βιβλιοπώλη που τυχαίνει να θέλει να πουλάει αυτά που αγαπάει να διαβάζει. 

Η ιστορία έχει ως εξής: ο A.J. είναι ένας 39χρονος βιβλιοπώλης που μόλις έχει χάσει την έγκυο γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό και αγωνίζεται να συνέλθει. Ένα βράδυ γίνεται λιώμα και ανακαλύπτει πως του έχουν κλέψει ένα από τα ελάχιστα αντίτυπα του Tamerlane του Poe, που είχε στην κατοχή του και σκόπευε να πουλήσει για να αποσυρθεί. Αυτό τον αναγκάζει να βάλει μια τάξη στην ζωή του, να αρχίσει το τρέξιμο, να κόψει το ποτό. Μια μέρα γυρίζοντας στο βιβλιοπωλείο θα βρει ένα μωρό την Maya. Και θα αποφασίσει να το κρατήσει.

Αν και η πλοκή έχει κάποιες αφέλειες και κοινοτοπίες, και μόνο για την αίσθηση πως διαβάζεις ένα βιβλιοφιλικό βιβλίο αξίζει τον κόπο. Ονόματα συγγραφέων πετάγονται από παντού, ιδέες για το πώς πρέπει να λειτουργεί ένα μικρό ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο, παρουσιάσεις, πωλητές, λέσχες ανάγνωσης, e-readers. Όλα όσα απασχολούν τον κόσμο του βιβλίου είναι εδώ. 

Όχι, το βιβλίο της Zevin δεν είναι κανένα μεγάλο λογοτεχνικό επίτευγμα, δεν θα περάσει στην ιστορία ως κλασικό. Είναι όμως ένας υπέροχος τρόπος για να περάσεις δυο-τρεις ώρες στην παραλία, να απολαύσεις την ανάγνωση χωρίς έγνοιες· δεν μπορώ να κρύψω πως και το χρειαζόμουν και το καταευχαριστήθηκα. 



                                    

                                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ






«The storied life of Α.J. Fikry», Gabrielle Zevin, ed.Algoquin, 2014, pg. 270





27/6/16

"Αριθμός 11", Jonathan Coe



Διάβασα τον Αριθμό Έντεκα του Τζόναθαν Κόου σχεδόν μόλις βγήκε στα Ελληνικά αλλά δεν μπορούσα ως τώρα να γράψω για αυτό, όλο το ανέβαλλα. Η μοναδική φράση που μου ερχόταν ήταν «Ένας Κόου όπως παλιά» κι ας μην είναι στην πραγματικότητα αληθινό sequel του " Τι ωραίο πλιάτσικο» παρά μόνο πολύ αδρά και μακρινά. 

Ο Αριθμός 11 είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο, λίγο λιγότερο σατιρικό και κάπως περισσότερο μαύρο και σκοτεινό από ότι τα προηγούμενα, που μιλά για την εποχή της κρίσης στην Μεγάλη Βρετανία, για μια Αγγλία που βρίσκεται σε μια μετα-Θατσερική εποχή αρκετά ώστε οι αρχές του θαστερισμού να έχουν εμπεδωθεί και να θεωρούνται δεδομένες. Οι άνθρωποι στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Κόου αντιμετωπίζουν μια νέα φτώχεια, ενώ ταυτόχρονα κάποιοι άλλοι, πολύ λίγοι, απολαμβάνουν μια άχρηστη χλιδή. 

Ως συνήθως ο Κόου ακολουθεί την εποχή του και μας δίνει το φόντο με τέτοια ένταση που συχνά επισκιάζει τους πρωταγωνιστές του. Παρελαύνουν από τις σελίδες του όλα τα νέα μέσα, το Twitter, και τα blogs και το snapchat, και οι νέοι τρόποι, τα reality στην τηλεόραση και οι τράπεζες τροφίμων. Ο Κόου παραμένει δυνατός αφηγητής και στήνει τις πέντε πολύ διαφορετικές ιστορίες του βιβλίου γύρω από τις δυο πρωταγωνίστριες του, δύο φίλες που γνωρίζονται παιδιά, την Ρέιτσελ και την Άλισον. 

Στην πρώτη ιστορία φόντο είναι η γνωριμία των δύο κοριτσιών και η δολοφονία του Ντέιβιντ Κέλλυ. Παράλληλα εξυφαίνεται ένα κάπως γκοθ σκηνικό τρόμου που ζεσταίνει τα πράγματα και μας συστήνει τους χαρακτήρες.

Στην δεύτερη, η μαμά της Άλισον μπαίνει ως "τραγουδίστρια του ενός σουξέ κάποτε" μέσα σε ένα ριάλιτυ τύπου Survivor για σελέμπριτις και την ξεσκίζει τόσο η παραγωγή όσο και το κοινό. Παράλληλα στην κανονική της δουλειά ως βοηθός βιβλιοθηκάριος οι ώρες της μειώνονται τόσο πολύ που δεν έχει λεφτά για θέρμανση και για αυτό τριγυρνάει όλη μέρα με το λεωφορείο Έντεκα για να ζεσταθεί. 

Στην τρίτη ιστορία η Ρείτσελ είναι πια φοιτήτρια στην Οξφόρδη και προσεγγίζει την καθηγήτρια της Λώρα, μια νεαρή- σχετικά- χήρα. Μαθαίνουμε την ιστορία του θανάτου του άντρα της, βλέπουμε την κατάσταση στο Πανεπιστήμιο, την διαφορά ανάμεσα στα παιδιά που προέρχονται από τα ιδιωτικά και τα δημόσια σχολεία. Και δυο τρία πραγματάκια για την ζωή. 

Τέταρτη αυτή που αφορά στην απόγονο των Γουίνσο -της κακιάς, πάμπλουτης οικογένειας που αποδεκατίστηκε στο Τι ωραίο πλιάτσικο ντε!- που είναι μια στρίγγλα κακομαθημένη που θέλει να το παίξει δημοσιογράφος σε ένα blog της εφημερίδας του μπαμπά της. Γράφει ένα άρθρο για την Άλισον (που είναι μαύρη, καλλιτέχνης, μονοπόδαρη, λεσβία και παίρνει επιδόματα) και έτσι η Άλισον καταλήγει στην φυλακή για κάποιο αδήλωτο στην εφορία μικροποσό. Παράλληλα έχουμε και μια ψευτοαστυνομική πλοκή και μια σαφή αιχμή του Κόου για τους «κωμικούς» της εποχής του.

Φτάνουμε στην τελική ιστορία, όπου η οικογένεια Γκαν προσλαμβάνει την Ρέιτσελ για να προγυμνάζει τα δύο κοριτσάκια της στα μαθήματα. Η Ρέιτσελ μένει στην πτέρυγα του προσωπικού και απαγορεύεται αυστηρά να περνάει στο υπόλοιπο σπίτι χωρίς άδεια, ενώ το σπίτι είναι σαν εργοτάξιο, γιατί η κυρία Γκαν -πρώην μοντέλο- χτίζει 11 υπόγεια. Το 11ο δεν ξέρει τι θα το κάνει. Η περιοχή εξάλλου μοιάζει έρημη, οι πλούσιοι αγοράζουν σπίτια και συνεχώς τα ανακατασκευάζουν απλά για το πρεστίζ και την μεταπωλητική αξία. Στην ουσία δεν ζουν πουθενά.

Η αντίθεση, ανάμεσα στους προνομιούχους και τους μη, είναι εμφανής σε όλες τις ιστορίες. Από τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα, από το να μην έχεις να φας και να ζεσταθείς, μέχρι να μην ξέρεις πια τι να κάνεις το εντέκατό σου υπόγειο, από το να είσαι μια μαύρη λεσβία μονοπόδαρη μέχρι μια υστερική απόγονος μεγιστάνων. Η ζωή του μέσου ανθρώπου είναι θυσία στο χρήμα, η μοίρα του καθορίζεται από αυτό. 

