6/1/19

"Χαμένες Ψευδαισθήσεις", Honoré de Balzac




Είχα πολλά χρόνια να διαβάσω Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ακολουθώντας μια μάλλον άκυρη παρόρμηση, ισχυριζόμουν ότι έφταιγε πως τον είχα σιχαθεί όσο μάθαινα Γαλλικά. Τελικά αυτό ήταν μάλλον μια φτηνή δικαιολογία, και νιώθω τώρα, αφού έχω ολοκληρώσει τις 875 σελίδες των Χαμένων Ψευδαισθήσεων πως πρέπει να επανορθώσω, να κερδίσω τον χαμένο χρόνο.

Οι "Χαμένες Ψευδαισθήσεις" είναι μέρος της Ανθρώπινης Κωμωδίας, του μεγαλεπίβολου σχεδίου του χαοτικού αλλά και ιδιοφυούς Μπαλζάκ να ενώσει τα μυθιστορήματά του κι έτσι να μιλήσει για την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση στην ολότητά της. Το βιβλίο γράφτηκε σε συνέχειες στη διάρκεια έξι (1837-1843) χρόνων και στην αρχή εκδόθηκε σε τρεις διαφορετικούς τόμους, για αυτό τα τρία μέρη του είναι εμφανή και διακριτά.

Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί ο Λυσιέν, ένας 21χρονος πανέμορφος ποιητής που ζει σε ένα χωριουδάκι στην Ανγκουλέμη. Ο Λυσιέν είναι ευγενικής καταγωγής από την μητέρα του- ένας ντε Ρυμπαμπρέ- και κατώτερης από τον πατέρα του- ένας Σαρντόν. Δεν έχει χρήματα, αλλά χάρη στην αδελφική του φιλία με τον γιο του βασικού τυπογράφου της Ανγκουλέμης- τον Νταβίντ Σεσάρ, κατορθώνει να φύγει για Παρίσι. Πίσω του αφήνει τη μάνα του – που ξενόπλενε για να τον ζήσει- και την αδελφή του, παντρεμένη με τον Νταβίντ, όλους εξαθλιωμένους, γιατί τους πήρε όλα τα χρήματα∙ του τα έδωσαν με την καρδιά τους γιατί πιστεύουν σε αυτόν.

Για το Παρίσι φεύγει με την κυρία ντε Μπαρζετόν, μια ξερακιανή, μεγαλύτερή του, παντρεμένη γυναίκα, που είχε κάποια μόρφωση και νιώθει πως δεν την χωρά η επαρχία. Στο Παρίσι η μαντάμ παρατάει αμέσως τον Λυσιέν, μόλις καταλαβαίνει πως τον λοιδορούν για την ταπεινή καταγωγή του και τους άξεστους χωριάτικους τρόπους του. Ο Λυσιέν για δύο χρόνια ζει στα όρια της πείνας, κάνοντας φιλίες με συγγραφείς σε αντίστοιχη κατάσταση. Δεν κατορθώνει να εκδώσει τα σονέτα ή το μυθιστόρημά του, αλλά διαβάζει και μελετά λυσσασμένα. Ώσπου με κάποιο γύρισμα της τύχης μπλέκεται με τον κόσμο των δημοσιογράφων, αποκτά μια όμορφη θεατρίνα για ερωμένη, ξεχνά τους φίλους του, κι αρχίζει η άνοδός του. Και η πτώση.

Το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ είναι εντυπωσιακό, τόσο για το πώς παρουσιάζει τη ζωή στην επαρχία σε αντίστιξη με την Παρισινή, όσο και γιατί κατορθώνει να στήσει ήρωες τόσο ζωντανούς που κοντά διακόσια χρόνια μετά νομίζεις ακόμα πως θα σου μιλήσουν. Ο Λυσιέν Σαρντόν ή ντε Ρυμπαρμπέ είναι ταυτόχρονα ένας άγγελος και ένας δαίμονας. Όμορφος, μορφωμένος, ταλαντούχος, αφήνεται να παρασυρθεί από το όνειρο της μεγάλης ζωής, από τους τίτλους της αριστοκρατίας, την προοπτική για επιτυχία και λεφτά, και τελικά κατακρημνίζεται εκκωφαντικά. Ο κόσμος των εκδόσεων, της δημοσιογραφίας, της λογοτεχνίας στο Παρίσι του 1830 μοιάζει τόσο πολύ με αυτό που συμβαίνει ακόμα και σήμερα, που σε ανατριχιάζει. Οι δημοσιογράφοι-συγγραφείς γράφουν άρθρα ο ένας για τον άλλον, σχεδιάζουν επιθέσεις, κανονίζουν εκδόσεις, μπλέκονται με πρωταγωνίστριες του θεάτρου, τρώνε λεφτά και μένουν στην ψάθα, ασχολούνται με την πολιτική, αλλάζουν στρατόπεδα.

Το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ είναι μάλλον ένας προάγγελος του νατουραλισμού, η ζωή παρουσιάζεται με εξουθενωτική λεπτομέρεια, σε όλο της το απάνθρωπο μεγαλείο. Αλλά ταυτόχρονα φλερτάρει έντονα και με το μελόδραμα, οι αντιθέσεις είναι έντονες, ανάμεσα στον Λυσιέν- τον ποιητή- και τον Νταβίντ- τον εφευρέτη-, ανάμεσα στην αγγελική αδελφή του Λυσιέν, Εύα και την μικρή θεατρίνα Κοραλία που ερωτεύεται τον Λυσιέν, ανάμεσα στην επαρχία και την πόλη, ανάμεσα στους ευγενείς και τους πληβείους,

Οι "Χαμένες Ψευδαισθήσεις" είναι περιώνυμες και για έναν ακόμα λόγο, πρόκειται για μια από τις πρώτες φορές που υπονοείται μια ομοφυλοφιλική σχέση σε ένα μυθιστόρημα, και μάλιστα χωρίς να γίνει πολύς ντόρος, μέσα στη ροή της αφήγησης. Η οποία αφήγηση είναι απίστευτη, οργιαστική, ένα πραγματικό επίτευγμα, το έργο μιας μεγαλοφυΐας.

Ο Μπαλζάκ έζησε το ίδιο άναρχα όπως έγραφε, πρόσθεσε μόνος του το πρόθεμα ντε στο επώνυμό του, αρνήθηκε να αναλάβει το νομικό γραφείο του πατέρα του, ερωτεύτηκε γυναίκες παντρεμένες, έκανε παιδί που δεν πήρε το όνομά του, έγραφε όλη νύχτα ασταμάτητα πίνοντας καφέδες, μερικές φορές ακόμα και για 48 ώρες χωρίς να σταματήσει. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν χωρούσε σε καλούπια, ανοικονόμητος σε όλα του. Πέθανε στα 51 του χρόνια έχοντας αφήσει πίσω του τόσα τελειωμένα και μισοτελειωμένα έργα που ειλικρινά δεν τα χωρά ο νους. Και καθόρισε πολλούς από τους μετέπειτα σπουδαίους συγγραφείς, τον Ζολά, τον Ντίκενς, τον Φλωμπέρ. 

Ο "Χαμένες Ψευδαισθήσεις" διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις και τις αναγνωστικές προκαταλήψεις μου. Υποψιάζομαι πως τελείωσαν οι δικαιολογίες: ένας Μπαλζάκ τον χρόνο θα είναι η τιμωρία μου, για τόσα χρόνια ολιγωρίας.


                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ



«Χαμένες Ψευδαισθήσεις», Ονορέ ντε Μπαλζάκ, μετ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Εξάντας, σελ. 875

2 σχόλια:

  1. Πριν λίγο, τελείωσα κι εγώ αυτό το σπουδαίο βιβλίο, που θα το χαρακτήριζα ως κατακραυγή, ως καταγγελία, ως ένα «κατηγορώ», που ακούγεται ως τις μέρες μας και θα ακούγεται, όσο η κοινωνία λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, και όσο υπάρχουν εκείνα τα «κονσόρτσια» (για τα οποία μίλησε κι ο Καρυωτάκης) , που ποδηγετούν, φτιάχνοντας ή καταστρέφοντας ιδέες, ανθρώπους και συνειδήσεις!
    Σχετικά με την υποτιθέμενη ομοφυλοφιλία η οποία -τάχα- υπονοείται στο βιβλίο, είμαι περίεργος να μου αναφέρεις σε ποιο σημείο την εντόπισες εσύ, μιας που εγώ δεν την αισθάνθηκα σε κανέναν σημείο.
    Κάνοντας λοιπόν μια έρευνα για αυτό το θέμα, θα έλεγα πως θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πότε και από ποιους ξεκίνησε αυτή η άποψη...
    Θα μπορούσα να γράψω διάφορα μα θα αναφέρω μόνο μια υποσημείωση που υπάρχει στην wikipedia:«Υπάρχει παράλληλη ασάφεια στο χαρακτήρα του επικού Lucien de Rubempré. Η κ. De Bargeton δεν βρίσκει κανένα λάθος με την ερωτική του ικανότητα, ούτε η Coralie. Ωστόσο, εν μέρει λόγω των υπαρξιακών του συνθηκών και επίσης λόγω του αφηγηματικού πλαισίου στο οποίο τον τοποθετεί ο Balzac, φαίνεται ότι ο Lucien είναι ουσιαστικά ομοφυλόφιλος.» !
    Τέλος, θα παραθέσω τα λόγια του ίδιου του Μπαλζάκ, από αυτό το βιβλίο που ισχύουν ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου η ελεύθερη σκέψη διώκεται στο όνομα της...ελευθερίας: « Κάθε εφημερίδα είναι ένα μαγαζί όπου πωλούν στο κοινό λόγια του χρώματος που θέλουν. Αν υπήρχε εφημερίδα των καμπούρηδων θα αποδείκνυε κάθε πρωί κι απόγευμα το κάλλος, την καλοσύνη και την αναγκαιότητα των καμπούρηδων.»
    ΥΓ: όπου « εφημερίδα» βάλτε δημοσιογραφικός οργανισμός, Μ.Κ.Ο, λέσχες, κοινότητες κλπ, κι όπου « καμπούρηδες» βάλτε ό,τι θέλετε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή