Άρχισα να διαβάζω
το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» χωρίς ψευδαισθήσεις, φανταζόμουν για τι θα μιλά
το κείμενο, ίσως και να ήξερα πάνω κάτω τι λέει, γιατί αν και στο γενεαλογικό
μου δέντρο δεν περιλαμβάνεται με ισχυρό τρόπο η μετανάστευση, τη σκέφτομαι συχνά,
ως κατάσταση, ως τρόπο να δοκιμάσει κανείς τις σταθερές της ανθρώπινης φύσης. Παρ’
όλα αυτά δυο-τρεις σκέψεις του Καπλάνι με γοητεύσαν γιατί δεν τις είχα σκεφτεί ή
γιατί τις είχα καταλάβει ανάποδα, ούσα έξω από το χορό.
Το βιβλίο
φλερτάρει με τα όρια του χρονογραφήματος και του μυθιστορήματος, ακολουθούμε
δυο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, η μια εντός, η άλλη εκτός των συνόρων, που
ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, ίσως να ανήκουν απλά στο μετανάστη. Έχει μια νηφαλιότητα
η γραφή του, μια αίσθηση πως αφηγείται αυτό που συνέβη με όρους αντικειμενικούς,
αν και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο σε μια μαρτυρία. Ο Καπλάνι δεν
κραυγάζει, κρατά όλα όσα τον πλήγωσαν για τους ψιθύρους, και μιλά με την
κανονική φωνή του όταν μιλά για τη ζωή του.
Στο
βιβλίο περιλαμβάνονται σκέψεις για το πώς νιώθει ο μετανάστης – σα δέντρο που
οι ρίζες του χώνονται όλο και βαθύτερα στην καινούργια πατρίδα, ενώ τα φύλλα
του λαχταρούν την παλιά (τι παράξενη ιδέα, πάντα φανταζόμουν το αντίθετο), για
το ότι ο βασικός πάσχων από ξενοφοβία είναι ο φτωχός που κάθεται μαζί σου στην
ουρά του ΙΚΑ, βλέπει πολλή τηλεόραση και φοβάται μην πάρεις την δουλειά του
παιδιού του, κι όχι ο βολεμένος κι ίσως σπουδαγμένος πλούσιος που διαβάζει κι ένα
βιβλίο παραπάνω. Και άλλες, όπως πώς είναι να είσαι Αλβανός, με σπαστά ελληνικά, που
λαχταρά να γυρίσει, αλλά το παιδί σου να είναι Έλληνας, να νιώθει πατρίδα την
Ελλάδα, να μην έχει λόγο να θυμάται. Και φυσικά για την ίδια την Αλβανία, τον «κομμουνιστικό
παράδεισο» που ανέφεραν τα βιβλία της γυμνασιακής μας ηλικίας (ναι, ναι, εγώ έχω
δώσει κι εξετάσεις με ΑΥΤΟ το βιβλίο Γεωγραφίας), τον τρόμο του να νιώθεις πως όλοι
και όλα σε παρακολουθούν, τη λαχτάρα για ένα ιδανικό κόσμο έξω από τα σύνορα
που μετατρέπεται σε εφιάλτη όσο το ζεις. Τις ψευδαισθήσεις. Δεν νομίζω πως κανένας
ξεκινά να ξενιτευτεί χωρίς μια ρομαντική, δονκιχωτική αφέλεια, όσα κι αν νομίζει
ότι ξέρει. Πόσο μάλλον όταν δεν ξέρει, όπως οι Αλβανοί που ήρθαν στην Ελλάδα το
1991. Οι επόμενοι κάτι ήξεραν.
Με
λίγα λόγια το μυθιστόρημα του Γκασμέντ Καπλάνι αξίζει να διαβαστεί από κάθε Έλληνα.
Όχι γιατί «κι εμείς πήγαμε μετανάστες στη Γερμανία»,-δηλαδή οι Γερμανοί που δεν
πήγαν πουθενά δικαιούνται να είναι ξενόφοβοι ;- αλλά για να κατανοήσουμε την
ανθρώπινη φύση, την έννοια του ξεριζωμού, τη λαχτάρα και την προσδοκία, να
καταλάβουμε πώς εξαρτόμαστε από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από την τυχαιότητα της γέννησης
σε έναν συγκεκριμένο τόπο κι έναν συγκεκριμένο χρόνο. Την αδικία.
«Μικρό ημερολόγιο συνόρων»,
Γκασμέντ Καπλάνι, εκδ. Λιβάνη, 2006, σελ.187