30/8/12

"Μικρό ημερολόγιο συνόρων», Γκασμέντ Καπλάνι




Άρχισα να διαβάζω το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» χωρίς ψευδαισθήσεις, φανταζόμουν για τι θα μιλά το κείμενο, ίσως και να ήξερα πάνω κάτω τι λέει, γιατί αν και στο γενεαλογικό μου δέντρο δεν περιλαμβάνεται με ισχυρό τρόπο η μετανάστευση, τη σκέφτομαι συχνά, ως κατάσταση, ως τρόπο να δοκιμάσει κανείς τις σταθερές της ανθρώπινης φύσης. Παρ’ όλα αυτά δυο-τρεις σκέψεις του Καπλάνι με γοητεύσαν γιατί δεν τις είχα σκεφτεί ή γιατί τις είχα καταλάβει ανάποδα, ούσα έξω από το χορό.
Το βιβλίο φλερτάρει με τα όρια του χρονογραφήματος και του μυθιστορήματος, ακολουθούμε δυο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, η μια εντός, η άλλη εκτός των συνόρων, που ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, ίσως να ανήκουν απλά στο μετανάστη. Έχει μια νηφαλιότητα η γραφή του, μια αίσθηση πως αφηγείται αυτό που συνέβη με όρους αντικειμενικούς, αν και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο σε μια μαρτυρία. Ο Καπλάνι δεν κραυγάζει, κρατά όλα όσα τον πλήγωσαν για τους ψιθύρους, και μιλά με την κανονική φωνή του όταν μιλά για τη ζωή του.
            Στο βιβλίο περιλαμβάνονται σκέψεις για το πώς νιώθει ο μετανάστης – σα δέντρο που οι ρίζες του χώνονται όλο και βαθύτερα στην καινούργια πατρίδα, ενώ τα φύλλα του λαχταρούν την παλιά (τι παράξενη ιδέα, πάντα φανταζόμουν το αντίθετο), για το ότι ο βασικός πάσχων από ξενοφοβία είναι ο φτωχός που κάθεται μαζί σου στην ουρά του ΙΚΑ, βλέπει πολλή τηλεόραση και φοβάται μην πάρεις την δουλειά του παιδιού του, κι όχι ο βολεμένος κι ίσως σπουδαγμένος πλούσιος που διαβάζει κι ένα βιβλίο παραπάνω. Και άλλες, όπως πώς είναι  να είσαι Αλβανός, με σπαστά ελληνικά, που λαχταρά να γυρίσει, αλλά το παιδί σου να είναι Έλληνας, να νιώθει πατρίδα την Ελλάδα, να μην έχει λόγο να θυμάται. Και φυσικά για την ίδια την Αλβανία, τον «κομμουνιστικό παράδεισο» που ανέφεραν τα βιβλία της γυμνασιακής μας ηλικίας (ναι, ναι, εγώ έχω δώσει κι εξετάσεις με ΑΥΤΟ το βιβλίο Γεωγραφίας), τον τρόμο του να νιώθεις πως όλοι και όλα σε παρακολουθούν, τη λαχτάρα για ένα ιδανικό κόσμο έξω από τα σύνορα που μετατρέπεται σε εφιάλτη όσο το ζεις. Τις ψευδαισθήσεις. Δεν νομίζω πως κανένας ξεκινά να ξενιτευτεί χωρίς μια ρομαντική, δονκιχωτική αφέλεια, όσα κι αν νομίζει ότι ξέρει. Πόσο μάλλον όταν δεν ξέρει, όπως οι Αλβανοί που ήρθαν στην Ελλάδα το 1991. Οι επόμενοι κάτι ήξεραν.
            Με λίγα λόγια το μυθιστόρημα του Γκασμέντ Καπλάνι αξίζει να διαβαστεί από κάθε Έλληνα. Όχι γιατί «κι εμείς πήγαμε μετανάστες στη Γερμανία»,-δηλαδή οι Γερμανοί που δεν πήγαν πουθενά δικαιούνται να είναι ξενόφοβοι ;- αλλά για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση, την έννοια του ξεριζωμού, τη λαχτάρα και την προσδοκία, να καταλάβουμε πώς εξαρτόμαστε από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από την τυχαιότητα της γέννησης σε έναν συγκεκριμένο τόπο κι έναν συγκεκριμένο χρόνο. Την αδικία.  