Ο Τζόναθαν Κόου είχε πολλά να πει για την εποχή μας και με τον Αριθμό 11 τα είπε σχεδόν όλα. Αυτό είναι το εκπληκτικό, αυτό που έκανε το να γράψω για αυτό τόσο δύσκολο. Το βιβλίο ρέει γιατί ο συγγραφέας του είναι εκπληκτικός παραμυθάς κι αυτό δεν αλλάζει. Από την άλλη, αν ήθελε κανείς θα μπορούσε να κολλήσει σε στιγμές, εικόνες, γραμμές, για να συνειδητοποιήσει αυτό το δύσκολο και το πολυεπίπεδο που είναι η ζωή μας. 

«Το ξέρω πως έχεις παρατηρήσει τον τρόπο που μιλά στον Χάρι. Νομίζεις πως είμαι πολύ σκληρή μαζί του»
«Λιγάκι», αναγκάστηκε να παραδεχτεί η Λώρα.
«Αλλά βλέπεις δεν θα άντεχα να τον δω να καταλήγει να αναπολεί την παιδική του ηλικία- πίσω στο παρελθόν- όπως έκανε ο πατέρας του.
Κι έπειτα, χωρίς άλλη κουβέντα, η Λώρα σηκώθηκε όρθια και βάδισε ζωηρά προς την πόρτα της κουζίνας, δίχως να κοιτάξει πίσω της ούτε μια φορά: είτε για να κρύψει τα δάκρυα που είχε συγκρατήσει εκεί όλη αυτή την ώρα είτε απλώς επειδή είχε αρχίσει να κάνει τόσο κρύο, που δεν άντεχε να καθίσει στον κήπο λεπτό παραπάνω. 



                                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ


«Αριθμός έντεκα», Τζόναθαν Κόου, μετ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 511







Υ.Γ.42 Το εξώφυλλο, που είναι και οπισθόφυλλο, είναι νομίζω το πιο επιτυχημένο και όμορφο που έχω δει. Το αγαπώ!

26/6/16

Season finale για το ραδιοφωνικό Διαβάζοντας στον AmagiRadio





Κλήρωση! Και το φινάλε της ραδιοφωνικής μας εκπομπής για αυτή τη σεζόν. Το Διαβάζοντας@amagi σας αποχαιρετά για το καλοκαίρι με μια χορταστική εκπομπή με συνοδοιπόρο τον Panagiotis Chatzigiannakis


Οι Εκδόσεις Κριτική προσφέρουν 3 αντίτυπα του ολοκαίνουριου βιβλίου του David Foster Wallace "Η σκούπα και το σύστημα" σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πρέπει να πατήσετε "Μου αρέσει" και να κοινοποιήσετε ή να σχολιάσετε στο ποστ στο φβ, ως τις 7:45μ.μ. Άλλως αφήστε ένα σχόλιο εδώ. 


Μην μας χάσετε, σήμερα 6-8μ.μ. ζωντανά πάντα στον www.amagi.gr







24/6/16

«Μικρή αποτυχία», Gary Shteyngart




Ξεκίνησα να διαβάζω την «Μικρή αποτυχία» σχεδόν παραβλέποντας το εύστοχο «αυτοβιογραφία» στο εξώφυλλο. Ομολογώ πως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Στάινγκαρντ – με πολλά στοιχεία γυμνασιακού χιούμορ- στην αρχή με ξένισε. Όπως και η ιδέα πως ένας σαραντάχρονος θέλησε να γράψει την ιστορία της ζωής του, χωρίς να περιμένει από αυτό κάτι αμιγώς λογοτεχνικό- όπως ας πούμε ένας Νορβηγός που ξέρω.

Ο Στάινγκαρντ λοιπόν ήταν ένα αγόρι που ήρθε από την Σοβιετική ένωση στην Αμερική, ήξερε μόνο Ρώσικα και για αυτό έχασε μία τάξη μέχρι να μάθει Αγγλικά. Αυτό από μόνο του, η ιδέα ενός Σοβιετοαμερικανού είναι πολύ ενδιαφέρουσα, και ίσως με σωστό χειρισμό να ήταν και πολύ σημαντική. Όμως η Στάινγκαρντ μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, θυμάται αστεία περιστατικά, βαρυγκωμεί για τους γονείς του που ποτέ δεν μπόρεσαν να αποβάλλουν την Ρώσικη νοοτροπία και προφορά, αλλά δεν τολμά να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν εξιστορεί όσα τράβηξε ως Ρώσος Εβραίος στο Αμερικάνικο σχολείο, περισσότερο μοιάζει να θέλει να μας διηγηθεί κάτι αστείο, παρά να πει την αλήθεια. Και η αλήθεια, για έναν 6 χρόνο Σοβιετικό μετανάστη στην Αμερική που ποτέ δεν θα νιώσει ούτε Αμερικάνος, ούτε Εβραίος, ούτε Ρώσος, μάλλον δεν είναι τόσο ρόδινη. 

Αυτό που δίνει με γλαφυρό τρόπο το βιβλίο, είναι τα μικροεπεισόδια της ζωής ενός μετανάστη δεύτερη γενιάς στην Αμερική, μας λέει και κάποια πράγματα για την Σοβιετική Ρωσία, είναι ευχάριστο, διασκεδαστικό και κάπως διδακτικό αλλά ως εκεί. Για να είμαι ειλικρινής νομίζω πως θα ήθελα να διαβάσω και κάτι άλλο του Στάινγκαρντ στο μέλλον, μάλλον το Absurdistan, για να έχω σαφή άποψη. Αν κρίνω από την «Μικρή αποτυχία» πάντως, μάλλον πρόκειται για έναν ακόμα σατυρικό Αμερικανό συγγραφέα που το χιούμορ του στην Ελλάδα μοιάζει κάπως χοντροκομμένο και ελλιπές. Στην Αμερική φαντάζομαι πως όχι. 


                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ


«Μικρή αποτυχία», Γκάρι Στάινγκαρντ, μετ. Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη, 2015, σελ. 466





22/6/16

«Τελευταία προειδοποίηση», Παναγιώτης Κεχαγιάς



Η Τελευταία προειδοποίηση είναι ένα μικρό, κίτρινο, κομψό βιβλιαράκι, που όταν το πιάνεις στα χέρια σου σκέφτεσαι πως θα σε βοηθήσει να περάσεις ένα ευχάριστο απόγευμα πίνοντας τον καφέ σου. Αν το φαντάζεσαι αυτό, είσαι γελασμένος. Τίποτα ευχάριστο δεν ελλοχεύει στις καλογραμμένες του σελίδες, καμία ανακούφιση δεν παραχωρείται. Πρέπει να την διεκδικήσεις. 

Με αναγνωστική θητεία στην λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και στους κόσμους του Πόε, του Μπόρχες, του Γουάλας και του Πίντσον, ο Παναγιώτης Κεχαγιάς στήνει σύμπαντα με πολλαπλές αλήθειες, λαβυρίνθους, κάτοπτρα, φτιάχνει ιστορίες που μοιάζουν να κυνηγάνε την ουρά τους, συχνά χωρίς τέλος, ή μάλλον σωστότερα ιστορίες που εμπεριέχουν το τέλος ήδη στην αρχή τους· αναζητά αυτό που κάθε λογοτέχνης που σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να αναζητήσει: τα όρια της πραγματικότητας, το αν και κατά πόσον μια ιστορία είναι τελεσίδικη ή όχι, αν η ζωή κι ο θάνατος έχουν μια κάποια σημασία. Ενδιάμεσα κυριαρχεί ο τρόμος. Ένας τρόμος υπόγειος και διαβρωτικός. Ύπουλος.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ήδη από το πρώτο διήγημα Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της ταυρομαντείας, ξέρουμε όλα τα βασικά συστατικά της συλλογής. Ο χώρος, ο χρόνος, ο τρόπος, ο λαβύρινθος, ο φόβος του πολλαπλασιασμού. Ο ταυρομάντης είναι ο συγγραφέας αφηγητής. Κανείς δεν του δείχνει τον τρόπο για να βγει από τον λαβύρινθο, αλλά κάποιοι από τους καλύτερους ταυρομάντεις είναι αρχάριοι. 

Στο Κάτι αναλλοίωτο, ένα χωριό, τυχαία, επιλέγεται για να χαρτογραφηθεί. Η έλευση των τοπογράφων, ενώ καταλήγει σε έναν οριστικό χάρτη, αλλάζει την ιστορία του χωριού για πάντα. Κι ας είχε ιδρυθεί όταν τα αγάλματα ακόμα δεν είχαν πρόσωπα

Η Έλευση της Ευτυχίας είναι η πρώτη προσέγγιση στον έρωτα, τον θάνατο, το πεπρωμένο και τον φόβο. Ένας ιατροδικαστής θα βρει στο στομάχι ενός θύματος ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου. 

Η Τελευταία προειδοποίηση μας λέει αυτό που έχουμε ήδη πια συνειδητοποιήσει πως η εξιστόρηση μιας ιστορίας, η εισαγωγή και μόνο ενός στοιχείου, αλλάζει το κέντρο της. Ο συγγραφέας απέτυχε να θίξει το ακανθώδες ζήτημα της αιτιότητας: το φρούριο προκαλούσε τις αλλαγές ή απλώς τις κατέγραφε; Αν προχωρούσε κανείς το συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσε να πει ότι η μονογραφία με κάποιο τρόπο προκάλεσε όσα ακολούθησαν.

Και τέλος στον κύριο Γκλας φτάνουμε στο απόγειο των εναλλακτικών ιστοριών, των συνεχών αλλαγών της πραγματικότητας, των πολλαπλών κατόπτρων. Για να καταλήξει [] έχει διαπιστωθεί πως αυτή η εκδοχή της ιστορίας δεν είναι απόκρυφη, ούτε αποσπασματική. Είναι όμως, σε αντίθεση με την εκδοχή της οποίας η ανάγνωση τώρα τελειώνει, λίγο ως πολύ αγνή, λίγο ως πολύ πλήρης, σαν το σπόρο κάθε ιστορίας πριν υποκύψει στην ασθένεια της αφήγησης. 

Με λίγα λόγια- αν μπορούν να υπάρξουν τέτοια για τόσο λεπτομερή ως την τελευταία λεπτομέρεια βιβλία- πρόκειται για μια συλλογή που αναμετράται με το ίδιο το κόνσεπτ της αφήγησης και της γραφής, μια στημένη σκακιέρα που περιμένει τον συγγραφέα να κάνει τη επόμενη κίνηση. Οι εμμονές του Κεχαγιά με τον χώρο, τον χρόνο, την πραγματικότητα και την καταγραφή της είναι εμφανείς. Η μνήμη είναι η τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης, μας λέει. Και λίγο παρακάτω: Η δημιουργική χαρτογραφία έκανε ό,τι μπορούσε για να γεμίσει την λευκή περιοχή που μόνο άδεια δεν ήταν.

Αν κάτι έχω να προσάψω στην συλλογή είναι υπερβολική εγκεφαλικότητα, ίσως και λίγη επιτήδευση. Θα έλεγα πως η Τελευταία προειδοποίηση πάσχει από την κλασική ασθένεια των πρωτόλειων, ο συγγραφέας θέλει να αραδιάσει όλα όσα έχει στο κεφάλι του στο χαρτί, να πει σε ελάχιστες σελίδες τον βασικό του προβληματισμό για την ζωή. Όμως στην περίπτωση του Κεχαγιά αυτό γίνεται εξαιρετικά επιτυχημένα γλωσσικά. Για την δομή δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Μένει να δούμε αν θα καταφέρει να χειριστεί αυτούς τους φρικτούς, περίπλοκους, εναλλακτικούς κόσμους με την ίδια ικανότητα και σε μεγαλύτερες ιστορίες. 



                                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



«Τελευταία προειδοποίηση», Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες, 2016, σελ. 105

19/6/16

Αφιέρωμα στον Καρλ Ούβε, σήμερα στις 6μ.μ. στον www.amagi.gr




Κλήρωση! Και εκπομπή, αγαπημένα μου παιδιά! Μέσα στον καύσωνα θα μιλάμε για έναν Νορβηγό, τον λατρεμένο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Μαζί μας τηλεφωνικά θα είναι ο μεταφραστής του Sotirios Souliotis

Κληρώνουμε δύο αντίτυπα του δεύτερου τόμου της εξαλογίας, "Ένας ερωτευμένος άντρας", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατάτε "Μου αρέσει" ή και "Ουάου" και κοινοποιείτε ή σχολιάζετε στο ποστ στο φβ. Άλλως ένα σχόλιο εδώ από κάτω, αρκεί.

Μην μας χάσετε, 6μ.μ. ζωντανά στον www.amagi.gr




18/6/16

«Ο αχός της εποχής», Julian Barnes



Ομολογώ πως τελείωσα τον Αχό της εποχής του Τζούλιαν Μπαρνς με την δεύτερη φορά, την πρώτη τον παράτησα κάπoυ στη μέση, ενοχλημένη από την αποστασιοποίησή του, από την άρνησή του να χαρίσει στον ήρωα του, έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα, υπόσταση και μορφή. 

Την δεύτερη φορά, περισσότερο συμφιλιωμένη με την κατάσταση, τελείωσα το βιβλίο σχετικά γρήγορα. Παρ’ όλα αυτά έμεινα με μάλλον πικρή γεύση, σαν κάτι να έλειπε. Ή να περίσσευε. Περίσσευε το Βρετανικό φλέγμα και έλειπε η Ρωσική ψυχή. Εκεί κατέληξα. Ο συγγραφέας, αν και θεωρητικά στην τριτοπρόσωπη αφήγησή του βλέπει τα πάντα από την πλευρά του ίδιου του συνθέτη, στην πράξη κράτησε για αφηγητή τον εαυτό του. Αυτό με ξένισε και τελικά με οδήγησε μακριά από το βιβλίο. 

Ο ίδιος ο Σοστακόβιτς είναι έτσι κι αλλιώς μια αντιφατική προσωπικότητα. Σπουδαίος μουσικός, με εκρηκτικές συνθέσεις, ήταν από τους λίγους που δεν αντιτάχτηκε στο Σοβιετικό καθεστώς, υπέμεινε τους εξευτελισμούς, υπέγραψε κείμενα που γράφονταν από άλλους για αυτόν, δεν θέλησε ούτε να πάει κόντρα ούτε να φύγει στην Δύση. Διχασμένος ανάμεσα στο «ηθικά σωστό» και την επιβίωση, συνεργάστηκε με το καθεστώς, πάντα ανάμεσα στα πιστεύω και το συμφέρον του. 

Το καθεστώς, παρ’ όλα αυτά, τρεις φορές προσπάθησε να τον κυνηγήσει. Την πρώτη και πιο θεαματική με επιστολή του ίδιου του Στάλιν στην Πράβδα (τα συντακτικά λάθη του ανώνυμου κειμένου δεν άφηναν αμφιβολία πως ο συντάκτης του ήταν αυτός που κανένας δεν θα τολμούσε να διορθώσει) όπου η όπερα του Σοστακόβιτς «Η λαίδη Μακβέθ του Μτσενσκ», κατακεραυνώνεται ως φορμαλιστική. 






Το βιβλίο μας μιλάει για τον δημιουργικό αναβρασμό, τον φόβο, την υποταγή στην εξουσία. Για έναν άνθρωπο που καταλήγει να μισεί τον εαυτό του για την δειλία του, αλλά παρ’ όλα αυτά δέχεται τις τιμές και τα βραβεία με ευχαρίστηση. Το καθεστώς, αυτό που σκότωνε και έστελνε τους καλλιτέχνες για ψύλλου πήδημα στα γκούλαγκ, αντιμετωπίζεται με ένα ξηρό, βρετανικό χιούμορ, που εμένα προσωπικά μου φάνηκε ανούσιο.

Ο Σοστακόβιτς είναι αναμφισβήτητα ένα από εκείνα τα πρόσωπα που επιβίωσε από τον θόρυβο της εποχής, τον σκεφτόμαστε εκτός χρονικού πλαισίου, ακούμε την μουσική του δίχως δεύτερες σκέψεις. Δεν ακούς Σοστακόβιτς και σκέφτεσαι ο "πουλημένος δειλός", τον ακούς και αναριγείς. Αυτό απέτυχε να μεταφέρει ο Μπαρνς, αν και είμαι σίγουρη πως ήταν η πρόθεσή του. Στην προσπάθεια του πάντως να εξιλεώσει με κάποιον τρόπο τον Σοστακόβιτς για την μάλλον παθητική στάση του, τον μετέτρεψε άθελα του σε ανθρωπάκι. 




                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ





«Ο αχός της εποχής», Τζούλιαν Μπαρνς, μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 231








Υ.Γ. 42 Η μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά, το πομπώδες «Ο αχός της εποχής» στην θέση του μάλλον to the point και κατά πολύ απλούστερου « The noise of time», δεν μου άρεσε. 



16/6/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (10 μ.μ.) του Μαραμπού


Στα Βόδια του Ήλιου γίνεται η πιο εντυπωσιακή μετάβαση ύφους σε ολόκληρο το βιβλίο. Ο Τζόυς ύστερα από την απλουστευτική αφήγηση της Ναυσικάς διατρέχει μεμιάς όλους τους αιώνες της αγγλικής γλώσσας και μας πηγαίνει ένα αστραπιαίο ταξίδι στον χρόνο, πίσω στη γέννησή της. Ο ίδιος περιγράφει γλαφυρότατα το φιλόδοξο εγχείρημά του:

Εργάζομαι σκληρά πάνω στο επεισόδιο Τα βόδια του Ήλιου με κεντρική ιδέα το έγκλημα που διαπράττεται σε βάρος της γονιμότητας με την αποστείρωση της πράξης της συνουσίας. Σκηνικό, ένα μαιευτήριο. Τεχνική: ένα σε εννέα μέρη επεισόδιο όχι διακριτά, που αρχίζει με εισαγωγή η οποία παραπέμπει στον Σαλούστιο και στον Τάκιτο (το ωάριο που δεν έχει γονιμοποιηθεί ακόμη), συνεχίζεται με την μορφή της πρώιμης αγγλικής παρήχησης και της μονοσυλλαβικής και της αγγλοσαξωνικής (“Before born the babe had bliss. Within the womp he won worship.” “Bloom dull dreamy heard: in held hat stony staring”) κατόπιν με το ύφος του Μάντβιλ (“there came forth a scholar of medicine that men clepen & c”) κατόπιν κατά το Morte d' Arthur του Μάλορι (“but that franklin Lenehan was prompt ever to pour them so at the least way mirth should not lack”) στη συνέχεια κατά τον “τρόπο του χρονικού” της ελισαβετιανής περιόδου (“about that present time young Stephen filled all cups”), ακολουθεί ένα κομμάτι επιβλητικό κατά τα πρότυπα του Μίλτον, του Ταίηλορ ή του Χούκερ, κι αμέσως μετά ένα ανομοιογενές και κουτσομπολίστικο ως προς το ύφος μέρος με πολλά λατινικά, τύπου Μπάρτον-Μπράουν, κατόπιν ένα απόσπασμα κατά το ύφος του Μπάνυαν (“the reason was that in the way he fell in with a certain whore whose name she said is Bird in the hand”), μετά ένα κομμάτι ημερολογιακού στυλ κατά τους Πέπυς-Ήβλυν (“Bloom sitting snug with  a party of wags, among them Dixon jun., Ja.Lynch, Doc. Madden and Stephen D.  for  a languor he had before and was now better, he having dreamed tonight a strange fancy and Mistress Purefoy there to be delivered, poor body, two days past her time and the midwives hard to put to it, God send her quick issue”) και πάει λέγοντας μέσω Ντηφόου-Σουίφτ και Στηλ-Άντισον-Στερν και Λάντορ-Πέητερ-Νιούμαν μέχρι που φτάνει στο τέλος με ένα απερίγραπτο συνονθύλευμα αγγλικών πίτζιν, νέγρικων αγγλικών, κόκνεϋ, ιρλανδέζικων, αργκό της Μπάουερι και κακότεχνων αστεϊσμών. Η πρόοδος αυτή συνδέεται επίσης στο κάθε τμήμα ανεπαίσθητα με κάποιο προηγούμενο επεισόδιο της  ημέρας και, εκτός αυτού, με τα φυσικά στάδια της εξέλιξης του εμβρύου και τις εν γένει περιόδους της εξέλιξης της πανίδας. Το υπόκωφο αγγλοσαξωνικό μοτίβο κάνει από καιρό σε καιρό την εμφάνισή του (“Loth to move from Horne's house”) για να δοθεί η αίσθηση των οπλών των βοδιών. Ο Μπλουμ είναι το σπερματοζωάριο, το νοσοκομείο η μήτρα, η νοσοκόμα το ωάριο, ο Στήβεν το έμβρυο.
Πώς σου φαίνεται η κλιμάκωση;


Το μαιευτήριο όπου βρισκόμαστε αυτή την ώρα της καλοκαιρινής Πέμπτης,  είναι ο πλέον συμβολικός χώρος για να το πετύχει αυτό. Οι ωδίνες όμως αυτού του αναγνωστικού τοκετού θα είναι δυνατές και σχεδόν ανυπόφορες! Αυτό το κεφάλαιο πρώτ' απ' όλα πρέπει να το προσεγγίσετε με το γλωσσικό σας ένστικτο και ύστερα (πολύ αργότερα) με τα ψήγματα λογικής που κρύβονται εντός του. Μια πρόγευση αυτής της γλώσσας (της επικής της, κυρίως, εκδοχής) πήραμε στο κεφάλαιο Κύκλωπες. Στα Βόδια του Ήλιου η ανάγνωση γίνεται πιο δύσκολη καθώς η γλώσσα πάει πολύ πιο πίσω από την “μεσαιωνική φωνή της”, πρέπει κάποιος να δείξει μεγάλη υπομονή και επιμονή μέχρι η γλώσσα να στρώσει. Θα στρώσει όμως! Η δυσκολία του κεφαλαίου συγκρίνεται με εκείνη του μονολόγου του Στέφανου, στο τρίτο κεφάλαιο – εκεί, ήταν οι σκέψεις εκείνες που σκότωναν την γλώσσα, εδώ είναι η γλώσσα που σκοτώνει τις σκέψεις!

Ο Μπλουμ θέλει να σπαταλήσει λίγο χρόνο για να μην αναγκαστεί να γυρίσει σπίτι του πριν κοιμηθεί η Μόλλυ και έτσι επισκέφτεται το μαιευτήριο στο οποίο ετοιμάζεται να γεννήσει η κυρία Πιουριφόι. Πρωτογνωρίσαμε την αναστατωμένη κυρία Πιουριφόι στο κεφάλαιο Λαιστρυγόνες όπου έιχε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Μπλουμ. Σε εκείνη την συζήτηση εξέφραζε την ανησυχία της και για τον άντρα της ο οποίος δέχθηκε ένα μυστήριο απειλητικό(;) σημείωμα με την αινιγματική επιγραφή “Ε.Τ.” που την εκλαμβάνει ως “Είσαι τελειωμένος” και προσπαθεί να βρει ποιος τον απειλεί. Ένα πέρασμα θα κάνει και από την ταβέρνα των Κυκλώπων, παραπλεύρως της οποίας είναι τα δικαστήρια όπου θα μπορούσε να αναζητήσει νομικές συμβουλές.

Και ο σερ Λεοπόλδος κάθισε μετ' αυτών διότι είχεν πιστήν φιλίαν μετά του σερ Σίμωνος και μετά του υιού αυτού νεαρού Στεφάνου και τοιουτοτρόπως η χαύνωσίς του τον ηρέμει εκεί μετά τας μακράς περιπλανήσεις του δεδομένου ότι εκείνοι τον έτερπον επί του παρόντος με τον πλέον τιμητικόν τρόπον. Οίκτος τον κατείχε, έρως τον οδηγούσε με επιθυμίαν να περιπλανάται, απρόθυμος να εγκαταλείψη.




Μετά από αρκετά επεισόδια ο Μπλουμ ξανασυναντά τον νεαρό Στέφανο ο οποίος τα πίνει με μια ζωηρή παρέα στο κυλικείο του νοσοκομείου – ανάμεσά τους θα προστεθεί ο Μπακ Μάλλιγκαν, ο άρτι αφιχθείς Άλεκ Μπάννον εκ Μάλλινγκαρ (που πολιορκεί ερωτικά την κόρη του Μπλουμ, Μίλλυ), μερικοί χαρακτήρες από προηγούμενα επεισόδια, ένας γιατρός και μια νοσοκόμα που θα κάνουν σύντομα περάσματα.

Ο Μπλουμ γίνεται κατηφής γιατί ο χώρος του νοσοκομείου ξαναγεννά στο μυαλό του την ανάμνηση του γιου του Ρούντυ, που πέθανε μόλις 11 ημερών. Πολύ γρήγορα όμως βρίσκει παρηγοριά στον νεαρό Δαίδαλο για τον οποίο σκέφτεται:

[...] και τώρα ο σερ Λεοπόλδος ο οποίος δεν είχεν άρρενα κληρονόμον ητένιζεν αυτόν το υιόν του φίλου του και ήτο κλεισμένος εις θλίψην διά την παρελθούσαν ευτυχίαν του και όσο ελυπείτο διότι δεν είχεν υιόν τοιούτου ευγενούς θάρρους (διότι άπαντες εθεώρουν αυτόν άνθρωπον προικισμένον) ούτως εθλίβετο επίσης ουχί ολιγώτερον διά τον νεαρόν Στέφανον δια το ότι ούτος έζη ταραχώδη βίον με εκείνους τους ανεπρόκοπους  και κακοποιούσε τα αγαθά του με τας πόρνας.

Σε ένα ακόμα απόσπασμα, το πιο φανερό απ' όλα, ο Τζόυς δείχνει την στενή σχέση μεταξύ Μπλουμ και Στέφανου, για τον οποίον ο πρώτος αισθάνεται ότι (θα μπορούσε να) αποτελεί την πνευματική πατρική φιγούρα. Επίσης, εδώ ο Τζόυς συνενώνει υπέροχα τις δύο αληθινές εκδοχές του, την παλιά του επαναστατημένου νέου με την ώριμη του τρυφερού πατέρα.



Η γλώσσα του κεφαλαίου με τις δαιδαλώδεις παρεκτροπές της που τεντώνουν τις σκέψεις σε μια ή και δυο σελίδες, δεν ενδείκνυται για αποσπασματικές αναγνώσεις. Σε αυτό το κεφάλαιο ο Τζόυς μοιάζει να φτάνει στα όρια της αγγλικής γλώσσας, όρια που θα επιχειρήσει να σπάσει ο ίδιος! Σε ένα διαφωτιστικότατο απόσπασμα απο την Βιογραφία του Έλμαν διαβάζουμε τα εξής: Θα μπορούσε να πει κανείς, αναφερόμενος στη μακρά ιστορία της λογοκρισίας αυτού του βιβλίου, ότι εκείνος που την ξεκίνησε ήταν ο Τζόυς. Ενίοτε χρησιμοποιούσε τον Οδυσσέα για να τους δείξει ότι ακόμα και τα αγγλικά, η καλύτερη όλων των γλωσσών, ήταν ανεπαρκή. “Δεν σας φτάνουν οι λέξεις που έχουν τα αγγλικά;” τον ρωτούσαν. “Ναι, μου φτάνουν”, τους απαντούσε, “αλλά δεν είναι οι καλύτερες”. Αναγκαζόταν να κάνει νεολογισμούς. “Για παράδειγμα, ας πάρουμε τη λέξη battlefield, που σημαίνει το πεδίο όπου μαίνεται μια μάχη. Όταν όμως η μάχη τελειώσει και το πεδίο είναι πνιγμένο στο αίμα, τότε δεν είναι πλέον battlefield αλλά bloodfield”. Αυτή η δήλωση του Τζόυς σκιαγραφεί θαυμάσια και την ιδέα που κρύβεται πίσω από την Αγρύπνια των Φίννεγκαν, ιδέα που ήδη είχε γεννηθεί στο μυαλό του εκείνη την εποχή. Λίγο αργότερα θα πει σε κάποιο φίλο του: “Θα ήθελα μια γλώσσα που να είναι υπεράνω όλων των γλωσσών, μια γλώσσα την οποία θα την υπηρετούν τα πάντα. Δεν μπορώ να εκφραστώ στα αγγλικά χωρίς να εγκλείστω σε μια παράδοση.” Την εποχή που όλοι οι άλλοι έθεταν υπό αμφισβήτηση τις ελευθερίες που ο Τζόυς έπαιρνε με την αγγλική γλώσσα, εκείνος το μόνο που έβλεπε ήταν οι περιορισμοί που του έθετε. Στα Βόδια του Ήλιου, ένα ιδιαιτέρως δυσερμήνευτο κεφάλαιο, η “παράδοση” και οι “περιορισμοί” είναι αυτά που πρωταγωνιστούν, πάνω και πέρα από την ιδια την πλοκή!


Αν υποθέσουμε ότι η γλώσσα είναι ο βασικός πρωταγωνιστής αυτού του κεφαλαίου, περισσότερο απ' ό,τι ήταν στα προηγούμενα κεφάλαια, τότε διαβάζουμε την φράση “Να γνωρίζετε όλοι οι άνθρωποι, είπεν αυτός, ότι τα ερείπια του χρόνου οικοδομούν μέγαρα της αιωνιότητος”, ως μια οραματική προκήρυξη, ως ένα αποφθεγματικό λογοτεχνικό μανιφέστο. Στο τέλος του κεφαλαίου η γλώσσα αποδομείται εντελώς, γίνεται μια μεθυσμένη γλώσσα, ακατάληπτη και δίχως λογική. Νιώθουμε ότι και εμείς οι αναγνώστες βρεθήκαμε στο μαιευτήριο, κοινωνοί μιας παράδοσης και ταυτόχρονα πρόγονοι μιας νέας γέννησης που θα φέρει το νέο μαζί της. Πονέσαμε και μεις με τους πόνους της γέννας αλλά στο τέλος όλα πήγαν κατ' ευχήν και φύγαμε μεθυσμένοι από χαρά και ποτά να το γιορτάσουμε.


                                                                                                   Μαραμπού



"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098


Υ.Γ.42 Σήμερις είναι Bloomsday, αδέλφια!

13/6/16

«Εμείς οι θνητοί», Atul Gawande



Δεν συνηθίζω να γράφω για βιβλία non-fiction στο Διαβάζοντας γιατί θεωρώ τον εαυτό μου μάλλον ανεπαρκή να μιλήσω για δοκίμια, ακόμα και ποίηση. 

Όμως για το «Εμείς οι θνητοί» θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί με άφησε ξάγρυπνη δυο βράδια σερί μέχρι να το τελειώσω και του αξίζει ειδική μνεία. Ο Ατούλ Γκαουάντε, ένας Αμερικάνος ιατρός Ινδικής καταγωγής γράφει για τον θάνατο, ή μάλλον για τον καιρό λίγο πριν τον θάνατο, με μια νηφαλιότητα που με σόκαρε· ταυτόχρονα με αφύπνισε. 

Στο πρώτο κομμάτι του βιβλίου μας λέει για τα γηρατειά, για το πώς τώρα που η μεγάλη οικογένεια δεν είναι πια σε ισχύ και οι άνθρωποι ζουν όλο και περισσότερο πρέπει να οργανωθούν οι δομές για καλύτερη διαβίωση στα τελευταία χρόνια της ζωής. Χρειάζεται φροντίδα χωρίς κανείς να νιώθει πως είναι σε ίδρυμα ή φυλακή. 

Στο δεύτερο κομμάτι τα πράγματα δυσκολεύουν, μιλά πια για ανθρώπους νέους που για κάποιον λόγο (κυρίως καρκίνο) ξέρουν πως θα χάσουν την ζωή τους. Για το άλυτο -για μένα- ζήτημα: «αξίζει τον κόπο να ζήσεις πετσοκομμένος έξι μήνες παραπάνω ή ολόκληρος έξι μήνες λιγότερο, όταν ήδη ξέρεις πως δεν υπάρχει γιατρειά». Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι της πρότασης κρύβεται η αλήθεια. Πώς ξέρεις πως δεν υπάρχει σωσμός; Κι αν είσαι αυτός ο ένας ανάμεσα στα εκατομμύρια που θα σωθεί κι εσύ αφεθείς στην «παρηγορητική θεραπεία» και πεθάνεις; 

Ο ίδιος ο Ατούλ Γκαουάντε μας λέει:
Έγραψα αυτό το βιβλίο με την ελπίδα να καταλάβω τι έχει συμβεί. Η θνητότητα είναι δόλιο θέμα. Ορισμένοι ίσως τρομάξουν με την ιδέα ότι ένα γιατρός κάθεται να γράψει για το αναπόδραστο της φθοράς και του θανάτου. Σε πολλούς ανθρώπους τέτοιες κουβέντες, όσο προσεκτικά κι αν διατυπωθούν, ζωντανεύουν το φάσμα μιας κοινωνίας που ετοιμάζεται να θυσιάσει τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους της. Αν όμως οι γέροι μας και οι άρρωστοί μας ήδη θυσιάζονται, αν γίνονται θύματα της άρνησής μας να δεχτούμε το αναπόφευκτο τέλος του κύκλου της ζωής; Κι αν τελικά υπάρχουν καλύτερες προσεγγίσεις, μπροστά στη μύτη μας, που περιμένουν απλώς να τις δούμε;α


Το βιβλίο δεν δίνει λύσεις, ούτε κάνει κήρυγμα. Παρουσιάζει περιπτώσεις ανθρώπων, σε αφήνει να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα, σέβεται τον αναγνώστη του. Είναι επίπονο ανάγνωσμα, σε φέρνει πιο κοντά στο θέμα που βασανίζει τον άνθρωπο από καταβολής του αλλά γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό να διερευνηθεί στις μέρες μας, τώρα που η ιατρική κάνει τον θάνατο όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο σπάνιο: υπάρχει συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου όσο ακόμα είσαι ζωντανός; Και στην τελική υπάρχει κανείς που να θέλει να πεθάνει;



«Εμείς οι θνητοί», Ατούλ Γκαουάντε, μετ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδ. ΠΕΚ, 2016, σελ. 348



10/6/16

"Το παλάτι του φεγγαριού", Paul Auster



Ο Πολ Όστερ ήταν, είναι και θα είναι αναγνωστική εμμονή μου και λατρεία. Από τους συγγραφείς που δεν ξεχνάς πως τους διάβασες από το πρώτο κιόλας βιβλίο, είναι ένας μάγος της μεταμοντέρνας αφήγησης, καταφέρνοντας να στήσει κόσμους βαθείς και ταυτόχρονα οικείους. Μόλις βγήκε σε νέα μετάφραση «Το παλάτι του φεγγαριού» έσπευσα να το διαβάσω, γιατί έλειπε από την οστερική συλλογή μου.

Ο Μάρκο Στάνλει Φογκ είναι ένας δεκαοκτάχρονος φοιτητής στο Κολούμπια. Η μητέρα του σκοτώθηκε όταν ο Μάρκο ήταν 11 ετών σε αυτοκινητικό, τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ, ενώ ο θείος Βίκτορ που τον μεγάλωσε μόλις έχει πεθάνει. Βρίσκεται μόνος, με κληρονομιά τις κούτες με τα βιβλία του θείου του, τα οποία διαβάζει αργά και έπειτα τα πουλάει. Έτσι ζει μέχρι το τελευταίο έτος, οπότε και καταλήγει άστεγος στο Σέντραλ Παρκ. Τον σώζουν δυο φίλοι, ο Τσίμερ και η Κίτι. Όταν συνέρχεται από την περιπέτεια —ήταν στα όρια της απίσχνασης—, πιάνει δουλειά ως συνοδός ενός ιδιότροπου γερο-σακάτη, του Τόμας Έφινγκ. Αυτός θα του πει την απίστευτη ιστορία του στην έρημο της Γιούτα, το πώς άλλαξε όνομα, θα τον οδηγήσει να βρει τον πατέρα του και να τον χάσει ξανά, μαζί με την Κίτι:

Ήταν το καλοκαίρι που ο άνθρωπος πάτησε πρώτη φορά στο φεγγάρι. Ήμουν πολύ νέος τότε, αλλά δεν πίστευα πως υπήρχε κάποιο μέλλον. Ήθελα να ζήσω ριψοκίνδυνα, να ωθήσω τον εαυτό μου στα άκρα κι έπειτα να δω τι θα συνέβαινε όταν έφτανα εκεί. Όπως αποδείχτηκε, παραλίγο να μην τη βγάλω καθαρή. Σιγά-σιγά, είδα τα χρήματά μου να τελειώνουν και να μη μένει ούτε δεκάρα. Έχασα το διαμέρισμά μου. Κατέληξα να ζω στους δρόμους. Αν δεν ήταν μια κοπέλα που την έλεγαν Κίτι Γου, μπορεί και να πέθαινα από την πείνα. Τη γνώρισα τυχαία λίγο καιρό πριν, αλλά τελικά κατέληξα να θεωρώ αυτή τη σύμπτωση σαν μια μορφή ετοιμότητας ώστε κατά κάποιο τρόπο η σωτηρία μου να προέλθει από τη σκέψη άλλων ανθρώπων. Αυτό ήταν το πρώτο μέρος. Έκτοτε άρχισαν να μου συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Ανέλαβα εκείνη τη δουλειά με τον γέρο στο αναπηρικό καρότσι. Ανακάλυψα ποιος ήταν ο πατέρας μου. Διέσχισα περπατώντας την έρημο από τη Γιούτα μέχρι την Καλιφόρνια. Πέρασε, βέβαια, πολύς καιρός από τότε, όμως θυμάμαι πολύ καλά εκείνες τις μέρες, τις θυμάμαι σαν το ξεκίνημα της ζωής μου.

Το «Παλάτι του φεγγαριού» είναι ένα βιβλίο μεγάλης πνοής και αφήγησης. Ο Όστερ συμπυκνώνει όλη την ιστορία στις δύο πρώτες παραγράφους, και έπειτα αφήνεται να διηγηθεί τα πιο απίθανα πράγματα, οδηγώντας στα άκρα τις συνήθεις συμπτώσεις που χρησιμοποιεί στην πλοκή. Η ιστορία είναι εντελώς εξωφρενική και αναληθοφανής. Ταυτόχρονα όμως είναι και μεγαλειώδης. Τα βασικά του θέματα —η έλλειψη του πατέρα, η αναζήτηση της ταυτότητας, τα όρια της γλώσσας, οι διακειμενικές αναφορές, η τυχαιότητα— είναι έκδηλα. Ό,τι τον βασανίζει παίρνει μορφή και σκέψη. Κυρίως αυτό το παρελθόν που στοιχειώνει τους ανθρώπους περίπου σαν να είναι έγκλημα.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει πνοή στο κείμενο, ο κεντρικός ήρωας Φογκ είναι ολοκληρωμένος , ενώ, όπως το συνηθίζει, ο Όστερ φτιάχνει μια εκπληκτική τοιχογραφία της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’60. Τα ονόματα έχουν τη σημειολογία τους, και του Φογκ και του Έφινγκ. Το φεγγάρι του τίτλου θεωρητικά αφορά ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην πράξη είναι σαν να φωτίζει όλο το βιβλίο: από το —αμφισβητούμενο— πάτημα του φεγγαριού μέχρι τις μυστικιστικές ιδιότητες που του αποδίδονται.

Με λίγα λόγια, ο Πολ Όστερ πάντα γράφει από ένα επίπεδο και πάνω, δεν έχω ώς τώρα διαβάσει βιβλίο του που να το θεωρήσω κακό, όμως κάποια είναι πολύ καλύτερα από άλλα. Το «Παλάτι του φεγγαριού» ανήκει σε αυτά τα τελευταία.


                                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ

"Το παλάτι του φεγγαριού", Πολ Όστερ, μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 416
















Υ.Γ42 Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2016 στο www.amagi.gr 

8/6/16

"HΗhΗ", Laurent Binet



Λόγοι για να διαβάσει κανείς ένα ακόμα μυθιστόρημα για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που το υπογράφει ένας νεαρός Γάλλος και μας υπόσχεται μια ιστορία από την Τσεχία: o περίεργος τίτλος, HΗhΗ*, το πολύ πρεστιζάτο βραβείο Goncourt που πήρε ως πρωτοεμφανιζόμενος το 2010 o συγγραφέας, ο μεταφραστής Γιώργος Ξενάριος. Λόγοι να μην το διαβάσεις, οι γνωστοί: ένα ακόμα μυθιστόρημα, για την ίδια ιστορική εποχή, υπάρχουν κι άλλες. Έλεος. 

Ως τώρα ακολουθούσα την ενστικτώδη δεύτερη φωνή και φυσικά έχασα. Γιατί το HHhHδεν είναι ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, θα έλεγα μάλιστα πως τεχνικά δεν είναι καν ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Λωράν Μπινέ ακολουθεί έναν τρόπο αφήγησης που πολύ συχνά με έκανε να αφήνω το βιβλίο στην άκρη, να αναφωνώ, «δεν μπορεί, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό κι εγώ να συνεχίζω να θέλω με τέτοια λύσσα να το διαβάσω». Κι αυτό γιατί στο βιβλίο εναλλάσσονται δύο κομμάτια, το αμιγώς ιστορικό που μας δίνεται σχεδόν δημοσιογραφικά, τεκμηριωμένα, με ελάχιστη μυθοπλασία. Και το εντελώς προσωπικό. Εκεί ο συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη, του λέει για τα συμβάντα της ζωής του, για την κοπέλα του, για την πορεία της έρευνάς του, για τις δυσκολίες της γραφής, κι έπειτα τον ενημερώνει: σε κείνο το μικρό κομματάκι, έβαλα και λίγη φαντασία, αυτή η λεπτομέρεια ίσως να είναι κι αλλιώς. Έτσι, αυτός ο αφηγητής- που σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο θα ήταν απεχθής-, λειτουργεί όπως η συνείδηση του συγγραφέα, μας βάζει βαθιά στην «κουζίνα» του, ανακατεύουμε μαζί του τα υλικά, αγωνιούμε μαζί του· ήταν μαύρη ή πράσινη η Μερσεντές του Χάιντριχ. 

Τα δυο κομμάτια εναλλάσσονται σε ίσα μέρη. Όσο ανησυχούμε μαζί με τον Μπινέ για τις λογοτεχνικές αναφορές του, κι αν βρίσκει ή δεν βρίσκει ένα βιβλίο-πηγή, τόσο χωνόμαστε και στην καθ'αυτό ιστορία, που είναι μια από τις αγριότερες γιατί αφορά σε έναν από τους σκληρότερους ναζί της Ιστορίας. Ο Χάιντριχ, δεξί χέρι του Χίμλερ, γνωστός ως ο δήμιος της Πράγας, θα δολοφονηθεί από δύο Τσεχοσλοβάκους παρτιζάνους που έρχονται για αυτόν τον σκοπό ειδικά από το Λονδίνο. Ο Μπινέ μας δίνει όλο το ιστορικό σκηνικό του Πολέμου, μας εξηγεί τα πάντα, όμως ενώ μας αφηγείται την αγριότητα του Χάιντριχ και της εξίσου δαιμονικής κυράς του, δεν μας την δείχνει. Κι αυτό είναι από τα ατού του βιβλίου. 

Η ιστορία είναι σπαρακτική από μόνη της, αλλά την κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακή η αφήγηση και η αλήθεια. Ο Μπινέ έχει εμμονή με την ιστορική αλήθεια, και μας καθιστά κοινωνούς της εμμονής του. Αν χαλκεύσει έναν διάλογο, θα μας το πει αμέσως. Αν φανταστεί μια σκηνή σεξ, το ίδιο. Μιλάμε για ένα νέο είδος αφήγησης πια, για ένα βιβλίο που ίσως βάλει τις βάσεις για μια καινούρια μυθιστορηματική τεχνική, ανάμεσα στην λογοτεχνία και την Ιστορία. 

Τον αγάπησα τον Λωράν Μπινέ, ναι, καλά ακούτε, τον συγγραφέα, όχι μόνο το ΗΗhΗ. Γιατί τόλμησε να γράψει αυτό που σε κάθε σεμινάριο δημιουργικής γραφής θα του πετούσαν στον κάλαθο των αχρήστων και πέτυχε να είναι πρωτοεμφανιζόμενος και να μιλά όλη η -λογοτεχνική- Γαλλία για αυτόν. Κι όχι άδικα.


*HΗhΗ: Himmlers Hirn heisst Heydrich: το μυαλό του Χίμλερ λέγεται Χάιντριχ                                             


                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ




"HΗhΗ", Laurent Binet, μετ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Κέδρος, 2015, σελ.381 



6/6/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 μ.μ.) του Μαραμπού




Μιλάμε ακόμα για Τζόυς; Σίγουρα; Το κεφάλαιο αυτό διχάζει τους αναγνώστες. Μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών θα αναφωνήσει: «Επιτέλους, κάτι βατό! Γιατί να μην ήταν έτσι όλος ο Οδυσσέας;» Και μια δεύτερη (που συμπεριλαμβάνει και εμένα) θα σκεφτεί ότι ο συγγραφέας “παραδίνεται” πολύ εύκολα. Μας δίνει ένα κεφάλαιο που δεν παιδεύει καθόλου τον αναγνώστη του και παράλληλα μας δίνει και την εντύπωση ότι ωριμάσαμε (πια), καταλαβαίνουμε με άνεση (μωρέ λες;) περισσότερα απ' ό,τι στην αρχή, έπαψε να είναι και τόσο απαιτητικό χάρη στην αναγνωστική μας εξέλιξη (φευ). Προσοχή όμως με την έπαρσή μας, γιατί η πτώση στο επόμενο κεφάλαιο θα είναι οδυνηρή, θα ανοίξει το κεφάλι μας και θα χυθούν τα μυαλά μας πάνω στις σελίδες!

Το πρώτο μισό του κεφαλαίου μονοπωλείται από τις σκέψεις της “Ναυσικάς”, της Γκέρτυ Μακ Ντάουελ – μιας νεαρής ονειροπόλας γυναίκας που ονειρεύεται τον πρίγκηπα του παραμυθιού! Έχει παρέα τις φίλες της Σίσσυ Κάφφρεϋ (μαζί με τα δυο ζωηρά δίδυμα αδερφάκια της) και την Ήντυ Μπόαρτνμαν (με τον 11μηνών γιο της). Έχουν αράξει στις ακτές του Σάντυμάουντ με την Γκέρτυ να κάθεται κοντά τους αλλά και εμφανώς πολύ μακριά τους, χαμένη καθώς είναι στις ροζ σκέψεις της. Σκέψεις που συνεχώς διαταράσσονται από τα ζωηρά δίδυμα, το κλάμα του μωρού αλλά και την Λειτουργία που ακούγεται από μια κοντινή εκκλησία. Ο Τζόυς σε ένα απόσπασμα ειρωνεύεται εξαιρετικά αυτήν την τρέλα που πιάνει τους γονείς για τα παιδιά τους με τις “ιδιαίτερες” ικανόητές τους και την αξιοπρόσεκτη “ωριμότητά” τους:

- Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες μπα μπα μπα μπα μπα μπα μπα.
Και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών όλοι έλεγαν και μεγάλο για την ηλικία του και η προσωποποίηση της υγείας, ένα τέλειο μπουκέτο αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν κάποιος μεγάλος, έλεγαν.
- Χαζά ζα ζα ζα χαζά.




Η Γκέρτυ Μακ Ντάουελ ξορκίζει γρήγορα την θλίψη για έναν νεαρό ποδηλάτη που συνήθιζε να περνά κάτω από το παράθυρό της αλλά όχι σήμερα, και με νεανική ορμή επικεντρώνει τις αγνές σκέψεις της προς έναν κύριο που κάθεται λίγα μέτρα πιο πέρα και την κοιτάει. Αυτή σχεδόν μπορούσε να δει την αστραπιαία λάμψη θαυμασμού στα μάτια του που της έφερε μούδιασμα σε κάθε της νεύρο. Προοδευτικά, η Γκέρτυ ανυψώνει την μορφή του μυστήριου κυρίου στο ιδανικό του Έρωτα και αφήνεται ολοένα πιο παραδομένη ολοένα πιο πρόθυμη σε εκείνον. Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. Αν ποτέ υπήρξε ανυπόκριτος θαυμασμός στο παθιασμένο βλέμμα ενός άντρα αυτός βρισκόταν εκεί απέριττος να ιδωθεί στο πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου. Είναι για σένα Γερτρούδη Μακ Ντάουελ, και το ξέρεις.

Ο μυστήριος κύριος αυνανίζεται καθώς παρακολουθεί την νεαρή Γκέρτυ και η κορύφωση του κεφαλαίου έρχεται ταυτόχρονα με τη δική του. Την ίδια ώρα η Λειτουργία έχει φθάσει στο τέλος της και πυροτεχνήματα σκάνε στον νυχτερινό ουρανό, επακόλουθο της θρησκευτικής γιορτής. Εδώ ο Τζόυς γράφει μία εντυπωσιακά όμορφη σελίδα που δύσκολα αντιστέκομαι να μην αντιγράψω ολόκληρη – αν δεν το κάνω, είναι για να παρατείνω λιγό την ηδονή σας μέχρι να αποφασίσετε να την διαβάσετε:


[...] κοιτάξτε, να το, και αυτή έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ να δει τα πυροτεχνήματα και κάτι αλλόκοτο φτερούγιζε στον αέρα, ένα μαλακό πράγμα, μπρος-πίσω, σκοτεινό (...) και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα από την ένταση του τανύσματος και αυτός μπορούσε να δει τα άλλα της πράγματα (...) και μετά εκείνο πήγε πολύ ψηλά πήγε για μια στιγμή χάθηκε και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω που αυτός ειχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της (...) αυτή ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη... την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού (...) Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε σφυρίζοντας και ω! ύστερα η ρωμαική λαμπάδα έσκασε και ήταν σαν ένας αναστεναγμός από ω! και όλοι φώναζαν ω! ω! σε έκσταση και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής από δέσμη χρυσών μαλλιών και φυλλορρόησαν και αχ! ήταν όλα πράσινα δροσερά αστέρια που έπεφταν χρυσαφένια, ω, τόσο όμορφα, ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα!




Τι μυστήριο και τούτο! Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μυστηριώδης κύριος; Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (γιατί αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλά μπροστά σε εκείνα τα νεανικά αθώα μάτια. Οποία έκπληξις! Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου κυριαρχούν οι ενήλικες σκέψεις του Μπλουμ (Μου στράγγισε όλο μου τον ανδρισμό, η μικρή τσουλίτσα.) που έρχονται σε αντίθεση με τις εξιδανικευμένες σκέψεις της Γκέρτυ, που πλέον έχει αποχωρήσει καθώς έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ανακουφισμένος πια, πολιορκείται από σκέψεις για την γυναίκα του Μόλλυ, για την απογευματινή της απιστία, για την κόρη του Μίλλυ, για την ερωμένη του Μάρθα, για τις γυναίκες γενικά, πώς σκέφτονται, πώς ερωτεύονται, για την χαμένη τους νεότητα, για τον “ρόλο” αυτών μέσα στη ζωή.

Λίγη ώρα πριν, όταν οι τρεις φίλες ήθελαν να μάθουν την ώρα, μία εξ αυτών η Σίσσυ Κάφφρεϋ κινήθηκε προς τον Μπλουμ για να τον ρωτήσει. Εκείνος τράβηξε βιαστικά το χέρι του από την τσέπη του και αμήχανα άρχισε να παίζει με την αλυσίδα του ρολογιού του. Το ρολόι του όμως είχε σταματήσει στις 16:30, στην ώρα της απιστίας της Μόλλυ. Αργότερα θα σκεφτεί, Περίεργο, το ρολόι μου σταμάτησε τέσσερις και μισή... Ω, αυτός το έκανε. Μέσα της. Αυτή το έκανε. Έγινε. Πιο μετά όμως ξεχνιέται, παρασύρεται από τις σκέψεις και καταλήγει να θυμάται την αρχή του ερωτά του με την Μόλλυ: Ιούνιος ήταν και τότε που την πολιορκούσα. Ο χρόνος επιστρέφει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Τζόυς αναθυμάται το πρώτο ραντεβού που είχε με την Νόρα την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904 και το ξαναζεί μέσα από τον ήρωά του τον Μπλουμ που θα ζει για πάντα πια  μέσα σε αυτή την ημέρα, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904!

Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και όταν ο Μπλουμ σκέφτεται: Καλύτερα να μην κολλήσω εδώ όλη την νύχτα σαν πεταλίδα. Στην ακτή του Σάντυμαουντ υπήρχαν διάσπαρτα βράχια όπου πάνω σε κάποιο από αυτά καθόταν και η Γκέρτυ (Θα ήθελα να ήμουν ο βράχος που κάθισε). Η γυναίκα του Τζόυς ονομαζόταν Nora Barnacle (=πεταλίδα) και όταν την γνώρισε στον πατέρα του εκείνος απάντησε, Ωχ δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από πάνω σου! Μπορεί η παρομοίωση του Τζόυς για πεταλίδες σε ένα μέρος διάσπαρτο με παράκτιους βράχους να μοιάζει ως ένα φυσικό συγγραφικό επακόλουθο της πλοκής, όμως, όπως και να' χει, δεν περνάει και τόσο απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη.






Ο Μπλουμ αφού αναλογίζεται την δύσκολη μέρα που είχε μέχρι στιγμής (δίνοντάς σας και την ευκαιρία να ξαναθυμηθείτε μερικά επεισόδια) αποχωρεί ανακουφισμένος και αναζωογονημένος. Αλλά ήταν όμορφα. Αντίο, αγαπημένη. Ευχαριστώ. Μ' έκανες να νιώσω τόσο νέος. Αρνούμενος όμως να επιστρέψει σπίτι μήπως και χρειαστεί να αντιμετωπίσει την ξύπνια Μόλλυ. Μπορεί να μην έχει κοιμηθεί ακόμα. Το κεφάλαιο Ναυσικά, παρά την αρχική του “ελαφρότητα” με τις ροζ σκέψεις της Γκέρτυ, είναι μια ολική αποτίμηση του έρωτα, του φανταστικού και του πραγματικού, του πνευματικού και του σωματικού. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα, που χάρη στην συγγραφική του “απλότητα” και την μερική αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα του υπόλοιπου βιβλίου, μπορεί να διαβαστεί και μεμονωμένα χωρίς να χάσει από την λαμπρότητά του. Παρ' όλα αυτά μαθαίνεις κάτι. Βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι. Όσο οι γυναίκες δεν μας περιγελούν τι πειράζει;



                                                                                              Μαραμπού





"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098