27/2/14

"Τα τρία επίπεδα της ζωής", Julian Barnes




Τον τελευταίο καιρό διάβασα αρκετά βιβλία για την απώλεια. Ξεκινώντας από το εκπληκτικό της Τζ. Ντίντιον και καταλήγωντας στις πολύ προσωπικές ιστορίες του Ζουμπουλάκη και του Κορτώ. Ίσως να έτυχε, πάντως αυτές συνέπεσαν με το δικό μου πένθος και μπόρεσαν να με βάλουν σε σκέψεις, να με καθηλώσουν το καθένα με τον τρόπο του. Τώρα νομίζω πως ολοκλήρωσα τον κύκλο διαβάζοντας «Τα τρία επίπεδα της ζωής» του Τζούλιαν Μπαρνς. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετικό από τα άλλα, γιατί ενώ στηρίζεται στην πραγματική ιστορία του ξαφνικού χαμού της συζύγου του, καταλήγει να είναι ένα βιβλίο αμιγώς λογοτεχνικό. Κοινώς, ο γεννημένος συγγραφέας τα πάντα τα μετουσιώνει σε τέχνη.

Το βιβλίο ξεκινά με την ιστορία των αερόστατων, τις πρώτες ιδέες για μια μηχανή που θα είναι βαρύτερη από τον αέρα κι όμως θα πετά. Παράλληλα μέσα από τον πρωταγωνιστή και δεινό αεροναυπηγό Ναντάρ, μας μιλά για την ιστορία της φωτογραφίας. Έπειτα εστιάζει στην Σάρα Μπερνάρ- μια προσωπικότητα μεγαλύτερη κι από τη ζωή, κι ας ήταν τόσο μικροκαμωμένη- που έκανε κι αυτή ένα ταξίδι με αερόστατο κι ίσως είχε και σχέση με τον Ναντάρ. Για να περάσει- εντελώς απρόοπτα- στο τελευταίο μέρος σε μια πλήρη αναφορά στο πένθος, στις συνθήκες θανάτου της γυναίκα του, στις σκέψεις αυτού που μένει πίσω, στη μαυρίλα και το θάνατο.

«Έλεγαν ότι ίσως επέκειτο η κατάρρευση ολόκληρου του οικονομικού συστήματος, αυτό όμως εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου. Τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να την είχαν σώσει, οπότε τι καλό υπήρχε στα χρήματα και ποιος ο λόγος να τα προφυλάξεις; Έλεγαν ότι το κλίμα της Γης πλησιάζει στο σημείο από όπου δεν υπάρχει επιστροφή, εγώ όμως δεν έδινα δεκάρα αν το έφτανε και το ξεπερνούσε. Γυρνούσα με το αυτοκίνητο από το νοσοκομείο και σε μια συγκεκριμένη ευθεία του δρόμου, λίγο πριν την σιδηροδρομική γέφυρα, επαναλάμβανα μεγαλόφωνα τις εξής λέξεις που μου έρχονταν στο νου: «Το σύμπαν κάνει απλώς την δουλειά του». "Αυτό"- τούτο το πελώριο και φοβερό "αυτό"- ήταν "όλο". "

Παρ' όλο που τα τρία μέρη του βιβλίου μπορεί και να μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους στον ανυποψίαστο αναγνώστη, σε αυτόν που έχει μάθει να κάνει τις συνδέσεις- έστω και χαλαρές- αφήνουν μια γεύση γλυκόπικρη, σα να κατάφερε ο Μπαρνς να μετατρέψει την οδύνη του σε δύναμη κι ας διατείνεται το αντίθετο. Νομίζω πως το συγκεκριμένο είναι το πιο στιβαρό βιβλίο πένθους από αυτά που διάβασα, το πιο δουλεμένο και τελικά το πιο λυτρωτικό. Ο συγγραφέας καταφέρνει να μας περάσει τον αβάσταχτο πόνο για τον χαμό του άλλου του μισού, έναν πόνο για τον οποίο δεν σε προετοιμάζει τίποτα, να μιλήσει για αυτό που πέρασε και περνάει χωρίς στιγμή να υποπέσει στην παγίδα της κλειδαρότρυπας. Στο ταξίδι του μέσα στην θλίψη, σεβάστηκε την γυναίκα του εξαιρετικά και τελικά μας έδωσε ένα κείμενο αντάξιο των μυθιστορημάτων του. 

"Τα τρία επίπεδα της ζωής", Τζούλιαν Μπαρνς, μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Μεταίχμιο, 2014, σελ.155





25/2/14

"Ο Συλλέκτης", John Fowles




Βιβλίο κλειστοφοβικό «Ο Συλλέκτης» του Φώουλς είναι ένα αριστοτεχνικό δείγμα γραφής, ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα, από κείνα που σε βάζουν σε μια ύπουλη ταύτιση με τον «κακό» και τον «καλό» ταυτόχρονα.

Πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός άντρας ταπεινής καταγωγής που έχασε τους γονείς του μικρός, μεγάλωσε με μια θεία του και την ανάπηρη κόρη της και δεν κατάφερε ποτέ να ενταχθεί κοινωνικά. Μοναδική του πραγματική ευχαρίστηση η συλλογή πεταλούδων και το να χαζεύει την νεαρή πανέμορφη σπουδάστρια καλών τεχνών Μιράντα από μακριά. Όταν κερδίσει το Προπο θα αγοράσει ένα απομακρυσμένο σπίτι, θα διαμορφώσει το κελάρι του με πολλή προσοχή και θα απαγάγει την Μιράντα για να την έχει δική του.

Το βιβλίο ξεκινά με αφηγητή τον Συλλέκτη, για να περάσει στην αφήγηση της Μιράντας και να φτάσει στο τρομακτικό του τέλος με μια απίστευτη νηφαλιότητα. Ο νεαρός, παρά την διεστραμμένη πράξη του να κρατά μια κοπέλα στο κελάρι, νιώθει υποχρεωμένος να την σεβαστεί, αισθάνεται συνεχώς ταπεινωμένος από την μορφωμένη και όμορφη γυναίκα. Οι διαφορές τους σε επίπεδο κοινωνικό και μορφωτικό είναι τέτοιες που ξεκινά μεταξύ τους ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού όπου η κοπέλα θα είχε το πάνω χέρι, αν δεν ήταν κρατούμενή του.

Τα αισθήματα του αναγνώστη για την Μιράντα αλλά και τον Κάλιμπαν – έτσι φωνάζει ειρωνικά τον Συλλέκτη η κοπέλα φτιάχνοντας έναν νοσηρό παραλληλισμό με την Τρικυμία του Σαίξπηρ- εναλλάσσονται, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι σταθερά∙ αυτή είναι το θύμα κι αυτός ο θύτης. Αυτό είναι η βασική δύναμη της αφήγησης του Φώουλς. Ο Κάλιμπαν είναι ένας άνθρωπος εμμονικός, καθωσπρέπει, μημουάπτου, σχεδόν αμόρφωτος, άσχετος με την τέχνη, την πολιτική, την φιλοσοφία- ένας άντρας που αρνείται να «μάθει» από κείνη. Εκείνη είναι μια λαμπερή πεταλούδα, ταλαντούχα ζωγράφος, συναναστρέφεται καλλιτέχνες, λίγο υπεροπτική, σίγουρα έξυπνη. Στην «κανονική» ζωή δεν θα του έριχνε μια δεύτερη ματιά. Τώρα αναγκάζεται λόγω της απάνθρωπης κατάστασης να το κάνει. Αλλά για ανθρώπους σαν κι αυτόν δεν υπάρχει γιατρειά, θα παραμείνει συλλέκτης για πάντα.

Νιώθω πως το μυθιστόρημα του Φώουλς θα μείνει μαζί μου για καιρό, δεν είναι από αυτά που ξεχνιούνται. Πέρα από την εξαιρετική γραφή, είναι η δύναμη της αφήγησης τέτοια που σε καθηλώνει.


"Ο Συλλέκτης", Τζων Φώουλς, μετ.Φαίδων Ταμβακάκης, εκδ. Εστίας, 2001, σελ.283

23/2/14

Απολογισμός σε απλά μαθηματικά

Υπάρχουν δυο τρία πράγματα που δεν μπορούν να μετρηθούν με απλά μαθηματικά, να τα βάλεις κάτω, να τα υπολογίσεις με νηφαλιότητα και να βρεις αυτό που σου ταιριάζει καλύτερα. Κυρίως δεν μπορείς να ανακαλύψεις με μαθηματικό τύπο το πώς θα ζήσεις την ζωή σου, να ξέρεις με σιγουριά αν το επέλεξες ή όχι αυτό που βιώνεις. Μιλώ για όλα αυτά, τα ξαφνικά και αναπάντεχα, που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Πέρα από τα βασικά, η ζωή και ο θάνατος, είναι κι άλλα. Όπως ο έρωτας. Που δεν εξηγείται. Είναι μια κίνηση, μια αίσθηση, το να θέλεις να είσαι εκεί και να μην είσαι εδώ. Ο έρωτας στην αρχική του μορφή με λίγα λόγια, πριν του βάλεις τον μανδύα της σχέσης, τον ντύσεις νύφη και του κάνεις και δυο παιδιά.

Στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας της ζωής μου (ναι, έτσι πικρά λένε μαθηματικά τα 35) έχω κάνει περίπου αυτά που θα ονειρευόταν η μέση μάνα για την κόρη της. Έχω πτυχίο και μεταπτυχιακό, παντρεύτηκα ένα καλό παιδί κι έχω και δυο παιδιά, έχω δουλέψει μια δεκαετία σε μια δουλειά που μπορεί ακόμα και με θρέφει. Παράλληλα βέβαια μου συνέβαιναν και πράγματα που δεν ονειρεύεται μια μάνα για την κόρη της. Έχω αλητέψει κι έχω ερωτευτεί- τον σωστό και τον λάθος και τον πολύ λάθος άνθρωπο-, έχω στήσει φιλίες που τις έχασα, κι άλλες που δεν τις προσπάθησα και τις έχω ακόμα, έχω βγάλει σε τούτο εδώ το blog επωνύμως τα σώψυχά μου σε κοινή θέα προς μεγάλη ευχαρίστηση του σογιού μου∙ έχω εκδώσει ένα βιβλίο κι έχω ανοίξει κι ένα βιβλιοπωλείο. Έχω χάσει και τον πατέρα μου.    

Από όλα αυτά- τις συμβατικές μου υποχρεώσεις ως κοινωνικό ζώο και τις άλλες τις μη συμβατικές- πήρα εξίσου χαρά και λύπη. Κι από τα καθιερωμένα και τα απλά, και από τα όχι και τόσο. Τα παιδιά, ο γάμος, η δουλειά, που μοιάζουν τετριμμένα, σχεδόν ανυπόφορα μπανάλ και κλισέ, δεν με απογοήτευσαν όσο θα περίμενα στην εφηβεία μου. Τότε που ήμουν σίγουρη πως εγώ δεν θα κάνω όλα αυτά που κάνουν όλοι οι άλλοι. Αλλά και τα άλλα, δεν με άφησαν με την αίσθηση του ανικανοποίητου, δεν με γέμισαν ενοχές και άγχη, δεν με πέταξαν στον βόρβορο της αμαρτίας. Πριν είκοσι χρόνια έβλεπα δυο δρόμους – το καλό παιδί, το κακό παιδί. Έπρεπε τότε να διαλέξω κι αποφάσισα τη σύμβαση από δειλία. Έτσι πίστευα.

Και τώρα την σύμβαση διαλέγω. Όμως αλλάζουν οι όροι της, μπορούν πια να συμπεριλάβουν αυτό που είμαι. Κι αυτή η διαδικασία- από το κορίτσι με την μαύρη ιδιοσυγκρασία που οι δικοί του πάντα φοβόντουσαν πως θα δώσει μια και θα τα κάνει όλα λίμπα, στη γυναίκα που έχει συναίσθηση πως ακόμα κατέχει αυτή τη δύναμη αλλά δεν επιθυμεί πια να την χρησιμοποιήσει- λέγεται ωρίμανση. Και δεν μετριέται με μαθηματικά, δεν ζυγίζεται στα υπέρ και τα κατά, δεν μπορεί να εξηγηθεί. Ακόμα θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Όμως τώρα πια είμαι διατεθειμένη να αλλάξω κι εγώ μαζί του.


Υ.Γ. 42 Αυτό που δεν θα αλλάξει μάλλον είναι η κυκλοθυμία μου. Την κακομοίρα την ανάρτηση για τον "Συλλέκτη" είναι η τρίτη φορά που την αναβάλλω. 



21/2/14

Τα προσεχώς


Ναι, εντάξει, είναι πιο εύκολο τώρα με το Booktalks, το ομολογώ. Όμως η βιβλιοχαρά είναι η ίδια. Από την Κική και την Κοκό, ποιά να διαλέξω;






19/2/14

"Χόμερ και Λάνγκλευ", E.L.Doctorow



Το «Χόμερ και Λάνγκλευ» είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο∙ δεν είναι ένα αριστούργημα, όπως «Το βιβλίο του Ντάνιελ», έχει όμως ψήγματα μεγαλείου, ιστορία δεμένη αριστοτεχνικά και χαρακτήρες που κολλούν στην μνήμη, τους σκέφτεσαι για καιρό μετά την ανάγνωση.

Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Ντοκτόροου ξεκινά και σε αυτό το μυθιστόρημα από μια αληθινή ιστορία κι έπειτα αφήνει την φαντασία του αχαλίνωτη να αυτοσχεδιάσει πάνω σε γεγονότα και ήρωες, να μεγαλώσει δυο στιγμές, να μικρύνει κάποιες άλλες, να γράψει ένα βιβλίο βαθύτατα ανθρώπινο, κοινωνικό, πολιτικό- μόνο ιστορικό δεν το λες τελικά. Εδώ βάση είναι η ιστορία των αδελφών Κόλλυερ, δυο μυθικών μορφών της Νέας Υόρκης- ο ένας τυφλός, ο άλλος μισότρελος από τα αέρια μουστάρδας που «έφαγε» στο Πρώτο Παγκόσμιο- που έζησαν σε μια έπαυλη στην Πέμπτη Λεωφόρο που κληρονόμησαν από τους δικούς τους και μετέτρεψαν σε ένα απίστευτο αχούρι με στοίβες εφημερίδων, μια Φορντ Τ να μουχλιάζει μες στο σαλόνι, ένα ορυμαγδό από σκουπίδια που μάζευε ο Λάνγκλευ και τελικά κατέληξαν να τους πλακώσουν.

Αφηγητής ο τυφλός Χόμερ, άντρας βαθιά διαισθητικός, μουσικός, που έζησε  μια περιορισμένη ζωή λόγω της αναπηρίας του, αλλά μαζί με τον αδελφό του έφτιαξε ένα ζευγάρι αντισυμβατικότητας. Ο Λάνγκλευ, που αρέσκεται να μαζεύει ο,τι βρει, που πιστεύει πως για όλους μας υπάρχει ο Αντικαταστάτης, που τα βάζει με την Τράπεζα και την Εταιρία Ύδρευσης και Ηλεκτροδότησης, που παρασέρνει τον αδελφό του σε καταγώγια, που οργανώνει χορούς την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και μπλέκει με τους χίπις περίπου μισό αιώνα μετά, είναι μια φιγούρα εντελώς μυθιστορηματική. Το βιβλίο το διατρέχει η Πολιτική και η Ιστορία και κυρίως ο Πόλεμος, σαν σκιά και σαν φάρσα, που παρασέρνει τις ζωές των ανθρώπων κι όμως αυτοί συνεχίζουν να επιζούν.

Το όλο εγχείρημα μοιάζει πολύ σαν μια παραβολή της ίδιας της ιστορίας της αμερικάνικης κοινωνίας τον 20ο αιώνα, οι κατά τα άλλα εξαιρετικά συμπαθείς χαρακτήρες, άγονται και φέρονται ανάμεσα στην προσωπική τους εκκεντρικότητα και την μανία για όλο και περισσότερα πράγματα γύρω τους και την πνοή των ιστορικών γεγονότων που τους παρασέρνουν. Αυτά μαζί με τις αδηφάγες υπηρεσίες «κοινωνική ωφέλειας» και συσσώρευσης πλούτου.

Ο Ε.Λ. Ντοκτόροου είναι ένας εκπληκτικός συγγραφέας. Έχει αφηγηματική δεινότητα, την ικανότητα να βλέπει την ιστορία από άλλο μάτι αλλά κυρίως μια αξεπέραστη ικανότητα να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή και να φτιάχνει ήρωες που πατούν "εδώ" για να μας πετάξουν με φόρα "εκεί". Κι αν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό κάπως τον έχει παραμελήσει, ήρθε ο καιρός να τον ανακαλύψει.