«Μικρό ημερολόγιο συνόρων», Γκασμέντ Καπλάνι, εκδ. Λιβάνη, 2006, σελ.187

28/8/12

Μια anorexia nevrosa




Λοιπόν σήμερα που έγινα αισίως 34 ετών και συνεχίζω ακάθεκτη για τα 35,  θα σας μιλήσω για ένα θέμα που απασχολεί όλες τις γυναίκες σχεδόν, από τότε που είναι μικρά κοριτσάκια ως τη μεγάλη τους ηλικία∙ τις διατροφικές διαταραχές. Δεν έχω γνωρίσει ως τώρα παρά ελάχιστες γυναίκες που να μην έχουν κάποια ψυχολογικά θέματα με το φαγητό.  Αν ρωτήσετε εμένα, έχω φλερτάρει με την ανορεξία, έπασχα αρκετά χρόνια από υπερφαγία, και νομίζω πως τις βουλιμικές κρίσεις δεν θα τις ξεπεράσω ποτέ, αν και με τα χρόνια γίνονται σπανιότερες και με λιγότερες «ποινές» για το κρίμα μου.
            Ήμουν στρουμπουλό παιδάκι αλλά όχι παχύσαρκο, την πρώτη μου δίαιτα την έκανα στα 8, τη δεύτερη στα 12, την τρίτη στα 15, την τέταρτη στα 18 και ούτω καθ’ εξής. Κάθε φορά έχανα γύρω στα 10 κιλά για να τα πάρω στην τριετία που ακολουθούσε και να αρχίσει πάλι ο κύκλος. Πάνω στην εφηβεία- το bullying στο σχολείο δε βοηθούσε- πέρασα μια βαθιά καταθλιπτική περίοδο, ένα καλοκαίρι που δεν έβγαινα από το σπίτι, που έλιωσα ένα στατικό ποδήλατο και το έκανα να βγάζει μπίλιες κι έκτοτε ο δείκτης μάζας του σώματός μου δεν πέρασε ποτέ τα όρια του κανονικού ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Κανείς θα φανταζόταν πως η περιπέτεια μου με το φαγητό είχε τελειώσει. Κι όμως μέσα στα πλαίσια της «κανονικότητάς» μου, η μάχη είχε αρχίσει.
            Όχι δεν έγινα ποτέ καχεκτικά ανορεξική, αλλά πέρασα πολλές μέρες από τη ζωή μου τρώγοντας μισό τοστ για μεσημεριανό και 2 φύλλα μαρούλι για βραδινό. Ευτυχώς δεν κράτησε αυτή η περίοδος για πάνω από δυο χρόνια. Μετά πέρασα στη βουλιμία, προσεγμένη διατροφή, εναλλασσόμενη με μέρες που έτρωγα ό,τι είχε το ψυγείο, αλμυρά με γλυκά μαζί, κρύα ζεστά, σε ποσότητες. Και μετά τιμωρία – xenical και γυμναστική μέχρι τελικής πτώσης. Για λίγο ηρέμησα εκεί πριν τα τριάντα, βρήκα μια ισορροπία σχετική, φρόντισα το κορμί μου συστηματικά με κανονική διατροφή και κανονική γυμναστική. Έπειτα έμεινα έγκυος κι έπαθα διαβήτη. Πρόσεχα σα δαιμονισμένη, έβαλα μόνο δέκα κιλά, το παιδί μου γεννήθηκε υγιέστατο, ξαναγύρισα στα προ εγκυμοσύνης κιλά στις σαράντα μέρες από τη γέννα. Και μετά αφέθηκα να τρώω ό,τι βρω, πολλές ποσότητες, υπερφαγία για να καλύψει την ψυχολογία μου, έβαλα 7 κιλά σε 2 χρόνια, έγινα επισήμως διαβητική.
 Μου πήρε 2 χρόνια να το παραδεχτώ στον εαυτό μου, να γυρέψω θεραπεία, να ξεκινήσω τις ενέσεις, να χάσω τα κιλά, να βρεθώ σε μια σχετική ισορροπία και πάλι. Αν ο μέσος όρος ζωής των γυναικών είναι κοντά στα εβδομήντα χρόνια και κάτι μάλλον έχω διανύσει τη  μισή ζωή μου σκεπτόμενη την επόμενη μπουκιά μου και την ένδειξη της ζυγαριάς. Και τιμωρήθηκα για αυτό, ο διαβητικός είναι ο μόνος που και επισήμως πρέπει να σκέφτεται συνεχώς το επόμενο του γεύμα. Το πρόβλημά μου είναι πως δεν είμαι η μόνη, είμαι μαζί με χιλιάδες εκατομμύρια γυναίκες στον Δυτικό κόσμο που παλεύουν μαζί μου, που είναι συνεχώς σε δίαιτα, που είναι «κανονικές» αλλά μισούν το είδωλό τους στον καθρέφτη. Και να σας πω το χειρότερο, όταν ξεκίνησα το ενέσιμο φάρμακο για το διαβήτη μου, τη victoza, η μισή μου χαρά ήταν πως υπήρχαν μελέτες που έλεγαν πως βοηθούσε να χάσεις κιλά. Γιατί οι ασθένειες του μυαλού είναι πάντα πολύ ισχυρότερες από όλου του υπόλοιπου σώματος.

26/8/12

3ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός "ΛόγωΤέχνης"

         


          Όπως θα θυμάστε - καλά τώρα μην υπερβάλλουμε- στον 2ο Διαγωνισμό, τον περσινό, πήρα το 3ο βραβείο στον διαδικτυακό διαγωνισμό διηγήματος "ΛόγωΤέχνης" με το διήγημα "Blog post". Φέτος διοργανώνεται ο αντίστοιχος 3ος διαγωνισμός, κι όσοι πιστοί προσέλθετε....

"Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία προώθησης πολιτισμού ARTSPOT προκηρύσσει τον 3ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος «ΛογωΤέχνης 2012», με την υποστήριξη των Εκδόσεων ΚΑΛΕΝΤΗΩς ημερομηνία έναρξης του Διαγωνισμού ορίζεται η 15η Ιουλίου 2012 και ως ημερομηνία λήξης η 15η Σεπτεμβρίου 2012. Κάθε συμμετοχή, που θα σταλεί εκτός των χρονικών πλαισίων θα θεωρείται εκπρόθεσμη και δεν θα γίνεται δεκτή. Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους τις ακόλουθες έντεκα συγκεκριμένες λέξεις (σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό):Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα. Πρόκειται για έντεκα λέξεις που επιθυμούν να γίνουν ένα διήγημα, ενώ είναι πολλά. Κλειδάκια μαγικά για τον εαυτό μας τον άγνωστο, ένα αίνιγμα που θα μας το λύσει το ίδιο μας το κείμενο στο τέλος. Η Κριτική Επιτροπή θα αξιολογήσει την πρωτοτυπία, το λογοτεχνικό ύφος, την πλοκή, την δομή, τη σκιαγράφηση των ηρώων και την δημιουργική σύνθεση ιστοριών που συμπεριλαμβάνουν τις έντεκα παραπάνω λέξεις. Τα διηγήματα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν σε έκταση τις 1.000 λέξεις. Η Κριτική Επιτροπή είναι πενταμελής και αποτελείται από καταξιωμένους συγγραφείς και έναν εκπρόσωπο του φορέα διοργάνωσης Artspot. (Ελένη Γκίκα, Κώστας Μουρσελάς, Γιάννης Ξανθούλης, Χρήστος Οικονόμου, Γιάννης Φαρσάρης)"


Υ..Γ. Ακόμα πάντως περιμένουμε την έκδοση του e-book για το 2011, πρέπει να σας προειδοποιήσω.....

