Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που γράφει ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες. Καταργώντας κάθε σύμβαση της αφήγησης, αφήνεται σε έναν χείμαρρο λέξεων, φαινομενικά χωρίς αρχή και τέλος, αδιαφορώντας για τη σύνταξη και τη στίξη. Όμως δεν αδιαφορεί για τον ρυθμό, ούτε για όλα όσα πρέπει να ειπωθούν- συχνά σπαρακτικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τον λένε συχνά «η συνείδηση της Πορτογαλίας».
Ένας άνθρωπος βρίσκεται σε νοσοκομείο της Λισαβόνας, οι γιατροί του έχουν βρει έναν αχινό που μεγαλώνει μέσα του∙ καρκίνος. Μέσα στην αχλή των φαρμάκων, ανάμεσα σε εντολές γιατρών και σκόρπια λόγια, θα αναλογιστεί τη ζωή του, θα αναμετρηθεί με τη μνήμη, θα στήσει εικόνες και μυρωδιές και ήχους. Ο Αντούνες θα καταφέρει να περάσει στον αναγνώστη με έναν τρόπο μεγαλειώδη, την επίδραση που έχουν τα οπιοειδή στο ανθρώπινο μυαλό, μαζί με τον φόβο του επικείμενου θανάτου. Θα κάνει το βίωμα του ποίηση και την ποίηση πεζογραφία, γιατί πίσω από όλα αυτό κρύβεται μια αιχμηρή ιστορία, η διαπλοκή με τη θνητότητα και η μάχη με τον θάνατο, η δική του.
Δεν ξέρω αν το «Πάνω στα ποτάμια που κυλούν» είναι μυθιστόρημα. Πάντως μόνον ένας σπουδαίος συγγραφέας θα κατόρθωνε να κάνει την απόγνωση, λογοτεχνία. Αυτό που βγαίνει από το κείμενο το έχει ζήσει όποιος έχει βρεθεί σε αντίστοιχη κατάσταση, φλομωμένος από τα φάρμακα και χωρίς να ξέρει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Το πανανθρώπινο μήνυμα από όλον αυτόν τον χείμαρρο είναι ένα: είμαστε οι ιστορίες μας, οι μνήμες, και οι εικόνες που μένουν στο κεφάλι μας. Ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από την εμπειρία, ακόμα κι όταν μπορούμε με κάποιον μαγικό τρόπο να σταθούμε έξω από μας και να κοιτάξουμε.
Το βιβλίο δεν είναι με κανέναν τρόπο για την ασθένεια και τον θάνατο, όχι μόνο. Είναι ένα κείμενο για τον άνθρωπο, για το τι μας ορίζει και τι μας θρέφει, τι μένει και τι μας κάνει ζωντανούς κάθε ώρα. Διαβάζεται σχεδόν με μια ανάσα, αν το αφήσεις σε αφήνει, πρέπει να μπεις στον κόσμο του, να το αφήσεις να σε ρουφήξει, να μη σκέφτεσαι πού ήμουν, τι λέμε, τι κάνουμε, μόνο να αφουγκράζεσαι. Κι είναι ένα κείμενο που με έκανε να ζηλέψω βαθιά, θα ’θελα κάποτε κι εγώ να μπορέσω με αυτόν τον τρόπο να ξορκίσω τα δικά μου βιώματα.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Πάνω στα ποτάμια που κυλούν", Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, μετ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλιες, 2019, σελ.276
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου