Το Τι είδε η γυναίκα του Λωτ κυκλοφόρησε το 2007 σε μια εποχή που η ελληνική λογοτεχνία ήταν σε βαθιά κάμψη (σε μένα προκαλούσε απόγνωση) και κανονικά θα έπρεπε να τα έχει σαρώσει όλα και να μας αλλάξει άρδην. Το μόνο που χρεώνω στο βιβλίο είναι πως δεν το έκανε. Το διάβασα τότε κι ένιωσα νέο αέρα να κυκλοφορεί σε ένα μπαγιάτικο τοπίο, όπου το σινάφι ανακύκλωνε τις εμμονές του ή ενδιαφερόταν περισσότερο για να μπει κάποιο κείμενό του σε τρέντι περιδικά της προηγούμενης εποχής.
Η γυναίκα του Λωτ δεν τα σάρωσε όλα. Λειτούργησε όμως διαβρωτικά. Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου έγινε μεγάλη σταρ. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αλλά θα έπρεπε να γίνει μεγάλη σταρ, μια ποπ σταρ της λογοτεχνίας κι από κάτω να ξεροσταλιάζουμε οι θαυμαστές της. Στην πραγματικότητα είναι η πιο σεμνή συγγραφέας που έχω γνωρίσει.
Πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, γραμμένο ύπουλα, άλλοτε νομίζεις πως πρόκειται για επιστολικό μυθιστόρημα, για ένα μαθηματικό νουάρ που πρέπει να λύσεις τον γρίφο, μερικές φορές μια δυστοπία για το εγγύς μέλλον. Ας ξεκαθαρίσουμε τι δεν είναι, δεν ανήκει στην επιστημονική φαντασία και για αυτό οι φαντασάδες αυτού του τόπου λατρεύουν να το μισούν∙ είναι η πιο καλογραμμένη δυστοπία της γενιάς μας, αλλά αγνοεί επιδεικτικά όλους τους κανόνες του είδους. Δεν είναι Greek crime όπως προσπάθησαν να το πλασάρουν στον αγγλόφωνο κόσμο. Και σίγουρα δεν είναι επιστολικό, αγνοεί επιδεικτικά τον Βέρθερο, και τις Επικίνδυνες σχέσεις και τον Δράκουλα, κι ό,τι ξέρατε ποτέ για τα επιστολικά μυθιστορήματα.
Στο μέλλον, η Υπερχείλιση έχει αλλάξει την γεωγραφία όλης της γης, καταβύθισε όλες τις χώρες γύρω από τη Νεκρά θάλασσα και από την τρύπα ανάβλυσε ένα βιολετί αλάτι, μαυλιστικό. Έτσι η Βιέννη και το Παρίσι γίνανε λιμάνια και ο Νότος χαμένη πατρίδα. Αμέσως στήθηκε μια εταιρία «οι Εβδομηντα πέντε» που έχτισε μια Αποικία πάνω εκεί που αναβλύζει το βιολετί αλάτι, στις όχθες του Ιορδάνη, και εκμεταλλεύεται το ναρκωτικό που πωλείται πανάκριβα. Εκεί διοικεί ο Κυβερνήτης Βερά και τα τσιράκια του: η γυναίκα του, ο δικαστής, ο γιατρός, ο ιερέας, ο φρούραρχος και ο γραμματικός του. Οι υπόλοιποι άποικοι είναι χωρισμένοι σε κάστες, κάνουν τη δουλειά τους χωρίς πολλά πολλά, γιατί όλοι κάτι έχουν να κρύψουν ή να ξεχάσουν.
Αν σας θυμίζει κάτι αυτή η εταιρία που ελέγχει όλη την πόλη που έφτιαξε δίπλα στην πηγή της εκμετάλλευσης, που βρέθηκε να ελέγχει όλο το αλάτι κι όλο τον πλούτο, εκμεταλλευόμενη τον Φόβο και τον Πόθο του καθενός, να το ξεχάσετε. Δεν είναι μια απλή αλληγορία όλο αυτό. Οι χαρακτήρες, που μοιάζουν όμοιοι όσο μιλάνε στις επιστολές, στήνονται διεξοδικά. Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου φαίνονται ψυχρές, σχεδόν κλινικές. Κι έπειτα κάθε στοιχείο μετράει, και φτιάχνει μια Βιβλική παραβολή, μια πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, για την κακία και τη φαυλότητά της, για την ανοησία και την πλεονεξία της. Και τελικά για την αγάπη.
Τι είναι πραγματικότητα, τι παραίσθηση, ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα; Τι είναι ηθική και ποιος την ορίζει; Πώς διαμορφώνεται η ζωή του καθενός, τυχαία, από την ειμαρμένη, από το σθένος και το κουράγιο του, από τα γεγονότα; Και ο Μεσσίας μήπως έχει τη μορφή ενός Πειρατή ανάμεσα στη Νέμεση και την Κάθαρση; Κι ένα Κουτί πράσινο, μπας και παίζει με τη συλλογική μας φαντασίωση ενός Κιβωτίου που θα μας σώσει;
Η Μπουραζοπούλου γράφει πάντα πολιτικά. Ό,τι άλλο κι αν είναι αυτό το μυθιστόρημα, αυτό είναι κυρίως, ένα Καράβι για πλοηγηθείς στις πιο μύχιες άνομες σκέψεις σου, να καταλάβεις πώς το ατομικό γίνεται συλλογικό και πολιτικό χωρίς καν να το καταλάβεις και κυρίως χωρίς καν να διανοηθείς πως μπορείς να το διαχειριστείς. Μήπως όμως μπορείς; Μπας και τελικά όσο βαθιά κι αν είσαι χωμένος, μπορείς πάντα να σηκώσεις το χέρι και να σπάσεις την αλυσίδα; Ή έστω τον μαίανδρο;
Όσα και να πει κανείς για αυτό το περίπλοκο αρχιτεκτόνημα, γραμμένο σε μια γλώσσα πηγαία προσεγμένη, σχεδόν εκνευριστικά τέλεια, είναι λίγα. Το όνειρό μου όταν μεγαλώσω είναι να γίνω Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Όνειρο μάλλον απατηλό, και εν πολλοίς άδικο για μένα, γιατί απαιτεί ταλέντο αστείρευτο. Αυτή τη βιβλιάρα εξάλλου η Ιωάννα Μπουραζοπούλου την εξέδωσε πριν καν κλείσει τα σαράντα. Eat her dust.
Κατερίνα Μαλακατέ