25/8/12

Ο Μίλτος Πασχαλίδης στο Άλσος Βεΐκου




Την Πέμπτη το βράδυ ανηφορίσαμε στο Άλσος Βεΐκου - δεν είχα ξαναπάει και μάλλον κακώς, πρόκειται για ένα χώρο καταπράσινο που θα λάτρευε ο σκιου-  για να δούμε (και να ακούσουμε κυρίως) τη «μοναδική για φέτος στην Αθήνα» συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη. Είχα να πάω σε ανοιχτή συναυλία 2-3 χρόνια και σε παράσταση του Μίλτου καμιά 5ετία. Η τελευταία που είχα παρακολουθήσει περιελάμβανε έναν άκεφο Πασχαλίδη, σε κλειστό χώρο, που έγινε λιώμα από τα δυο πρώτα τραγούδια και δε θυμόταν τους στίχους και όπου το ποτό- μπόμπα σκέτο είχε 20 ευρώ το άτομο. Εκεί ήταν που υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπατήσω σε κλειστή «μουσική σκηνή» κι ας ψοφούσε σύσσωμο το έντεχνο ελληνικό τραγούδι (ή μήπως ήταν στο Ζυγό την ίδια χρονιά, δεν μπορώ να αποφασίσω….)
            Λοιπόν το θεατράκι στο Βείκου ήταν κατάμεστο, απρόσμενα τόσο – μας έκανε να θυμόμαστε με την ξαδέλφη μου μια αντίστοιχη συναυλία στο μικρό θέατρο Βράχων το 1997 όπου ήμασταν εμείς, η παρέα του και η οικογένειά του (με τον Μίλτο να φωνάζει «γεια σου θείε» κι άλλα τέτοια ευτράπελα) και να χασκογελάμε σαν κοριτσούδια για την αλλαγή του σκηνικού- και ο Μίλτος ήταν σε διαβολεμένο κέφι. Η συναυλία είχε πρόγραμμα, που υποψιάζομαι πως το τήρησε, εναλλαγές, αγαπημένα τραγούδια πειραγμένα ως το κόκκαλο, μια ροκ εκδοχή της Ιθάκης, ένα ποτ πουρί εμπνευσμένο, τα 2 σουξέ του Μίλτου (δικά του τα λόγια), τις ντομάτες του κυρ-Αντώνη, και μουσικούς που φαινόταν να ξέρουν καλά μουσική- αυτό σε ελληνική έντεχνη συναυλία μερικές φορές δεν είναι τόσο αυτονόητο όσο ακούγεται. Ξελαρυγγιαστήκαμε στον Ακροβάτη, συγκινηθήκαμε στον Ερωτόκριτο ακαπέλα, τραγουδήσαμε αγκαλιά, και φύγαμε σιγοτραγουδώντας «Δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ‘πα, εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα».



Υ.Γ. Φυσικά το τραγούδι το λένε "Πηνελόπη", αλλά εγώ πάντα το έλεγα "Ιθάκη". Αυτή η εκδοχή του μοιάζει λιγάκι με αυτό που ακούσαμε την Πέμπτη το βράδυ.
 Υ.Γ. 2 Άμα με δείτε με σορτς που να του κρέμονται οι τσέπες ως το γόνατο, να μου το πείτε να το βγάλω, είναι εντελώς ασεξουαλικό. Οι γυναίκες είμαστε χαζές.
Υ.Γ. 42 Ο Μίλτος μέθυσε ελαφρά μόνο προς το τέλος της συναυλίας (τα καλά να λέγονται)


24/8/12

" Γάτα και ποντίκι", Günter Grass





Πριν από κάποια χρόνια προσπάθησα να διαβάσω το «Ένα ευρύ πεδίο» του Γκύντερ Γκρας, δεν τα κατάφερα, μου έμεινε κάπως σαν παιδικό τραύμα η εμπειρία και δεν είχα τολμήσει να πλησιάσω τον συγγραφέα έκτοτε. Φέτος, χωρίς να το έχω προσχεδιάσει αγόρασα το «Γάτα και Ποντίκι». Ο μικρός του όγκος, ένα ξεφύλλισμα βιαστικό στο βιβλιοπωλείο με έπεισαν πως θα τα κατάφερνα. Κι όντως η γραφή του Γκρας σε αυτή τη νουβέλα είναι πολύ στρωτή, η ιστορία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κι ίσως τελικά να νίκησα και τη φοβία μου για του Γερμανούς συγγραφείς.
            Ο Μάλκε είναι ένα αγόρι που ξεχωρίζει, στο λαιμό του έχει ένα τεράστιο μήλο του Αδάμ που μοιάζει με ποντίκι∙ μια φορά μια γάτα του επιτέθηκε. Η μαμά και η θεία του τον έστειλαν σχολείο ένα χρόνο μεγαλύτερο γιατί τον νόμιζαν ασθενικό και δεν του επέτρεπαν τα σπορ, όταν όμως ο Μάλκε κατάφερε να γυμναστεί ήταν πάντα πρώτος, κι όταν έμαθε να κολυμπά, ήταν πάντα ο γρηγορότερος και ο πιο ριψοκίνδυνος στις καταδύσεις. Με την παρέα του  το καλοκαίρι του ‘39 βρήκαν ένα ναυάγιο, κι ο Μάλκε ανέσυρε ένα σωρό θησαυρούς, κονσέρβες, μια Μαύρη Παναγία, που κρεμούσε στο λαιμό μαζί με ένα κατσαβίδι για να κρύβει το "ποντίκι", ένα ολόκληρο πικαπ, που το έστησε κομμάτι κομμάτι στο δωμάτιο του.  
            Το μυθιστόρημα είναι χτισμένο πάνω στην νεότερη Ιστορία, η δράση τοποθετείται στον Γκντάνσκ, μια πόλη σταυροδρόμι ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Πολωνούς, η χρονική περίοδος που συμβαίνουν όλα είναι σημαδιακή, η αρχή του Πολέμου. Οι νεαροί εντάσσονται σε χιτλερικές νεολαίες χωρίς δεύτερη σκέψη, η ζωή τους διαπερνάται από τον Πόλεμο, χωρίς φυσικά να παύουν να τους απασχολούν η σεξουαλικότητά τους – ο Μάλκε διαθέτει ένα τεράστιο πέος, αλλά ούτε κι αυτό τον σώζει από το τεράστιο καρύδι στο λαιμό του- η θρησκευτικότητα, η αίσθηση του ανήκειν. Το βιβλίο είναι γραμμένο στις αρχές του μοντερνισμού, ο αφηγητής του αμφισβητείται και υπονομεύεται συνέχεια, η πλοκή έχει χρονικά άλματα, αλλά είναι σαφής και στέρεα. Είναι ένα εγκεφαλικό μυθιστόρημα, γραμμένο με τη λογική κι όχι με την καρδιά, μια άσκηση ύφους και πλοκής που δε σε κάνει να βαριέσαι.   
           