«Χόμερ και Λάνγκλευ», Ε.Λ. Ντοκτόροου, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ. 285

Υ.Γ. 42 Ούτε κι εγώ θα τον είχα ανακαλύψει, αν, περίπου μισό χρόνο πριν, «η μυθική μορφή των σόσιαλ μίντια» -κατά Ανταίο Χρυσοστομίδη και προσφιλής μου συνέταιρος - Librofilo δεν μου είχε επιστήσει την προσοχή μια μέρα που περιδιαβαίναμε στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Πόλις. (Κοινώς με ένα βλέμμα με ανάγκασε να πάρω τον Ντάνιελ)     



17/2/14

Οι 10 πιο αγαπημένοι λογοτεχνικοί ήρωες- Τα αποτελέσματα

Στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος 55 άνθρωποι. Οι επιλογές ήταν πιο τολμηρές από ότι την προηγούμενη φορά με τα αγαπημένα βιβλία, σε αυτή τη λίστα μπορούσε κανείς να βάλει μπροστά το συναίσθημα με λιγότερες τύψεις. Παρ' όλα αυτά τα τελικά αποτελέσματα μοιάζουν αρκετά με την αντίστοιχη των βιβλίων κι έτσι γεννάται το εύλογο ερώτημα, μήπως τελικά το σημαντικότερο σε ένα μυθιστόρημα είναι ο πρωταγωνιστής του; Α, και μήπως κλασικίζουμε περισσότερο από ό,τι θα θέλαμε;


Γιάννης Αγιάννης

«Οι Άθλιοι»
Βίκτορ Ουγκώ
9
Αλέξης Ζορμπάς
«Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»
Νίκος Καζαντζάκης
9
Μερσώ

«Ο Ξένος»
Αλμπέρ Καμί
8
Ρασκόλνικοφ
«Έγκλημα και τιμωρία»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
8
Χίθκλιφ
«Ανεμοδαρμένα Ύψη»
Έμιλυ Μπροντέ
7
Ο Μικρός Πρίγκιπας
«Ο Μικρός Πρίγκιπας»
Αντουάν ντε Σαιντ Εξιπερί
5
Ραραού

«Η μητέρα του σκύλου»
Παύλος Μάτεσις
5
Μίτια Καραμαζώφ
«Αδελφοί Καραμαζώφ»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
5
Ηρακλής Πουαρώ

Αγκάθα Κρίστυ
5
Χόλντεν Κόλφιλντ
«Ο φύλακας στη σίκαλη»
Τζ.Ντ. Σάλιντζερ
5
Τζέι Γκάτσμπυ
«Ο υπέροχος Γκάτσμπυ»
Σκοτ Φιτζέραλντ
5
Γιόζεφ Κ.
«Η δίκη»
Φραντς Κάφκα
5
Τομ Ρίπλει

Πατρίσια Χάισμιθ
4
Πρίγκιπας Μίσκιν
«Ο ηλίθιος»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
4
Χένρι Τσινάνσκι

Τσάρλς Μπουκόφσκι
4
Άννα Καρένινα
«Άννα Καρένινα»
Λέων Τολστόι
4
Γκρέγκορ Σάμσα
«Η μεταμόρφωση»
Φραντς Κάφκα
4
Ο Μικρός Νικόλας

Ρενέ Γκοσινί
4
Μπάρτλμπυ
«Μπάρτλμπυ ο γραφέας»
Χέρμαν Μέλβιλ
4
Δον Κιχώτης
«Δον Κιχώτης»
Μιγκέλ Ντε Θερβάντες
4
Χανς Σνηρ
«Οι απόψεις ενός κλόουν»,
Χάινριχ Μπελ
4
Μπαρνταμού
«Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Σελίν
4
Τζόφρεϋ Φέρμιν
«Κάτω από το ηφαίστειο»
Μάλκολμ Λόουρυ
3
Τζορτζ Σμάιλι

Τζον Λε Καρέ
3
Ελίζαμπεθ Μπένετ
«Περηφάνια και Προκατάληψη»
Τζέιν Όστιν
3
Αλιόσα Καραμαζώφ
«Αδελφοί Καραμαζώφ»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
3
Σέρλοκ Χολμς

Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ
3
Έμμα Μποβαρύ
«Μαντάμ Μποβαρύ»
Γκυστάβ Φλωμπέρ
3
Τομ Σώγιερ
«Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ»
Μάρκ Τουέην
3
Πλοίαρχος Νέμο
«20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα»
Ιούλιος Βερν
3
Σταβρόγκιν
«Οι δαιμονισμένοι»
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
3
Φραγκογιαννού
«Η φόνισσα»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
3
Χόλυ Γκολάιτλυ
«Πρόγευμα στο Τίφφανυς»
Τρούμαν Καπότε
3
Τζο Μαρτς
«Μικρές κυρίες»
Λουΐζα Άλκοτ
3

  •  Στην λίστα οι γυναικείες φιγούρες είναι εμφανώς λιγότερες. Πιθανολογώ πως φταίει πως η λογοτεχνία υπήρξε για τόσα χρόνια "ανδρική υπόθεση" ως προς την συγγραφή και "γυναικεία υπόθεση" ως προς την ανάγνωση. Τώρα που το κλίμα αυτό αντιστρέφεται, όλο και περισσότερες ηρωίδες θα μπαίνουν στην καρδιά μας.

  • Α, και από Έλληνες τα κατάφεραν μονάχα ο Ζορμπάς, η Ραραού και η Φραγκογιαννού. 


Από δυο ψήφους έλαβαν οι :

  • Νίκολας Έρφ, «Ο μάγος», Τζων Φόουλς
  • Κλαρίσα Ντάλογουεη, «Η κυρίας Ντάλογουεη», Βιρτζίνια Γουλφ
  • Κλέα, «Αλεξανδρινό κουαρτέτο», Λώρενς Ντάρελ
  • Άττικους Φιντς, «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», Λη Χάρπερ
  • Φίλιπ Μάρλοου, Ρέιμοντ Τσάντλερ
  • Θείος Τόμπι, «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, κυρίου από σόι», Λώρενς Στέρν
  • Ιβάν Καραμαζώφ, «Οι αδελφοί Καραμαζώφ», Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι
  • Τύριον Λάννιστερ, «Παιχνίδι του στέμματος», Τζορτζ Μάρτιν
  • Τζορτζ, «Άνθρωποι και ποντίκια», Τζον Στάινμπεκ
  • Φάουστ, «Φάουστ», Γιόχαν Γκαίτε
  • Φράνση, «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», Μπέτυ Σμιθ
  • Ακάκιος Ακάκιεβιτς, «Το παλτό», Νικολάι Γκόγκολ
  • Περέιρα, «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα», Αντόνιο Ταμπούκι
  • Αουρεουλιάνο Μπουενδία, «Εκατό χρόνια μοναξιάς», Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
  • Μαφάλντα, Κουίνο
  • Ο θείος Τάκης, Γιάννης Ξανθούλης
  • Ροβινσώνας Κρούσος, «Ροβινσώνας Κρούσος», Ντάνιελ Ντεφόε
  • Οδυσσέας, Όμηρος
  • Κρις Κέλβιν, «Σολάρις», Στάνισλαβ Λεμ
  • Δωροθέα Μπρουκ, «Μιντλμαρτς», Τζορτζ Έλιοτ
  • Κύριος Ντάρσι, «Περηφάνια και Προκατάληψη», Τζέιν Όστιν
  • Φλορεντίνο Αρίσα, «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
  • Πέδρο Πάραμο, «Πέδρο Πάραμο», Χουάν Ρούλφο
  • Ολιβέιρα, «Το κουτσό», Χούλιο Κορτάσαρ
  • Owen Meany, “A prayer for Owen Meany”,  Τζον Ίρβινγκ
  • Ιαβέρης, «Οι άθλιοι», Βίκτωρ Ουγκώ
  • Μπερνάρ Ριε, «Η Πανούκλα», Αλμπέρ Καμί
  • Έρβιν Ζόμερ, «Ο Πότης», Χανς Φάλαντα
  • Σίμορ Γκλας, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ


*Στις φωτογραφίες ο Hugh Jackman ως Γιάννης Αγιάννης, ο πραγματικός Ζορμπάς, ο Marcello Mastroianni ως Μερσώ και η Θέμιδα Μπαζάκα ως Ραραού. 

13/2/14

Δεν ξεχνάμε τους λογοτεχνικούς ήρωες ε;

Τελευταία ευκαιρία: 

Αύριο στις 12 το βράδυ η ψηφοφορία κλείνει. Ρίξτε και σεις την ψήφο σας και βάλτε τον λογοτεχνικό ήρωα της προτίμησής  σας στην κορυφή. Προλάβετε!


Ψηφίζουμε εδώ:





11/2/14

"Λεξικό Αναμνήσεων", Γιώργος Χουλιάρας




Ξεκινώντας να γράφω για το βιβλίο του Γιώργου Χουλιάρα αντιμετώπισα δυο βασικές δυσκολίες: Η πρώτη είναι ο ορισμός του. Είναι αυτοβιογραφία, μια συρραφή κειμένων, μια συνεχής παραδοξολογία με φλεβίτσες πικρού [και γλυκού] χιούμορ, το απόσταγμα της ζωής ενός ανθρώπου που έχει κάτι να πει; Πάντως Λεξικό δεν είναι και ας προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας πείσει. Είναι ίσως «ένα αλφαβητικό μυθιστόρημα της ζωής του συγγραφέα», όπως διατείνεται ο ίδιος. Αλλά και πάλι κάτι χάνεται στη μετάφραση.

Η δεύτερη αφορά τα αποσπάσματα∙ είναι αδύνατο να διαλέξεις. Όλο το βιβλίο έχει ατάκες αξιομνημόνευτες. Σπάνιο, αλλά θα έπρεπε να το παραθέσει κανείς σχεδόν ατόφιο για να μην το αδικήσει. Ίσως φταίει που ο συγγραφέας είναι κατά κύριο λόγο ποιητής και για αυτό συνηθισμένος η κάθε λέξη να έχει βαρύτητα.

Αυτό που δεν βλέπω πολύ να λέγεται είναι πως είναι ένα βιβλίο με ανελέητο χιούμορ, από ένα άνθρωπο που ξέρει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται.

Δυο τρία πράγματα μονάχα θα αναφέρω από αυτά που απασχολούν τον συγγραφέα. Η τέχνη, η λογοτεχνία, η γραφή, η ανάγνωση, ο έρωτας, οι έρωτες, οι άνθρωποι, η γλώσσα, η πατρίδα. Ο Γιώργος Χουλιάρας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκτός Ελλάδας- ίσως για αυτό μπορεί με διαύγεια να δει αυτό που συμβαίνει στην χώρα.

Το «Λεξικό αναμνήσεων» δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, είμαι σίγουρη  πως δεν γράφτηκε απνευστί, πως πήρε καιρό έτσι ώστε κάθε λήμμα να είναι όσο προσεγμένο του αξίζει. Έχει πάντως μια ύπουλη ιδιότητα, χώνεται ανάμεσα στα άλλα αναγνώσματα, σε παρακινεί να αφήσεις εκείνα για να διαβάσεις έστω και λίγο από αυτό, ώσπου να το τελειώσεις.

ΖΕΝ : «Δεν θέλω» είπε ο παππούς, θέλοντας να δώσουν σ’ εμένα τα σταφύλια που του πρόσφεραν. «Ζεν θέλω» επανέλαβα, παίρνοντας τα σταφύλια.  


"Λεξικό αναμνήσεων", Γιώργος Χουλιάρας, εκδ. Μελάνι, 2013, σελ.215

10/2/14

"Αμερικάνικη Έρημος", Percival Everett



Υπάρχουν μερικοί συγγραφείς που ξέρεις πως θα έχεις καρμική σχέση μαζί του ήδη από το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια σου. Έτσι με τον Πέρσιβαλ Έβερετ και το Σβήσιμο (που το χρωστώ στη Βιβή). Ξεκινώντας λοιπόν την «Αμερικάνικη Έρημο» ενθουσιάστηκα. Η γραφή είναι παράδοξη, ρέουσα, καυστική, με ενδιαφέρουσα πλοκή, λογοπαίγνια, πολιτική τοποθέτηση. Ως τη μέση πίστεψα πως πρόκειται για ένα από τα βιβλία της χρονιάς μου. Μετά όμως σα να με κούρασε, το εύρημα βάλθηκε να με εκδικηθεί, άρχισα στο μυαλό μου να το θεωρώ δεδομένο.

Ο Θίοντορ Στρήτ, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, παντρεμένος με δυο παιδιά είναι στο σπορ αμάξι του με σκοπό να αυτοκτονήσει. Δεν προλαβαίνει. Ένα φορτηγό ανακόπτει την πορεία του και πεθαίνει σχεδόν ακαριαία, αφού το κεφάλι του αποκόπτεται από το σώμα του. Στο γραφείο κηδειών το ράβουν όπως όπως με μια πράσινη γυαλιστερή κλωστή, του κλέβουν και το παντελόνι μιας και δεν το χρειάζεται πεθαμένος άνθρωπος. Φανταστείτε την αντίδραση "του κοινού", όταν ο αποκεφαλισμένος κατά τη διάρκεια της κηδείας του ανασηκώνεται, και γυμνός από τη μέση και κάτω, παίρνει την έκπληκτη οικογένειά του και φεύγουν.

Ο Θίοντορ, ζωντανός νεκρός, συνειδητοποιεί τα σημαντικά- κυρίως την οικογένεια του που την βαρυγκωμούσε ξενοπηδώντας φοιτητριούλες- όμως δεν είναι σε θέση πια να τους προστατέψει. Τον απαγάγουν φανατικοί θρησκόληπτοι που νομίζουν πως είναι ο σατανάς, μετά μια κρατική μυστική υπηρεσία που ψάχνει το μυστικό της αναγέννησης, τον κυνηγούν δημοσιογράφοι, ντέντεκτιβ. Και τελικά μόνον αυτός βρίσκει την λύση του εαυτού του.

Η επιρροή και η σαπίλα των ΜΜΕ, η μανία με τις παραθρησκευτικές οργανώσεις και τις ιστορίες συνωμοσίας (ακόμα και τα UFO), η οικογένεια ως θεσμός, η απιστία, οι συνθήκες στα Αμερικάνικα Πανεπιστήμια, η παιδεία, η λογοτεχνία, όλα είναι θέματα που θίγονται. Κάποια πιο βαθιά, άλλα με την αίσθηση καρικατούρας. Και φυσικά το άλυτο ερώτημα, τι σημαίνει να είσαι ζωντανός, τι διαφορά έχει η ζωή κι ο θάνατος, πόσο μπορείς να υπάρξεις, όταν πια γύρω σου τίποτα δεν θυμίζει εσένα.

Το πρόσημο που μου άφησε το μυθιστόρημα είναι θετικό, η αρχική ιδέα αποτελεί από μόνη της μια ατελείωτη πρόκληση. Η γραφή του Έβερετ έχει κάτι το καταλυτικό, κι ας μην μοιάζει από το ένα βιβλίο στο άλλο, σε δένει μαζί του, σα να γράφεις εσύ. Τα "αλλά" μου προέκυψαν στην πορεία και αφορούν μονάχα το γεγονός πως δεν πρόκειται για ένα μεγαλειώδες βιβλίο, όπως φανταζόμουν διαβάζοντας το οπισθόφυλλο. 

"Αμερικάνικη έρημος", Πέρσιβαλ Έβερετ, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πόλις, 2006, σελ. 365



8/2/14

"Η λίμνη", Yasunari Kawabata



Ο Τζινμπέι είναι άστεγος. Μπαίνει σε ένα λουτρό κι απολαμβάνει από τα χέρια του ανήλικου κοριτσιού μπάνιο και μασάζ και λούσιμο. Η φωνή της είναι μαγική. «Για μένα, όταν ακούω τη φωνή σου, όλα τα άλλα εξαφανίζονται», της λέει. Ο Τζινμπέι παίρνει από πίσω τις γυναίκες, τις παρακολουθεί. Όπως την Μιγιάκο, που του πέταξε την τσάντα της με 200.000 γιέν μέσα∙ που αντιπροσώπευαν την νιότη της που την χαράμισε δίπλα σε έναν μισογύνη γέρο. Ή την μικρή Χισάκο, την μαθητριούλα στο σχολείο που ήταν καθηγητής Ιαπωνικών και της πήρε την παρθενιά. Και τον εφηβικό του έρωτα. Και την κοπέλα στην λίμνη, την Ματσίε που είναι ερωτευμένη με έναν φοιτητή και του πάει πυγολαμπίδες.

Ο Τζινμπέι κυνηγάει την ομορφιά, την τελειότητα, την άφθαστη στιγμή που θα είναι δική του. Θα ήταν δική του, αν τα πόδια του δεν ήταν τόσο άσχημα. Διάσπαρτες εικόνες κοριτσιών στοιχειώνουν το μυθιστόρημα, ιστορίες ερωτισμού και μικρών καθημερινών εγκλημάτων διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα ονειρική, στα όρια της λογικής. Το παρελθόν και το παρόν χάνονται, καθώς η μια ιστορία μπαίνει μες στην άλλη άναρχα, σχεδόν συνειρμικά.

Είναι ένα πανέμορφο ανάγνωσμα, χωρίς κατ’ ανάγκη αρχή, μέση και τέλος. Οι κλωστές της κάθε ιστορίας αφήνονται να κρέμονται, τίποτα δεν τελειώνει, δεν δίνεται, πολύ λίγα εξηγούνται, τα υπόλοιπα υπονοούνται. Κι η ασχήμια, που ενυπάρχει μες στην ομορφιά, η μικρή στιγμή που κάνει όλες τις άλλες να μην έχουν νόημα, τελικά επιβιώνει.

«Η λίμνη», Γιασουνάρι Καβαμπάτα, μετ. Καίτη Μπουλούκου Τσισκάκη, εδκ. Καστανιώτη, 1996, σελ. 132



Υ.Γ. 42 Για να διαλέξω με ποιό βιβλίο του Καβαμπάτα να αρχίσω συμβουλεύτηκα τον ειδικό No14me

6/2/14

"Νταλικάτη λογοτεχνία" του Μαραμπού




Ο Σαλβαδόρ Νταλί είναι για την ζωγραφική ο,τι είναι ο Τζέημς Τζόυς για την λογοτεχνία ή ο Μπόμπυ Φίσερ για το σκάκι. Αυτοί οι τρεις καλλιτέχνες ενσαρκώνουν – τουλάχιστον στην δική μου συνείδηση – το σώμα και το πνεύμα της μεγαλοφυΐας. Είναι άυλοι, άχρονοι, μορφές της ελευθερίας. Θεωρήθηκαν τρελοί, παρανοϊκοί, αντικοινωνικοί και ίσως (απαντάται συχνά όπου ενσκήπτουν θέματα μεγαλοφυΐας) και τσαρλατάνοι. Η συζήτηση περί μεγαλοφυΐας είναι μεγάλη και πάντοτε δεν καταλήγει πουθενά. Η δική μου θέση, η πιο διπλωματική που μπορώ να σκεφτώ, είναι ότι, όλοι είμαστε μεγαλοφυΐες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου! Ας περιοριστούμε όμως μόνο στον Νταλί.

Αλήθεια, τι ήταν αυτό άραγε, που με έκανε να διαβάσω ένα μυθιστόρημα του Νταλί; Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την περίπτωση ενός ζωγράφου που γράφει λογοτεχνία, ο Νταλί υπήρξε ο πλέον ευρηματικός ζωγράφος του 20 αιώνα και η πρόζα του θα πρέπει να είναι ανάλογης αισθητικής δυναμικής. Οι προσδοκίες μου γιγαντώθηκαν αναπόφευκτα. Παλαιότερα είχα ξεφυλλίσει την αυτοβιογραφία του Νταλί – με τον ταπεινό τίτλο “Ημερολόγιο μιας μεγαλοφυΐας”! – και εκεί μέσα, είχα συναντήσει με ναρκισσιστική επιμονή και διαρκή ανακύκλωση, πολλές αναφορές με την χρήση του επιθέτου “νταλικός“  – “Αυτό είναι νταλικό”, “Εκείνο είναι νταλικό!” – πράγμα που με διασκέδαζε αρκετά αφού προερχόταν από μια μεγαλοφυΐα της οποίας ξεφύλλιζα το ημερολόγιο!

Στην περίπτωση ενός μυθιστορήματος όμως, περιμένεις πολλά περισσότερα – ή μήπως όχι; Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή και με έκανε να το αγοράσω, είναι το οπισθόφυλλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί, έως και (τι άλλο;) “νταλικό”!

Γιατί έγραψα αυτή την νουβέλα;
Πρώτον, γιατί βρίσκω τον καιρό να κάνω όλα όσα επιθυμώ και μια από τις επιθυμίες μου ήταν να γράψω.
Δεύτερον, γιατί η σύγχρονη ιστορία αποτελεί ιδανικό πλαίσιο για ένα μυθιστόρημα που ασχολείται με την εξέλιξη και τις διαμάχες των μεγάλων ανθρώπινων παθών, και γιατί η ιστορία του πολέμου, και ιδιαίτερα της συγκλονιστικής μεταπολεμικής περιόδου, έπρεπε οπωσδήποτε να γραφτεί.
Τρίτον, γιατί, αν δεν την έγραφα, κάποιος άλλος θα το' κάνε στη θέση μου, και θα το έκανε κακά.
Τέταρτον, γιατί είναι πιο ενδιαφέρον, αντί “ν' αντιγράφεις την ιστορία”, να την αφήσεις να μιμηθεί όσο καλύτερα μπορεί αυτά που εσύ έχεις σκαρφιστεί.

... από κει και πέρα όμως, παρά τις διογκούμενες προσδοκίες μου, δεν ήξερα τι να περιμένω. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να περιμένω. Και απλώς ξεκίνησα να διαβάζω. Δε θα σας αποκαλύψω τι και πώς το πραγματεύεται. Θα σας πω μονό ότι, η γραφή είναι ντελικάτη (για να είμαι ακριβής, “νταλικάτη”), γεμάτη ευαισθησίες και λεπτές αποχρώσεις (ο ζωγράφος δεν κρύβεται!) του λόγου, τόσο που, αν διαβάζατε το μυθιστόρημα χωρίς να γνωρίζετε τον συγγραφέα του, θα κάνατε τόσο παράτολμες εικασίες για τις οποίες αργότερα θα ντρεπόσασταν!

Ένας παράλληλος προβληματισμός που προκύπτει από αυτήν την ανάγνωση, είναι τα εξώφυλλα στα οποία απεικονίζονται ζωγραφικοί πίνακες. Πόσα λογοτεχνικά εξώφυλλα δεν θυμάστε με πίνακες του Νταλί, του Μοντιλιάνι ή του Πικάσο; Εγώ αγάπησα την ζωγραφική ταυτόχρονα με την ανάγνωση και βρίσκω αυτά τα εξώφυλλα ιδιαιτέρως επιμορφωτικά και καλόγουστα. Μπορεί από πολλούς να θεωρούνται ως η εύκολη λύση των εκδοτών, για μένα ωστόσο, παραμένουν και μια σοφή επιλογή. Νομίζω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν ανατρεπτικό και ευχάριστο, το βιβλίο του Νταλί να μην είχε εξώφυλλο που απεικόνιζε πίνακά του! Αλλά, οι εκδότες, σπανίως σκέφτονται σουρεαλιστικά!