"Γάτα και ποντίκι", Γκύντερ Γκρας, μετ. Έμη Βαικούση, εκδ, Καστανιώτη, 2012, σελ.150



20/8/12

"Υπόθεση μπεστ-σέλλερ", Χρήστος Βακαλόπουλος






Στην αρχή το βιβλίο του Χρήστου Βακαλόπουλου μου φάνηκε υπερβολικά αυτοαναφορικό, έπειτα άρχισα να βαριέμαι. Η ιστορία έχει ως εξής, μια παρέα τριών αντρών ζουν στο ίδιο σπίτι, ο Ιάσονας που έγραψε ένα βιβλίο, ο φευγάτος Άλκης και ο κλασικός πηδήκουλας Νίκος. Μαζί τους ζει και η Σύλλα, μια γυναίκα που ήρθε για 5 μέρες κι έμεινε 5 χρόνια και εν πολλοίς τους συντηρεί. Το βιβλίο του Ιάσονα θέλει να το εκδώσει η Ρίλα, που δουλεύει σε έναν εκδοτικό οίκο, τη «Φράση», υπήρξε αντικείμενο του πόθου και για τα τρία αγόρια και δεν έχει διαβάσει το χειρόγραφο του Ιάσονα. Όμως αυτός, αν και παγκοσμίως άγνωστος, αρνείται σθεναρά να της το πάει.
            Το βιβλίο είναι γεμάτο μακροσκελείς διαλόγους που δεν καταλήγουν πουθενά, αναφορές στην κουλτούρα του 80, και η ιστορία του συγγραφέα Ιάσονα που αρνείται να του κάνουν το βιβλίο του μπεστ σέλλερ, χωρίς πουθενά να δικαιολογείται φυσικά ότι θα γίνει τέτοιο, κάπως ανιαρή. Μου πήρε ένα πενταήμερο να το τελειώσω και κυριολεκτικά το βαρυγκώμησα.

«Υπόθεση μπεστ-σέλλερ», Χρήστος Βακαλόπουλος, εκδ. Εστία, 1993, σελ 191




17/8/12

"Στο Φάρο", Virginia Woolf




H Βιρτζίνια Γούλφ είναι ψηλά στη συνείδησή μου, έτσι κι αλλιώς. Ξεκινώντας λοιπόν με αυτήν την θετική προκατάληψη, άρχισα το «Στο Φάρο» με καλή διάθεση, που συνεχίστηκε ως την τελευταία σελίδα. Η γραφή της Γουλφ είναι εκπληκτική, έχει τη δύναμη να εστιάζει στα φαινομενικά ασήμαντα, αυτά που συμβαίνουν κάθε στιγμή μέσα μας και να προσπερνά τα φαινομενικά σημαντικά, να βάζει μέσα σε αγκύλες τους θανάτους ή τους πολέμους, να τους ξεπετά με δυο λόγια και να εστιάζει για ώρα σε ένα δείπνο στην εξοχή. Οι χαρακτήρες της είναι άνθρωποι που συχνά αλλάζουν γνώμη, που βουλιάζουν στην αμφιβολία, κι άλλοτε στη σιγουριά, που έχουν και δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, είναι με λίγα λόγια αληθινοί άνθρωποι κι όχι μονοσήμαντοι λογοτεχνικοί ήρωες.
            Η πλοκή στήνεται σε ένα σπίτι στην εξοχή, η οικοδέσποινα κα Ράμσεϊ, μητέρα οκτώ παιδιών, φιλοξενεί εκεί εκτός από τον άντρα της, που είναι σπουδαίος στοχαστής και χάνεται σε εκρήξεις θυμού ή εξαλλοσύνης, και κάποιους φίλους, την μικροκαμωμένη Λίλυ που θέλει να γίνει ζωγράφος, τον γέρο κο Καρμάικλ που είναι ποιητής, την όμορφη νεαρή Μίντα, τον κάπως αφελή νεαρό Ρέιλυ, τον μαθητή του άντρα της Τσάρλς Τάνσλευ και τον Ουίλλιαμ Μπανκς, που θέλει να παντρέψει με τη Λίλυ παρά τη διαφορά στην ηλικία τους. Το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν καυγά, ο Τζέιμς το στερνοπούλι της οικογένειας θέλει να πάει στο Φάρο, όμως ο πατέρας του τον απογοητεύει, ο καιρός δε θα είναι καλός. Παράλληλα η Λίλυ προσπαθεί να ζωγραφίσει την κυρία Ράμσεϊ όπως την βλέπει αγκαλιά με τον Τζέιμς μέσα από το παράθυρο, ενώ συνεχώς έχει στο μυαλό της τα λόγια του Τάνσλευ, «οι γυναίκες δεν μπορούν να γράψουν, ούτε να ζωγραφίσουν». Οι ήρωες παρακάθονται σε ένα δείπνο, όπου ακούμε κάθε φορά τις σκέψεις διαφορετικού ατόμου. Έπειτα του βλέπουμε δέκα χρόνια μετά- και αφού έχει μεσολαβήσει ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος-  ξανά στο εξοχικό, κάποιοι έχουν πεθάνει, κάποιοι έχουν παντρευτεί, άλλοι έχουν αλλάξει κι άλλοι έχουν μείνει (;) ίδιοι και τα παιδιά σίγουρα έχουν μεγαλώσει.
            Το πολύ ενδιαφέρον είναι η συνεχής αλλαγή του αφηγητή από τις σκέψεις του ενός ήρωα στον άλλο, χωρίς όμως να πρόκειται για έναν παντογνώστη αφηγητή, σε κάθε στιγμή ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο αναγνώστης ξέρει ό,τι ξέρει και νιώθει ο δεδομένος ήρωας, που εδώ που τα λέμε δεν είναι και πολλά. Έτσι ενισχύεται η αίσθηση της ατομικότητας, της ζωής ιδωμένης μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, της αίσθησης της απώλειας ως κάτι το εξαιρετικά προσωπικό. Ο καθένας βιώνει διαφορετικά την κάθε στιγμή. Μιλάμε για ένα βιβλίο ευαίσθητο, γεμάτο στοχασμούς που θα μπορούσαν να μην αφορούν κανέναν, κι όμως αφορούν τους πάντες. Κι αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η μεγάλη δύναμη του «μοντέρνου» μυθιστορήματος.


Υ.Γ.1 Μακράν πιο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι η γεροντοκόρη Λίλυ, που υποψιάζομαι πως περιέχει και πολλές από τις αμφιβολίες της ίδιας της Γούλφ, για την τέχνη, την θηλυκότητα, την ικανότητα των γυναικών να παράγουν τέχνη και τη θέση τους σε μια κοινωνία που όλο αλλάζει κι όλο απαιτεί τα ίδια και τα ίδια, να στήσεις ένα σπιτικό, να στηρίξεις έναν άντρα και να κάνεις παιδιά.

Υ.Γ.2 Ο τίτλος «Προς το Φάρο» που έχουν οι νεότερες εκδόσεις σαφώς είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο.

Υ.Γ.3 Νομίζω πως- αν και θα έπρεπε να το αφήσω να κατασταλάξει μέσα μου- ετούτο μου άρεσε πιο πολύ και από την κα Ντάλογουει.

"Στο Φάρο", Βιρτζίνια Γούλφ, μετ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, 1995, σελ.240


14/8/12

"Τα χαστουκόψαρα", Λένος Χρηστίδης




Πιθανολογώ πως περίμενα κάπως περισσότερα από τα «Χαστουκόψαρα» του Λένου Χρηστίδη, κυρίως γιατί τον τελευταίο καιρό έβλεπα παντού τα βιβλία του να εκθειάζονται. Η γραφή του Χρηστίδη, με τις μικρές κοφτές φράσεις, αν και ενδιαφέρουσα στην αρχή- κρατά έναν στακάτο ρυθμό ενώ ταυτόχρονα σαν σε θεατρικό βγάζει και γέλιο- προς τη μέση του βιβλίου άρχισε να με κουράζει ενώ στο τέλος είχε γίνει ένα με την ροή της ιστορίας κι έπαψε να είναι αστεία.
Στα «Χαστουκόψαρα», ο Μανώλης, που για να μετριάσει την μοναξιά του έχει συνεχώς ανοιχτή την τηλεόραση, θα δει σε μια από τις πολλές εκπομπές αναζήτησης χαμένων προσώπων, πως είναι αγνοούμενος ο πατέρας του καλύτερου του φίλου και της πρώην γκόμενας του, που έχει να τους μιλήσει τέσσερα χρόνια. Θα αναζητήσει το φίλο του και μαζί θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι για να βρουν τον εξαφανισμένο, που θα τους φτάσει ως το Άγιο Όρος.
Ο συγγραφέας θίγει αρκετά από τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας, σατιρίζει την αγία ελληνική οικογένεια, την αγία ελληνική τηλεόραση και την αγία ελληνική μοναχική κοινότητα βεβαίως βεβαίως. Σε αυτό το επίπεδο πρόκειται για ενδιαφέρον βιβλίο. Όμως η ροή είναι αργή, ο τρόπος γραφής επαναλαμβανόμενος, όπως άλλωστε και τα μοτίβα, οι σκέψεις∙ σα να στερεύει κάπου το υλικό και να μαραίνεται.
Τότε γιατί θα μου πείτε, θα αναζητήσω κι άλλα βιβλία του Χρηστίδη στο μέλλον. Γιατί δεν έχουμε κανέναν σαν κι αυτόν στην ελληνική λογοτεχνία, γιατί παρ’ όλη την γκρίνια πέρασα ένα σχετικά ευχάριστο απόγευμα, και γιατί πώς να το κάνουμε δεν είναι όλες οι ώρες παντού ούτε για Ντοστογιέφσκι, ούτε για το «Κουτσό». Α, κι ίσως γιατί με τον άντρα μου καθιερώσαμε το «Τώρα εσύ θεωρείσαι άνθρωπος;»

«Τα Χαστουκόψαρα», Λένος Χρηστίδης, εκδ. Καστανιώτη, 1997, σελ.236

10/8/12

"Λευκός θόρυβος", Don DeLillo





Ο «Λευκός θόρυβος» του Ντον ΝτεΛίλο είναι ένα βιβλίο που αναμετράται με το φόβο του θανάτου. Αυτή και μόνο η φράση θα ήταν σημαντική, θα με έκανε να το αγοράσω. Όμως το αδικεί, γιατί ο ΝτεΛίλο κάνει σε αυτό το βιβλίο πολύ περισσότερα ∙ είναι μοντέρνος και ταυτόχρονα ευκολοδιάβαστος, σε κάνει να σκέφτεσαι χωρίς να βαριέσαι κι ενδιάμεσα σπάει πλάκα, με τον καταναλωτισμό, την αίσθηση της μάζας, την περιβαλλοντική μόλυνση, τον ιερό θεσμό της οικογένειας, ακόμα και τον Χίτλερ.
            Ο κεντρικός ήρωας λοιπόν είναι καθηγητής σε ένα μικρό Κολέγιο της Αμερικάνικης περιφέρειας και ειδικεύεται στις Χιτλερικές Σπουδές, τομέα που δεν τολμούσε σχεδόν κανείς άλλος να αγγίξει. Είναι παντρεμένος 5 φορές, με 4 διαφορετικές γυναίκες και στην παρούσα φάση είναι ερωτευμένος με την πέμπτη του γυναίκα τη Μπάμπετ και μαζί μεγαλώνουν τα παιδία που έχουν από τους προηγούμενους γάμους τους. Το σύνολο λειτουργεί καλά, τα παιδιά παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες τους δεν έχουν καυγάδες, ούτε έριδες με τον πατριό ή τη μητριά τους αντίστοιχα, σε πολλά σημεία μάλιστα παρουσιάζονται πιο ώριμα από τους γονείς τους, πιο κατασταλαγμένα και πιο εύστροφα. Χαρακτηριστική φιγούρα το μωρό, ο Γουάιλντερ, που δεν μιλά ακόμα, αλλά όλοι νιώθουν ευτυχισμένοι γύρω του. Γνωρίζουμε ακόμα έναν φίλο της οικογένειας, το Μάρευ που είναι εργένης, καθηγητής στο τμήμα λαϊκής κουλτούρας και θέλει να δημιουργήσει ένα τμήμα Σπουδών ειδικά για τον Έλβις.
               Όλα βαίνουν καλώς, ώσπου στην πόλη σηκώνεται ένα τοξικό νέφος και ο ήρωας μας εκτίθεται σε αυτό. Έτσι αρχίζει ο φόβος πως θα πεθάνει σύντομα ( το λένε άλλωστε και οι πιθανότητές του, σύμφωνα με τα στοιχεία σε έναν υπολογιστή εθελοντών). Σε λίγο ανακαλύπτει πως και η γυναίκα του φοβάται το θάνατό της, τόσο πολύ μάλιστα που πήρε μέρος σε ένα επικίνδυνο πείραμα για να βρεθεί το φάρμακο για αυτόν τον φόβο, χωρίς να υπολογίσει τις πιθανές φοβερές παρενέργειες, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν κι ο ίδιος ο θάνατος.
            Όπως καταλαβαίνετε μιλάμε για ένα μνημειώδες αμερικάνικο παραμύθι, ένα family saga με χιούμορ. Αν και όποιος δεν το διαβάσει δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να καταλάβει τη μεγαλοφυΐα του. Γιατί όλα αυτά εμφανίζονται αβίαστα, σε κοιμίζουν γλυκά για λίγο, σε κάνουν να ερωτευτείς την γραφή κι έπειτα κλείνοντας το να πεις, «Πωπω, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα έγραψε αυτός ο τύπος».


            «Λευκός θόρυβος», Ντον ΝτεΛίλο, μετ. Πέτρος Αμπατζόγλου, εκδ. Εστία, 1991, σελ. 408

Υ.Γ. 1 Η μετάφραση δεν είναι και για να ξετρελαθείς. Είναι οριακά αξιοπρεπής.   
Υ.Γ. 2 Η ιδέα για το χωρίς φωτογραφία εξώφυλλο της Εστίας μου φαίνεται κάπως ξενέρωτη
Υ.Γ.3  Το πολυτονικό σε μεταφρασμένο βιβλίο τελικά με εκνευρίζει
Υ.Γ. 4 Φυσικά και δεν έχω κάτι με τις εκδόσεις της Εστίας, το αντίθετο μάλιστα.

7/8/12

O Jony πήρε το όπλο του



Δεν περνάει μέρα τον τελευταίο καιρό που να μην σκέφτομαι το κοριτσάκι στην Πάρο, το κορμάκι της αβοήθητο στα βράχια, τη μάνα και τον πατέρα της που ζούνε τον χειρότερο μου εφιάλτη σε συσκευασία δώρου, τα μηχανήματα, τις διασωληνώσεις, τα δεν ξέρω τι. Εάν δεν είσαι γονιός, δεν μπορείς να διανοηθείς τον πόνο. Αν είσαι, και μόνο που το ακούς αρχίζει αυτό το μούδιασμα στη ραχοκοκαλιά, λες και για λίγο είναι το δικό σου παιδί εκεί στην εντατική.
Κι όταν βρέθηκε ο δράστης, δεν ξέρω τι ένιωσα, στην αρχή ανακούφιση, έπειτα τί ανακούφιση, τί σημασία έχει για τη Μυρτώ που βρέθηκε, θα έχει μόνο άμα γίνει καλά. Κι έπειτα διάβασα τα post του Jony κι άρχισα να γίνομαι έξαλλη. Που ζω σε αυτή τη γαμοχώρα που αναγκάζει καλούς ανθρώπους να θέλουν να αυτοδικήσουν. Που σκέφτονται, αν με αδίκησε εμένα το δικαστικό σύστημα για ένα απλό τροχαίο, σκέψου τί θα κάνει για τον φονιά (φυσικά μια παρόμοια «δικαστική εμπειρία» με την «άμεμπτη» δικαιοσύνη έχω να σας πω κι εγώ, όπως σχεδόν όλοι). Που μπάζει μέσα αθώους, που βγάζει εγκληματίες, που μετατρέπει τον κλέφτη σε επαγγελματία δολοφόνο, που σωφρονίζει δίνοντας πενθήμερες άδειες, που βγάζει έξω τον Φρατζή. Ναι, ναι, τον καταλαβαίνω τον Jony, γιατί ακούγοντας για τον ξυλοδαρμό του δράστη του εγκλήματος στην Πάρο στο κρατητήριο ένα μέρος μου χάρηκε, ένιωσε δικαιωμένο. Αλλά ποιος θα την αποδώσει αυτή τη δικαιοσύνη, ο ντελιβεράς;
Λοιπόν αν πάρει ο Τζόνυ το όπλο του κι αρχίζει και θερίζει αδίκους, αν επανέλθει η θανατική ποινή, αν ο κάθε πατέρας και η κάθε μητέρα σκοτώσουν το φονιά του παιδιού τους, τότε πολύ απλά σε λίγο θα έχουμε πολλούς πατέρες και μητέρες φονιάδες και πολλά παιδιά σκοτωμένα, αλυσιδωτά. Σα βεντέτα στην Κρήτη στην καλύτερη περίπτωση, σαν ανθρωποφάγοι στην επόμενη εκδοχή.  
Δε γουστάρω να ζω σε αυτή τη γαμοχώρα που δικαίωσε τον μοτοσικλετιστή που έπεσε από πίσω μου, χωρίς δίπλωμα, και με ικέτευε να μην φωνάξω την τροχαία κι όταν την φώναξα, μου είπε «να δεις τι θα σου κάνω εγώ». Δεν γουστάρω που τα «έπιασε» κάποιος και τον δικαίωσε. Φυσικά και δεν το γουστάρω. Όμως δεν θα πάρω το όπλο μου, δεν θα με νικήσουν αυτοί, θα τους νικήσω εγώ, τους παλιοπούστηδες, για να μη σκέφτομαι συνέχεια το παιδί μου στα βράχια, εκεί με τη μικρή Μυρτώ. 
Αν αγωνιστώ για κάτι θα είναι αυτό, ο γιος μου σε είκοσι χρόνια να έχει μια καλύτερη ιστορία να διηγηθεί για την ελληνική δικαιοσύνη.

6/8/12

"Η μυστική γραφή", Sebastian Barry






Βιβλίο αισθαντικό, γεμάτο κρυφά περάσματα στην ιστορία και την ανθρώπινη φύση είναι «Η μυστική γραφή» του Σεμπάστιαν Μπάρυ. Πέρασα καλά διαβάζοντας το, αφέθηκα κάποιες στιγμές να παρασυρθώ από το δράμα του, άλλες να ονειροπολήσω ανοιχτά και ξεδιάντροπα πάνω από τις σελίδες του.
Η Ροσίν ΜακΝάλτι είναι μια αιωνόβια τρόφιμος ψυχιατρείου της Ιρλανδίας, που σαν κάποιος να την ξέχασε εξήντα χρόνια παρατημένη εκεί μέσα και ο γιατρός της ο δόκτωρ Γκρεν ψάχνει για πρώτη φορά την περίπτωσή της, γιατί η κλινική θα κατεδαφιστεί και πρέπει να αποφασίσει ποιούς θα αφήσει «ελεύθερους». Η αφήγηση γίνεται μέσα από τις προσωπικές σημειώσεις του ιατρού, που περιέχουν αρκετή και από την δική του ιστορία, από έγγραφα που βρίσκει ποντικοφαγωμένα στο φάκελό της, αλλά κι από ένα κείμενο που αρχίζει να γράφει η ίδια και αφορά τη ζωή της, ως νεαρό κορίτσι σε μια Ιρλανδία όπου μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, όμως αυτή τότε δεν τον καταλαβαίνει απόλυτα, ούτε μπορεί να φανταστεί τι αντίκτυπο θα έχει στη ζωή της.
Ο Σεμπάστιαν Μπάρυ έχει την ικανότητα να διηγείται καλά, αλλά και να ψυχογραφεί θαυμάσια τους ήρωες του. Μπλέκεται με την ιστορία της Ιρλανδίας, καταφέρνει χωρίς να πάρει ανοιχτά θέση να δώσει την διαμάχη Καθολικών-Προτεσταντών, να δείξει πως η δεδομένη ιστορική κατάσταση μπορεί στην κυριολεξία να διαλύσει ζωές. Το βιβλίο θα το ξαναδιάβαζα ευχαρίστως, αν και το τέλος μου φάνηκε κάπως μελό και αναμενόμενο. Κι ο Μπάρυ ίσως να έχει αρχίσει να εδραιώνεται στο μυαλό μου ως μεγάλη φιγούρα της Βρετανικής (εντάξει βλάσφημο, αλλά δεν έχω ιδέα που να τον κατατάξω) λογοτεχνίας.

«Η μυστική γραφή», Σεμπάστιαν Μπάρυ, μετ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη 2009, σελ. 327

3/8/12

Το δεξί φρύδι του Φρόιντ





Με ρωτάνε συχνά γιατί γράφω επώνυμα στο διαδίκτυο, γιατί ανοίγομαι και «τα λέω όλα» για τον άντρα και το παιδί μου, ποιος νοιάζεται τέλως πάντων για αυτά που γράφω και μήπως θα ήμουν πιο ελεύθερη αν τα έγραφα ανώνυμα. Η ανωνυμία του διαδικτύου με έχει κουράσει. Ένας από τους λόγους που μένω τόσο λίγο στο twitter είναι πως σχεδόν όλοι οι λογαριασμοί εκεί είναι ψευδώνυμοι. Μιας και γκόμενο δεν θέλω να βγάλω, μου φαίνεται κάπως παράξενο να συνομιλώ για τις πολιτικές, θρησκευτικές, ξέρω γω τι, απόψεις του άλλου, που έχει μια φωτό ενός αυγού ( στην καλύτερη ) και τον λένε στρουμφίτα. Από την άλλη το twitter είναι μια πλατφόρμα ελεύθερης έκφρασης, κάτι που δεν μπορεί να είναι το έτερο κοινωνικό δίκτυο, το fb ντε, γιατί εκεί σε ακολουθεί ο μπαμπάς, η πεθερά, ενίοτε και η γιαγιά σου.
Στο μπλογκ υπάρχουν ακριβώς οι ίδιες όψεις. Ξεκίνησα να γράφω επώνυμα γιατί δεν έβλεπα το λόγο να μιλώ για βιβλία υποστηρίζοντας πως είμαι μια μικρή τουλίπα, ένα μαραμένο φύλλο ή το δεξί φρύδι του Φρόιντ. Στην πορεία το μπλογκ πήρε και μια προσωπική χροιά που δεν την υπολόγιζα, που ίσως δεν χαροποιεί τους οικείους μου, που με αφήνει εκτεθειμένη σε κάποια κακόβουλα σχόλια. Η επωνυμία πάντως με προστατεύει από πολύ βρισίδι. Το βλέπω στα mail, το ότι ξέρουν ποια είμαι- το όνομά μου, έστω- απαιτεί να μου στείλουν μήνυμα για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, τα σχόλια των περισσότερων στο ίδιο το μπλογκ είναι πολύ πιο κόσμια. Υποψιάζομαι πως αν έγραφα ανώνυμα θα έδινα πάτημα για πολύ μεγαλύτερες επιθέσεις.
Θα σας πω ποιο είναι το πιο άβολο για μένα, το να γράφω κριτική για ελληνικό βιβλίο κι έπειτα να πρέπει να αντιμετωπίσω την υποψία για «υστεροβουλία» που αναγκαστικά πιάνει τους ανθρώπους του «χώρου». Ε, λοιπόν δεν διαπλέκομαι με κανέναν, δεν χρωστάω σε κανέναν, δεν ξέρω κανέναν, δε το κάνω από κακό, απλά γράφω τι μου άρεσε και τι όχι.
Εν ολίγοις, το να γράφεις τα πράγματα με το όνομά σου έχει μια καλή πλευρά- το κάνεις και ξέρεις τις συνέπειες του νόμου- και μια λιγότερο καλή, το να γράφεις τα πράγματα με το όνομά σου, κάποιες φορές σε αποτρέπει να γράψεις τα πράγματα με το δικό τους.


2/8/12

«Bluebeard’s Egg”, Margaret Atwood





Ο λόγος που αγόρασα κάποτε το «Bluebeards Egg» της Άτγουντ χάνεται στη λήθη, πιθανολογώ πως θα είχα πρόσφατο το «A Handmaids Tale» και θα μου γυάλισε. Εγώ τώρα άνθρωπος του διηγήματος – όσον αφορά το διάβασμα, γιατί το γράψιμο είναι άλλη ιστορία- δεν είμαι. Όμως δέκα μέρες στο κρεβάτι με οξεία οσφυαλγία, χιλιάδες αναλγητικά, ενέσεις στο τέλος πρωί-βράδυ (όχι δεν είμαι γκαντέμω που το έπαθα στις διακοπές μου, μην το σχολιάσετε καν) και το βιβλίο που έμεινε στον πάτο με τα αδιάβαστα κοντά μια τριετία μου φάνηκε δελεαστικό. Απλή ατόφια αναγνωστική διασκέδαση, χωρίς απολύτως καμία δέσμευση συγκέντρωσης.
            Λοιπόν, όταν ένας άνθρωπος έχει το χάρισμα της γραφής, ό,τι και να γράψει θα το κάνει καλά. Εδώ μιλάμε για απλές καθημερινές ιστορίες, που δεν δρέπουν δάφνες πρωτοτυπίας, ούτε καν λογοτεχνικού ύφους, απαιτούν όμως και πετυχαίνουν την ταύτιση. Ένα από κείνα που θα είχαν επάξια τον όρο «γυναικεία λογοτεχνία», αν αυτός τα τελευταία χρόνια δεν είχε φριχτά κατακρεουργηθεί. Γιατί ταυτίστηκα σχεδόν με όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες των διηγημάτων, θυμήθηκα πως είναι να είσαι έφηβη, θεώρησα τον εαυτό μου ριψοκίνδυνο, ένιωσα πως είναι να αγαπάς δυο άντρες, να είσαι χωρισμένη, παντρεμένη, με παιδιά, άκληρη, μεγάλη, μικρή, νοικοκυρά, χειραφετημένη. Για όποια κατάσταση κι αν μιλούσε η Άτγουντ, μιλούσε για μένα, κι ας μην είχα υπάρξει ποτέ μέσα της.
            Εν ολίγοις, το βιβλίο με συντρόφεψε καλά, στάθηκε στο ύψος της δύσκολης περίστασης, κι εγώ θα το βάλω εκεί στο ράφι με τα δικά της, κάπου ανάμεσα στην «Κλέφτρα Κίσσα» και τον «Τυφλό δολοφόνο». Και που και που , ίσως και με κάποια ντροπή, θα το κοιτάω και θα χαμογελάω.

«Bluebeard’s Egg”, Margaret Atwood, Vintage Books, 1987, pg.281