Το μυθιστόρημα του Σαλβαδόρ Νταλί “Κρυμμένα πρόσωπα”, ίσως επιβεβαιώνει τον ποιητή Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος, είχε προβλέψει ότι ήταν (ο Νταλί) προορισμένος για ν' ακολουθήσει τον δρόμο της φιλολογίας και μάλιστα του πρότεινε ν' ασχοληθεί αποκλειστικά με το μυθιστόρημα˙ ίσως πάλι, επιβεβαιώνει τον ίδιο τον Νταλί που ισχυριζόταν ότι με το σύνολο της τεράστιας σε όγκο και πολύμορφης δραστηριότητάς του θ' αφήσει στην επιδερμίδα της κυρτωμένης και τεμπέλικης “καλλιτεχνικής ράχης” της εποχής του, το αδιαφιλονίκητο σημάδι όλης της γόνιμης γενναιοδωρίας των “ποιητικών ευρημάτων” του. Άλλωστε, πόσοι και πόσοι δεν είν' αυτοί που ήδη τρέφονται πνευματικά από την δουλειά του! Όποιος, λοιπόν, έχει στο ενεργητικό του περισσότερα, “πρώτος τον λίθον βαλλέτω”. Ίσως ακόμα, επιβεβαιώνει και τους δυο μαζί!

                                                                                               Μαραμπού

"Κρυμμένα πρόσωπα", Σαλβαντόρ Νταλί, μετ.Νένια Γλύπτη, Εξάντας, 2009, σελ.240

Υ.Γ. 42 Αν και σε γενικές γραμμές θα μου φαινόταν σουρρεαλιστικό να διαβάσω κείμενο του Νταλί, νομίζω πως τελικά θα το δοκιμάσω.

4/2/14

«Η παράξενη υπόθεση του δρος Τζέκυλ και του κου Χάιντ», Robert Louis Stevenson





Τριγυρνώντας τις προάλλες στο παζάρι συνειδητοποίησα πως δεν έχω διαβάσει την «Παράξενη υπόθεση του δρος Τζέκυλ και του κου Χάιντ». Τα έτερα δυο κλασικά- Φράνκενσταιν και Δράκουλα- τα διάβασα μικρή. Το πρώτο γιατί το έγραψε η γυναίκα του Σέλλευ [άκου κόλλημα τώρα] και το δεύτερο σαν εργασία στο μάθημα των Αγγλικών [εκεί να δεις κόλλημα τώρα]. Δεν ξέρω αν περίμενα ένα κλασικό γκόθικ ανάγνωσμα με αρκετές αιματοβαμμένες πινελιές, πάντως το βιβλίο του Στήβενσον δεν είναι σίγουρα τέτοιο.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο επιστήμονας κος Τζέκυλ βρίσκει ένα φίλτρο για να απομονώσει την πλευρά του εαυτού του με τα πιο ζωώδη ένστικτα –σεξουαλικά, βίαια, ωμά- και μεταμορφώνεται στον κοντό, νεαρό, τριχωτό κύριο Χάιντ για να μπορεί να κάνει αυτά που υπαγορεύει η «βάρβαρη» πλευρά του. Στην πορεία όμως θα πάψει να ελέγχει αυτός τη μεταμόρφωση και η περσόνα του κύριου Χάιντ θα βγαίνει όλο και περισσότερο στην επιφάνεια χωρίς τη θέλησή του.

Η νουβέλα είναι πυκνογραμμένη, φαίνεται μικρή κι όμως χρειάζεται τον χρόνο της. Οι λεπτές αποχρώσεις της Βικτωριανής ηθικής, όπου υμνείται μεν ο άνθρωπος που τηρεί τα χρηστά ήθη, όμως επιτρέπεται μια κάποια ελευθεριότητα σε πλούσιους εργένηδες, η σύγκρουση κακού και καλού- που ενυπάρχει μέσα μας- αλλά και η αίσθηση πως προσπαθώντας να καταπνίξεις τα πιο αρχέγονα ένστικτα τελικά θα τα βρεις μπροστά σου, κυριαρχούν. Αν και συνήθως όταν μιλάμε για τον δρ.Τζέκυλ και τον κο Χάιντ φέρνουμε στο μυαλό μας την ψυχιατρική διαταραχή της διχασμένης προσωπικότητας, στο κείμενο είναι φανερό πως ο δρ Τζέκυλ δεν είναι δα και τίποτα το ιδιαίτερο, οι πλευρές αυτές υπάρχουν στον καθένα μας. Το πώς κανείς τις ισορροπεί και τις ενσωματώνει στην καθημερινότητά του είναι άλλο θέμα.

Το βιβλίο αντικατοπτρίζει την εποχή στην οποία γράφτηκε- ραγδαίων αλλαγών σε πολλά θέματα – την ιατρική, τη φυσική, την χημεία, την ψυχολογία- που άφηνε περιθώρια για να εξαφθεί η περιέργεια των συγγραφέων. Πέρα από την ιστορία δίνει αυτή την κλειστοφοβική, μουντή αίσθηση του Λονδίνου με μεγάλη γλαφυρότητα. Κι αν στην αρχή ο διαχωρισμός των στοιχείων μιας προσωπικότητας σε καλό και κακό μοιάζει απλοϊκή, τελικά αποδεικνύεται από την πλοκή πως δεν είναι και τόσο∙ απλός ο διαχωρισμός.

«Η παράξενη υπόθεση του δρος Τζέκυλ και του κου Χάιντ», Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, μετ. Θόδωρος Καλοπίσης, εκδ. Αίολος, 2003, σελ. 166

Υ.Γ. 42 Η έκδοση αν και δεν πάσχει στην μετάφραση εξαιρετικά, έχει σοβαρά προβλήματα επιμέλειας.

Υ.Γ. 42-2 Το έτερο διήγημα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, «Τζάνετ η σβερκοτσακισμένη», μου φάνηκε μια εντελώς συνηθισμένη ιστορία τρόμου και τίποτε άλλο.